Skip to main content

Ἐκκλησία χῶρος σωτηρίας

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐσωτερική. Ἀπορρέει ἀπό τήν σύνδεσή της μέ τόν Χριστό, ἀπό τήν κοινή πίστη, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως καί πρό παντός ζωή, ἀπό τήν κοινή λατρεία, καί ἀπό τόν κοινό τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως οἱ ἐπιστήμονες ἑνός κλάδου σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο χρησιμοποιοῦν τούς ἴδιους τρόπους καί τίς ἴδιες μεθόδους γιά νά διαπιστώσουν κάτι, τό ἴδιο γίνεται καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅλα τά μέλη χρησιμοποιοῦν τόν ἴδιο τρόπο θεραπείας. Καί, φυσικά, ἔτσι ἀποδεικνύονται τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικός χῶρος σωτηρίας. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν βεβαιότητα ὅτι θά ἀποκτήσουμε κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Χριστό καί θά γίνουμε πραγματικά μέλη Του. Καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μποροῦμε νά φθάσουμε στήν θέωση. Βέβαια, καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὑπάρχει περίπτωση νά μετάσχη κανείς τῆς Χάριτος, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά μόνον μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά γίνη κανείς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, νά φάγη τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὅσοι ἀποσχίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν διασποῦν τήν ἑνότητά της, ἀλλά οἱ ἴδιοι ἀποκόπτονται ἀπό αὐτήν καί χάνουν τήν δυνατότητα νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά πῆ: «Φυλάξωμεν δέ μᾶλλον τό μέγα καί πρῶτον τῆς σωτηρίας ἡμῶν φάρμακον • τήν καλήν λέγω τῆς πίστεως κληρονομίαν • ὁμολογοῦντες ψυχῇ τε καί στόματι μετά παρρησίας ὡς οἱ πατέρες ἡμᾶς ἐδίδαξαν »

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα

Ἐκκλησία: Kοινωνία ἁγίων

Εἶχε ὁ Γέροντας αἴσθηση τί εἶναι Ἐκκλησία, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἅγιοι ἔχουν σχέση μέ τόν Χριστό. Ὁ Γέροντας εἶδε ἄγγελο πού τοῦ ἔφερε τροφή, εἶδε τόν φύλακα ἄγγελό του νά τόν περιποιῆται, ὅταν εἶχε ἀνάγκη. Εἶδε ἁγίους ὅπως τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, τήν ἁγία Αἰκατερίνη, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν χορό τῶν ὁσίων Πατέρων, τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, τήν ἁγία Εὐφημία, τόν ἅγιο Παντελεήμονα, τόν ἅγιο Λουκιλλιανό, τόν ὅσιο Ἀρσένιο κ.ἄ. Ἐμφανίσθηκε ἕνας ἅγιος μέσα στό φῶς καί, ὅταν τόν ρώτησε ποιός εἶναι, τοῦ ἀπάντησε ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀπό τά Σκλάβαινα. Κάποτε ἀξιώθηκε τῆς νυκτερινῆς ἐπισκέψεως τῆς Παναγίας, ἄλλη φορά εἶδε τήν Παναγία στά ἄσπρα καί ἐπανειλημμένως δέχθηκε τήν Θεομητορική Της στοργή, μίλησε μαζί Της καί ἔλαβε «τροφή ἀπό τά ἄχραντα χέρια της». Τήν Παναγία τήν εἶχε σάν μάννα, τήν Ἁγία Εὐφημία τήν φώναζε «ἁγία Εὐφημούλα μου». Κάποια φορά ἔζησε καί εἶδε αἰσθητά τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν στήριξε καί τόν κράτησε δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἀσκοῦσε τήν νοερά ἡσυχία καί τήν καρδιακή προσευχή.

Ὁ νοῦς του ἁρπαζόταν στήν θεωρία ὅταν προσευχόταν. Εἶδε τό «γλυκύτατο φῶς» πού, ὅπως ἀφηγεῖται, ἦταν «πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ ἥλιος ἔχανε τήν λάμψη μπροστά του. Ἔβλεπα τόν ἥλιο καί μοῦ φαινόταν τό ἡλιακό φῶς ὠχρό, ὅπως εἶναι τό φῶς τῆς σελήνης κατά τήν πανσέληνο. Τό φῶς τό ἔβλεπα γιά πολύ. Μετά ὅταν τό φῶς ἔλειψε καί ἡ χάρις μειώθηκε, τότε δέν εὕρισκα καμμία παρηγοριά και χαρά».

 (Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡσυχία καί θεολογία»)

Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση

...Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση στὴν σημερινὴ κοινωνία εἶναι ὑπόθεση ζωῆς, κυρίως στὰ τέσσερα σημεῖα ποὺ ὑπογραμμίσαμε προηγουμένως, δηλαδὴ στὴν ἀπόκτηση ἀληθινοῦ ἤθους, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ εἴδωλα, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν εὐδαιμονισμὸ καὶ τὴν εὕρεση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν πρέπει ὁ κόσμος νὰ παρεμβαίνη μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὴν ἐκκοσμικεύη, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ παρεμβαίνη στὴν κοινωνία γιὰ νὰ τὴν σώζη. Τελικὰ ἡ Ἐκκλησία... εἶναι ἡ μάνα ὅλων μας. Δὲν εἶναι τὸ "περιεχόμενον" τοῦ Ἔθνους, ἀλλὰ τὸ "περιέχον" τὸ Ἔθνος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἀποκλειστικά, ἀλλὰ ὅλοι ἀνήκουμε σ΄ αὐτήν, ὅλοι εἴμαστε παιδιά της. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἰσέρχεται μέσα στὴν διαίρεση τῆς κοινωνίας γιὰ νὰ συντηρῇ αὐτὴ τὴν διαίρεση, ἀλλὰ εἰσέρχεται ἀγαπητικὰ μέσα στὶς σύγχρονες κοινωνικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ ὑπερβαίνη τὴν διαίρεση καὶ νὰ ὁδηγῇ τὴν κοινωνία στὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα. Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν κομματικοποιεῖται, ἀλλὰ ὁ κομματικοποιημένος ἄνθρωπος βρίσκει μέσα σ΄ αὐτὴν τὴν ἑνότητά του καὶ τὴν οἰκογένειά του, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ ταυτότητά του, τὴν μητρικὴ στοργή. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδιοποιῆται τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης κανεὶς δὲν πρέπει νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι σωτῆρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκη σωτήρων, ἀλλὰ ὅλοι ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας παραμένοντας μέσα σ΄ αὐτήν. Δὲν ἔχει ἀνάγκη καθάρσεως, ἀφοῦ εἶναι ἁγία, ἀλλὰ ἐμεῖς χρειαζόμαστε κάθαρση ποὺ γίνεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βρισκόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε ἡ λέξη κάθαρση εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ θρησκευτικὴ σημασία, καὶ ἰδίως ἀπὸ τοὺς Πυθαγορείους ἀπέκτησε ἕναν προσωπικὸ καὶ ἀσκητικὸ χαρακτῆρα, δηλαδὴ εἶναι κάθαρση προσωπικὴ καὶ ἐσωτερική.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, "Ἀνατολικά")

Ἐκκλησιαστικό-Ἁγιορειτικό ἦθος

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς ἁγίους. Οἱ ἅγιοι διαπνέονται ἀπό ἕνα ἦθος σταυροαναστάσιμο, ἀπό μία εὐωδία, πού εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ καλοί ἄνθρωποι καί οἱ Χριστιανοί πού ἔχουν ἕνα ἱεραποστολικό φρόνημα. Δέν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ζῆλο νά διδάσκουν συνεχῶς καί νά ὁμιλοῦν. Δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν μερικές ἀρετές στήν ζωή τους. Ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.

[…]

Ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ χῶροι στούς ὁποίους ἔζησαν καί ὅλα τα ἔργα καί οἱ διδασκαλίες τους, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι πού ζοῦν καί σήμερα καί ἔχουν αὐτόν τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, ποῦ εἶναι αὐτό πού λέγεται ἁγιορείτικο ἦθος. Ὑπάρχει καί σήμερα αὐτό τό ἐκκλησιαστικό ἁγιορείτικο ἦθος, εἴτε στό Ἅγιον Ὄρος εἴτε στόν κόσμο. Καί αὐτοί πού διαπνέονται ἀπό αὐτό τό ἦθος καταλαβαίνουν τό ἔργο καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ὅσοι δέν διαθέτουν αὐτό τό ἦθος δέν μποροῦν νά ὀσφρανθοῦν τίποτε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἀλλά μᾶλλον θά τόν ἀντιλαμβάνονται σάν ἕναν ἱεραποστολικό ἄντρα, σάν ἕναν ἐπαναστάτη, σάν ἕναν διαφωτιστή, σάν ἕναν παιδευτή τοῦ Γένους, σάν ἕναν φορέα τοῦ δημοτικισμοῦ κ.λ.π. Ὅμως πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἴναι φορεύς τῆς Παραδόσεως, καί μάλιστα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, εἶναι Ἁγιορείτης.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὀρθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωῆς

Εκκλησιοποίηση χαρισμάτων

Πρέπει να σημειώσουμε ότι σκοπός των χαρισμάτων δεν είναι να τεθούν σε μια ατομική σχέση και μέσα σε χρησιμοθηρικά πλαίσια. Ούτε δόθηκαν για να αυτονομηθούν από τον άνθρωπο. Σε τέτοια περίπτωση (όταν αυτονομούνται) γίνονται η μεγαλύτερη πληγή της ανθρωπότητος, η μεγαλύτερη κατάρα.

Τα χαρίσματα δίνονται από το Πανάγιο Πνεύμα προς οικοδομήν του Σώματος του Χριστού, εις δόξαν του Θεού Πατρός. Αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος: «αυτός έδωκε... προς καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας εις οικοδομήν του Σώματος του Χριστού» (Εφεσ. α , 12). Και αυτά γράφονται στην προς Εφεσίους επιστολή, που θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν εκκλησιολογική, και στην οποία μεταξύ άλλων λέγεται: «Και αυτόν (τον Χριστόν) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία» (Εφεσ. α , 22)

Έτσι όλα τα χαρίσματα προσφέρονται στους αδελφούς μας και στον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι αναπτύσσονται στο εύκρατο κλίμα της αγάπης, της φιλανθρωπίας και φιλοθεΐας. Με αυτά πρέπει να διακονήται και να εξυπηρετήται η αδελφότητα και να δοξάζεται ο Θεός. Έτσι, εμείς οι Ορθόδοξοι νοιώθουμε την ζωή μας και την σχέση μας προς τον Θεό και τους αδελφούς ως ανταλλαγή δώρων. Δεχόμαστε τα χαρίσματα ως δώρα του Θεού και τον Ίδιο τον Θεό με την θεία Ευχαριστία ως Δώρο, και έπειτα προσφέρουμε τους εαυτούς μας ως δώρο στους αδελφούς μας και ως αντίδωρο στην αγάπη του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο ωριμάζουμε πνευματικά, τα οντολογικά χαρίσματα γίνονται σωτηριολογικά, με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. α , 22).

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Όσοι Πιστοί)

Εκφράσεις Παραδόσεως

Τα ρήματα με τα οποία μας παραδίδεται από τους αγίους η Παράδοση είναι η Αγία Γραφή, τα έργα των αγίων Πατέρων, οι αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, τα Μυστήρια, η λατρεία της Εκκλησίας.

Έργα ακόμη της Παραδόσεως η εκφράσεις της είναι οι λειτουργικές τέχνες, η αγιογραφία, η βυζαντινή μουσική κλπ.

Γι’ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι σεβόμαστε αυτές τις εκφράσεις της Παραδόσεως, γιατί παραδόθηκαν από τους αγίους. Όμως δεν αυτονομούνται, δεν ξεχωρίζονται από την Εκκλησία, ούτε απολυτοποιούνται.

Όλες οι λειτουργικές τέχνες, τα ήθη της λαϊκής ευσεβείας, λαμβάνουν πραγματική αξία, όταν συνδέονται με την λειτουργική ατμόσφαιρα και κυρίως με την εσωτερική, ζωή της Εκκλησίας, που είναι η μετάνοια, η συντριβή, η κατάνυξη, η νήψη.

Η αναζήτηση παλαιών μορφών ζωής, όταν δεν συνδέεται με την εσωτερική ανακαίνιση είναι μια συντήρηση και όχι παράδοση. Είναι μια τυπική προσκόλληση και όχι δημιουργία. Είναι εξωτερικός τύπος και όχι ζωή.

Η Ορθόδοξη Παράδοση παραδίδεται με αίμα, με μαρτύριο και ακόμη εκφράζεται και μεταδίδεται με την αγάπη. Έξω από το αίμα και την αγάπη δεν υπάρχει Ορθόδοξη Παράδοση, αλλά ανθρώπινη αλύτρωτη παράδοση, εντάλματα ανθρώπων που δεν βοηθούν, ούτε σώζουν.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Όσοι Πιστοί)

Ἐλευθερία

Οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοὶ ἀνῆκαν σὲ μιὰ κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ ἀποφάσιζαν νὰ ἀκολουθήσουν μιὰ δύσκολη ὁδό. Ζῶντες στὶς πόλεις, προσεποιοῦντο τὸν τρελλό. Ἔκαναν πράξεις ποὺ θὰ ἔκανε ἕνας τρελλός, ἀλλὰ ὅμως οἱ πράξεις αὐτὲς εἶχαν οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοὶ εἶχαν σὲ ὕψιστο βαθμὸ νοερὰ ἐνέργεια, εἶχαν ἀκόμη σώας τὰς φρένας, διάλεγαν ὅμως ἕναν σκληρὸ δρόμο καὶ τρόπο ζωῆς...

Ἡ ζωὴ τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν μιὰ τελεία, ἴσως καὶ ἀκραία ἐφαρμογὴ τῆς μωρίας κατὰ Χριστόν, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία ὅλου τοῦ πνεύματος τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν μποροῦν, βέβαια, ὅλοι νὰ παριστάνουν τὸν κατὰ Χριστὸν σαλό, ὅπως τὸ εἴδαμε προηγουμένως, γιατί αὐτὸ εἶναι ἕνα ἰδιαιτερο χάρισμα καὶ μιὰ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅλοι μποροῦν νὰ βιώσουν τὴν κατὰ Χριστὸν σαλότητα σὲ μετριότερη μορφὴ καὶ ἀνάλογη προσαρμογή. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ζωὴ τῆς ἀγάπης, τῆς πίστεως, τῆς ἐγκρατείας ἀποβλέπει καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο πολίτευμα, ποὺ εἶναι σαφῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πολιτεύματα. Ὅλη αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ γίνη εὔκολα ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κέντρο τους ἔχουν τὴν λογικὴ καὶ τὶς αἰσθήσεις. Ἡ χριστιανικὴ ζωή, χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν λογικὴ καὶ τὶς αἰσθήσεις, κινεῖται πέρα ἀπὸ αὐτές.

Ενανθρώπηση - Αγία Τριάδα

…Δια της ενανθρωπήσεως φανερώνεται ότι η φύση μας πλάστηκε από τον Θεό αγαθή, γι’ αυτό, άλλωστε, ο Χριστός προσλαμβάνει ανθρώπινη φύση… Το σώμα είναι θετικό δημιούργημα του Θεού. Έχει μεγάλη αξία, αφού το προσέλαβε ο Χριστός και το θέωσε.

Το δεύτερο σημείο δείχνει το βάθος της πτώσεως του ανθρώπου, ώστε να χρειασθή η οικονομία του Χριστού και η άκρα ταπείνωσή Του. Φυσικά αυτό δείχνει και την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς το ανθρώπινο γένος, αφού δεν άφησε το πλάσμα Του να καταστραφή. Έτσι, με την ενανθρώπηση του Χριστού εκδιώκεται η απόγνωση και απελπισία.

(Ακόμη) δια της ενανθρωπήσεως αποκαλύφθηκε η Τριαδικότητα του Θεού. Ο Θεός δεν είναι μονάς, αλλά Τριας Προσώπων, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την προσωπική μας ζωή. Γιατί ο απρόσωπος και άγνωστος Θεός κάνει τον άνθρωπο απρόσωπο και άγνωστο. Γι’ αυτό το θέμα της Τριαδικότητος του Θεού είναι πολύ κρίσιμο για την ορθόδοξη θεολογία, είναι υπόθεση ζωής και θανάτου.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Παρεμβάσεις στην Κοινωνία, τ. Β )

Ἐργασία

Στήν Αγία Γραφή επαινείται η εργασία τόσο η σωματική όσο καί η πνευματική. Ο Θεός μετά τήν δημιουργία τού ανθρώπου τόν έβαλε νά εργάζεται… Ο Ίδιος ο Θεός εργάζεται, δηλαδή διευθύνει τόν κόσμο πού δημιούργησε μέ τήν άκτιστη πρόνοιά Του.

Ο Απόστολος Παύλος, έχοντας ένα ιδιαίτερο επάγγελμα, τήν τέχνη τού σκηνοποιού, εργαζόταν γιά νά εξοικονομή τά πρός τό ζήν… Καί στούς Χριστιανούς τής Θεσσαλονίκης… συνιστά τήν εργασία…

Η σωματική, λοιπόν, εργασία είναι απαραίτητη, γι’ αυτό καί αυτοί ακόμη οι μοναχοί πού εξασκούνται στήν ησυχία καί τήν προσευχή έχουν καί τό κατάλληλο εργόχειρο, ώστε νά εξισορροπούν τά πράγματα καί νά μή δίνουν αφορμή στόν διάβολο νά τούς εμπαίζη. Η ακηδία, η αδιαφορία, παραλύει τόσο τό σώμα όσο καί τήν ψυχή καί είναι καταστρεπτική γιά τήν πνευματική ζωή. …

Βέβαια, η σωματική εργασία δέν απολυτοποιείται. Εμείς οι Χριστιανοί δέν ζούμε γιά νά εργαζόμαστε, αλλά εργαζόμαστε γιά νά συντηρηθούμε στήν ζωή καί νά υπερβαίνουμε τό χρόνο, ιδίως σέ περιπτώσεις πού δέν μπορούμε νά εξασκήσουμε πνευματική εργασία. Η εργασία είναι ένα εργόχειρο, είναι ένα μέρος τής ζωής μας. Τό λέμε αυτό γιατί πολλοί έχουν ως σκοπό τής ζωής τους νά εργάζωνται συνεχώς γιά νά αυξάνουν τά γεννήματα καί τούς καρπούς τους, πρός ικανοποίηση τού πάθους τής φιλαργυρίας. …

Η σωματική εργασία, τό βιοποριστικό επάγγελμα, πρέπει νά γίνεται γιά νά συντηρούμαστε στήν ζωή… Ικανοποιούμε μέ τήν εργασία τίς ανάγκες τόσο τίς ατομικές μας όσο καί τών ανθρώπων τών οποίων έχουμε αναλάβει τήν συντήρηση. Πέρα από αυτό, η εργασία πρέπει νά γίνεται γιά τήν ελεημοσύνη. … Κατά τήν διάρκεια τής εργασίας πρέπει νά εξασκήται η προσευχή. Μέ αυτόν τόν τρόπο εξαγιάζεται όλο τό έργο μας καί τό αναφέρουμε στόν Θεό.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου, «Η Ιατρική εν Πνεύματι επιστήμη»)

Εὐαγγελισμὸς

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῷ Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις...». Τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ –ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁποῖο συνδέονται ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ– ἐπισκέφθηκε μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὴν Παναγία καὶ τὴν πληροφόρησε ὅτι ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι αὐτὴ θὰ γίνη ἡ Μητέρα Του.

Ἡ λέξη «εὐαγγελισμὸς» ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἐπὶ μέρους λέξεις, ἤτοι εὖ καὶ ἀγγελία, καὶ δηλώνει τὴν καλὴ εἴδηση, τὴν καλὴ ἀγγελία. Πρόκειται γιὰ τὴν πληροφορία ποὺ δόθηκε διὰ τοῦ ἀρχαγγέλου ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ ἐνανθρωπήση γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθηκε μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας, ἡ ὁποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι' αὐτό, ἡ πληροφορία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἴδηση μέσα στὴν ἱστορία...

Ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ εὐαγγέλιο, ὁ εὐαγγελισμὸς εἶναι διόρθωση τῶν γεγονότων ποὺ ἔγιναν στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, στὸν αἰσθητὸ Παράδεισο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ ἀπὸ γυναῖκα ἄρχισε ἡ πτώση καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, ἐδῶ ἀπὸ γυναῖκα ἄρχισαν ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι ἡ νέα Εὔα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ὁ αἰσθητὸς Παράδεισος, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ὁ Ἀδάμ, ἐδῶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ ἡ Εὔα, ἐδῶ ἡ Μαρία. Ἐκεῖ ὁ ὄφις, ἐδῶ ὁ Γαβριήλ. Ἐκεῖ ὁ ψιθυρισμὸς τοῦ δράκοντος-ὄφεως στὴν Εὔα, ἐδῶ ὁ χαιρετισμὸς τοῦ ἀγγέλου στὴν Μαρία (Ἰωσὴφ Βρυένιος). Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διορθώθηκε τὸ σφάλμα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας.

(Ν. Ι. Δεσποτικὲς ἑορτές)

Ἡ ἀποκάλυψη στόν Ἀπόστολο Παῦλο

Θά ἐπιμείνω στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Πολεμοῦσε τούς Χριστιανούς καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ διώκεις;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού σέ διώκω;» Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Ἑγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς πού ἐσύ τόν καταδιώκεις».

Ἐδῶ κρύβεται ἕνα σοβαρό ἑρμηνευτικό καί θεολογικό γεγονός. Ὁ Σαούλ ἦταν καλός μελετητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐκεῖ διάβαζε γιά τόν Ἄσαρκο Λόγο, τόν Γιαχβέ πού ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα στίς ἡμέρες του ἐμφανίσθηκε κάποιος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ὀνόμαζε τόν ἑαυτό του ὅτι ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σαούλ ὡς εὐσεβής Ἰουδαῖος δέν μποροῦσε νά τό ἀποδεχθῆ αὐτό, ἀφοῦ ὁ Γιαχβέ πού ἐμφανιζόταν στούς Προφήτας καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ Γιαχβέ. Ὁ Σαούλ δέν νόμιζε ὅτι διώκει τόν Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀντίθετα θεωροῦσε ὅτι ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ πολεμοῦσε μερικούς πού κήρυτταν τόν Ἰησοῦν ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν μποροῦσε νά τό ἀποδεχθῆ.

Ἔτσι ὁ Χριστός τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐκεῖνος τόν διώκει. Αὐτό ἦταν μία μεγάλη ἀποκάλυψη. Μέ αὐτήν τήν ἀποκάλυψη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφθασε στήν μεγάλη αὐτή ἐμπειρία, νά συνδέση καί νά ταυτίση τόν Ἄσαρκο Λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες μέ τόν σεσαρκωμένο Λόγο πού ἐμφανίστηκε στούς Μαθητές καί ὅτι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε σῶμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τράπεζα Μονῆς Καρακάλλου 29-6/12-7-2018

Ἡ ἀρχή τῶν ἑορτῶν

Ὁλόκληρο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος θεωρεῖται ὡς ἔτος σωτηρίας, ὡς σωτηριώδης χρόνος, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς σωτήριο ἔτος, καί χωρίζεται σέ Δεσποτικές ἑορτές, Θεομητορικές ἑορτές, ἀλλά καί σέ ἑορτές τῶν Ἁγίων, καί ὅλες αὐτές οἱ ἑορτές τό προσδιορίζουν. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι περίοδος σωτηρίας, καί διά τῶν ἑορτῶν τῆς θείας Οἰκονομίας βιώνουμε τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας προσδιορίζεται καί χρωματίζεται ἀπό αὐτήν. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ λέγεται θεία Οἰκονομία, γιατί δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός οἰκονόμησε τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά τήν ἱερή ἱστορία.

Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι, κατά τόν ἅγιο Ἀνδρέα, Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης, ἀρχή, μέση καί τελευταία ὅλων τῶν ἑορτῶν, ὡς πρός τήν θεία Οἰκονομία. Εἶναι ἀρχή τῶν ἑορτῶν ὡς «ἀρχήν ἔχουσα, τήν τοῦ νόμου περαίωσιν• μεσότητα δέ, τήν πρός τά ἄκρα συνάφειαν• τέλος δέ, τήν τῆς ἀληθείας φανέρωσιν». Μέ τήν ἑορτή αὐτή περατώνεται ὁ νόμος πού ἔκανε λόγο γιά τόν Χριστό, ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς σωτηρίας, φανερώνεται ἡ ἀλήθεια πού εἶναι τέλος τοῦ νόμου, καί συνάπτεται ἡ Παλαιά μέ τήν Καινή Διαθήκη. (…)

Ἡ Ἐκκλησία μέ τό ἑορτολόγιο πού ἔχει καθορίσει θέλει νά δείξη στούς Χριστιανούς ὅτι δέν πρέπει νά βλέπουν τόν χρόνο τῆς ζωῆς τους μέσα ἀπό πολιτικά, ἱστορικά καί κοινωνικά γεγονότα, ἀλλά μέσα ἀπό τά γεγονότα τῆς σωτηρίας, ὅπως ἐκφράζονται στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, ἀλλά καί στίς ἑορτές τῶν Ἁγίων. Ἔτσι, προσδιορίζουμε τίς περιόδους τοῦ ἔτους (φθινόπωρο, χειμώνα, ἄνοιξη, καλοκαίρι), καθώς καί τούς συγκεκριμένους μῆνες μέσα ἀπό τό θαυμάσιο ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο κατήρτισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ θεῖο φωτισμό.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές

Η άχραντος εικόνα

Η άχραντος εικόναΟι τά πάντα καλώς διαταξάμενοι άγιοι πατέρες καθόρισαν νά συνδέεται η εορτή τής Ορθοδοξίας μέ τήν αναστήλωση τών ιερών εικόνων καί τήν ήττα τών εικονοκλαστών, γιατί η εικόνα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλύπτει τήν στενή σχέση μεταξύ κτιστής καί ακτίστου φύσεως, καί, μάλιστα, φανερώνει τήν αλήθεια ότι τό άκτιστο χαριτώνει καί μεταμορφώνει τό κτιστό.

Στήν όλη συζήτηση πού έγινε γιά τό θέμα αυτό κυρίαρχη θέση κατείχε τό πρόσωπο τού Χριστού, στό οποίο ενώθηκε η θεία μέ τήν ανθρώπινη φύση ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, αναλλοιώτως. Επειδή ο Χριστός μέ τήν ενανθρώπιση Του ανέλαβε τήν ανθρώπινη φύση καί τήν θέωσε, γι’ αυτό καί είναι δυνατόν νά αγιογραφούμε τό πρόσωπο τού Χριστού καί τά πρόσωπα τών αγίων. Αυτό φανερώνει περίτρανα ότι ο άνθωπος είναι η περίληψη όλης τής δημιουργίας, αλλά ο Χριστός είναι τό κέντρο καί η αναφορά όλου τού κόσμου.

...

Μεταξύ τών προβλημάτων πού αντιμετώπισαν οι Πατέρες τής Εκκλησίας, απαντώντας στό Ελληνισμό ήταν καί τό ανθρωπολογικό πρόβλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλος ο αγώνας τών εικονοφίλων περιστρεφόταν γύρω από τό πρόσωπο τού Χριστού καί τά πρόσωπα τών αγίων, καί επιχειρηματολογούσας γιά τό ότι μπορούμε νά τά αγιογραφούμε, ακριβώς γιατί υπάρχει θέωση τής ανθρώπινης φύσεως, στόν μέν Χριστό θέωση υποστατική, στούς δέ αγίους θέωση κατ’ ενέργεια, αφού ο Χριστός ποιεί τήν θέωση, ενώ ο άνθρωπος πάσχει τήν θέωση.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Εικονοφιλικό καί εικονοκλαστικό πνεύμα)

Ἡ βάση τῆς θεολογίας

Στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου παρατηροῦμε ἕξι βασικά σημεῖα.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ Θεαρχία, πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεώσεως.Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ἀπό τήν μετοχή στίς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τίς Θεωνυμίες, καί οἱ βασικότερες Θεωνυμίες εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἀγαθός καί Καλός. Τό Ἀγαθός σημαίνει πρόοδος, φῶς πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς, καί τό Καλός, σημαίνει ὅτι ἀνάπτει τόν πόθο γι᾽ Αὐτόν.Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ἡ μετοχή στίς Θεωνυμίες, δηλαδή ἡ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία σημαίνει ἀρχή τῆς ἱερότητος, μετοχή στίς Θεωνυμίες, εἶναι ἡ μέθεξη τῶν θεωνυμιῶν καί αὐτό εἶναι ἡ ἱερά τάξη, ἡ ἱερά ἐπιστήμη, ἡ ἱερά ἐνέργεια.

Ἔτσι ἔχουμε τήν οὐράνια ἱεραρχία, τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, καί τήν ἱεραρχία στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.Τό τέταρτο εἶναι οἱ Τελετές, τά Μυστήρια πού τελοῦνται στήν Ἐκκλησία.Τό πέμπτο εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει σκοπό νά ἀνάψη τήν δίψα καί τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ζῆ αὐτήν τήν ἑνότητα μέ τήν Θεαρχία.Καί τέλος, τό ἕκτο, εἶναι ὅτι ὁ ἐκτός τῆς Ἱεραρχίας κόσμος εἶναι ὁ κόσμος πού δέν μετέχει τῆς Θεοείδειας, τῆς φωτοχυσίας, τῆς δόξας. Εἶναι ὁ κόσμος πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας ὅλων τῶν Πατέρων, εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη τήν ἔκανε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Στήν συνέχεια, θεωρῶ, ὅτι αὐτήν τήν διδασκαλία ἔχει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.Ὁπότε, ἄν θέλη κανείς νά ἑρμηνεύση τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἑρμηνεύει μέ βάση τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί βέβαια ὅλων τῶν νηπτικῶν Πατέρων, τῶν ὁποίων τά ἔργα περιλαμβάνονται στήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μπορῶ νά προσθέσω καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἁγιορείτου.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Θεαρχία καί Ἱεραρχία

Ἡ βάση τῆς θεολογίας

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν ἀρχὴ τοῦ θεολογικοῦ του ἀγώνα ὁμιλοῦσε γιὰ τὰ ἡσυχαστικά, νηπτικὰ ζητήματα. Ἄρχισε, δηλαδή, μὲ τὰ κείμενα, τὰ περὶ ἀγάπης καὶ γενικότερα μὲ τὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δεύτερη φάση τοῦ ἀγῶνος του ἦταν τὸ πῶς θὰ μεταφέρει τὴν ὁρολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ τρίτη φάση τοῦ θεολογικοῦ του ἀγῶνος ἦταν ὅτι κάθε φύση ἔχει τὴν δική της θέληση, δηλαδή, ἦταν ἐναντίον τοῦ μονοθελητισμοῦ στὸν Χριστό.

Ἀλλὰ θεωρῶ ὅτι ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἦταν αὐτὴ ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση. Εἶναι μεγάλος ἡσυχαστὴς καὶ μεγάλος ὁμολογητής. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι πραγματικὰ ὁμολογητής, ἂν προηγουμένως δὲν εἶναι ἡσυχαστής. Καὶ αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στὰ πρῶτα κείμενα τὰ ὁποῖα συνέγραψε ὁ ἅγιος Μάξιμος.

Θυμᾶμαι πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἔγινα κληρικός, ἤθελα νὰ δῶ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ διάβασα τὰ «κεφάλαια περὶ ἀγάπης» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ ἐντοπίσω τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Νόμιζα ὅτι θὰ βρῶ στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ τὸ νὰ ὁρίζει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο διέκρινα εἶναι ὅτι μιλοῦσε συνέχεια γιὰ τὰ πάθη, καὶ τὸ κυριότερο πάθος ἔλεγε ὅτι εἶναι τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.

[…]

Ἐὰν ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ρίζα, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὀνομάζει, ὅλων τῶν παθῶν, τότε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ρίζα καὶ τὸν κορμὸ τῆς φιλαυτίας γεννιοῦνται τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς φιληδονίας. Ἑπομένως, ὅλος ὁ ἀγώνας ποὺ πρέπει νὰ γίνει ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν μοναχὸ εἶναι στὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡ Ἁγία Γνώση»)

Η Γέννηση καί η Βάπτιση τού Χριστού

Όταν ομιλούμε γιά γέννηση τού Χριστού, κάνουμε λόγο γιά δύο γεννήσεις. Η μία είναι η προαιώνια γέννηση τού Λόγου από τόν Πατέρα, κατά τήν θεία φύση, καί η άλλη είναι η εν χρόνω γέννηση από τήν Παναγία, κατά τήν ανθρώπινη φύση...

«Αυτό πού έχει σημασία είναι ότι αυτός ο Λόγος, πρό τής κατά σάρκα γεννήσεώς Του, είναι κατά πάντα όμοιος μέ τόν Θεό, δέν είναι εκ τού μηδενός. Γιατί ο Λόγος έχει δύο γεννήσεις. Η μία γέννηση πρό τών αιώνων καί η άλλη γέννηση εν χρόνω, πού είναι ως ανθρώπου γέννηση, η ενσάρκωση».

Αυτή η θεολογική αλήθεια είναι αποκαλυπτική καί κυρίως είναι εμπειρική, αφού η θεωθείσα σάρκα τού Χριστού γίνεται πηγή ζωής στά μέλη τής Εκκλησίας, κυρίως στούς αγίους.

«Δέν είναι μόνο η Παλαιά καί η Καινή Διαθήκη πού διδάσκουν καθαρά τό γεγονός ότι ο Λόγος, ο Κύριος τής Δόξης, ο οποίος είναι φύσει Θεός καί ομοούσιος μέ τόν Πατέρα, αληθινά σαρκώθηκε καί γεννήθηκε στήν κανονική δική Του καί ξεχωριστή ανθρωπότητα από τήν Παρθένο Μαρία –η οποία είναι κατά γράμμα καί ως γεγονός καί εν αληθεία Θεοτόκος ή Μητέρα τού Θεού–... Αυτή η αλήθεια αποκαλύπτεται καθαρά σ’ όλους εκείνους οι οποίοι έχουν φθάσει στήν θέωση, από τήν οποία μαθαίνουν εμπειρικά ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος καί φύσει Θεός καί φύσει άνθρωπος καί φύσει η πηγή τής δόξας, μεταδίδοντας στήν ανθρώπινη φύση Του τήν ύπαρξη τής πηγής τής δόξας, διά τής οποίας η ίδια η σάρκα τού Λόγου γίνεται πηγή τής ζωής μας καί ζωοδότρια...».

(Εμπειρική Δογματική, Τόμος Β')

Ἡ Γονιμοποίηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν μπορεῖ νά θεωρηθῆ μιά δημιουργική ἐξέλιξη τοῦ ἑλληνισμοῦ, μιά ἔκφραση τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες προσέλαβαν ὅλα τά θετικά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά ὁποῖα συνάντησαν καί τόν ἀνέβασαν σέ μεγάλο ὕψος. Ὅπως ὁ Ἑλληνισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, ἔτσι καί ὁ Χριστιανισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ …

Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή τήν περίπτωση τοῦ Ἡρακλείτου ..

Ὁ λόγος τοῦ Ἡρακλείτου, πού εἶναι ὁ συμπαντικός νόμος τοῦ κόσμου, ὑπενθυμίζει τόν Λόγο - Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὅμως εἶναι πρόσωπο καί διά τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἀφοῦ «τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν».

Τό γίγνεσθαι τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν κτίση, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε΄, 17) καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν «οἱ λόγοι τῶν ὄντων», δηλαδή οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Παρά τό διαρκές γίγνεσθαι, ὑπάρχει ἑνότητα, ἀφοῦ οἱ λόγοι τῶν ὄντων δημιουργοῦν μιά ἰσορροπία. Καί γι' αὐτό πατήρ τῶν πάντων δέν εἶναι ὁ πόλεμος, ἀλλά ὁ Θεός τῆς εἰρήνης.

Τό ἀείζωον πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τόν Λόγο – Χριστό καί ἐνεργεῖ τά χαρίσματα καί βεβαίως συγκροτεῖ ὅλον τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χωρίο τοῦ Ἡρακλείτου «ἀλλ' ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται πῦρ ἀείζωον» χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο καί τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά δηλωθῆ τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο «ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί ἡ ταυτότητατοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁμιλία στό Πανεπιστήμιο Πατρῶν

 

Ἡ διαθήκη τοῦ Ἁγίου Καλλινίκου

1. Ὅταν μέ καλέσῃ ὁ Κύριος ἐπιθυμῶ νά ταφῶ εἰς Ἔδεσσαν ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Κοιμητηρίου, ἄν ὑπάρχῃ θέσις. Ἄν δέν ὑπάρχῃ θέσις, εἰς οἱονδήποτε ἄλλο μέρος τοῦ Κοιμητηρίου μή ἐμφανές. Φέρετρον νά χρησιμοποιηθῇ ἁπλοῦν καί ταπεινόν. Ἁπλοῦς καί ἀπέριττος νά εἶναι καί ὁ τάφος μου καί ἐπ᾿ αὐτοῦ νά γραφῇ τό ρητόν: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Νά ταφῶ μέ τό ἁπλοῦν ὑφαντόν κίτρινον ἐπιτραχήλιον καί ὠμοφόριον, κατασκευῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καλογραιῶν Καλαμῶν. Οὐδείς στέφανος νά κατατεθῇ. Λόγοι ἐπικήδειοι ἤ νά μή ἐκφωνηθοῦν διόλου ἤ νά εἶναι λίαν περιωρισμένοι.

2. Ἀκίνητον περιουσίαν δέν ἔχω. Χρήματα δέν ἔχω. Ἄν εὑρεθοῦν ὀλίγα χιλιόδραχμα νά κατατεθοῦν εἰς τό Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμεῖον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. […]

Αἰτοῦμαι συγγνώμην παρά πάντων ὅσους τυχόν ἐπίκρανα καθ᾿ ὅλον τόν βίον μου καί συγχωρῶ καί ἐγώ ἀπό καρδίας πάντας τούς καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον λυπήσαντάς με. Ἐκφράζω τήν βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην μου πρός τούς συνεργάτας μου καί τούς κατά σάρκα καί πνεῦμα ἀδελφούς μου διά πᾶν ὅ,τι προσέφερον εἰς τήν ταπεινότητά μου. […]

Τέλος, ἐκφράζω ἐκ τῶν μυχίων τῆς καρδίας μου τήν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ἡμῶν, διότι εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐκ γονέων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί διότι μέ ἐτίμησε διά τῆς ὑψίστης τιμῆς τῆς ἀρχιερατικῆς Χάριτος καί ἀνέθεσεν εἰς τήν ἐλαχιστότητά μου τήν διαποίμανσιν λαοῦ ἐκλεκτοῦ καί εὐσεβοῦς. Παρακαλῶ καί ἱκετεύω τούς συνεπισκόπους μου νά στείλουν ἐκεῖ εἰς διαδοχήν μου ἄνδρα «πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου», ὥστε νά διορθώση οὗτος τά εἰς ἐμέ ἐλλείποντα, καταστήσῃ δέ τήν Ἐπισκοπήν τμῆμα τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν.

Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ἄς μέ συνοδεύῃ κατά τήν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐκδημίαν μου.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης μιά "ὁσία μορφή"

Ἡ διάσπαση τῆς Ρωμηοσύνης

Οἱ Φράγκοι πού ἤθελαν νά διασπάσουν τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, μᾶς ἀποκάλεσαν ἀπό Ρωμαίους Γραικούς τόν 8ο αἰώνα καί ἀργότερα τόν 19ο αἰώνα διέσπασαν τά Βαλκάνια γιά τήν μή ἐπανασύσταση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζάντιο)…

Ἀπό ὅλες τίς ἱστορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ὅτι ἡ Κύπρος, ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ἤπειρος, ἡ Θράκη, ὁλόκληρη ἡ Μακεδονία ἦταν Ἐπαρχίες (Θέματα) τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά εἶχαν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀνῆκαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, εἶχαν Ἑλληνική παράδοση καί πολιτισμό καί οἱ κάτοικοί τους ἦταν δίγλωσσοι.

Οἱ Τοῦρκοι μέχρι τόν 19ο αἰώνα ὀνόμαζαν Ρούμελη ὁλόκληρη τήν Μακεδονία, τήν Ἤπειρο, ὅλες τίς ἐκτάσεις ἀπό τό Βελιγράδι ὡς τήν Πελοπόννησο, δηλαδή ὅλο τό Εὐρωπαϊκό μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἑπομένως, μέχρι τόν 19ο αἰώνα ἐπικράτησε ἡ Ρωμηοσύνη μέ τήν ἑνιαία πίστη, τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση (μουσική, ἁγιογραφία κλπ.), παρά τίς γλωσσικές διαφορές.

Ἐπειδή ὑπηρέτησα στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας καί διάβασα ὅλους τούς Κώδικες μέ τά Πρακτικά τῆς Δημογεροντίας τῶν Βοδενῶν, πού διασώζονται στό παλαιό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, βρῆκα ὅτι στήν Μητρόπολη Βοδενῶν (Ἐδέσσης) μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί τήν Ἑλληνική αὐτοσυνειδησία της ὑπαγόταν καί ἡ Γευγελῆ, καί μάλιστα ὁ τότε Μητροπολίτης, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἄφησε τήν ἕδρα του καί πῆγε νά ἑορτάση τό Πάσχα ἐκεῖ, προφανῶς γιατί ὑπῆρχε ἀνάγκη.

Ἐπίσης, διάβαζα γιά τήν ἡρωική δράση καί στάση τῶν Ἐπισκόπων, τῶν Δημογερόντων καί τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς νά ἀνήκουν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἀντιδροῦσαν μέ ὅλες τίς δυνάμεις τους σέ ὅλες τίς ἐθνικιστικές προπαγάνδες.

Ἡ διάσπαση τῆς Ρωμηοσύνης τῶν Βαλκανίων σέ Κράτη καί τῆς Μακεδονίας ἔγινε τόν 19ο καί 20ό αἰώνα κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ καί τῆς πολιτικῆς τῶν δυτικῶν δυνάμεων, τῆς Ρωσίας καί τῆς Σερβίας, καί ἀντέδρασε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1872, πού ἀποφάσισε ἐναντίον τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Μακεδονικό» ἤ «Σκοπιανό» ζήτημα;

Ἡ Διοικητική διάρθρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς

Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ὅλη τήν τότε Οἰκουμένη, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ρωμαϊκή ἐξουσία, συνετέλεσε στό νά μεταβληθῆ ἡ διοικητική διάρθρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, χωρίς βέβαια νά χάση τόν μυστηριακό καί χαρισματικό της χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας τήν διοικητική διάρθρωση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, «οἱ Ἐπίσκοποι, πού βρίσκονταν μέσα στίς ἴδιες πολιτικές ἐπαρχίες γιά νά ἀντιμετωπίσουν προβλήματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, σχημάτιζαν εὐρύτερες ἐκκλησιαστικές ἑνότητες, τίς Μητροπόλεις. Ἐπικεφαλῆς στίς Μητροπόλεις ἦταν οἱ Ἐπίσκοποι πού βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν Ἐπαρχιῶν καί ὀνομάστηκαν Μητροπολίτες. Γιά τόν ἴδιο λόγο καί οἱ Μητροπολίτες πού βρίσκονταν σέ ἑνιαῖες γεωγραφικές ἤ διοικητικές ἑνότητες σχημάτιζαν τά Πατριαρχεῖα ἤ τίς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μητροπολίτες τῶν μεγαλυτέρων ἤ σημαντικοτέρων πόλεων πού ὀνομάστηκαν ἀντίστοιχα Πατριάρχες ἤ Ἀρχιεπίσκοποι».

Φαίνεται, λοιπόν, ἀπό αὐτήν τήν ἀνάλυση ὅτι στήν ἀρχική της μορφή ἡ Ἐκκλησία ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν ἡ βάση της καί βέβαια ὑπῆρχε μιά χαρισματική διάρθρωση κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α', Κορ. ιβ', 28).

Αὐτό σημαίνει ὅτι, προηγοῦνται οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦν οἱ Προφῆτες, οἱ διδάσκαλοι, ὕστερα οἱ χαρισματοῦχοι, οἱ κυβερνήσεις καί τά χαρίσματα γλωσσολαλιᾶς. Ὅμως μετά τήν ἀπομάκρυνση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι προηγήθηκαν τῶν Προφητῶν καί αὐτοί παρέμειναν εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀκριβῶς γιατί αὐτοί τελοῦσαν τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.  Στήν συνέχεια ἀναπτύχθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα, πού εἶχε ὡς «Πρῶτον» τόν Ἐπίσκοπο τῆς ἕδρας τῆς πολιτικῆς διοικήσεως μιᾶς ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε Μητροπολίτης, καί ἀργότερα ἀναπτύχθηκε τό Πατριαρχικό σύστημα, ὅταν ὁ Μητροπολίτης μιᾶς μεγάλης πόλεως ὀνομάστηκε Πατριάρχης καί ἦταν ὁ «Πρῶτος» τῶν Μητροπολιτῶν τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»