Skip to main content

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 15 Ἰουλίου, Μικρή καί Μεγάλη Εἴσοδος

Ἡ θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἕνα μεγάλο πανηγύρι. Δέν ἔχουμε αἰσθήσεις νά τό καταλάβουμε αὐτό, ἀλλά ὅταν ἀποκτήσουμε ἄλλες νοερές αἰσθήσεις τότε θά μαγευθοῦμε ἀπό ὅσα γίνονται, λέγονται καί ψάλλονται στήν θεία Λειτουργία.

Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο σήμερα τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὅπως γινόταν στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, γιατί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου εἰσέρχονταν νέα τμήματα καί ἀποτελέστηκε ὅλο αὐτό τό μεγαλεῖο, πού ἀπολαμβάνουμε σήμερα.

Μέ τό σημερινό κήρυγμα θά δοῦμε λίγο τίς δύο εἰσόδους, ὅπως λέγονται στήν λειτουργική γλώσσα, τήν Μικρά καί τήν Μεγάλη Εἴσοδο.

Ἡ Μικρά Εἴσοδος εἶναι τό γεγονός ἐκεῖνο, πού ὁ ἱερεύς λαμβάνει τό Εὐαγγέλιο ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί ἐξέρχεται ἀπό τήν βόρεια Πύλη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, κατέρχεται μέχρι τήν δυτική πλευρά τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, στέκεται στό μέσον του Ναοῦ, εὐλογεῖ τήν εἴσοδο καί ὑψώνοντας τό ἱερό Εὐαγγέλιο ψάλλει “Σοφία. Ὀρθοί”.

Μέχρι τόν ἕβδομο αἰώνα ἡ θεία Λειτουργία ἄρχιζε ἀπό τό σημεῖο αὐτό, ἀφοῦ ὁ ἱερεύς τήν στιγμή ἐκείνη ἔπαιρνε τό ἱερό Εὐαγγέλιο ἀπό τό σκευοφυλάκιο, πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό, ὁπότε εἰσερχόταν στόν Ἱερό Ναό γιά τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Ἑπομένως, αὐτή ἡ στιγμή ἦταν ἡ πρώτη πανηγυρική εἴσοδος τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ μέσα στόν Ἱερό Ναό. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ εἴσοδος αὐτή εἶναι εἰκόνα καί τύπος τῆς πρώτης ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅταν ὁ Χριστός ἄρχισε νά κηρύττη τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί κρατᾶ ὁ ἱερεύς ἤ ὁ διάκονος τό Εὐαγγέλιο καί λέγει “Σοφία. Ὀρθοί”. Δηλαδή, αὐτό πού κρατῶ στά χέρια μου, λέγει, εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό νά σηκωθῆτε ὅλοι σας. Ἄλλωστε, γι’ αὐτό ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βίωση τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος γίνεται μετά τόν χερουβικό ὕμνο, ὅταν ὁ ἱερεύς λαμβάνει ἀπό τήν ἱερά Προσκομιδή τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, πού θά γίνουν ἀργότερα Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί τά μεταφέρει ἀπό τήν ἱερά Προσκομιδή στήν Ἁγία Τράπεζα καί ψάλλει “πάντων ἠμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ Βασιλεία αὐτοῦ πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων”. Ἐάν μέ τήν πρώτη - Μικρά Εἴσοδο - εἴδαμε τόν Χριστό νά εἰσέρχεται στόν κόσμο γιά νά κηρύξη καί νά θαυματουργήση, τώρα βλέπουμε τόν Χριστό νά προχωρῆ πρός τόν Γολγοθά γιά νά πάθη, νά σταυρωθῆ καί νά ἀναστηθῆ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν θεία Λειτουργία βιώνουμε τό τί εἶπε ὁ Χριστός, τί ἔκανε ὁ Χριστός καί κυρίως τί ἔπαθε ὁ Χριστός γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τί μεγάλο καλό προξένησε ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα νά συμμετάσχη καί ἐκεῖνος στό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀναλήψεώς Του.

Ἡ Μικρά καί Μεγάλη Εἴσοδος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀνταποκριθοῦμε σέ αὐτό τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, νά εὐχαριστήσουμε τόν Χριστό γιά τήν μεγάλη δωρεά Του νά γίνη ἄνθρωπος καί νά θεώση τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά κυρίως νά πραγματοποιήσουμε καί ἐμεῖς τήν μικρή εἴσοδο στήν ζωή μας, ἤτοι νά ζήσουμε στήν πράξη τό πνεῦμα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά τηρήσουμε τόν λόγο Του, καί νά κάνουμε καί τήν μεγάλη εἴσοδο στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός μιά φορά σωματικῶς νά γίνεται συνεχῶς στήν ζωή μας, νά μή μένουμε στά ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά της χριστιανικῆς ζωῆς, ἀλλά νά προχωροῦμε βαθύτερα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα μυστήριο πού ἔχει μεγάλο βάθος. Καί μακάριοι ἐκεῖνοι, πού μποροῦν νά διακρίνουν τό βάθος αὐτό καί μποροῦν νά καταδυθοῦν σέ αὐτό. Οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς στεκόμαστε στόν αἰγιαλό, στήν παραλία καί βλέπουμε τήν ἐπιφάνεια τῆς θείας Λειτουργίας.

Ὁ σκοπός τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι νά μᾶς βοηθήση νά κάνουμε καί ἐμεῖς, κατ’ ἀρχάς, τήν μικρή εἴσοδο στό πνεῦμα τῶν εὐαγγελικῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια νά εἰσδύσουμε στήν μεγάλη εἴσοδο τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί τήν εἴσοδο στόν Παράδεισο, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 16 Ἰουλίου - Δ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος - Ἱερομάρτυς Ἀθηνογένης

Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔχει καθιερωθῇ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μᾶς ὡς ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ συγκρότησαν τὴν Τετάρτη (Δ) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Χαλκηδόνα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ.

Ὁ μονοφυσιτισμὸς ἦταν μιὰ αἵρεση ποὺ ὑποστήριζε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε μὲν ἀπὸ δύο φύσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἕνωση παραμένει μόνον ἡ θεία φύση, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἀνατρέπει ὅλη τὴν θεολογία τῆς Θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη δὲ ἀνατρέπει καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει, κατὰ τὴν ἄποψή τους, στὸν Χριστὸ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς μονοφυσίτας ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση, τότε πὼς μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ πὼς μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζὶ Τοῦ;

Οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν αὐτὴν τὴν αἵρεση μὲ τὸν ὅρο ὅτι οἱ δύο φύσεις στὸν Χριστό, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, ἑνώθηκαν καὶ ἐνεργοῦν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως», δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε ἀπὸ δύο φύσεις, ἀλλὰ καὶ ἐνεργεῖ διὰ τῶν δύο φύσεων. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν πνευματική μας ζωή, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ νὰ ἀναλυθῇ αὐτὴ ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια καὶ ἡ συνέπειά της γιὰ τὴν ζωή μας.

Μαζί, ὅμως, μὲ τοὺς Πατέρας τῆς Τετάρτης (Δ ) Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα ἑορτάζει καὶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀθηνογένους, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν Σεβάστεια τῆς Καππαδοκίας, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ, καὶ λόγῳ τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς ταπεινώσεώς του ἔγινε Ἐπίσκοπος Πηδαχθόης. Ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας τῆς περιοχῆς ἐκείνης, ὀνόματι Φιλομάρχος, συνέλαβε τὸν ἅγιο, μαζὶ μὲ τοὺς δέκα μαθητάς του, καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοὺς ἀποκεφάλισε. Μάλιστα, κατὰ τὸν Συναξαριστή, ὅταν ὁ ἅγιος πῆγε στὸ Μοναστήρι καὶ δὲν βρῆκε τοὺς μαθητάς του ποὺ εἶχαν συλληφθῇ πρὶν ἀπὸ αὐτόν, συνάντησε μία ἔλαφο, τὴν ὁποία εἶχαν ἀναθρέψει στὸ Μοναστήρι. Ὁ ἅγιος τὴν εὐλόγησε καὶ εὐχήθηκε νὰ μὴ θανατωθοῦν τὰ ἐλαφόπουλά της ἀπὸ τοὺς κυνηγούς, καθὼς ἐπίσης εὐχήθηκε κάθε χρόνο κατὰ τὴν μνήμη του νὰ φέρη στὸ Μοναστήρι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλαφόπουλα ποὺ θὰ γεννοῦσε. Καί, ὅπως γράφει τὸ Συναξάριο, κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ὅλοι ἔβλεπαν νὰ ἔρχεται ἡ ἔλαφος στὴν Ἐκκλησία, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, μαζὶ μὲ ἕνα ἐλαφόπουλο, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωνε στὸν ἅγιο καὶ τὸ ὁποῖο ἔσφαζαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἔτρωγαν «εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τοῦ ἁγίου» Ἀθηνογένους.

Στὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ψάλλονται αὐτὴν τὴν ἡμέρα παρουσιάζεται ὅλο τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τοῦ ἁγίου Ἀθηνογένους. Κυρίως δύο σημεῖα θὰ ὑπογραμμισθοῦν.

Τὸ πρῶτον ὅτι, κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο, ὁ Ἀθηνογένης φόρεσε τὸ λαμπρὸ ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο κατέστησε ἱερώτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ τὸ ἔβαψε μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι, ἔγινε «θέσει θεούμενος» καὶ πρεσβεύει γιά μας. Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ λάβη κανείς την χάρη τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἱερωσύνη γίνεται λαμπρότερη μὲ τὸ μαρτύριο, εἴτε τῆς συνειδήσεως εἴτε τοῦ αἵματος. Ὅποιος δὲν ζῇ τὴν ἱερωσύνη ὡς μαρτύριο καὶ θυσία δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη τὴν ἀξία της.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἀθηνογένης ἀναδείχθηκε «ἱερὸς καθηγητὴς» ποὺ παιδαγωγοῦσε τοὺς δέκα μαθητάς του μὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ μεθόδους, καὶ δι’ αὐτῶν καθελοῦσε τὰ σκιρτήματα τῶν παθῶν καὶ ἔτσι ἐνέκρωσε τὸν ὄφι τὸν ἀρχέκακο, τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε δύναμη ἐπάνω τους. Αὐτὸ δείχνει πὼς ἐργάζονται οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες, ἀφοῦ διαπαιδαγωγοῦν τὰ πνευματικά τους παιδιὰ μὲ τὴν καθιερωμένη ἐκκλησιαστικὴ μέθοδο, μὲ πνευματικὲς ἀσκήσεις, γιὰ νὰ νικοῦν τὰ πάθη καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὸ μαρτύριο, ἂν χρειασθῇ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν γνωρίζει ἄλλη ἀγωγή, πέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἔζησαν καὶ δίδαξαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες.

Πέρα ἀπὸ αὐτά, ὁ βίος τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀθηνογένους δείχνει καὶ τὸ πὼς ἡ ἁγιότητα ἔχει ἐπίδραση καὶ σὲ αὐτὴν τὴν φύση καὶ στὰ ἄλογα ζῶα, τὰ ὁποῖα ὑπακούουν σὲ αὐτούς, γιατί ἀναγνωρίζουν σὲ αὐτούς την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀθηνογένης δείχνει το πὼς βιώνεται στὴν πράξη τὸ δόγμα τῆς Τετάρτης (Δ ) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ δι’ Αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνη κατὰ Χάριν θεός.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 17 Αὐγουστου

Ἐωθινὸ Θ´ Ἰωάννου κ´ 19-31

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακὴ 17 Αυγούστου, Εωθινό Θ´ Ιωάν. κ´ 19-31

Τὸ Ἑωθινὸ ποὺ διαβάστηκε σήμερα εἶναι πολὺ γνωστὸ γιατί τὸ πρῶτο τμῆμα του τὸ διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης, τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα ὅπου ὑπάρχει ἡ δυνατότητα διαβάζεται καὶ σὲ πολλὲς γλῶσσες, καθὼς ἐπίσης διαβάζεται ὁλόκληρο τὸ κείμενο τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ἐπειδὴ ἀναφέρεται σὲ ἐκεῖνον.

Στὸ Εὐαγγελικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα περιγράφονται δύο ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητὰς Τοῦ. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση ἔγινε τὸ ἀπόγευμα τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῷ ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς καὶ ἡ δεύτερη ἐμφάνιση ἔγινε τὴν ἑπομένη Κυριακή, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θωμᾶ.

Στὴν πρώτη ἐμφάνισή Τοῦ ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς Τοῦ ἐδωσε τρία μεγάλα δῶρα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ εἰρήνη. Τοὺς εἶπε «εἰρήνη ὑμῖν» . Εἶναι μία εἰρήνη ἐσωτερική, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἀμφιβολίες, τὴν ταραχή, τὸν φόβο, τὴν ἀνασφάλεια. Εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς Ἀναστάσεως καὶ τέτοια εἰρήνη δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ χαρά, γι' αὐτὸ λέγεται «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» . Τὸ δεύτερο δῶρο εἶναι ἡ ἀποστολὴ στὸν κόσμο. Τοὺς ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ ἀποσταλοῦν σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Τοὺς εἶπε: "Καθὼς ἐμένα ἀπέστειλε ὁ πατέρας μου, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀποστέλλω ἐσᾶς στὸν κόσμο". Ἀπόστολος ὁ Χριστός, Ἀπόστολοι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τῶν μαθητῶν στὸν κόσμο δὲν ἦταν νὰ κάνουν ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦν οἱ ἄλλοι νὰ κάνουν, ἤτοι νὰ συγχωρήσουν τὶς ἁμαρτίες τους. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο δῶρο ποὺ τοὺς ἔδωσε. Ἔτσι, τοὺς ἔδωσε τὸ ἅγιον Πνεῦμα νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες. Ὁπότε, ὅποιοι δέχονται αὐτὴν τὴν ἀποστολή τους θὰ ἀποκτοῦν τὴν ἐμπειρία τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἐνῷ ὅσοι δὲν θὰ τοὺς δέχονται δὲν θὰ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες τους.

Ὅποιος βλέπει τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ λαμβάνει αὐτὰ τὰ τρία δῶρα, ἤτοι εἰρηνεύει ὁ ἴδιος, ὑπερβαίνει τὸν θάνατο, ὁπότε γίνεται εὐεργετικὸς ἄνθρωπος στὴν κοινωνία καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὅταν μάλιστα λαμβάνη καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, δηλαδὴ τὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τότε εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους ποικιλοτρόπως μὲ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους.

Στὴν δεύτερη ἐμφάνισή Τοῦ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, παρόντος τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὴν φιλανθρωπία Τοῦ καὶ τὴν ἀγάπη Τοῦ, ἀφοῦ δέχθηκε νὰ ψηλαφηθῇ ἀπὸ τὸν Θωμᾶ, καὶ βέβαια ἔδωσε στὴν συνέχεια τὴν μεγάλη πίστη ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἀναστάσεως. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων μας ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος Ἀπόστολος, ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε καὶ ἐννοοῦμε τὴν ἀπιστία, ἀλλὰ ἤθελε νὰ προχωρήση ἀπὸ τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς στὴν πίστη ἐκ θεωρίας. Ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς εἶναι ἡ πίστη ποὺ συνδέεται μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνουν οἱ ἄλλοι. Οἱ Μαθητὲς διαβεβαίωναν τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ ὅτι εἶδαν τὸν Χριστό, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἀρκέστηκε στὴν πίστη αὐτὴ ἀλλὰ ἤθελε νὰ προχωρήση στὴν πίστη ἐκ θεωρίας, ἤθελε νὰ δὴ προσωπικὰ τὸν Χριστό. Ὁπότε ὁ Χριστὸς τὸν ἄφησε μιὰ ὁλόκληρη ἑβδομάδα νὰ εἶναι κατηχούμενος καὶ στὴν συνέχεια ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν πίστη ἐκ θεωρίας. Τότε ὁ Θωμᾶς εἶπε: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» .

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πανηγυρίζουμε κάθε Κυριακή, εἶναι ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς, εἶναι τὸ μεγαλύτερο δῶρο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκτήση ὁ ἄνθρωπος στὴν ζωή του. Εἶναι μύηση σὲ ἕνα μυστήριο, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα μυστήριο ἀναγεννήσεως τῆς ὑπάρξεώς μας. Μιὰ τέτοια ἀλλοίωση δημιουργεῖ εἰρήνη, πίστη, χαρὰ μέσα σὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη. Ἡ οἰκονομία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅμως, μᾶς κάνει ὥστε νὰ μυούμαστε σταδιακὰ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἴσως γιατί δὲν θὰ μπορούσαμε διαφορετικὰ νὰ τὸ ἀντέξουμε. Δεχόμαστε τὸν λόγο τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, παραμένουμε σὲ αὐτὸ καὶ ὕστερα μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ ἐκκλησιασμός μας κάθε Κυριακὴ καὶ ἡ ἀκρόαση τῶν λόγων τῶν συγχρόνων ἀποστόλων θὰ μᾶς δώσουν τὴν βεβαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 19 Αυγούστου - Ο Θεός ως πηγή ζωής και Φως

Στην Δοξολογία που ερμηνεύουμε κατά τα κηρύγματα των Κυριακών του Καλοκαιριού βρίσκουμε την σύνοψη ολόκληρης της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι σημαντικό ότι οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν με τις προσευχές και τους ύμνους και να μας διδάξουν πως πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό, αλλά και να μας δείξουν τι είναι ο Θεός. Αυτό φαίνεται και στον στίχο που θα αναλύσουμε σήμερα.

Προς το τέλος της Δοξολογίας ψάλλουμε:

«Ότι παρά σοι πηγή ζωής• εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Δηλαδή: «Διότι σε Σένα είναι η πηγή της ζωής, ζώντας μέσα στο φως σου θα δούμε το φως».

Ο στίχος αυτός είναι σημαντικός γιατί φανερώνει δύο ενέργειες του Θεού, ήτοι την ζωή και το Φως.

Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής. Αυτός ο Ίδιος είπε: «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ 6). Η ζωή είναι αντίθετη του θανάτου. Εφ’ όσον θάνατος είναι η αμαρτία, ζωή είναι ο ίδιος ο Θεός. Και μάλιστα δεν είναι απλώς η ζωή, αλλά η πηγή της ζωής. Όποιος πλησιάζει τον Χριστό και ενώνεται μαζί Του με τα μυστήρια της Εκκλησίας τον αισθάνεται ως ζωή, που νοηματοδοτεί την ζωή του, του δίνει νόημα και σκοπό, αποκτά μια διαρκή έμπνευση, αισιοδοξία και χαρά, μια δημιουργικότητα για κάθε καλό, είναι ζωντανός και όχι νεκρός.

Έπειτα, ο Θεός είναι το Φως. Ο Ίδιος ο Χριστός είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν. η 12). Δεν εννοεί με αυτό ότι είναι το αισθητό, συμβολικό και ηθικό φως, αλλά το πραγματικό οντολογικό φως. Εκείνοι που αξιώνονται να δουν τον Θεό, τον βλέπουν ως Φως. Αυτό το συναντούμε στα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Άλλωστε, αυτό το βλέπουμε και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ. Εκεί οι Μαθητές αξιώθηκαν να δουν την δόξα της Θεότητος του Χριστού, αλλά και την φωνή του Πατρός ως μεγάλο φως, και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος ως νεφέλη φωτεινή, που τους επισκίασε. Ολόκληρος ο Τριαδικός Θεός είναι Φως. Στην Εκκλησία ψάλλουμε: «Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα».

Αλλά το σημαντικό στο χωρίο αυτό είναι ότι ομολογούμε ότι θέλουμε να δούμε το Φως. «Οψόμεθα φως». Αυτός είναι ο σκοπός της πνευματικής ζωής, το να φθάσουμε κάποτε να δούμε τον Θεό ως Φως. Και αυτό συνιστά την ορθόδοξη Θεολογία. Αλλά για να γίνη αυτό πρέπει να είμαστε μέσα στο Φως. «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Το Φως του Θεού είναι αυτοπτικό, δηλαδή δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό ως Φως, με την λογική μας, και τις αισθήσεις, αλλά με το ίδιο το Φως του Θεού. Όταν ζούμε μέσα στον ρου της μετάνοιας που ενεργείται με την Χάρη του Θεού, τότε μπορούμε να φθάσουμε στην όραση του Θεού ως Φωτός.

Σε μια εποχή ανθρωπισμού, που οι άνθρωποι μένουν στον ανθρώπινο παράγοντα και τις ανθρώπινες δυνατότητές τους, που προσπαθούν να κατασκευάσουν θεούς που είναι σκοτεινοί, ανύπαρκτοι, εδώ τονίζεται η αλήθεια ότι ο δικός μας Θεός είναι Φως και ότι μπορούμε να δούμε τον Θεό ως Φως, μόνον όταν ζούμε στο δικό του Φως, όταν κατευθυνόμαστε από την Χάρη Του.

Πηγή ζωής και φως. Δύο μεγάλα αγαθά που αναζητά ο άνθρωπος σε κάθε εποχή. Θέλει να ζήση αιώνια, να χαίρεται την ζωή του, να μη πεθαίνη, αλλά και να βλέπη το φως, να μη παραμένη στο σκοτάδι. Ζούμε σε μια εποχή που ο άνθρωπος, με την επιστήμη διψά για ζωή, ζητά να παρατείνη την ζωή του, αλλά και επιθυμεί να ζη μέσα σε άπλετο φως.

Θα πρέπη να γνωρίζουμε, ιδιαίτερα εμείς οι Χριστιανοί, ότι ο Θεός μας είναι χορηγός της ζωής και του Φωτός, γιατί Αυτός είναι «η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου». Έτσι, όσοι διψούμε για ζωή, και επιθυμούμε να δούμε το αληθινό φως, καταφεύγουμε στον Θεό και τηρούμε το θέλημά Του. Δεν μπορούμε διαφορετικά να γνωρίσουμε τον αληθινό Θεό.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 19 Ιουλίου (Τίτο γ', 8-15)

Πρόβλημα γιά τήν Εκκλησία δέν είναι μόνον οι αιρετικοί, ως πρός τήν αποδοχή ή μή τών δογμάτων, αλλά καί εκείνοι πού έχουν διαφορετικό ήθος από τό εκκλησιαστικό ήθος καί διαφορετικό φρόνημα από τό εκκλησιαστικό φρόνημα. Σήμερα χρειαζόμαστε Κληρικούς καί λαϊκούς πού θά έχουν τήν βεβαιότητα τής πίστεώς τους καί θά τήν ομολογούν μέ παρρησία, αγάπη καί εσωτερική ειρήνη.

Στήν πρός Τίτον επιστολή του ο Απόστολος Παύλος, όπως ακούσαμε σήμερα στό Αποστολικό ανάγνωσμα, μεταξύ τών άλλων, τόν προτρέπει νά συμβουλεύη τούς Χριστιανούς (Κληρικούς καί λαϊκούς) νά συμπεριφέρονται σωστά μέσα στήν κοινωνία. Δέν ομιλεί γιά μιά εξωτερική συμπεριφορά, αλλά γιά τό αποτέλεσμα τής σωτηρίας πού πραγματοποιήθηκε μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού καί βίωσαν στήν ζωή τους.

Μέσα σέ αυτό τό πλαίσιο δίνει ο Απόστολος Παύλος διαβεβαιώσεις στόν Τίτο γιά τόν τρόπο πού πρέπει νά συμπεριφέρονται οι Χριστιανοί πρός τούς συνανθρώπους τους.

Θά πρέπει νά πρωτοστατούν σέ καλά έργα, πού ωφελούν τούς ανθρώπους. Όσοι πιστεύουν στόν Θεό πρέπει νά εκδηλώνουν τήν πίστη τους μέ τά έργα τής φιλανθρωπίας. Άλλωστε, η φιλοθεΐα συνδέεται στενά μέ τήν φιλανθρωπία.

Έπειτα, θά πρέπει νά αποφεύγουν τίς μάταιες συζητήσεις γύρω από τίς διατάξεις τού μωσαϊκού νόμου, γιατί οι συζητήσεις αυτές είναι ανωφελείς καί μάταιες. Ο νόμος τής Παλαιάς Διαθήκης προετοίμασε τούς ανθρώπους γιά τήν έλευση τού Χριστού, καί, βεβαίως, μέ τήν έλευση τού Χριστού ουσιαστικά έχουν καταργηθή οι μωσαϊκές αυτές διατάξεις, όχι όμως όλες οι εντολές τού Θεού καί τό «πνεύμα» τού νόμου πού εξακολουθεί νά καθαρίζη τήν καρδιά τού ανθρώπου, γιά νά φθάση νά δή τόν Χριστό.

Ακόμη, οι Χριστιανοί δέν θά πρέπει νά διαπληκτίζονται μέ τούς αιρετικούς, γιατί καί αυτό δέν τούς ωφελεί. Βεβαίως, θά πρέπει νά επιδιώκουν νά τούς νουθετούν μία καί δεύτερη φορά, αλλά στήν συνέχεια νά τούς αφήνουν, νά μήν ασχολούνται μαζί τους, γιατί έχουν φθάσει σέ διαστροφή, έχουν εκτραπή από τήν αλήθεια καί δέν ωφελούνται. Η αίρεση διαστρέφει καί τό ήθος τού ανθρώπου, αλλά καί τά διεστραμμένα ήθη αλλοιώνουν τήν ορθόδοξη πίστη. Οι αιρετικοί μέ τόν τρόπο πού ζούν αυτοκατακρίνονται, αυτοκαταδικάζονται.

Πρόβλημα γιά τήν Εκκλησία δέν είναι μόνον οι αιρετικοί, ως πρός τήν αποδοχή ή μή τών δογμάτων, αλλά καί εκείνοι πού έχουν διαφορετικό ήθος από τό εκκλησιαστικό ήθος καί διαφορετικό φρόνημα από τό εκκλησιαστικό φρόνημα.

Οι Χριστιανοί θά πρέπει νά ζούν κατά τό θέλημα τού Θεού, νά τηρούν τίς εντολές Του, νά ζούν στήν Εκκλησία, μέ τήν μυστηριακή καί ασκητική ζωή, ώστε νά γεμίση η καρδιά τους από τήν αγάπη τού Θεού.

Οι ανόητες καί μάταιες συζητήσεις δέν ωφελούν, ακόμη καί αυτές οι φιλονικίες γύρω από θείες αλήθειες. Πρέπει δέ νά προσέξουμε ιδιαιτέρως τόν τρόπο μέ τόν οποίον ενεργούμε ακόμη καί σέ θέματα ομολογίας τής πίστεως. Ο φανατισμός, οι διαπληκτισμοί, οι φωνασκίες, οι αφοριστικές απόψεις, ο θυμός καί η οργή δέν ωφελούν ούτε εμάς ούτε τούς συνομιλητές μας. Αντίθετα, ο ήρεμος ομολογιακός λόγος, η ειρηνική ομολογία τής πίστεως, φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα.

Σήμερα χρειαζόμαστε Κληρικούς καί λαϊκούς πού θά έχουν τήν βεβαιότητα τής πίστεώς τους καί θά τήν ομολογούν μέ παρρησία, αγάπη καί εσωτερική ειρήνη. Πρό παντός χρειαζόμαστε Χριστιανούς πού θά ομιλούν γι’ αυτά πού πιστεύουν, καί θά ζούν σύμφωνα μέ αυτά πού κηρύττουν. Διαφορετικά αρνούνται τήν χριστιανική τους «ιδιότητα», ουσιαστικά τήν χριστιανική τους ζωή.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 19 Ἰουλίου, Κυριακὴ Ἁγίων Πατέρων

Κατά τήν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ ἡ Μητρόπολή μας δέχεται σημαντικό ἀριθμό ἐπισκεπτῶν. Οἱ ὀρεινές ἐνορίες, πού τόν χειμώνα εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτες, γεμίζουν κόσμο, ἀπό νοσταλγούς προσκυνητές τῶν πάτριων ἐδαφῶν, ἀλλά καί ἀπό ἁπλούς παραθεριστές. Γενικά, σ’ ὅλη τήν Μητρόπολη ὁ πληθυσμός σχεδόν τριπλασιάζεται. Ἡ συμμετοχή στίς θείες Λειτουργίες καί τίς ἱερὲς Ἀκολουθίες αὐξάνεται, ὅπως αὐξάνεται καί ἡ ἀνάγκη γιά προσφορά τοῦ θείου λόγου.

Ὁ Μητροπολίτης μας, προκειμένου νά καλύψη τίς ἀνάγκες αὐτές, καί δεδομένου ὅτι εἶναι περιορισμένος ὁ ἀριθμός τῶν Ἱεροκηρύκων, ἀπέστειλε στίς Ἐνορίες γραπτό θεῖο κήρυγμα ὅπου ἀναλύεται τό Εὐαγγέλιο ἤ ὁ Ἀπόστολος τῆς ἡμέρας. Τά γραπτά αὐτά κηρύγματα καλύπτουν τούς δύο μῆνες τοῦ καλοκαιριοῦ, Ἰούλιο καί Αὔγουστο. Ἡ ἐφημερίδα μᾶς δημοσιεύει ἐνδεικτικά ἕνα ἀπό τά κηρύγματα αὐτά.

Κυριακή Ἁγίων Πατέρων (19 Ἰουλίου 1998)

Ἡ σημερινή Κυριακή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία στήν Τέταρτη Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Χαλκηδόνα τό 451 μ.Χ. γιά νά ἀντιμετωπίση μιά Χριστολογική αἵρεση καί νά ὁμολογήση τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Χριστό.

Στά χρόνια πού προηγήθηκαν τῆς Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού προσπαθοῦσαν μέ τήν ἀνθρώπινη λογική νά κατανοήσουν τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Νεστόριος ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἀνθρώπινη καί θεία, δέν ἑνώθηκαν πραγματικά, ἀλλά σχετικά, οἱ δέ Μονοφυσίτες ὑπεστήριζαν ὅτι ἡ θεία φύση ἀπερρόφησε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔτσι ἐπικρατεῖ σύγχυση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό.

Ἡ Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀντιμετωπίζοντας αὐτές τίς αἱρέσεις, ὁμολόγησε καί θέσπισε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί ὅτι στόν Χριστό οἱ δύο φύσεις εἶναι ἑνωμένες “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως”. Μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε στήν περίπτωση τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, γιά νά δοῦμε πῶς ἐνεργοῦσαν οἱ δύο φύσεις στόν Χριστό. Ὅταν ἔκλαψε ὁ Χριστός στήν πληροφορία ὅτι πέθανε ὁ Λάζαρος, ἔκλαψε ἡ ἀνθρώπινη καί ὄχι ἡ θεία φύση, ἐνῶ λίγο ἀργότερα ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν Λάζαρο μέ τήν θεία καί ὄχι μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅμως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κάθε μιά φύση δέν ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη, ἀλλά “μετά τῆς θατέρου κοινωνίας”, δηλαδή στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐνεργεῖ κάθε μιά φύση ἀνάλογα μέ τά ἰδιώματά της, ἀλλά μέ τήν κοινωνία τῆς ἄλλης.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμολόγησαν αὐτήν τήν πίστη, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἤθελαν νά διασφαλίσουν τήν ἀλήθεια περί τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν Θεάνθρωπος, καί ὄχι μόνον Θεός ἤ μόνον ἄνθρωπος, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί μέ τόν τρόπο αὐτόν ἤθελαν νά διασώσουν τόν τρόπο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἄν ὁ Χριστός ἦταν μόνο Θεός, πῶς μποροῦσε νά μεταμορφωθῆ τό θνητό καί παθητό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως; Ἄν ὁ Χριστός ἦταν μόνον ἄνθρωπος, πῶς μποροῦσε νά σώση τόν ἄνθρωπο; Ἄλλωστε, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπισή Του προσέλαβε τό θνητό καί παθητό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τό θέωσε, δίδοντας τήν δυνατότητα σέ κάθε ἄνθρωπο νά δοκιμάση τήν σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Αὐτό μποροῦμε νά τό καταλάβουμε μέ τό ἑξῆς παράδειγμα. Ὅταν εὑρεθῆ ἕνα φάρμακο γιά τήν θεραπεία μιᾶς ἀρρώστειας, τότε ὁ κάθε ἄρρωστος πού πάσχει ἀπό αὐτό τό εἶδος τῆς ἀρρώστειας μπορεῖ νά θεραπευθῆ, ὅταν λάβη τό φάρμακο.

Αὐτή ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε στήν Τέταρτη Οἰκουμενική Σύνοδο δέν εἶναι ἀφηρημένη, δέν εἶναι μιά φιλοσοφική ἀλήθεια πού δέν ἔχει σχέση μέ τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι θέμα πού μπορεῖ κάποιος νά τό κατανοήση λογικά, ἀλλά εἶναι θέμα ὑπαρξιακό, προσωπικό. Μπορεῖ κανείς νά τό δοκιμάση στήν προσωπική του ζωή. Δηλαδή, ὅταν πλησιάση ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό μέσα στόν “χῶρο” τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ζῆ τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε μπορεῖ νά μεταμορφώση τό θνητό καί παθητό τῆς φύσης του, μπορεῖ νά νικήση τόν θάνατο, μπορεῖ νά θεραπευθῆ καί νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τά βασανιστικά του προβλήματα. Ἔτσι, ἀντί νά ἐξαντλούμαστε σέ ἐπιχειρήματα, καλοῦμε τούς ἀνθρώπους νά ζήσουν αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ζωή: “Γεύσασθε καί ἴδετε”.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 2 Ἰουλίου - Ἡ Κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τελεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας στὶς Βλαχέρνες. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἑορτὴ ἑνὸς γεγονότος ποὺ ἀναφέρεται στὴν Παναγία μας καὶ ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της ποὺ εἶναι τὸ «ἐπανωφόριον» της.

Σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστὴ τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καὶ ὁ Κάνδιδος, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στὴν πορεία τοὺς πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στὴν Γαλατία, βρῆκαν μιὰ εὐσεβεστάτη Ἑβραία, ποὺ εἶχε μέσα στὴν οἰκία της τὴν ἁγία Ἐσθῆτα, τὸ ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ προσευχόταν μέρα καὶ νύκτα μιμούμενη τὴν προφήτιδα Ἄννα ποὺ βρισκόταν στὸν Ναὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ δὴ τὸν Χριστό, ὅταν Τὸν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν. Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετὰ ἀπὸ ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νὰ λάβουν τὸν πολύτιμον αὐτὸ θησαυρὸ καὶ νὰ τὸν φέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν ἐτοποθέτησαν στὸ κτῆμα τους, ποὺ ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καὶ ἐκεῖ ἔκτισαν Ναὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου. Ἀργότερα ὁ Βασιλεὺς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτὸ τὸ γεγονός, ἔκτισε Ναὸ τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στὸν ὁποῖο τοποθέτησε τὴν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθῆτα, τὴν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἔβλεπαν διάφορα θαύματα. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ὀνομάζει τὴν ἁγίαν Ἐσθῆτα «ἱερὰν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμὸν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».

Μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τὸ μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, ποὺ ἔγινε ἡ χαρὰ τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο διὰ τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς ποὺ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Ὅλα τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν τιμία Ἐσθῆτα, ὑμνοῦν τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στὴν Παναγία καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος», δηλαδὴ στὴν Παναγία γίνεται κανούργια καὶ ἡ φύση καὶ ὁ χρόνος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ φύση καὶ ὁ χρόνος, ποὺ πολλὲς φορὲς βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. Στὴν Παναγία, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρὶς νὰ χάση τὴν παρθενία της, καὶ παραμένει ζωντανὴ στοὺς αἰῶνας, ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα της μετέστη πρὸς τὸν οὐρανό.

Ἀλλὰ στὴν σημερινὴ ἑορτὴ βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἁγίασε τὸ σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καὶ στὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε. Πράγματι, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διὰ τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στὸ σῶμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προχέεται καὶ στὰ ροῦχα καὶ γενικὰ στὴν ἄλογη φύση. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καὶ κτισματολάτρες, ἀλλὰ τιμοῦμε τὴν ὕλη ποὺ ἔχει τὴν ἁγιοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατὰ τὸν ἱερὸν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μὲ πίστη τὴν ἁγία Ἐσθῆτα τῆς Παναγίας καὶ λαμβάνουν την Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ σὲ αὐτήν.

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θὰ πρέπη νὰ προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία της Ἐσθῆτα, τὸ ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καὶ νὰ μᾶς προστατεύη ἀπὸ κάθε κακό.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 20 Αὐγουστου, Προφήτης Σαμουήλ

Τὸ πρόσωπο τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, κατέχει μεγάλη θέση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ προετοίμασαν τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπήκουσε κατὰ πάντα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Στὴν σημερινὴ ὁμιλία θὰ τονίσουμε μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν ζωή του.

Κατ’ ἀρχὰς ὁ Προφήτης Σαμουὴλ ἦταν καρπὸς τῆς πίστεως καὶ τῆς προσευχῆς τῶν γονέων του, ἀφοῦ οἱ γονεῖς του, Ἐλκανὰ καὶ Ἄννα, τὸν συνέλαβαν ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ καὶ ὑπακοὴ στὸν Θεό, καὶ οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Ναό, ἀμέσως μετὰ τὸν ἀπογαλακτισμό του.

Ἔπειτα, ἀξιώθηκε σὲ μικρὴ ἡλικία, ὅταν εὑρισκόταν μέσα στὸν Ναό, νὰ ἀκούση τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ μεταφέρη ἕνα μήνυμα στὸν ἱερέα Ἠλεί. Ὁ Προφήτης Σαμουὴλ εἶχε συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ σὲ ὅλη τὴν ζωή του, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς τὸν ἀποκαλοῦσε «ὁ βλέπων». Ὁ λαὸς ἀποκαλοῦσε τοὺς Προφήτας «βλέποντας» καὶ «ὁρῶντας», διότι ἔβλεπαν τὸν Θεὸ καὶ μετέφεραν στὸν λαὸ τὶς ἐντολὲς Τοῦ.

Ὁ Σαμουὴλ ἔζησε τὸν ἑνδέκατο (11ο) αἰῶνα π. Χ. καὶ ἀναδείχθηκε Κριτὴς καὶ μάλιστα ἦταν ὁ τελευταῖος χρονικὰ ἀπὸ τοὺς Κριτές, πρὶν τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας. Ὁ Σαμουὴλ διηύθυνε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, καὶ ὅταν ὁ λαός του ζήτησε νὰ ἐγκαθιδρύση βασιλέα, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἔλαβε πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸ πράξη. Στὴν ἀρχὴ ἔχρισε ὡς βασιλέα τὸν Σαοὺλ καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Σαοὺλ ἔχρισε ὡς βασιλέα τὸν Δαυΐδ. Εἶχε μεγάλο κῦρος στὸν λαὸ καὶ θαυμάζει κανεὶς τόσο τὴν παρρησία ποὺ εἶχε πρὸς τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὸ κῦρος ποὺ εἶχε στὸν λαό.

Ὅλοι μποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν ὅταν διαβάσουν τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Προφήτου Σαμουήλ. Οἱ σύζυγοι μποροῦν νὰ μάθουν πὼς πρέπει νὰ διάγουν μεταξύ τους, οἱ γονεῖς πὼς θὰ γεννοῦν καὶ θὰ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, οἱ νέοι πὼς θὰ πρέπη νὰ συμπεριφέρωνται ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν πατέρων, οἱ Κληρικοὶ πὼς θὰ ποιμαίνουν τὸ ποίμνιο ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός, οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες πὼς θὰ πρέπη νὰ κυβερνοῦν τὸν λαὸ στὸν ὁποῖο ἔχουν τοποθετηθῇ. Γενικά, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε πὼς νὰ συμπεριφερόμαστε ἔναντι τοῦ λαοῦ, τῶν συνανθρώπων μας καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὴν σωτηρία μας. Τὰ χαρίσματα τοῦ Προφήτου Σαμουὴλ ἦταν μεγάλα, ἤτοι καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὑπακοὴ στὸν Θεό, ἀνεξικακία, ἀγάπη πρὸς τὸν λαὸ καὶ πολλὰ ἄλλα.

Τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναφέρονται στὸ πρόσωπό του χρησιμοποιοῦν πολλὲς φράσεις γιὰ νὰ τονίσουν τὴν μεγάλη του ἀξία. Σὲ ἕνα τροπάριο προσευχόμαστε σὲ αὐτόν: «Προφῆτα πανσεβάσμιε, τῶν προφητῶν ἰσοστάσιε, τῶν δικαίων συνόμιλε, τῶν ἀγγέλων συμμέτοχε».

Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι ὁ Προφήτης Σαμουὴλ ἦταν καρπὸς προσευχῆς καὶ ὑπακοῆς τῶν γονέων του πρὸς τὸν Θεό. Ἡ Ἄννα ἦταν στεῖρα καὶ ὁ Ἐλκανὰ συμπεριφερόταν ἀπέναντί της μὲ πολὺ μεγάλη ἀγάπη, χωρὶς νὰ τὴν ὑποτιμᾶ, ἂν καὶ τότε ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο ὄνειδος. Καὶ ἡ Ἀννα ἦταν ἁγία γυναῖκα, ποὺ εἶχε μεγάλη πίστη στὸν Θεό, ἀλλὰ εἶχε καὶ νοερὰ προσευχή, ἀφοῦ προσευχόταν μὲ τὴν καρδιά της στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τῆς δώση παιδί. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γράφει γιὰ τὸ θέμα αὐτό: «Καὶ αὕτη ἐλάλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ τὰ χείλη αὐτῆς ἐκινεῖτο, καὶ φωνὴ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο» (Ἄ’, Βασ. ἄ, 13). Ἂν προσέξη κανεὶς κάθε λέξη αὐτοῦ τοῦ χωρίου καὶ τὴν συνδέση μὲ τὰ ὅσα λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὴν νοερά-καρδιακὴ προσευχή, τότε θὰ καταλάβη ὅτι ἡ Ἄννα, μητέρα τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, εἶχε ἐμπειρία αὐτῆς τῆς προσευχῆς, γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεως τοῦ Σαμουὴλ ἦταν οἱ προσευχές, τὰ δάκρυα καὶ ἡ πίστη τῆς μητέρας του.

Τελικὰ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν εἶναι μεγάλη ὑπόθεση, ποὺ δὲν γίνεται μόνο μὲ συμβουλὲς καὶ ἀνθρώπινες σκέψεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ὅλη προσωπικότητα τῶν γονέων, μὲ τὴν πίστη τους στὸν Θεὸ καὶ κυρίως μὲ τὴν προσευχή τους.

Ἂς ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Προφήτου, «τοῦ βλέποντος», καὶ τῶν γονέων του, γιὰ νὰ μπορέση ὁ καθένας μας νὰ ἀνταποκριθῇ στὴν ἀποστολή του καὶ τὸ ἔργο του.

Ὁ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 22 Ἰουλίου - Ο Θεός των Πατέρων

Στην Δοξολογία, που ψάλλουμε κατά το τέλος της ακολουθίας του Όρθρου, όπως ακριβώς σημαίνει και η λέξη, δοξάζεται ο Θεός για το μεγαλείο Του, το Φως Του και για ο,τι έχει κάνει για τον άνθρωπο και την σωτηρία του. Και η λέξη δοξάζεται ερμηνεύεται ως ευλογείται. Άλλο, όμως, είναι όταν ο Θεός ευλογεί τον άνθρωπο και στέλλει την Χάρη Του και άλλο όταν ο άνθρωπος ευλογεί τον Θεό, δηλαδή δοξάζει τον Θεό.

Βεβαίως, ο Θεός δεν έχει ανάγκη της δοξολογίας του ανθρώπου, γιατί είναι απροσδεής, αλλά όταν ο άνθρωπος δοξάζει τον Θεό, τότε ο ίδιος ο άνθρωπος ωφελείται πνευματικά. Η δόξα στον Θεό επιστρέφεται ως Χάρη και ευλογία στον άνθρωπο. Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι μεγαλύτερη δύναμη έχει η προσευχή δοξολογίας προς τον Θεό από την προσευχή της παρακλήσεως.

Στην σημερινή ομιλία θα αναλύσουμε έναν στίχο της Δοξολογίας που έχει μεγάλο νόημα.

«Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετόν και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας. Αμήν». Δηλαδή: «Είσαι δοξασμένος Κύριε, που είσαι ο Θεός των Πατέρων μας, και είναι άξιο να αινήται και να δοξάζεται το Όνομά Σου σε όλους τους αιώνες. Αμήν».

Εδώ ο Θεός χαρακτηρίζεται ως «Θεός των Πατέρων ημών». Πράγματι, δεν είμαστε μόνοι μας επάνω στην γη, δεν είμαστε αγνώστου πατρός και ανεξάρτητοι από τις προηγούμενες γεννιές, αλλά είμαστε απόγονοι μεγάλων προσωπικοτήτων που έζησαν με σωφροσύνη, αγάπη προς τον Θεό. Έπειτα, ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα και μια αξία, αλλά ένας συγκεκριμένος Θεός, Τρία Πρόσωπα, και έχει μια ουσία και τρεις υποστάσεις και αποκαλύφθηκε στους Πατέρας μας. Είναι Θεός ζώντων, δηλαδή ανθρώπων που Τον γνώρισαν και βίωσαν την ζωή Του.

Πατέρες μας είναι οι Προφήτες και οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη, οι Απόστολοι, οι Πατέρες, οι μάρτυρες, οι ομολογητές, οι όσιοι και οι δίκαιοι στην Καινή Διαθήκη, που γνώρισαν προσωπικά τον Θεό και έχουν δώσει την μαρτυρία γι’ Αυτόν. Το γνωρίζουμε αυτό, γιατί μας άφησαν τα κείμενα τους και τις μαρτυρίες τους. Έτσι, ο Θεός μας δεν είναι ένας αμάρτυρος και άγνωστος Θεός, αλλά Θεός των Πατέρων ημών, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, των Αποστόλων, των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, των συγκεκριμένων αγίων, όπως του αγίου Πολυκάρπου, του αγίου Δημητρίου, της Αγίας Παρασκευής κλπ. Δεν είναι Θεός των φιλοσόφων και των στοχαστών, αλλά των ενδόξων Πατέρων ημών. Αυτό σημαίνει ότι εμείς δεν στοχαζόμαστε πάνω στα θέματα της πίστεως μας, δεν αυτοσχεδιάζουμε, αλλά ακολουθούμε τα βήματα και τις διαβεβαιώσεις των Πατέρων μας, που μας έδωσαν την μαρτυρία τους για τον Θεό και την αγάπη Του.

Έτσι αποδεικνύεται ότι το Όνομα του Θεού είναι δοξασμένο στους αιώνες. Οι Πατέρες μας, επιβεβαίωσαν ότι το Όνομα του Θεού είναι μεγάλο και ένδοξο και με αυτό νικώνται όλες οι αντίθετες δυνάμεις.

Και εμείς αποκτούμε αυτήν την βεβαιότητα για την δύναμη του Ονόματος του Θεού. Με την εκφώνηση του Ονόματος του Τριαδικού Θεού, από τον Ιερέα, μεταβάλλεται το νερό σε αγιασμένο νερό και εκεί γίνεται η βάπτιση των κατηχουμένων και γίνονται Χριστιανοί. Με το Όνομα του Θεού τελούνται όλα τα Μυστήρια και το υπερφυέστερο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Με το Όνομα του Θεού, όταν το επικαλούμαστε, εκδιώκουμε όλους του εχθρούς μας. Άλλωστε, ο Χριστός το είπε στους Μαθητές Του: «εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι• γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς• όφεις αρούσι• καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει• επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν» (Μαρκ. ιστ 17-18).

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ανήκουμε σε μια μεγάλη οικογένεια, στην οποία έζησαν οι Πατέρες των προηγουμένων γενεών, αλλά θα ζήσουν και άλλοι απόγονοί μας. Δεν μπορούμε να αποδεσμευθούμε από την ζωή και την διδασκαλία των Πατέρων μας, όπως εκφράσθηκε στα προσωπικά και συνοδικά κείμενά τους. Αυτά τα κείμενα είναι τα «μαρτύρια» του Θεού, δηλαδή οι αποδείξεις της υπάρξεώς Του. Εμείς δεν περιμένουμε να βρούμε τεκμηριωμένες λογικές αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού στην φιλοσοφία και την επιστήμη, αφού η μόνη απόδειξη περί της υπάρξεως του Θεού είναι ο λόγος, η ζωή και τα θαύματα των αγίων μας. Και, φυσικά, αν αξιωθούμε με τις προσευχές τους να αποκτήσουμε και εμείς μερικές από τις εμπειρίες τους, τότε θα έχουμε προσωπική εμπειρική πίστη του Θεού.

Από την διδασκαλία των Πατέρων μας διαπιστώνουμε την ύπαρξη του Θεού, την αγάπη Του και την μεγάλη δύναμη του Ονόματός Του. Ας καταλάβουμε και ας αξιοποιήσουμε αυτόν τον μεγάλο θησαυρό, για να αποκτήσουμε και δική μας προσωπική εμπειρία.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 22 Ἰουλίου, Τά Ἀναγνώσματα

Μετά τήν Μικρά Εἴσοδο, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, καί τόν Τρισάγιο Ὕμνο διαβάζονται τά δύο ἀναγνώσματα, ἤτοι τό Ἀποστολικό καί τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τό Ἀποστολικό το διαβάζει ὁ ἀναγνώστης, πού ἔχει τήν εἰδική εὐχή ἀπό τόν Ἀρχιερέα γιά νά κάνη τό ἔργο αὐτό, γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλα γίνονται μέ τόν κατάλληλο καί εὐλογημένο τρόπο, καί τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα διαβάζεται ἀπό τόν Διάκονο ἀπό τό εἰδικό μέρος, πού λέγεται Ἄμβωνας, ἤ ἀπό τόν Ἱερέα ἀπό τήν Ὡραία Πύλη.

Κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά κάνουμε ἕνα σχόλιο στόν ὄρο ἀναγνώσματα. Ἡ λέξη ἀνάγνωσμα σημαίνει κάτι τό ὁποῖο διαβάζεται, καί δέν ψάλλεται. Ἄλλο ψαλμωδία καί ἄλλο ἀνάγνωση. Ἄλλα κομμάτια ψάλλονται καί ἄλλα ἀναγινώσκονται - διαβάζονται. Ὅμως καί αὐτή ἡ ἀνάγνωση δέν μπορεῖ νά γίνη μέ ἕνα κοσμικό τρόπο, δηλαδή νά διαβάζη κανείς ὅπως ἀπαγγέλλει ἕνα ποίημα καί νά βάζη μέσα σέ αὐτό τό δικό του συναισθηματικό κόσμο. Μέσα στήν θεία Λειτουργία δέν προσπαθοῦμε νά παρουσιάσουμε τά δικά μας συναισθήματα. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀνάγνωση τῶν ἀποστολικῶν καί εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων χαρακτηρίζεται ἐμμελῆς ἀνάγνωση. Εἶναι ἀνάγνωση χωρίς νά ψάλλεται, ἀλλά εἶναι ἐμμελής, δηλαδή λέγεται μέ ἕνα τρόπο, πού νά μοιάζη μέ ψάλσιμο. Αὐτό σημαίνει ὅτι χρησιμοποιοῦμε ἕνα τρόπο ψαλμωδίας, πού νά κινεῖται σέ μιά συγκεκριμένη νότα μέ ἐλάχιστες μεταβολές, ὥστε οὔτε ἀνάγνωση νά εἶναι οὔτε ψάλσιμο. Γι’ αὐτό ὁ Ἱερεύς μετά τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα λέγει “εἰρήνη σοῖ τῷ ἀναγινώσκοντι” καί ὄχι “εἰρήνη σοί τῷ ψάλαντι”.

Τό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, κατά τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου καί στίς ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, πού ἀπέστειλαν σέ διάφορες Ἐκκλησίες, ὅλη τήν ἄλλη περίοδο. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἔλαβαν τήν ἐντολή ἀπό τόν Χριστό νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὁλόκληρη τήν κτίση. Οἱ ἴδιοι ἔφθασαν στήν θέωση καί στήν συνέχεια οἱ λόγοι τούς περιγράφουν αὐτή τήν εὐλογημένη κατάσταση, ἀλλά καί τήν μέθοδο τήν ὁποία χρησιμοποίησαν. Δέν εἶναι μερικοί καλοί ἄνθρωποι, μερικοί θεολόγοι πού ἔχουν τελειώσει ἕνα Πανεπιστήμιο, ἀλλά οἱ πραγματικοί θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔφθασαν στήν θέωση καί τόν ἁγιασμό. Τά ἀποστολικά κείμενα εἶναι θεολογικά καί ὄχι ἁπλῶς ἠθικολογικά.

Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται εἴτε σέ ἕνα θαῦμα πού ἔκανε ὁ Χριστός, εἴτε σέ μιά παραβολή πού εἶπε ὁ Χριστός, εἴτε σέ μιά διδασκαλία πού εἶπε ὁ Χριστός. Ἐπίσης περιγράφουν καί τά ὅσα ἔπαθε ὁ Χριστός. Ὅταν κανείς διαβάζει μέ προσοχή τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει καθαρές αἰσθήσεις, τότε μπορεῖ νά ἀντιληφθῆ τήν ἐνέργεια πού ἐξέρχεται ἀπό τούς λόγους Του. Διότι οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ἀνθρωποκεντρικοί λόγοι, ἀλλά εἶναι λόγοι ζωῆς καί σωτηρίας, εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί πρίν ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἱερεύς διαβάζει μιά ἰδιαίτερη προσευχή, διά τῆς ὁποίας παρακαλεῖ τόν Θεό νά στείλη τήν Χάρη καί ἐνέργειά Του ὥστε νά κατανοήσουμε τά εὐαγγελικά λόγια καί στήν συνέχεια, βέβαια, νά μᾶς δώση τόν φόβο ὥστε ἀφοῦ καταπατήσουμε τίς σαρκικές ἐπιθυμίες νά ζήσουμε τήν πνευματική πολιτεία.

Ἡ ἀνάγνωση τῶν Ἀποστολικῶν καί κυρίως τῶν Εὐαγγελικῶν περικοπῶν πρέπει νά γίνεται μέ σκοπό ὅτι αὐτά πρέπει νά ἀλλοιώσουν τήν ζωή μας, νά μᾶς προετοιμάσουν γιά τήν μέθεξη τῶν μεγάλων δώρων. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς καθαρίζει τήν καρδιά γιά νά λάβουμε μεγαλύτερα δῶρα, νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό.

Καί βέβαια, πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀνάλυση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων πρέπει νά γίνεται μέσα ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί συνιστᾶ μεγάλη ἁμαρτία ὅταν μέ τό κήρυγμα πού κάνει ὁ Κληρικός ἀλλοιώνη τόν πνευματικό αὐτόν λόγο καί ἀντί νά ἀνεβάζη τούς Χριστιανούς στό ὕψος τῆς θεογνωσίας, τούς κατεβάζει στό ἐπίπεδό των δικῶν τοῦ παθῶν.

Ἅς μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή, ἅς ἀκοῦμε προσεκτικά τα Ἀποστολικά καί Εὐαγγελικά ἀναγνώσματα γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 23 Ἰουλίου - Προφήτης Ἰεζεκιήλ

Στὴν Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τιμοῦμε τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρας, τοὺς Πατέρας καὶ γενικὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἑνώθηκαν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν μέσα τους τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς ἁγίασε, τοὺς μεταμόρφωσε καὶ ἐκεῖ ὀφείλονται ὅλοι οἱ ἠρωϊκοὶ τοὺς ἀγῶνες καὶ οἱ θυσίες τους γιὰ τὸν Χριστό.

Ὅμως, στὴν Ἐκκλησία τιμοῦμε καὶ τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Προφήτας, Κριτὰς καὶ Βασιλεῖς, ποὺ καθοδηγοῦσαν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατί καὶ αὐτοὶ εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν ἄσαρκο Λόγο, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ δίκαιοι εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν ἄσαρκο Λόγο, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν σεσαρκωμένο Λόγο.

Ἕνας τέτοιος Προφήτης καὶ εὐλογημένος ἄνθρωπος, ἐκλεγμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶχε διαρκὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, εἶναι ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ Ἐκκλησία τὸν τιμᾶ γιὰ τὴν σχέση καὶ κοινωνία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό.

Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα σημαίνει «Θεὸς ἰσχυρὸς ἡ Θεὸς ἰσχύων», ἦταν υἱός του Βουζεί, ἀνῆκε σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν ἀπόγονος τοῦ Σαδώκ. Αἰχμαλωτίσθηκε τὸ 597 π.Χ. ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα, κατὰ τὴν δεύτερη ἔλευσή του στὴν Ἱερουσαλήμ, μαζὶ μὲ χιλιάδες ἐπίσημα πρόσωπα καὶ γι’ αὐτὸ ἔδρασε καὶ ἀπέθανε στὴν Βαβυλῶνα. Ἐκεῖ κλήθηκε στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο ἄσκησε γιὰ εἴκοσι δύο (22) χρόνια. Ὁ Ἰεζεκιὴλ στὴν Βαβυλῶνα ἔζησε τὶς τραγικὲς στιγμὲς τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ.

Τὸ ἔργο του ἦταν δύσκολο, ἀλλὰ καὶ μεγαλειῶδες. Ὁ Προφήτης ἔλεγε ὅτι τοὺς Ἰουδαίους βασάνιζαν δυὸ μεγάλα ψυχικὰ πάθη, τὰ ὁποῖα δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ μετανοήσουν. Τὸ ἕνα ἦταν ὁ ἐγωϊσμός, ἐπειδὴ πίστευαν ὅτι τιμωροῦνται ἀδίκως γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν προγόνων τους, καὶ τὸ δεύτερο ἦταν ἡ ἀπελπισία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κλίνουν πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιὴλ εἶχε πολλὲς ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔκανε καὶ διάφορες συμβολικὲς πράξεις. Δυὸ μεγάλα ὁράματα ποὺ εἶδε καὶ περιγράφει στὸ βιβλίο του εἶναι τὸ Χερουβικὸν ἅρμα καὶ ὁ νέος Ναός.

Σέ μας εἶναι γνωστὴ ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιὴλ περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ προτυπώνει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν ὁποία προφητεία διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ βράδυ, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου. Ἐκεῖ γράφεται ὅτι ὁ Θεὸς ἔφερε τὸν Προφήτη σὲ ἔκσταση καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ πεδιάδα ποὺ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀνθρώπινα ὀστᾶ καὶ τοῦ εἶπε νὰ ἀπευθύνη λόγο Κυρίου στὰ νεκρὰ ὀστᾶ. Καὶ καθὼς ἐκήρυττε λόγο Κυρίου στὰ ὀστᾶ, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν το ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, νὰ ἀποκτοῦν νεῦρα καὶ σάρκες καὶ ἐπάνω σὲ αὐτὰ πρόβαλε δέρμα. Στὴν συνέχεια τοῦ εἶπε νὰ κηρύξη πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ ἔτσι εἰσῆλθε μέσα στὰ νεκρὰ αὐτὰ ὀστᾶ πνεῦμα ζωογόνο καὶ τὰ ὀστᾶ ζωντάνευσαν καὶ στάθηκαν στὰ πόδια τους. Καὶ στὴν συνέχεια ὁ Θεός του ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηρύξη: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος. Νά, ἐγὼ θὰ ἀνοίξω τοὺς τάφους καὶ θὰ σᾶς βγάλω ἀπὸ τὰ μνήματά σας καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσω στὴ χώρα τοῦ Ἰσραήλ.. καὶ θὰ σᾶς δώσω τὸ πνεῦμα μου καὶ θὰ πάρετε ζωὴ καὶ θὰ σᾶς τοποθετήσω στὴ χώρα σας καὶ θὰ πεισθῆτε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος».

Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κήρυξαν μετάνοια γιὰ νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεό. Πολλὲς ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τους ἦταν μεσσιανικές, ἀφοῦ ἀναφέρονταν στὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, καὶ στὴν προετοιμασία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς οἱ Ἰουδαῖοι προετοιμάσθηκαν καλύτερα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στοὺς Προφῆτες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Προφήτη Ἰεζεκιὴλ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς χρωστοῦμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνοι ἐκήρυξαν, ἐμεῖς τὰ ἀπολαμβάνουμε.

Λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, θὰ πρέπη νὰ πιστεύσουμε ἀκράδαντα στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ποὺ θὰ γίνη κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ νὰ σταθοῦμε ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 24 Αὐγούστου

Ἐωθινὸ Ι´ Ἰωάννου κα´ 1-14

Γραπτά Κυρήγματα: Κυριακή 24 Αυγούστου, Εωθινό Ι´ Ιω. κα´ 1-14

Τὸ σημερινὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάστηκε στὴν Ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου ἀναφαίρεται στὴν τρίτη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητὰς Του, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση εἶναι τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας, ἡ δεύτερη ἐμφάνιση εἶναι τὴν ἑπομένη Κυριακὴ παρόντος καὶ τοῦ Θωμᾶ καὶ ἡ τρίτη ἐμφάνιση εἶναι ἡ σημερινὴ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης της Τιβεριάδος.

Μιὰ ὁμάδα μαθητῶν, δηλαδὴ ἑπτὰ μαθητές, πῆγαν γιὰ νὰ ψαρέψουν. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ πιάσουν κανένα ψάρι ἂν καὶ πέρασε ὁλόκληρη ἡ νύκτα. Τότε τὰ ξημερώματα, ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς στὸν γιαλὸ καὶ τοὺς ἐρώτησε ἂν ἔχουν κάτι γιὰ προσφάγι. Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ ἔδωσαν ἀρνητικὴ ἀπάντηση, Ἐκεῖνος τοὺς προέτρεψε νὰ ρίξουν τὰ δίκτυα στὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου. Κάνοντας ὑπακοὴ βρῆκαν πολλὰ ψάρια, ποὺ ἀργότερα τὰ μέτρησαν σὲ ἑκατὸν πενῆντα τρία. Τότε κατάλαβαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι ἕνα περιστατικό, ποὺ δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ. Εἶναι μιὰ μικρή, θὰ λέγαμε, μεταμόρφωση. Πρῶτος ποὺ τὸ κατάλαβε ἦταν ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος τὸ εἶπε στὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖνος ζώστηκε τὸ ἱμάτιο καὶ ἄρχισε νὰ κολυμπᾶ μέσα στὸ νερὸ γιὰ νὰ φθάση στὸν Χριστό. Στὴν συνέχεια, ἦλθαν καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς καὶ ἐκεῖ στὸν γιαλὸ γευμάτισαν μὲ τὸν Χριστό.

Πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ σημειώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν θαυμάσια ἀναστάσιμη περικοπή. Ὅμως ὁ περιορισμένος χρόνος τῶν πρωϊνὼν αὐτῶν κηρυγμάτων θὰ μᾶς ἐπιτρέψη νὰ ὑπογραμμίσουμε τρία σύντομα σημεῖα.

Τὸ πρῶτο, εἶναι ὅτι οἱ μαθητές, καίτοι εἶχαν δὴ τὸν Χριστὸ ὅσο ζοῦσε, ἐν τούτοις δὲν Τὸν ἀνεγνώρισαν ὅπως καθόταν στὸν γιαλό. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ γνώση καὶ ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ εἶναι θέμα ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας καὶ ὄχι ἐξωτερικῆς αἰσθήσεως. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸ Τοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλοτε κρατᾶ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων στὸ νὰ μὴ Τὸν ἀντιληφθοῦν καὶ ἄλλοτε τοὺς φωτίζει γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ἐμπειρικὴ γνώση καὶ αὐτό, βέβαια, ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι, ἄλλοι τὸν θεωροῦν ὡς κοινὸν ἄνθρωπο καὶ ἄλλοι ὡς Θεὸν ἀληθινόν.

Τὸ δεύτερο, εἶναι ὅτι ὁ Χριστός, ὡς Θεός, κυβερνᾶ τὴν κτίση. Βλέπει τὰ πάντα, ποῦ βρίσκονται τὰ ψάρια, ποῦ εἶναι τὰ ζῶα. Αὐτὸς ὄχι μόνον κυβερνᾶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὸν ζωοποιεῖ. Ὅλα ὑπακούουν στὶς ἐντολὲς Τοῦ καὶ τὸν λόγο Τοῦ. Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος πολλὲς φορὲς δὲν ὑπακούει στὶς ἐντολὲς Τοῦ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ διαθέτει τὴν ἐλευθερία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ βασανίζεται, νὰ πάσχη καὶ νὰ ὑποφέρη. Οἱ μαθητὲς ὅλη τὴν νύκτα χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ταλαιπωρήθηκαν, ὅμως κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ εὐλογήθηκαν πλουσιοπάροχα.

Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης ποὺ εἶναι ἔκφραση τῆς θεωρίας ἀνεγνώρισε πρῶτος τὸν Χριστὸ καὶ στὴν συνέχεια ὁ Πέτρος, ἐκφραστὴς τῆς πράξεως, μὲ τὸν ζῆλο του, ἔτρεξε γιὰ νὰ Τὸν συναντήση. Ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀκολουθοῦν. Βέβαια, πρέπει καὶ τὸ θυμικὸ τῆς ψυχῆς νὰ ἐφαρμόση τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀγωνισθῇ γιὰ νὰ ἔλθη ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό. Γιατί ἂν κανεὶς ἔχη μόνον τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ ὅμως δὲν ἀνταποκρίνεται σὲ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Χριστός, τότε δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιήση τὴν ἐπιθυμία του καὶ τὴν ἀγάπη του. Μόνον τότε ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νὰ συνδειπνήση μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.

Καὶ ἐπειδὴ τὸ κήρυγμα αὐτὸ γίνεται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ περιστατικὸ αὐτό μας διδάσκει ὅτι ἡ ἀγάπη μας στὸν Χριστὸ ἐκφράζεται κυρίως μὲ πράξεις καὶ μὲ τὴν προσπάθεια νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὴν θεία Εὐχαριστία κάθε Κυριακή. Μερικοὶ λένε ὅτι ἀγαποῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν ἐκκλησιάζονται. Πῶς θὰ ἐκφράζουμε ὅμως τὴν ἀγάπη μας; Ὁ Χριστὸς συνδειπνεὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ ἔχουν διάθεση νὰ τὸν συναντήσουν στὴν θεία Εὐχαριστία.

Κάθε Κυριακή, λοιπόν, γίνεται συνάντηση μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ στὴν θεία Εὐχαριστία. Ἐὰν δὲν γίνεται αὐτὸ τότε ἡ Κυριακὴ δὲν ἔχει κανένα νόημα.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 26 Αυγούστου - Ο άγιος Θεός

Οι στίχοι της Δοξολογίας, που είναι προσευχή και απαρτίζεται από πολλούς στίχους της Αγίας Γραφής, και τους οποίους αναλύσαμε στα ευχαριστιακά κηρύγματα των Κυριακών του Καλοκαιριού, είναι σημαντικοί και προσανατολίζουν την σκέψη των Χριστιανών προς τον Τριαδικό Θεό, την ενανθρώπηση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και την απόλυτη πίστη που πρέπει να έχη κάθε Χριστιανός στην προστασία του Θεού. Έτσι, η Δοξολογία δείχνει και το κεφάλαιο της πίστεώς μας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ζούμε, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.

Το κείμενο της Δοξολογίας, με μια άλλη μορφή, που δεν αφίσταται πολύ από αυτήν που αναλύσαμε, διαβάζεται και κατά την ακολουθία του Αποδείπνου και αυτό δείχνει την αξία του και την σπουδαιότητά του.

Όπως είδαμε στην αρχή της Δοξολογίας δοξάζεται το Όνομα του Τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος που έδωσε το φως. Αυτό αναφέρεται στην αρχή της δημιουργίας. Στην συνέχεια της Δοξολογίας γίνεται λόγος για την αναδημιουργία του ανθρώπου από τον Χριστό και τελειώνει με τον ύμνο στον Τριαδικό Θεό. Έτσι, η Δοξολογία αρχίζει με την δοξολογία στο Φως και τελειώνει με τον ύμνο στον Τριαδικό Θεό, που δημιούργησε το φως και όλον τον κόσμο.

Έτσι, στο τέλος της Δοξολογίας ψάλλουμε:

«Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Δηλαδή, «Εσύ ο άγιος Θεός, ο άγιος ισχυρός και ο άγιος αθάνατος. Σε παρακαλούμε, ελεησέ μας».

Σύμφωνα με την παράδοση ο ύμνος αυτός αποκαλύφθηκε σε ένα παιδί από τον άγγελο, κατά την διάρκεια μίας λιτανείας, που γινόταν στην Κωνσταντινούπολη για την απειλή του σεισμού και το παιδί το φανέρωσε στον άγιο Πρόκλο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και εκείνος το καθιέρωσε να ψάλλεται στην Εκκλησία. Η Βασίλισσα Πουλχερία και ο αδελφός της Θεοδόσιος καθόρισαν να ψάλλεται ο ύμνος αυτός σε ολόκληρη την τότε γνωστή οικουμένη. Μάλιστα αυτόν τον ύμνον έψαλλαν και οι Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Χαλκηδόνα, όπως φαίνεται στα Πρακτικά της Συνόδου αυτής.

Ο τρισάγιος αυτός ύμνος μας υπενθυμίζει τον ύμνο των αγγέλων «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ» και έχει μια μεγάλη δογματική σημασία, γιατί αναφέρεται στον Τριαδικό Θεό που έχει μία ουσία και τρεις υποστάσεις. Με την λέξη Θεός χαρακτηρίζεται ο Πατήρ, με την λέξη ισχυρός χαρακτηρίζεται ο Υιός και με την λέξη αθάνατος χαρακτηρίζεται το Άγιον Πνεύμα. Αυτό το συναντούμε σε δοξαστικό της Πεντηκοστής. Και τα τρία πρόσωπα έχουν διαφορετική υπόσταση-πρόσωπο, αλλά έχουν κοινή ουσία και ενέργεια, γι’ αυτό και τα τρία Πρόσωπα είναι άγια, και στέλλουν το έλεος και την Χάρη τους και έτσι δεν λέμε ελεήσατε ημάς, αλλά ελέησον ημάς, για το ενιαίο της θεότητος.

Αυτός ο ύμνος, πέρα από την δογματική του σημασία, έχει και σωτηριολογική. Με τον ύμνο αυτό είναι σαν να λέμε. «Θεέ μου εσύ είσαι άγιος και Θεός, είσαι άγιος και ισχυρός, είσαι άγιος και αθάνατος. Και εμείς που είμαστε αμαρτωλοί, άνθρωποι, αδύνατοι και θνητοί, σε παρακαλούμε να μας ελεήσης».

Όπως γνωρίζουμε, αυτόν τον τρισάγιο ύμνο τον ψάλλουμε και στην θεία Λειτουργία δύο φορές. Πρώτα στην λεγομένη λειτουργία των κατηχουμένων, μετά την μικρά Είσοδο, και έπειτα στην θεία Λειτουργία των πιστών, στην θέση της αναφοράς, όταν ψάλλουμε το «άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαββαώθ πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου, ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ωσαννά ο εν τοις υψίστοις».

Νομίζω, αν δούμε προσεκτικότερα την Δοξολογία που ερμηνεύσαμε στα κηρύγματα αυτά των δύο αυτών μηνών, θα δούμε ότι αρχίζει με την δημιουργία του κόσμου και τελειώνει με την ζωή της Βασιλείας των ουρανών. Δηλαδή, αρχίζει με την δοξολογία των αγγέλων και του πρώτου ανθρώπου προς τον φωτοδότη Θεό, ακολουθεί η προσευχή των ανθρώπων μετά την πτώση για την εκζήτηση της δυνάμεως του Θεού, για να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημά Του και καταλήγει στον ύμνο των αγγέλων, αλλά και των δικαίων στον Ουρανό, στην Βασιλεία του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι στην Δοξολογία περιγράφεται η δημιουργία, η πτώση και η ανάσταση και αποκατάσταση του ανθρώπου και κυρίως η αιώνια δόξα εκείνων που θα συνδεθούν με τον Χριστό.

Μακάρι να τελειώση η ζωή μας με μια τέτοια δοξολογία και να αξιωθούμε να συμμετάσχουμε στον χορό, την χορωδία των αγγέλων και των αγίων και να ψάλλουμε τον τρισάγιο ύμνο στον δοξαζόμενο τρισάγιο Θεό.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 26 Αὐγούστου, Ἡ Θεία Κοινωνία

Ὅλα τα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, συνδέονται στενά μέ τήν θεία Εὐχαριστία. Βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε μέ τό ἅγιο Μύρον γιά νά μπορέσουμε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά λάβουμε μέρος σέ αὐτό τό Μυστικό Δεῖπνο καί νά λάβουμε μέσα μας τόν Χριστό. Τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης γίνεται, ὥστε νά ὑπάρξουν οἱ Ἐπίσκοποι, πού θά τελοῦν τήν θεία Λειτουργία καί οἱ ὁποῖοι θά χειροτονήσουν Πρεσβυτέρους γιά νά τελοῦν ἐπ’ ὀνόματί τους τήν θεία Εὐχαριστία. Τά μυστήρια τῆς Ἐξομολογήσεως καί τοῦ Εὐχελαίου γίνονται γιά νά μᾶς προετοιμάσουν νά συμμετάσχουμε πραγματικά μέσα στήν θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί τό μυστήριο τοῦ Γάμου γίνεται ὥστε τό ἀνδρόγυνο νά συμμετάσχη στήν θεία Εὐχαριστία, νά αἰσθάνεται τήν ἑνότητά του ὄχι ἁπλῶς σέ ἕνα βιολογικό ἐπίπεδο, ἀλλά ὡς ἑνότητα μέ τόν Χριστό.

Ὅμως μποροῦμε στήν συνέχεια νά ποῦμε ὅτι καί ἡ θεία Εὐχαριστία τελεῖται γιά νά ἔχουμε τήν δυνατότητα νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, ἐάν κάποιος ἔχη ἐπισκεφθῆ τόν πνευματικό του πατέρα καί δέν τοῦ ἐπιτρέψη προσωρινά νά κοινωνήση, ὥστε νά τόν προετοιμάση γιά μιά καλή συμμετοχή στήν θεία Κοινωνία καί τότε ἡ συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία μπορεῖ νά τόν βοηθήση μέ τήν προσευχή.

Κορυφαία στιγμή τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλά καί ὅλης της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νά κοινωνήση τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλη εὐλογία εἶναι ὅταν ὁ χοϊκός ἄνθρωπος ἀξιώνεται νά γευθῆ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο εἶχε μέν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶχε φθάσει στό σημεῖο νά κοινωνήση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ δέν εἶχε ἐνανθρωπίσει τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε τήν δυνατότητα, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τήν θυσία τοῦ Γολγοθά καί τήν Ἀνάστασή Του νά γευόμαστε αὐτοῦ του εὐλογημένου Σώματος. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν τροφή ὅλες οἱ ἐνέργειές μας, οἱ πράξεις, ἀλλά καί ὅλα τα γεγονότα στήν ζωή μᾶς λαμβάνουν ἄλλη ἔννοια, ἀποκτοῦν ἄλλον σκοπό.

Ὅταν κοινωνοῦμε λαμβάνουμε μέσα μας τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐξωτερική μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Δηλαδή, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται πραγματικά σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ὅμως, ὁ Θεός οἰκονομεῖ τά πράγματα ὥστε νά παραμένη ἡ αἴσθηση καί ἡ γεύση τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου ἀκριβῶς γιατί δέν θά αἰσθανόμασταν καλά νά τρῶμε τήν σάρκα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πάντως ὑπῆρξαν Ἅγιοι πού ἀξιώθηκαν νά δοῦν ἐπάνω στό δισκάριο τό πραγματικό Σῶμα καί νά δοῦν τό πραγματικό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη ὑπῆρξαν ἅγιοι πού εἶδαν ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, τήν ὥρα τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἕνα ὑποστατικό φῶς. Καί ὅταν ἐρώτησαν τί εἶναι αὐτό τό Φῶς ἄκουσαν φωνή ὅτι εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἀπαιτοῦνται καί ἄλλες αἰσθήσεις γιά νά μπορέσουμε νά εἰσδύσουμε μέσα στό “πνεύμα” τῆς θείας Λειτουργίας. Δέν εἶναι θέμα μιᾶς λογικῆς κατανόησης τῶν ὅσων λέγονται καί γίνονται, ἀλλά μιᾶς ὑπαρξιακῆς ἀναγέννησης. Μπορεῖ νά φανῆ παράδοξο, ἀλλά εἶναι ἀληθινό, ὅτι μερικές φορές δυνατότερη μετοχή στά ὅσα γίνονται στήν θεία Λειτουργία, μπορεῖ νά ἔχη ἕνα μικρό παιδάκι, πού μέ τήν καθαρότητά του βλέπει ἀγγέλους, παρά ὁ ἐπιστήμονας, πού ἔχει φιλολογικές γνώσεις καί μπορεῖ νά ἐξηγήση καί νά καταλαβαίνη τίς λέξεις τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ μετοχή στήν θεία Λειτουργία εἶναι ὑπαρξιακή μετοχή καί ὄχι ἁπλῶς ὑπόθεση λογικῆς κατανόησης.

Μέ τήν θεία Κοινωνία γινόμαστε σύσσωμοι καί συναιμοι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρό το σῶμα, ἄν ἔχουμε πνευματικές αἰσθήσεις καί ζοῦμε μέ μετάνοια καί ἐκκλησιαστική ζωή, γίνεται Σῶμα Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι κινοῦσε τό πόδι καί τό πόδι τοῦ τό αἰσθανόταν ὡς πόδι Χριστοῦ, κινοῦσε τό χέρι καί τό χέρι τοῦ τό αἰσθανόταν ὡς χέρι Χριστοῦ. Μετά τήν θεία Κοινωνία ὅλα πρέπει νά εἶναι ἀλλαγμένα, μεταμορφωμένα, ἐξαγιασμένα.

Οἱ ἅγιοι, διά μέσου των αἰώνων, μετά τήν θεία αὐτή τροφή, τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, νίκησαν πολλούς πειρασμούς, ἀντιμετώπισαν τούς διῶκτες, ὑπερέβησαν τόν θάνατο, ἀφοῦ ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς εἶναι τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας, ἀντιμετώπισαν δύσκολες καταστάσεις, ὅπως τούς φοβερούς πόνους μιᾶς ἀρρώστιας. Μέ τήν θεία Κοινωνία ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή αὐτή καί εἰσῆλθαν σέ ἕνα ἄλλο τρόπο ὕπαρξης, χωρίς νά φοβηθοῦν. Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας καί κάθε φορᾶ πού κοινωνοῦμε λαμβάνουμε μιά αἴσθηση ἀθανασίας, ἕως ὅτου θεραπευθοῦμε καί γίνουμε κατά χάρη ἀθάνατοι, ὅπως γιά παράδειγμα λαμβάνουμε, κατά χρονικά διαστήματα, τό ἀντιβιοτικό γιά νά θεραπευθοῦμε καί νά ἀποκτήσουμε τήν ὑγεία.

Ἐπειδή τό σημερινό κήρυγμα εἶναι τό τελευταῖο αὐτῆς τῆς σειρᾶς ἅς εὐχηθοῦμε, ἡ ζωή μας νά εἶναι μία θεία Εὐχαριστία, μία θεία Λειτουργία καί θεία Κοινωνία καί ὅταν ἔλθη ἡ στιγμή νά ἀπολυθοῦμε ἀπό τήν ζωή αὐτή, νά ποῦμε “Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἠμῶν Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς”. Ἀμήν.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 26 Ιουλίου (Γαλάτας γ', 23 – δ', 5)

(Οι Άγιοι) έχουν τήν Χάρη τού Τριαδικού Θεού καί είναι μέλη τής Εκκλησίας καί αδελφοί μεταξύ τους, παρά τόν χρόνο πού έζησαν από τόν πρώτο αιώνα μέχρι σήμερα, παρά τήν ηλικία τους καί τό χρώμα τους, παρά τά διάφορα επαγγέλματα καί τόν τρόπο τής ζωής τους, παρά τήν κοινωνική τους κατάσταση, παρά τό ιδιαίτερο φύλο καί τήν εθνικότητά τους.

Μέ τήν ευκαιρία τής εορτής τής Αγίας Παρασκευής η Εκκλησία καθόρισε νά διαβάζεται σήμερα ως αποστολικό ανάγνωσμα μιά περικοπή από τήν επιστολή τού Αποστόλου Παύλου πρός τούς Χριστιανούς τής Γαλατίας, πού είναι γνωστή ως πρός Γαλάτας επιστολή.

Μελετώντας κανείς τό σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα υποθέτει ότι επελέγη από τήν Εκκλησία γιατί περιλαμβάνει μιά φράση: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν καί θήλυ πάντες γάρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ', 27-28).

Αυτό τό «ουκ ένι άρσεν καί θήλυ» αναφέρεται στήν Αγία Παρασκευή καί θέλει νά πή ότι στήν αγιότητα καί τό μαρτύριο δέν υπάρχει διαφορά, αφού οι γυναίκες συναγωνίσθηκαν τούς άνδρες στήν άθληση καί τό μαρτύριο, υπέμειναν τά πάντα γιά τήν αγάπη τού Χριστού. Πράγματι, όταν διαβάσουμε τόν βίο τής αγίας Παρασκευής καί δούμε πόσα μαρτύρια αντιμετώπισε η Αγία, καί μάλιστα μέ μεγάλη καρτερία καί ανδρικό φρόνημα, θά θαυμάσουμε.

Όπως γίνεται φανερό τό χωρίο αυτό τού Αποστόλου Παύλου δέν προσφέρεται γιά κοινωνιολογικές εφαρμογές, δέν γίνεται λόγος σέ αυτό γιά μιά κοινωνική ισότητα μεταξύ Ιουδαίων καί ειδωλολατρών, μεταξύ δούλων καί ελευθέρων, μεταξύ ανδρών καί γυναικών. Εδώ ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο γιά τήν αδελφότητα πού βιώνεται μέσα στήν Εκκλησία από αυτούς πού βαπτίσθηκαν στόν Χριστό καί φόρεσαν τήν Χάρη τού Χριστού, πού είναι Χάρη τού Τριαδικού Θεού. Όλοι αυτοί πού μετέχουν στήν όλη εκκλησιαστική ζωή, μέ τά μυστήρια καί τήν άσκηση, αποτελούν ενότητα εν Χριστώ, είναι ιδιαίτερα μέλη τής Εκκλησίας καί δέν υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους, αφού μέ τήν ζωή πού ζούν έκαναν υπέρβαση στίς διάφορες φυσικές κοινωνικές διακρίσεις.

Αυτό τό βλέπουμε στούς βίους τών Αγίων τής Εκκλησίας, πού έχουν τήν Χάρη τού Τριαδικού Θεού καί είναι μέλη τής Εκκλησίας καί αδελφοί μεταξύ τους, παρά τόν χρόνο πού έζησαν από τόν πρώτο αιώνα μέχρι σήμερα, παρά τήν ηλικία τους καί τό χρώμα τους, παρά τά διάφορα επαγγέλματα καί τόν τρόπο τής ζωής τους, παρά τήν κοινωνική τους κατάσταση, παρά τό ιδιαίτερο φύλο καί τήν εθνικότητά τους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία επεκτείνεται σέ ολόκληρο τόν κόσμο καί όλα τά μέλη της, όταν ζούν σύμφωνα μέ τήν παράδοσή της, είναι αδέλφια μεταξύ τους. Όλοι ανήκουμε σέ μιά ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά παρά ταύτα είμαστε μέλη τής ιδίας παγκόσμιας, οικουμενικής καί καθολικής-Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Χωρίς τήν Χάρη τού Θεού καί έξω από τήν Εκκλησία υπάρχουν ακόμη καί τώρα, στόν εικοστό πρώτο (21ο) αιώνα, μεγάλη ανισότητα καί κοινωνικές αδικίες. Παρά τόν Χάρτη τών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ακόμη καί σήμερα υπάρχουν ταξικές καί φυλετικές διακρίσεις καί ποικίλες κοινωνικές ανισότητες. Παρά τό ότι καταργήθηκε η δουλεία, σέ πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι γίνονται δούλοι συνανθρώπων τους καί παρατηρείται διάκριση τών φύλων.

Η αγία Παρασκευή, όμως, όπως καί όλοι οι Άγιοι, μάς δείχνει ότι όλες οι διακρίσεις υπερβαίνονται εν Χριστώ μέσα στήν Εκκλησία. Καί ακόμη μάς δείχνει ότι οι αιώνες πού περνούν δέν εξαλείφουν τήν μνήμη τους από τόν λαό, κυρίως όμως από τήν Εκκλησία καί τόν Θεό. Η Χάρη τού Θεού, πού ευρίσκεται πλούσια στήν Εκκλησία, μέ τήν ελεύθερη θέληση τών ανθρώπων υπερβαίνει όλες τίς διαιρέσεις καί τίς διακρίσεις καί πραγματοποιεί μιά κοινωνία όπου επικρατεί η αλήθεια, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ειρήνη καί γενικώς η πραγματκή εν Χριστώ αδελφότητα. Αυτή η κοινωνία είναι καί χάρισμα, αλλά καί αγώνας. Άν δέν αγωνισθούμε, δέν μπορούμε τίποτε νά αποκτήσουμε στήν ζωή μας, ούτε καί τήν χριστιανική ζωή.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 27 Αὐγούστου, Ὁ ὅσιος Ποιμήν

Ὁ ὅσιος Ποιμήν, ποὺ σήμερα ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀνήκει στὴν μεγάλη χορεία τῶν ὁσίων καὶ ἀσκητῶν, ποὺ ὑπῆρξαν συνεχιστὲς τῶν Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δηλαδή, ὅταν τελείωσαν οἱ διωγμοί, τότε τὸ μαρτυρικὸ «πνεῦμα» τοῦ Χριστιανισμοῦ συνεχίσθηκε μὲ τοὺς ὁσίους καὶ ἀσκητάς, ποὺ προσπάθησαν σὲ ὅλη τους τὴν ζωὴ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ μάλιστα στὸν πιὸ τέλειο βαθμό.

Ὁ ὅσιος Ποιμὴν γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ 340 μ.Χ. καὶ ἀπὸ τὴν νεότητά του ἔζησε ἀσκητικά, ἐνῷ δὲ βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε σὲ Ἱερὰ Μονὴ στὴν Λιβύη. Στὴν ἀρχὴ φάνηκε «σκληρὸς» στὴν μητέρα του, ποὺ πῆγε νὰ τὸν συνάντηση στὴν Σκήτη καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀπέφυγε, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκανε μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀσκήσεως, πρᾶγμα ποὺ κατάλαβε καὶ ἡ ἴδια του ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀπεχώρησε μὲ χαρά, παρ’ ὅ,τι δὲν τὸν συνάντησε. Στὴν συνέχεια, ὁ ὅσιος Ποιμὴν γνώρισε ὅλη τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς ζωῆς, καθάρισε τὰ πάθη του μὲ πολλὲς πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ ἀπέκτησε ἀγάπη γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Παροιμιώδης εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ὁσίου Ποιμένος, ὅπως φαίνεται στὰ ἀποφθέγματά του ποὺ διασώζονται στὸ βιβλίο ποὺ λέγεται «Γεροντικό».

Θὰ ἀναφέρω μερικὰ ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπε στοὺς ἐπισκέπτας του καὶ δείχνουν τὴν πνευματική του ὡριμότητα.

Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς τὸν ρώτησε τί εἶναι ἡ πίστη ποὺ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ πάθη, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «πίστη εἶναι το νὰ διάγη κανεὶς μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ κάνη ἐλεημοσύνη». Βεβαίως, ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ποὺ παρέδωκε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκεῖνοι στοὺς διαδόχους τους καὶ διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ δόγματα. Ἀλλὰ ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἐμπειρικὴ πίστη, ποὺ εἶναι βίωση τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους.

Κάποιος ἀδελφὸς εἶχε πονηροὺς λογισμοὺς καὶ ἤθελε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτούς. Ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος τὸν ὁδήγησε ἔξω στὸν ἀέρα καὶ τοῦ εἶπε νὰ ἀπλώση τὸ χέρι του καὶ νὰ πιάση τοὺς ἀνέμους, γιατί σὰν τὸν ἄνεμο ὁμοιάζουν οἱ λογισμοί. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνη, ὁ ὅσιος Ποιμήν, ἀπάντησε: «Ἐὰν δὲν μπορῇς νὰ πιάσης τοὺς ἀνέμους, τότε οὔτε τοὺς λογισμοὺς μπορεῖς νὰ τοὺς ἐμποδίσης νὰ ἔλθουν, ἀλλὰ μπορεῖς ὅμως νὰ ἀντισταθῆς σὲ αὐτούς», δηλαδὴ νὰ μὴ κάνης αὐτὸ ποὺ σοῦ λέγουν. Πόση ἀλήθεια κρύβει αὐτὴ ἡ συμβουλὴ τοῦ ὁσίου Ποιμένος καὶ πόσο μᾶς βοηθᾶ ποὺ συνήθως ταρασσόμαστε ἀπὸ διαφόρους λογισμούς!

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν δίδαξε ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ σωθοῦν ὅπου κι ἂν εὑρίσκονται καὶ ὅποιο ἔργο κι ἂν ἐξασκοῦν. Εἶπε: «Ἐὰν βρίσκονται μαζὶ τρεῖς ἄνθρωποι, καὶ ὁ ἕνας ἡσυχάζει καλῶς, δηλαδὴ ζῇ τὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, ὁ ἄλλος εἶναι ἄρρωστος καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, καὶ ὁ τρίτος ὑπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ καθαρὸ λογισμό, χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ ὑστεροβουλία, καὶ οἱ τρεῖς ἐξασκοῦν τὴν ἴδια ἐργασία». Ἐτσι, λοιπόν, ὅπου ζῇ κανεὶς καὶ σὲ ὅποια κατάσταση βρίσκεται, μπορεῖ νὰ σωθῇ ἂν ζῇ μὲ πίστη στὸν Θεό, ἀγάπη στοὺς ἀδελφοὺς καὶ καθαρὸ λογισμό.

Στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες χρειάζεται νὰ ὑπάρχη μέτρο, νὰ μὴ γίνωνται ὑπερβολές. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν μὲ τὴν διάκριση ποὺ τὸν χαρακτήριζε, καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκε «λύχνος διακρίσεως», καὶ αὐτὸ ἦταν ἀπόρροια τοῦ μακροχρονίου ἀγῶνα τοῦ ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τοῦ διαβόλου, εἶπε κάποτε: «τὰ ὑπέρμετρα πάντα τῶν δαιμόνων ἐστίν», δηλαδὴ ὅσα ξεπερνοῦν τὸ μέτρο εἶναι τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος καὶ στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν πνευματικό του ἀγῶνα πρέπει νὰ διακρίνεται γιὰ τὸ μέτρο, νὰ μὴ καταλαμβάνεται οὔτε ἀπὸ ἀπελπισία, οὔτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Πάντοτε τὰ ὑπερβολικὰ εἶναι ἐπικίνδυνα.

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἔδινε μεγάλη σημασία στὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Γνώριζε τὴν τρεπτότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει μὲ τὴν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου καὶ τὴν αἰχμαλωσία τῆς θελήσεώς του, γι’ αὐτὸ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ μετανοήσουν. Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ τὸν ρώτησε τί σημαίνει μετάνοια ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπάντησε ὅτι μετάνοια «εἶναι το νὰ μὴ διαπράττη κανεὶς (τὴν ἁμαρτία) στὸ ἑξῆς. Γι’ αὐτὸ μάλιστα ἐχαρακτηρίσθηκαν ἄμωμοι οἱ δίκαιοι, διότι ἐγκατέλειψαν τὶς ἁμαρτίες καὶ ἔγιναν δίκαιοι».

Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ ὁσίου Ποιμένος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε σὲ κάποιους ἀδελφοὺς ποὺ τὸν ρώτησαν ἂν ἔπρεπε νὰ ξυπνοῦν τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ νυστάζουν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνάξεως. Εἶπε: «Ἐγὼ πάντως ἐὰν ἴδω τὸν ἀδελφὸν νὰ νυστάζη, τοποθετῶ τὴν κεφαλή του στὰ γόνατά μου καὶ τὸν ἀναπαύω».

Αὐτὴν τὴν συμπάσχουσα καρδία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο εἶχε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν καὶ αὐτὸ ἦταν ἀπόρροια τῆς ἐσωτερικῆς τοῦ καθαρότητος, τῆς μεταμορφώσεως τῶν παθῶν σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «πολίτην τῶν Ἀγγέλων καὶ συνόμιλον», «τῆς ἄνω μητροπόλεως οἰκήτορα», «τῶν ἀρετῶν ἐνδιαίτημα» καὶ «τῆς ἐρήμου κοσμήτορα».

Νὰ ἔχουμε τὶς εὐχές του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Θεό.

Ὁ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 29 Ἰουλίου - Το έλεος του Θεού

Ο Θεός, με την φανέρωσή Του στους Προφήτας και τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και στους Αποστόλους και αγίους στην Καινή Διαθήκη απεκάλυψε τον εαυτό Του και οι άνθρωποι γνώρισαν μερικές από τις ιδιότητές Του, ότι είναι αγάπη, ελεήμων, φιλάνθρωπος, δίκαιος κλπ. Τα ονόματα με τα οποία γνωρίζουμε τον Θεό είναι οι ενέργειές Του. Δηλαδή, ο Θεός έδειχνε, κατά καιρούς, την ευσπλαχνία Του στους αμαρτωλούς και εκείνοι αντιλαμβάνονταν ότι είναι εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Έδειχνε αγάπη και εκείνοι καταλάβαιναν ότι ο Θεός αγαπά.

Μέσα σε αυτές τις αποκαλύψεις Του ο Θεός φανερώθηκε στους δικαίους και τους αγίους ότι είναι ελεήμων. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία όταν παρακαλούμε για κάτι τον Θεό, στην συνέχεια το αιτιολογούμε: «ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις και σοι την δόξαν αναπέμπομεν».

Αυτό ομολογούμε και γι’ αυτό παρακαλούμε στον στίχο της Δοξολογίας:

«Γένοιτο Κύριε το έλεός σου εφ’ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε». Δηλαδή, «ας έλθη το έλεός σου επάνω μας όπως ελπίζουμε σε σένα».

Προς το τέλος της δοξολογίας βρίσκουμε και την προσευχή:

«Παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε». Δηλαδή, «παράτεινε το έλεός σου σ’ εκείνους που σε γνωρίζουν».

Και οι δύο αυτοί στίχοι αναφέρονται στο έλεος του Θεού, το οποίο ζητούμε να μας στείλη ο Θεός και να παραμένη επάνω μας.

Κατ’ αρχάς, εδώ τονίζεται ότι το έλεος του Θεού είναι αιώνιο, γιατί είναι η Χάρη του Θεού, και ότι αυτό χύνεται πλούσια επάνω στους ανθρώπους. Έπειτα, τονίζονται δύο μεγάλες αλήθειες, η πρώτη ότι το έλεος του Θεού χύνεται επάνω μας, ανάλογα με την ελπίδα που εμείς έχουμε στον Θεό, και η δεύτερη ότι παραμένει το έλεος του Θεού σε αυτούς που γνωρίζουν τον Θεό.

Η ελπίδα και η πίστη στον Θεό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να στείλη ο Θεός το έλεός Του. Αν εμείς δεν ελπίζουμε, δεν πιστεύουμε, τότε ο Θεός δεν ελεεί, ακριβώς γιατί δεν παραβιάζει την ελευθερία μας. Προσευχόμαστε στον Θεό με το «Κύριε ελέησον», αλλά ο Θεός μας ελεεί ανάλογα με την πίστη μας, την υπομονή μας.

Το έλεος του Θεού, δηλαδή η ευσπλαχνία Του, φαίνεται στο ότι αν και εμείς που είμαστε τα δημιουργήματά Του, αμαρτάνουμε καθημερινώς, εν τούτοις Εκείνος, ως Πατέρας στοργικός, δεν μας τιμωρεί, μας ανέχεται, μας περιμένει και συνεχίζει να μας ευεργετή, γιατί θέλει την επιστροφή μας. Αυτό το ζούμε καθημερινά. Γι’ αυτό και αλλού ψάλλουμε: «το έλεός σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Τι θα ήμασταν χωρίς το έλεος και την αγάπη του Θεού!

Όμως, το έλεος του Θεού εκδηλώνεται όχι μόνον στην ανοχή Του όταν αμαρτάνουμε, αλλά και στην αύξηση της αγάπης Του όταν τον αγαπούμε. Η σχέση με τον Θεό είναι αγαπητική. Όταν φανερώνη σε μας την δόξα του προσώπου Του, τότε αυξάνεται η αγάπη μας σε Αυτόν και θέλουμε να δούμε ακόμη περισσότερη δόξα, γι’ αυτό ζητάμε από τον Θεό να παρατείνη το έλεός Του. Άλλοτε αναγνωρίζουμε ότι η ζωή μας δεν είναι όπως την θέλει ο Θεός και ζητούμε παράταση της αγάπης Του και της ευσπλαχνίας Του. Αυτή η παράταση του ελέους του Θεού εκδηλώνεται μόνον σε αυτούς που τον γνωρίζουν, γι’ αυτό ψάλλουμε «παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε». Εκείνος που δεν γνωρίζει τον Θεό, αποδίδει σε Αυτόν όλες τις αρνητικές καταστάσεις, το μίσος, την κακία, την εκδικητικότητα κλπ. Ο Θεός όμως είναι αγάπη και έλεος.

Το έλεος του Θεού, η Χάρη του Θεού μας προστατεύει και μας βοηθά να μην αμαρτάνουμε, τουλάχιστον να μη πέσουμε σε θανάσιμες αμαρτίες και να μη απομακρυνθούμε από κοντά Του. Αν ο Θεός έπαιρνε το έλεός Του, τότε θα μπορούσαμε να διαπράξουμε και τις μεγαλύτερες αμαρτίες με τα πάθη που έχουμε μέσα μας. Αλλά το έλεος του Θεού μας συγχωρεί, όταν η διεστραμμένη μας θέληση μας οδηγή σε αποστασία από τον Θεό και σε πολλές απρέπειες. Γι’ αυτό καθημερινό πρέπει να είναι το αίτημά μας: «παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε». Αμήν.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 29 Ἰουλίου, Κατηχούμενοι καί Πιστοί

Ἡ θεία Λειτουργία, τήν ὁποία ἑρμηνεύουμε στά κηρύγματα αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, χωρίζεται σέ δύο βασικά μέρη. Τό πρώτον εἶναι ἡ Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων καί τό δεύτερον ἡ Λειτουργία τῶν Πιστῶν. Ἀπό τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας μέχρι τό Εὐαγγέλιο καί τίς δεήσεις πού ἀκολουθοῦν, μποροῦσαν νά παρευρίσκονται καί οἱ κατηχούμενοι, ὅσοι δηλαδή προετοιμάζονταν γιά νά βαπτισθοῦν, ἀλλά ὅταν ὁ διάκονος ἔλεγε “ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, μή τίς τῶν κατηχουμένων, ὅσοι πιστοί ἔτι καί ἔτι ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθώμεν”, τότε ἔφευγαν οἱ κατηχούμενοι καί παρέμεναν μέχρι τό τέλος στήν θεία Λειτουργία ὅσοι ἦταν βαπτισμένοι καί ἑπομένως ἦταν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.

Κατηχούμενοι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν μιά τάξη ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι προετοιμάζονταν γιά τό ἅγιο Βάπτισμα καί οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον διδάσκονταν γιά τόν Θεό, ἀλλά συγχρόνως, μέ ἀνάλογη ἀγωγή, προσπαθοῦσαν νά καθαρίσουν τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη, δηλαδή νά θεραπεύσουν τό παθητικό της ψυχῆς. Μάθαιναν, δηλαδή, τί εἶναι ἁμαρτία καί πῶς μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό. Οἱ Κατηχούμενοι, πού πλησίαζε ὁ χρόνος νά βαπτισθοῦν ὀνομάζονταν φωτιζόμενοι, γιατί μετά ἀπό λίγο καιρό θά ἐλάμβαναν τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ.

Πιστοί ἤσαν ὅσοι εἶχαν βαπτισθῆ, ὅσοι εἶχαν φωτισθῆ, δηλαδή ὅποιων τό παθητικό της ψυχῆς καθαρίσθηκε ἀπό τά πάθη καί ὁ νοῦς τούς εἶχε δεχθῆ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό εἶχαν νοερά - καρδιακή προσευχή. Αὐτοί εἶχαν τίς προϋποθέσεις νά παραμείνουν μέχρι τό τέλος στήν θεία Λειτουργία καί βέβαια νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά καί ἐάν μερικοί Πιστοί εἶχαν πέσει σέ κάποιο ἁμάρτημα, πού σήμαινε ὅτι ἔχασαν τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔπαυσε ἡ νοερά προσευχή στήν καρδιά, ἤ ἀπαρνοῦνταν τόν Χριστό, δεῖγμα ὅτι εἶχαν χάσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί αὐτοί ἀποβάλλονταν ἀπό τήν τάξη τῶν πιστῶν καί συγκαταλέγονταν στήν τάξη τῶν μετανοούντων, μέ ἀποτέλεσμα νά φεύγουν ἀπό τόν Ἱερό Ναό, μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, μαζί μέ τούς κατηχουμένους.

Αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ Κατηχουμένων καί Πιστῶν, πού γίνεται στά λειτουργικά κείμενα δείχνει δυό ἀλήθειες.

Ἡ μία ὅτι τό νά εἶναι κανείς Χριστιανός δέν εἶναι δεδομένο μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, ἀλλά χρειάζεται νά ζῆ τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δηλαδή ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια πρέπει νά ἀφομοιωθῆ ἀπό τόν πνευματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου καί νά γίνη αἷμα καί τροφή. Ἡ πίστη δέν εἶναι μιά θεωρητική ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως.

Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό νά συμμετέχη κανείς στήν θεία Λειτουργία εἶναι σοβαρή ὑπόθεση, ἀφοῦ ἔχει σχέση μέ τήν ἐσωτερική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο κανείς ἔχει ἐσωτερική καθαρότητα, τόσο συμμετέχει καλύτερα στήν θεία Λειτουργία. Ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι μόνον αὐτά πού λέγονται καί ψάλλονται, ἀλλά καί αὐτά πού γίνονται ἐσωτερικά. Μέσα στήν θεία Λειτουργία ἐνεργεῖ ὁ Τριαδικός Θεός, εἶναι παρόντες οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή εἶναι σύναξη οὐρανίων καί ἐπιγείων, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ζώντων καί κεκοιμημένων. Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀποκτήση αἴσθηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητος ἐάν δέν ἔχει καθαρότητα καρδιᾶς;

Τό κακό εἶναι ὅτι ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, πού ὑπάρχει σύγχυση μεταξύ Κατηχουμένων καί Πιστῶν. Οἱ λεγόμενοι σήμερα Πιστοί, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία θά ἦταν Κατηχούμενοι, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν μερικοί ἄνθρωποι γιατί δέν προσευχόμαστε μέ τούς αἱρετικούς. Οἱ πιστοί προσεύχονται στήν θεία Λειτουργία γιά τούς κατηχουμένους νά φωτισθοῦν καί γιά τούς πεπλανημένους νά ἐπιστρέψουν στήν ἀληθινή πίστη, ἀλλά δέν μποροῦν νά προσεύχονται μαζί μέ αὐτούς μέ τά ἴδια λόγια καί νά ζητοῦν τά ἴδια αἰτήματα, ἀφοῦ βρίσκονται σέ διαφορετική πνευματική κατάσταση.

Ἅς ἀγωνισθοῦμε νά εἴμαστε πραγματικά πιστοί μέ ἔργο καί λόγο.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακὴ 3 Αὐγούστου

Ἑωθινὸ Ζ´,Ιων. κ´, 1-10

Συνεχίζοντας νὰ ἑρμηνεύουμε τὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, τὰ ὁποῖα διαβάζονται κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν, σήμερα θὰ ποῦμε μερικὰ λόγια γιὰ τὸ Ἑωθινὸ ποὺ διαβάστηκε τὸ πρωΐ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐπίσκεψη στὸ μνημεῖο πρῶτα τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς καὶ ὕστερα τῶν δύο μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.

Κατ' ἀρχάς, ὅπως εἴπαμε καὶ ἄλλη φορά, κατὰ θεία οἰκονομία πρῶτες ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶδαν τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ εἶναι οἱ Μυροφόρες γυναῖκες. Σὲ ἄλλο κήρυγμα ἀναλύσαμε ὅτι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ γυναικεία ὕπαρξη καὶ νὰ διορθωθῇ τὸ λάθος ποὺ ἔκανε ἡ Εὔα. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια ποὺ περιγράφουν τὰ γεγονότα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, οἱ Μυροφόρες γυναῖκες πήγαιναν καθ' ὁμάδες στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς. Στὴν ἀρχὴ πῆγαν γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα τὸν Χριστό, ὕστερα, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε μέσα στὸ μνημεῖο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνθηκαν ἔκπληξη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τὶς ἐξανάγκασε νὰ ἔρχονται ἐπανειλημμένως στὸν τάφο. Καὶ στὴν συνέχεια ἀνακοίνωναν ὅ,τι ἔβλεπαν στοὺς Ἀποστόλους, ὁπότε καὶ ἐκεῖνοι ἔτρεχαν στὸ μνημεῖο.

Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ταπεινὴ καὶ εὐκαταφρόνητη. Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη ποὺ ἔχουν καὶ τὴν πνευματική τους ἀνδρεία γνωρίζουν τὸν Χριστό -ἄλλωστε κανεὶς δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἴτε ἄνδρας εἶναι εἴτε γυναῖκα- καὶ στὴν συνέχεια οἱ μεταμορφωμένες γυναῖκες ἀναφέρουν στοὺς Ἀποστόλους τὰ ὅσα εἶδαν, δηλαδὴ δὲν περιφρονοῦν τὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἐπειδὴ ἐκεῖνες εἶχαν πρῶτες τὴν μεγάλη αὐτὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ σέβονται τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς τιμοῦν.

Ἔτσι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, λέγει τὸ σημερινὸ Ἑωθινό, βλέποντας τὴν πέτρα ποὺ ὑπῆρχε μπροστὰ στὸ μνημεῖο μετατοπισμένη, ἔτρεξε καὶ τὸ ἀνακοίνωσε στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη λέγοντάς τους: «πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν» . Αὐτὸ παρεκίνησε τοὺς δύο Ἀποστόλους νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ μνημεῖο, στὸ ὁποῖο ἐτέθη ὁ Χριστός.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ πῶς πῆγαν στὸ μνημεῖο οἱ δύο Ἀπόστολοι. Ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ εἶναι ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ταπείνωση δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του, ἔτρεξε πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, εἶδε μόνον τὰ ὀθόνια, χωρὶς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν μπῆκε μέσα στὸ μνημεῖο. Στὴν συνέχεια, ἦλθε καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος μπῆκε πρῶτος μέσα στὸ μνημεῖο καὶ εἶδε τὰ ὀθόνια, μὲ τὰ ὁποῖα τύλιγαν τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, καθὼς καὶ τὸ σουδάριο, ποὺ ἦταν τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο τύλιγαν τὴν κεφαλὴ τοῦ νεκροῦ. Τὸ σουδάριο, ὅμως, δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὰ ὀθόνια, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὰ καὶ τυλιγμένο χωριστὰ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὰ σάβανα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχαν τυλίξει καὶ ἀφοῦ δίπλωσε τὸ σουδάριο μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν τυλιγμένη ἡ κεφαλὴ Τοῦ. Αὐτὸ διαπίστωσε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Τὸ διαπίστωσε ὅμως καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ μπῆκε στὸ μνημεῖο μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι πρῶτος ἔτρεξε στὸ μνημεῖο ὁ Ἰωάννης, ἀκολούθησε ὁ Πέτρος, ἀλλὰ πρῶτος μπῆκε ὁ Πέτρος καὶ ἔπειτα ἀκολούθησε ὁ Ἰωάννης.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς πράξεως καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς θεωρίας. Ἡ θεωρία ἔχει τὸν ζῆλο καὶ τρέχει πρὸς τὸν Χριστό, στὴν συνέχεια, μὲ τὴν πράξη εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὸ δεσποτικὸ μνημεῖο, ὁπότε ἀκολουθεῖ καὶ ἡ θεωρία, ποὺ τὸν κάνει νὰ πιστεύση στὸν Ἀναστάντα Χριστό. Ἡ πράξη εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θεωρία εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ καρδιακὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, ὑπάρχει μία πορεία γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀρχίζουμε μὲ τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἔμπνευση, παρακινούμενοι ἀπὸ κάποιο θεόπτη ἅγιο, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, στὴν συνέχεια τηροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν νόμιμη πορεία διαπιστώνουμε καὶ βεβαιωνόμαστε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάστασή μας ἀπὸ τὰ νεκρὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γιὰ νὰ ἀναστήση ἐμᾶς ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Γι' αὐτὸ ἑορτάζουμε κάθε Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε νὰ τὸ διαπιστώσουμε προσωπικά, ἀκολουθῶντας τὴν μέθοδο τῆς πνευματικῆς πορείας ποὺ μᾶς ὑπέδειξαν οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 31 Αὐγούστου

Ἑωθινὸ ΙΑ´ Ἰω. κα´ 11-25

Τὸ περιγραφόμενο περιστατικὸ στὸ σημερινὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι συνέχεια τοῦ περιστατικοῦ ποὺ περιγράψαμε στὸ προηγούμενο Ἑωθινό. Δηλαδὴ τὴν προηγουμένη Κυριακὴ εἴδαμε τὴν θαυματουργικὴ ἁλιεία καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ ἔφαγε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητὰς Τοῦ στὸ γιαλὸ τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος. Βέβαια, ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ δὲν εἶχε ἀνάγκη τῆς τροφῆς γιατί εἶχε ἀποβάλει τὴν θνητότητα, ἀλλὰ τὸ ἔκανε κατ' οἰκονομία γιὰ νὰ χαροποιήση τοὺς μαθητὰς καὶ νὰ τοὺς δείξη ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα, ὅμως ἡ τροφὴ αὐτὴ κάηκε ἀπὸ τὴν θεότητα.

Ἀμέσως μετὰ τὸ φαγητὸ ὁ Χριστὸς συνομίλησε μὲ τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἶχε δείξει τὴν μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ τὸ νὰ μπὴ μέσα στὴν θάλασσα καὶ νὰ ἔλθη κολυμπῶντας στὸν γιαλὸ καὶ νὰ συναντήση τὸν Χριστό. Τρεὶς φορὲς τὸν ἐρώτησε ἂν τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ἔδωσε θετικὴ ἀπάντηση. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ποιμαίνη τὰ πρόβατά Τοῦ, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης του πρὸς Αὐτόν.

Τὸ ἐρώτημα εἶναι γιατί τὸν ἐρωτᾶ σὲ ἐπήκοον πάντων, καὶ μάλιστα τρεῖς φορές, ἂν τὸν ἀγαπᾶ, ἀφοῦ προηγουμένως ὡς Θεὸς τὸ διεπίστωσε ὅτι τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ τὸ ἄλλο ἐρώτημα εἶναι γιατί τὸν ἐρώτησε τρεῖς φορές.

Φαίνεται καθαρὰ ὅτι αὐτὸ τὸ περιστατικὸ εἶναι μιὰ ἀποκατάσταση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐνώπιον καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς τὸν Χριστὸ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του. Ἡ ἁμαρτία του ἦταν μεγάλη καὶ κλονίσθηκε κατὰ κάποιον τρόπο ἡ θέση του, ἀνάμεσα στὸν ὅμιλο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, μετὰ τὴν τριπλὴ ἄρνηση δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν μαθητῶν, ὅπως ἔκανε ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ ἔκλαυσε πικρῶς γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ αὐτὴ καὶ ἐξακολούθησε νὰ παραμένη μέσα στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁποιαδήποτε ἁμαρτία καὶ νὰ πράξουμε δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀπογοητευόμαστε, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε ἀμέσως καὶ νὰ παραμένουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Νὰ μὴ διανοηθοῦμε ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Μὲ τὴν πρόκληση τῆς τριπλὴς δημόσιας ὁμολογίας τῆς ἀγάπης θεράπευσε ὁ Χριστὸς τὴν δημόσια ἄρνηση τοῦ μαθητοῦ Τοῦ. Ὁπότε ὄχι μόνον τὸν ἀποκαθιστᾶ δημοσίως στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ τοῦ ἀναθέτει καὶ τὴν διακονία νὰ ποιμαίνη τὰ πρόβατά Τοῦ. Ἑπομένως, ἔκφραση τῆς ἀγάπης Τοῦ θὰ εἶναι τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» , «βόσκε τὰ ἀρνία μου» . Πρόκειται γιὰ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶχε γνώση τῆς ἁμαρτίας, ἀπέκτησε γνώση τῆς μετανοίας, εἶδε τον Ἀναστάντα Χριστόν, ἐξέφρασε τὴν μεγάλη ἀγάπη του σὲ Αὐτὸν μὲ τὶς πράξεις του καὶ ἑπομένως μπορεῖ νὰ ποιμαίνη σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ.

Στὴν συνέχεια, ὁ Χριστὸς τοῦ προαναγγέλλει τὸν μαρτυρικό του θάνατο, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι ὅταν θὰ γηράση θὰ ἀπλώση τὰ χέρια του καὶ θὰ τὸν ζώση ἄλλος καὶ θὰ τὸν πάη ἐκεῖ ποὺ δὲν θέλει, δηλαδὴ στὸ μαρτύριο. Καὶ μάλιστα, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν» . Τὸ μαρτύριο εἶναι δοξολογία πρὸς τὸν Θεό. Πρῶτα κανεὶς δίνει τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του καὶ τὴν μαρτυρία τῆς ἀγάπης του καὶ στὴν συνέχεια ὑφίσταται καὶ τὸ μαρτύριο, τὸ ὁποῖο πιστοποιεῖ καὶ βεβαιώνει τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστό.

Ἡ ποιμαντικὴ διακονία εἶναι μιὰ σταυρικὴ διακονία, ποὺ γίνεται μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ βέβαια, καταλήγει στὸν Σταυρό. Ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν φύση της δὲν εἶναι ἕνα συναίσθημα, ἀλλὰ βίωμα καὶ ἔκφραση μαρτυρίου. Ὅποιος ἀγαπᾶ χωρὶς θυσία ἔχει μιὰ ψεύτικη καὶ ἐπιπόλαια ἀγάπη. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τῶν Κληρικῶν. Οἱ Κληρικοὶ ποιμαίνουν τὰ πρόβατα καὶ τὰ ἀρνία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ Κληρικοὶ ἰδιοποιοῦνται τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ κάνουν δικά τους, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ποιμαντικὴ διακονία.

Ὁ Χριστὸς ἔκανε πολλὰ ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ὥστε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης νὰ γράψη ὅτι ἂν γράφονταν ὅλα αὐτὰ σὲ βιβλία τότε δὲν θὰ μποροῦσαν τὰ βιβλία αὐτὰ νὰ χωρέσουν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, σὲ ὅλες τὶς βιβλιοθῆκες τοῦ κόσμου. Ὅμως αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ δὲν χωρᾶ σὲ βιβλία, περικλείεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀρχίση νὰ τὰ διαβάζη καὶ νὰ τὰ ζῇ, ὅταν κολυμπᾶ μέσα στὸν πνευματικὸ αὐτὸ πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀναστημένος, καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὅσοι κάθε Κυριακὴ μετέχουν σὲ αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως γράψαμε στὰ σύντομα αὐτὰ κηρύγματα, μπορεῖ νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ ὑπερβαίνη ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει στὴν ζωή του.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ