Skip to main content

Φιλοκαλικές Σελίδες: «Ἡσυχαστῶν ἀλείπτης»

Ἡ ταυτόσημη ἐμπειρία τΦιλοκαλικές Σελίδες:  «Ἡσυχαστῶν ἀλείπτης»ῶν ἁγίων Μαξίμου Καυσοκαλύβη (περ. †1366) καὶ Νήφωνος τοῦ Χίου (†1809)

Μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία καὶ παράδοση εἶναι πάρα πολλὲς οἱ περιπτώσεις στὶς ὁποῖες ἡ Θεοτόκος βοηθᾶ, προστατεύει, νουθετεῖ, ἀλλὰ καὶ δωρίζει πνευματικὰ χαρίσματα στοὺς ἀγωνιστὲς Χριστιανούς. Ἔτσι, ἐνδεικτικὰ, ἔχουμε περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες παρατίθενται στό κειμενικό παράρτημα, ὅπως τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ (περ. †556), στόν ὁποῖον ἒδωσε τό χάρισμα τῆς μελοποιίας, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†749), τοῦ ὁποίου ἴασε τὴν δεξιὰ χεῖρα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (†1360), στὸν ὁποῖον ὑποσχέθηκε τὴν προστασία Της ἀποστέλλοντας τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο ἐκ μέρους της, τοῦ ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ (†1392), μὲ τὸν ὁποῖον σύναψε διαθήκη γιὰ τὴν φροντίδα τῶν μαθητῶν του, τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, τοῦ νέου ὁσιομάρτυρος (†1520), τὸν ὁποῖον λύτρωσε ἀπὸ "ἐχθρικὸ" πειρασμὸ, τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ (†1833), τὸν ὁποῖον ἰάτρευσε ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, τοῦ γέροντος Χατζῆ-Γεώργη (†1886), «τοῦ περιφήμου ἀσκητοῦ τοῦ Ἄθωνος», στὸν ὁποῖον ἔμαθε ἀνάγνωση θαυμαστῶς, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου (†1938), τὸν ὁποῖον βοήθησε διακριτικά νὰ πάρη τὴν στροφὴ πρὸς τὴν βαθειά μετάνοια καὶ τὸν μοναχισμὸ, τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου (†1994), στὸν ὁποῖον ὑπέδειξε τὸν τρόπο καὶ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του κ.ἄ.

Ὅλες οἱ ἐπεμβάσεις τῆς Θεοτόκου εἶναι καίριας σημασίας καὶ σπουδαιότητας γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ τὶς δέχονται καὶ πάντοτε ἀποσκοποῦν στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Μία ἀπὸ τὶς πλέον ὑψηλὲς δωρεὲς Της εἶναι καὶ ἡ δωρεὰ τῆς ἀπλανοῦς προσευχῆς. Μέσα στὰ πολλὰ ἁγιογραφικὰ παραδείγματα ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ ταυτόσημη ἐμπειρία δύο ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἀπέχουν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον χρονικὰ περὶ τὴν μισὴ χιλιετία. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἁγίους Μάξιμο τὸν Καυσοκαλύβη (περ. †1366) καὶ Νήφωνα τὸν Χίο (†1809).

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ "Καψοκαλύβης" γεννήθηκε στὴ Λάμψακο τῆς μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς. Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν "καταλαμβάνει" τὸ ὄρος τοῦ Γάνου, στὴν ἀνατολικὴ Θράκη, ὅπου ἐνδύεται τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του ἐπισκέπτεται διάφορους ἀσκητὲς στὸ Παπίκιον Ὂρος. Μεταβαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀρχίζει τὸ πνευματικὸ ἄθλημα τῆς "διὰ Χριστὸν σαλότητος" γιὰ νὰ ἀποφύγη «τὸν ἄνεμο τῆς ἀνθρωπαρεσκείας». Ἐκεῖ συνήθιζε νὰ διατρίβη στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Βλαχέρνας «μὲ πεῖναν, δίψαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, ἀγωνιζόμενος ὅλας τὰς νύκτας».

Γνωρίστηκε μὲ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο B' Παλαιολόγο. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὴν μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἀφοῦ διακόνησε στὰ πιὸ εὐκαταφρόνητα διακονήματα ἠξιώθη θείων ὁραμάτων καὶ μὲ ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος ὅπου ἔλαβε «τὴν χάριν κατὰ δαιμόνων, ὁ σεπτὸς ἀθλοφόρος». Θείᾳ πληροφορίᾳ, κατοίκησε «εἰς τὰ πρόποδα τοῦ Ἄθωνος» γιὰ νὰ γίνη «διδάσκαλος καὶ ὁδηγὸς εἰς πολλούς, καὶ νὰ σώση αὐτούς». Ἔτσι ἔζησε στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἄθω φτιάχνοντας πρόχειρες καλύβες. Δὲν ἔμενε πολὺ καιρὸ στὶς καλύβες, ἀλλὰ τὶς ἔκαιγε καὶ ἀλλάζοντας τόπο ἔφτιαχνε ἄλλη, γι' αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι μοναχοὶ τὸν θεωροῦσαν «πλανεμένο ὁμοῦ καὶ καυσοκαλύβη». Στὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ ἐπιγείου βίου του πείσθηκε νὰ μείνη σὲ ἕναν τόπο καὶ νὰ συνάξη πλησίον του μαθητές.

Σταθμὸ στὴν νηπτικὴ γραμματεία ἀποτελεῖ ὁ θρυλικὸς διάλογός του μὲ τὸν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη, ὁ ὁποῖος ἔχοντας πνευματικὰ αἰσθητήρια ἐννόησε τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ Μαξίμου. Τὴν ἀξία τοῦ μεταξύ τους διαλόγου κατάλαβαν καὶ δύο ἄξιοι μιμητές τους, οἱ ἅγιοι Μακάριος Νοταρᾶς καὶ Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἀφοῦ ἔκριναν σκόπιμο νὰ τὸν συμπεριλάβουν στὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν».

Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ ποὺ διαβάζουμε στὸ κείμενο αὐτό, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει καὶ ἕνα γεγονὸς ποὺ καθόρισε τὴν μετέπειτα πνευματική του πορεία. Ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονες ἐρωτήσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸ ἂν ἔχη τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὁ ἅγιος Μάξιμος τοῦ ἀναφέρει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τοῦ χαρίστηκε αὐτή. Παραθέτουμε τμήματα ἀπὸ τὸν διάλογο:
Φιλοκαλικές Σελίδες:  «Ἡσυχαστῶν ἀλείπτης»«Ἐρωτηθείς λοιπὸν ἀπὸ τὸν θεῖον Γρηγόριον ὁ Μάξιμος, τοῦ ἀπεκρίθη: Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, ἐγὼ εἶμαι πλανημένος. Καὶ ὁ Γέρων (Γρηγόριος) τοῦ λέει: Ἄφες αὐτὰ τώρα, καὶ εἰπέ μου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, τὴν ἀρετήν σου, διὰ νὰ μὲ φωτίσης (...).
»Τότε ὁ θεῖος Μάξιμος τοῦ ἐφανέρωσεν ὅσα ἔκαμεν ἐκ νεότητός του (...)
»Ὁ δὲ θεῖος Γρηγόριος, περικόψας αὐτὸν ἀπὸ τὸν λόγον του, εἶπε: Λέγε μου σὲ παρακαλῶ, κρατεῖς τὴν νοεράν προσευχὴν, τιμιώτατε Πάτερ; Καὶ ἐκεῖνος ἐχαμογέλασε ὀλίγον καὶ τοῦ λέγει: Δὲν θέλω σοῦ κρύψω Πάτερ μου τὸ θαῦμα τῆς Θεοτόκου ὁπού ἔγινε εἰς ἐμέ. Ἐγὼ ἐκ νεότητός μου εἶχον πολλὴν πίστιν εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ἐπαρακαλοῦσα μετὰ δακρύων νὰ μοῦ δώση αὐτὴν τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν πηγαίνοντας εἰς τὸν ναόν της, καθὼς εἶχα συνήθεια, τὴν ἐπαρακαλοῦσα πάλιν μὲ ἄμετρον θερμότητα τῆς καρδίας μου. Ἐκεῖ ὁποῦ ἀσπαζόμουν μὲ πόθον τὴν ἁγίαν εἰκόνα της, παρευθὺς ἔνιωσα εἰς τὸ στῆθος καὶ εἰς τὴν καρδίαν μου μίαν θερμότητα καὶ φλόγα, ὁποῦ ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἁγίαν εἰκόνα, ἡ ὁποία δὲν μὲ ἔκαιεν, ἀλλὰ μὲ ἐδρόσιζε καὶ μὲ ἐγλύκαινε καὶ ἐπροξενοῦσεν εἰς τὴν ψυχήν μου μεγάλην κατάνυξιν. Ἀπὸ τότε πλέον Πάτερ ἄρχισεν ἡ καρδία μου νὰ λέγῃ ἀπὸ μέσα τὴν προσευχήν, καὶ ὁ νοῦς μου νὰ γλυκαίνεται εἰς τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Ἰησοῦ μου καὶ τῆς Θεοτόκου μου, καὶ νὰ εἶναι πάντοτε μαζὶ μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν. Ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν πλέον δὲν ἔλειψεν ἡ προσευχὴ ἀπὸ τήν καρδία μου.» (εἰς Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, βίος, πολιτεία καὶ θαύματα», Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Καυσοκαλύβια - Ἅγιον Ὄρος 1994, σελ. 34-35)

Ὁ ναός στόν ὁποῖον ἀναφέρεται ὁ ἃγιος Μάξιμος εἶναι προφανῶς ὁ ναός τῆς Παναγίας τῆς Βλαχέρνας στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέτριβε ἀσκητικῶς• «Γνωρίζοντας δὲ ὁ Πατριάρχης (Ἀθανάσιος) τὴν ἀρετήν του ἐπροσπάθησε πολὺ νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὰ κοινόβια, ὁποῦ ἀνήγειρεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸν τῆς Θεοτόκου, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ προαύλια παρέμενε, μὲ πεῖναν, δίψαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, ἀγωνιζόμενος ὅλας τὰς νύκτας. Τὰς δὲ ἡμέρας ὑπεκρίνατο μωρίαν καὶ ἐφαίνετο εἰς τοὺς ἀνθρώπους σαλός, ὁ κατ᾿ ἀλήθειαν σοφός, διὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποτινάζῃ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνεμος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας.»

Μισή χιλιετία ἀφ' ὅτου ἔλαβε χώρα αὐτὸς ὁ διάλογος γεννᾶται ὁ ὅσιος Νήφων, τὸ ἔτος 1736 στὰ Πατρικά τῆς νήσου Χίου. Ἀρχικῶς ἀσκήθηκε σὲ περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας. Στὴν συνέχεια κατευθύνθηκε στὴν «σκήτην τοῦ Παντοκράτορος», ἤτοι τὴν σημερινὴ Παντοκρατορινὴ Καψάλα, «ἐν ᾗ οἱ εὐλαβέστεροι τοῦ ὄρους ἐνησκοῦντο», ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ μεγάλο Σχῆμα ὑπὸ τοῦ Γέροντος ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ Σταυρουδᾶ. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἄκρα αὐταπάρνηση καὶ «κατὰ μόνας ἠσκεῖτο, μονοχίτων καὶ ἀνυπόδητος ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὴν ἄκραν ἄσκησιν καὶ τῇ δαπάνῃ δέκα γροσίων κατ' ἔτος τά πρὸς τὸν βίον ἐπαρκῶν». Ἂν καὶ δὲν φοίτησε σὲ σχολεῖο, μελετοῦσε τὰ Πατερικὰ συγγράμματα, «ἰδία δὲ τοῦ Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου, ἐκ τῶν ὁποίων πολλάς ρήσεις παραλαβών, συνεχῶς διὰ στόματος ἔφερε».

Ἐστάλη ὑπὸ τῶν "κολλυβάδων" Πατέρων στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπολογηθῆ γιὰ τὶς συκοφαντίες ποὺ δέχονταν οἱ παραδοσιακοὶ αὐτοὶ μοναχοί. Μετὰ τὴν φυγὴ τους ἐξ Ἁγίου Ὄρους ὁ Ὅσιος ἐγκαταβίωσε «ἐπὶ τινα χρόνον» σὲ διάφορες νήσους τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ὁ πρῶτος μεγάλος σταθμὸς ἦταν ἐπὶ 20ετία στὴν νῆσο Ἰκαρία καὶ ὁ δεύτερος ἐπὶ 15ετία στὴν νῆσο Σκιάθο, ὅπου «κατὰ τὸ 1794 ἐκτίσθη ... τὸ περιβόητον Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τῆς Ἀγαλλιανοῦς τὸ πλατανοφύτευτον ρεῦμα». Ἡ μονὴ αὐτὴ ἦταν «μίμημα τῶν παλαιῶν ἐκείνων ἁγίων Κοινοβίων» κατὰ τὸν φίλο του, ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Στὴν μονὴ αὐτὴ ὁ ὅσιος Νήφων ἐκοιμήθη ὁσιακῶς. Ἀξίζει νὰ σημιωθῆ ὅτι ὁ ὅσιος Νήφων καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξαν καὶ "παραδελφοί", ἂν καὶ ποτὲ δὲν ἀσκήθηκαν μαζὶ ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, καθὼς καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔλαβε τὸ μεγάλο σχῆμα ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου Σταυρουδᾶ.

Ἡ πρώτη συνάντησή τους, σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἱερομόναχο Εὐθύμιο, ἔγινε στὴν νῆσο Νάξο τὸ ἔτος 1770• «Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἀνταμὼθη μὲ πατέρας Ἁγιορείτας, μὲ τοὺς ἱερομονάχους, λέγω, Γρηγόριον καὶ Νήφωνα καὶ μὲ τὸν Γερο-Ἀρσένιον, ἄνδρας τῇ ἀληθείᾳ τοὺς πολλοὺς ὑπερέχοντας τῇ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι,ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἱλκύσθη εἰς τὴν μοναδικήν πολιτείαν καὶ ἐδιδάχθη ἀπ’ αὐτοὺς τὴν νοερὰν προσευχήν». Ὁ λαϊκὸς τότε Νικόλαος, μετέπειτα μοναχὸς Νικόδημος, ἦταν σὲ ἡλικία εἴκοσι ἑνὸς (21) ἐτῶν, ἐνῶ ὁ παραδελφὸς του ἱερομόναχος Νήφων τριάντα τεσσάρων(34).

Ὑπῆρξε στενὸς φίλος καὶ μὲ τὸν ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, μὲ τὸν ὁποῖον συνασκήθηκαν στὴν μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Ἰκαρίας ὃπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερομόναχος Ἰσίδωρος Κυριακόπουλος, βιογράφος τοῦ Ὁσίου• «Ἐλθών δέ πρός ἐπίσκεψιν τοῦ Νήφωνος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος, συνῲκησεν αὐτῷ καί διά συστατικῶν αὐτοῦ ἐπιστολῶν πρός τούς ἐν Σμύρνῃ καί Χίῳ οἰκείους καί πνευματικά αὐτοῦ τέκνα, ἐπέτυχεν ἀποσταλῆναι ἐκεῖθεν ἱκανάς συνδρομάς πρός συντέλεσιν τῆς μονῆς» (εἰς «Ὁ ὅσιος Νήφων καὶ ἡ ἱερὰ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου», Φ. Δημητρακόπουλου, Ἐκδόσεις Ergo, σελ. 44). Εὐλαβεῖτο πολὺ τὴν Θεοτόκο. Ὅλα τά μονύδρια ποὺ κατὰ καιροὺς ἔκτισε ἦταν εἰς τιμήν καὶ μνήμην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ συγκεκριμένα εἰς τιμὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Της.

Ὁ Ὅσιος ἠξιώθη διὰ πρεσβειῶν Της νὰ λάβη τὸ χάρισμα τῆς καρδιακῆς προσευχῆς. Τὸ χαρακτηριστικό τῆς περιπτώσεως τοῦ ἁγίου Νήφωνος εἶναι ἡ ὁμοιότητα μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, δηλαδὴ ἡ διὰ τοῦ ἀσπασμοῦ τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου μεταδιδόμενη θέρμη ἐντός τῆς καρδίας του καὶ τὸ χάρισμα τῆς προσευχῆς. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Νήφωνος:
«Πολλῆς δὲ ἀγάπης ἐνεφορεῖτο πρὸς τὴν κυρίαν Θεοτόκον, ἧς ἀσπαζόμενός ποτε μετὰ μεγίστης θερμότητος τὴν εἰκόνα, ἠσθάνθη ὡσεὶ σκιρτῶσαν ἐκ παλμοῦ τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν, ἐξ οὗ ἀχορτάστως καὶ ἀπαύστως ἐπιτείνας τὴν νοεράν προσευχήν, ἐπεδόθη ὁλοτρόπως εἰς τὸν ὑψηλὸν καὶ θεωρητικὸν βίον, ἐπὶ τὴν ἔξοχον πρακτικήν τῶν μοναστικῶν παραγγελμάτων βασιζόμενος» (εἰς «Ὁ ὅσιος Νήφων καὶ ἡ ἱερὰ Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου», σελ. 39-40).

Φιλοκαλικές Σελίδες:  «Ἡσυχαστῶν ἀλείπτης»Εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ὅσιος Νήφων ἦταν γνώστης καὶ ἀναγνώστης τῆς φιλοκαλικῆς γραμματείας, καὶ εἰδικῶς τῆς ἐκδοτικῆς προσπάθειας τῶν φίλων του ἁγίων, Μακαρίου καὶ Νικοδήμου. Στὴν βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ὑπάρχει ἡ πρώτη ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν» μὲ τὴν ὑπογραφή του. Ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον σημεῖο ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ παρατηρήση εἶναι ὅτι ὁ Ὅσιος φθάνοντας πρὸς τὸ τέλος τῆς βίβλου τῆς «Φιλοκαλίας», στὸ κεφάλαιο «τὰ κάτωθεν εἶναι ἀπὸ τὸν βίον τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ ὀνομαζομένου Καψοκαλύβη», διαβάζοντας τὸν διάλογο τῶν ἁγίων Γρηγορίου καὶ Μαξίμου θὰ ἀναγνώρισε τὴν δική του ἐμπειρία, ἡ ὁποία ἐπαναλήφθηκε μισὴ χιλιετία μετά.

Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση εἶναι ἡ καθ' αὐτὸ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας• «...δὲν ἐμφανίσθηκε τὸν 14ο αἰώνα, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἡσυχία τὴν συναντᾶμε σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ στὴν πρώτη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (...) στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν ὅσιο Θαλάσσιο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο (...) τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (...) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ ἔζησε καὶ θεολόγησε γιὰ τὸν ἡσυχασμό.

Ὁ ἡσυχασμὸς, λοιπὸν, ἀποτελεῖ τὴν γνήσια μορφὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς» (εἰς «Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία», Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, ἒκδ. Ι΄, σελ. 325), καὶ ἡ Θεοτόκος ἦταν καὶ εἶναι «ἀλείπτης τῶν ἡσυχαστῶν» ἀφοῦ αὐτὴ πρώτη «τὴν ἱερὰν ἡσυχίαν εὑρίσκει χειραγωγόν "ἡσυχίαν τὴν νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθην τῶν κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν νοημάτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον ἀπόθεσιν" αὕτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἢ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, ἣ μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς» (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄ «Εἰς τὴν πρὸς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδον καὶ τὸν ἐν αὐτοῖς θεοειδῆ βίον τῆς Θεοτόκου», εἰς ΕΠΕ 79, σελ. 328) καί ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «...(ἡ Θεοτόκος) διὰ μέσου γὰρ τῆς τοῦ νοὸς εἰς ἑαυτὸν ἐπιστροφῆς, καὶ προσοχῆς, καὶ θείας καὶ παντοτινῆς προσευχῆς, ἑνωθεῖσα ὅλη διόλου μὲ τὸν ἑαυτόν της, ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ σχῆμα, καὶ ἔτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούς, δηλαδὴ τὴν νοητὴν (διὰ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτζι) σιωπήν• εἰς ταύτην γὰρ προσκολλήσασα τὸν νοῦν της, ἀναβαίνει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα, καὶ βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειότερον ἀπό τὸν Μωϋσῆν, καὶ ὁρᾶ θείαν χάριν, ἥτις δὲν καταλαμβάνεται τελείως ἀπό τὴν αἴσθησιν• ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἱερὸν καὶ χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν καθαρῶν ψυχῶν καὶ Ἀγγέλων, ταύτην δὲ τὴν νοεράν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἡ Θεοτόκος ἐφεῦρεν ἀπὸ λόγου της, καὶ εἰργάσθη, καὶ εἰς τοὺς μετὰ ταῦτα παρέδωκεν» (εἰς Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Κῆπος Χαρίτων», ἔκδοσις Νικολάου Γλυκέως ἔτους 1819, σελ. 175)

Αὐτὴ παρεῖχε καὶ συνεχίζει νὰ δωρίζη τὸ χάρισμα τῆς καθαρᾶς προσευχῆς στοὺς Μαξίμους καὶ τοὺς Νήφωνας τῶν ἡμερῶν μας, καθὼς κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: «αὓτη μόνη μεθόριόν ἐστι κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως, καί οὐδείς ἂν ἒλθοι πρός Θεόν, εἰ μή δι’ αὐτῆς τε καί τοῦ ἐξ αὐτῆς τεχθέντος μεσίτου• καί οὐδέν ἄν ἐκ τοῦ Θεοῦ τῶν δωρημάτων, εἰμή διά ταύτης, γένοιτο καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις» (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄, εἰς ΕΠΕ 79, σελ. 308).
Εἴθε νὰ τὸ χαρίση καὶ σὲ ἐμᾶς ἢ ἔστω καὶ «ἕνα μικρὸ ἴχνος τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, δηλαδὴ τὴν ἐνεργὸ νοερὰ προσευχὴ ποὺ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμούς» (Ἀπόσπασμα ἀπὸ λόγο τοῦ στάρετς Βασιλείου (†1767) τῆς Σκήτεως Ποϊάνα Μάρουλουϊ τῆς Ρουμανίας• Εἰς «Τὸ εἰλητάριο», Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν Δ΄, Π. Μπότση, σελ. 147). Ἀμὴν.

Π.Δ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Περιστατικά ἀπό βίους ἁγίων με παρεμβάσεις τῆς Θεοτόκου:

Τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ (περ. †556)

«...ὁ ἃγιος Ῥωμανός πρῶτον μέν ἦτον ἂμουσος παντελῶς καί ἀηδής κατά τήν φωνήν καί τά ᾂσματα, διά τοῦτο καί ἐπεριπαίζετο ἀπό τούς πολλούς, ἂν καί ἦτο δόκιμος ἐργάτης τῆς ἀρετῆς. Ὃθεν ἀπελθών εἰς τόν ναόν τῆς Θεοτόκου τόν ἐν τοῖς Κύρου, παρεκάλει τήν Θεοτόκον νά χαρίσῃ εἰς αὐτόν τό χάρισμα τῆς μελωδίας (...) Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ θεῖος Ρωμανός σχολάζων, ἔτυχε κατά τήν νύκτα τῆς τῶν Χριστουγέννων ἑορτῆς νά ὑπνώσῃ ἐν τῇ ἕκτῃ ὠδῇ, πλησίον εἰς τόν ἄμβωνα. Καί βλέπει τήν Θεοτόκον βαστάζουσαν ἕν τειλιγμένον χαρτίον (τό ὁποῖον καί κόντος καί κοντάκιον ὀνομάζεται) καί δίδουσαν τοῦτο εἰς αὐτόν διά νά τό φάγῃ. Ὅθεν τοῦτο ἐκεῖνος φαγών, τοῦ ποθουμένου ἠξιώθη χαρίσματος καί τά ἄλλα γέγονεν ὅσα γράφεται ἐν τῷ παρόντι Συναξαρίῳ. Κοντάκιον μέν οὖν ὠνόμασεν ὁ θεῖος Ρωμανός τό πρῶτον, διά τό τείλιγμα τοῦ χάρτου, ὅπερ ἡ Θεοτόκος δέδωκεν αὐτῷ»• εἰς «Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν 12 μηνῶν τοῦ Ἑνιαυτοῦ», ἐκδόσεις Ὀρθόδοξη Κυψέλη, τ. Α΄, σελ. 260-261, ὑποσημ. 3.

Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†749)

«Οἱ στίχοι δέ, διὰ μέσου τῶν ὁποίων παρεκάλει ὁ θεῖος Ἰωάννης τὴν Θεοτόκον, διὰ νὰ ἰατρεύση τὴν κοπεῖσαν χεῖρα του, εἶναι οὗτοι:

Δέσποινα πάναγνε Μῆτερ ἡ τὸν Θεόν μου τεκοῦσα,
Διὰ τὰς θείας εἰκόνας ἡ δεξιά μου ἐκόπη.
Οὐκ ἀγνοεῖς τὴν αἰτίαν δ’ ἣν ἐμάνη ὁ Λέων.
Πρόφθασον τοίνυν ὡς τάχος καὶ ἴασαί μου τὴν χεῖρα.
Ἡ δεξιά τοῦ ὑψίστου ἡ ἀπό σοῦ σαρκωθεῖσα,
Πολλάς ποιεῖ τὰς δυνάμεις διὰ τῆς σῆς μεσιτείας.
Τὴν δεξιάν μου καὶ ταύτην νῦν ἰασάτω λιταῖς σου,
Ὡς ἂν σοὺς ὕμνους οὕς δοίης καὶ τοῦ ἐκ σοῦ σαρκωθέντος,
Ἐν ρυθμικαῖς ἁρμονίαις συγγράψηται Θεοτόκε,
Καὶ συνεργὸς χρηματίση τῆς ὀρθοδόξου λατρείας.
Δύνασαι γὰρ ὅσα θέλεις, ὡς τοῦ Θεοῦ Μῆτερ οὖσα.

Ταῦτα λέγων ὁ Ἰωάννης, ἀπεκοιμήθη, καὶ θεωρεῖ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον λέγουσαν αὐτῷ μὲ ἱλαρὸν ὄμμα• "Ἰδοὺ ἰατρεύθη ἡ χείρ σου"»• εἰς «Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν 12 μηνῶν τοῦ Ἑνιαυτοῦ», ἐκδόσεις Ὀρθόδοξη Κυψέλη, τ. Β΄, σελ. 242-243, ὑποσημ. 18.

Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (†1360)

«Ἒτος μέν αὐτῷ δεὐτερον ἢνυστο ἢδη νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ πρός Θεόν ἐπειγομένῳ νύκτωρ καί μεθ' ἡμέραν, ὁδηγόν τε καί προστάτην ὁμοῦ καί μεσίτην προϊσταμένῳ τήν Θεομήτορα, καί πρό τῶν ὀφθαλμῶν ὃσαι ὧραι τήν ἐκείνης συμμαχίαν τε καί τήν ὄψιν, καί λόγοις καί εὐχαῖς καί νοεροῖς τιθέντι κινήμασι, καί ὑπ' ἐκείνῃ χειραγωγῷ τόν τῆς ὑπακοῆς δρόμον ἀνύοντι.

Ἠρεμοῦντι δέ ποτε κατά μόνας, καί ἑαυτῷ καί Θεῷ καθ' ἡσυχίαν προσέχοντι θεῖός τις ἀνήρ, ὓπαρ οὐκ ὂναρ, ἱεροπρεπῶς ἂφνω πρό ὀφθαλμῶν ἵσταται, ὁ τῶν Εὐαγγελιστῶν, φησί, κορυφαῖος Ἰωάννης, ὁ τῆς βροντῆς γόνος, ὁ ἐξαίρετος Χριστοῦ μαθητής τε καί φίλος ἦν οὗτος• ὃς δή καί ἱλαρῶς ἐκείνῳ τάς ὂψεις ἐπιβαλών, "ἣκω σοι", φησίν, "ἂγγελος πρός τῆς πάντων ἁγίων ἐπέκεινα Δεσποίνης καθάπερ ὁρᾷς, ἐρησόμενος, ὃτου χάριν νύκτωρ τε καί μεθ' ἠμέραν, ὃσαι ὧραι σχεδόν, οὐ διαλείπεις οὓτω βοῶν, 'φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος', ἐπεί καί ἡμᾶς ἀπαραποιήτως αὐτοῖς ἐκείνοις ἐνταῦθα δεῖ τοῖς ἱεροῖς ρήμασι χρήσασθαι.

Τοῦ δ' ἀνθυπενεγκόντος, "καί τί δ' ἂν ἂλλο πρός Θεόν ἐμπαθής καί πλήρης ἁμαρτιῶν ἂνθρωπος αἰτήσαιμι προσευχόμενος, ἢ τό ἐλεηθῆναι καί φωτισθῆναι, πρός τό εἰδέναι τε καί πράττειν τό ἐκείνου σωτήριον θέλημα;". Ἀλλά "μή δειλία, μηδ' ἀμφίβαλε, φησίν ὁ ἠγαπημένος Χριστοῦ μαθητής αὖθις, ἡ πάντων διακελεύεται Δέσποινα δι' ἡμῶν• "αὐτή καί γάρ ἐγώ σοι βοηθός ἒσομαι"».

Τοῦ δέ Γρηγορίου τόν μυσταγωγόν ἐπανερομένου καί πάλιν, "καί ποῦ μοι τά τῆς συμμαχίας ἆρ' ἒσται παρά γε τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου μου, ἐν τῷ παρόντι ἤ ἐν τῷ μέλλοντι;", ὁ τῶν μεγάλων καί ὑψηλῶν Εὐαγγελιστής, "καί πάλαι καί νῦν, κἂν τῷ παρόντι", μάλα χαριέντως τε καί ἡδέως φησί, "κἂν τῷ μέλλοντι"»• εἰς «Βίος Γρηγορίου Παλαμᾶ», ὑπὸ Φιλοθέου Κοκκίνου, ΕΠΕ τ. 70, σελ. 80-85.

Τοῦ ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ (†1392)

«Μιὰ μέρα ὁ ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ προσευχόταν, κατὰ τὴ συνήθειά του, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἔψαλε τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, κάθισε γιὰ λίγο νὰ ἀναπαυτεῖ, ὁπότε λέει ξαφνικὰ στὸ μαθητὴ του Μιχαία: -Παιδί μου, μεῖνε ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος, γιατί πρόκειται νὰ δεχτοῦμε μιὰ θαυμάσια καὶ φοβερὴ ἐπίσκεψη. Κι ἐνῶ ἀκόμη μιλοῦσε, ἀκούστηκε μιὰ φωνή: - Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται! Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ὅσιος, ἔσπευσε πρὸς τὴν εἴσοδο τοῦ κελλιοῦ του καὶ ξαφνικὰ τὸν κάλυψε μιὰ ἐκτυφλωτικὴ ἀκτινοβολία, λαμπρότερη κι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ εἶδε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο μαζὶ μὲ δύο Ἀποστόλους, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, νὰ ἀκτινοβολοῦν μὲ ἕνα ἀνέκφραστο φῶς. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει σὲ ἕνα τόσο καταπληκτικὸ ὅραμα, ὁ Ὅσιος ἔπεσε στὸ ἔδαφος.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τότε τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἶπε: - Μὴ φοβᾶσαι, ἐκλεκτέ μου! Ἦρθα νὰ σὲ ἐπισκεφτῶ. Οἱ προσευχές σου γιὰ τοὺς μαθητὲς καὶ τὸ μοναστήρι σου εἰσακούστηκαν. Μὴ στενοχωρεῖσαι, ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ἀνθίσει! Καὶ ὄχι μόνο ὅσο καιρὸ ζεῖς ἐσύ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία σου στὸν Κύριο, ἐγὼ θὰ εἶμαι κοντὰ στὸ μοναστήρι σου, θὰ καλύπτω πλούσια τὶς ἀνάγκες του, θὰ παρέχω τὰ ἀπαραίτητα καὶ θὰ τὸ προστατεύω.

Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἔγινε ἄφαντη. Ἐκστατικὸς ὁ Ὅσιος ἀπ’ τὸ φοβερὸ ὅραμα, παράμεινε γιὰ λίγο ἔμφοβος καὶ ἔτρεμε. Ἀφοῦ συνῆλθε, σήκωσε τὸν τρομοκρατημένο μαθητή του, αὐτὸς ὅμως ἔπεσε συγκλονισμένος στὰ πόδια τοῦ Ὁσίου λέγοντας: - Γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, πατέρα μου, πές μου, τί θαυμάσιο ὅραμα ἦταν αὐτό; Ὁ Ὅσιος ποὺ ἦταν τόσο πλημμυρισμένος ἀπὸ χαρὰ ὥστε τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ὁλόκληρο, δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια: - Περίμενε λίγο, παιδί μου• καὶ ἡ δική μου ψυχὴ δονεῖται ἀπ’ τὸ θαυμάσιο αὐτὸ ὅραμα. Στάθηκε γιὰ λίγο συνεπαρμένος ἀκόμη ἀπ’ τὸ ὅραμα καὶ τελικὰ εἶπε: - Παιδί μου, φώναξέ μου τὸν Ἰσαάκιο καὶ τὸν Σίμωνα. Κι ὅταν ὁ Ἰσαάκιος καὶ ὁ Σίμων ἦρθαν, τοὺς διηγήθηκε καταλεπτῶς ὅλα ὅσα συνέβησαν, πῶς εἶδε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὶς θαυμάσιες ὑποσχέσεις ποὺ τοὺς ἔδωσε. Ἐκεῖνοι μόλις ἄκουσαν ὅλα αὐτὰ πλημμύρισαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ὅλοι μαζὶ ἔψαλαν μιὰ Παράκληση στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ὅλη νύχτα ἄγρυπνος, ἀναπολώντας τὸ ἐξαίσιο ὅραμα»• εἰς «Ἡ Θηβαΐδα τοῦ Βορρᾶ», Πέτρου Μπότση, ἔκδ. 1985, σελ. 56-58.

Τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, τοῦ νέου ὁσιομάρτυρος (†1520)

«Καί ἂλλοτε πάλιν ἐκάθετον ἐν τῇ πυρᾷ ὁ ὃσιος (Ἰάκωβος), ὃτι χειμών ἦτον, καί τόση δειλία ἦλθεν ἐπ' αὐτόν, ἣν οὐδέποτε ἒλαβεν. Καί θαυμάζων ἒλεγεν ὅτι. "Τάχα, τί νά μοῦ εἶναι τοῦτο;". Καί ἰδού βλέπει ἀράπην μαῦρον, μεγάλον καί ἐστάθη σιμά του, φουσκωμένον καί σαπρόν, καί εἶχεν μεγάλην μύτην κατά πολλά, καί ἁπλώσας τήν χεῖρα πρός τόν ὃσιον εἶπεν• "Ἐλθέ, φίλησον αὐτήν". Αὐτός δέ ἐσηκώθη, καί χεῖρας ὁμοῦ καί ὀφθαλμούς πρός οὐρανόν ὓψωσε, καί στενάξας εἶπεν• "Δέσποινα Θεοτόκε, βοήθησόν μοι τῇ ὣρᾳ ταύτῃ". Καί παρευθύς, σύν τῷ λόγῳ, ἰδού βλέπει τήν πανάχραντον Θεοτόκον ἱσταμένην ἐπάνωθεν αὐτοῦ, βαστάζουσαν ἐν ἀγκάλαις τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Καί θαρσοποιηθείς εἰς τό παράδοξον, ὁπού εἶδεν καί ἐχάρηκεν κατά πολλά> καί στραφείς νά ἰδῇ τόν ἀράπην, ἐγένετο ἂφαντος. Καί ἀπό τότε ἦλθεν τις παράκλησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τήν καρδίαν τοῦ ὁσίου, καί ἐπλήθυνε καί κατεύφρανε τήν καρδίαν αὐτοῦ, κατά τό γεγραμμένον• "Κατά τό πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου αἱ παρακλήσεις Σου εὔφραναν τήν ψυχήν μου"»• εἰς «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβου τοῦ νέου ὁσιομάρτυρος», Ἱ.Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Πατρῶν, ἐκδόσεις «Τῆνος», σελ. 158-160.

Τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ (†1833)

«Τὸ 1780 ὁ Πρόχορος (π.Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ) ἀσθένησε βαριά. Ὅλο του τὸ σῶμα πρήσθηκε, ὥστε ὑπέφερε φρικτοὺς πόνους καὶ ἔμεινε ἀκίνητος πάνω στὸ σκληρό του κρεβάτι. Ἰατρὸς δὲν ὑπῆρχε καὶ κανένα φάρμακο δὲν τὸν βοήθησε. Κατὰ τὰ φαινόμενα ἔπασχε ἀπὸ ὑδρωπικία ποὺ κράτησε τρία χρόνια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἐνάμιση τὸ πέρασε κατάκοιτος. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε λέξη γογγυσμοῦ ὁλόκληρος μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του εἶχε παραδοθεῖ στὸν Κύριο καὶ προσευχόταν ἀδιάλειπτα, ποτίζοντας τὴν κοίτη του μὲ τὰ δάκρυά του. Τελικά, φοβούμενος γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τοῦ ἀρρώστου, ὁ ἡγούμενος π. Παχώμιος πρότεινε ἀποφασιστικὰ στὸν ἀσθενῆ νὰ καλέσουν ἰατρό, ἀλλὰ ὁ μακάριος ἀκόμη ἀποφασιστικότερα ἀρνήθηκε τὴν ἰατρικὴ βοήθεια.

Πάτερ ἅγιε, τοῦ εἶπε, ἐγὼ ἀφιερώθηκα στὸν Κύριο καὶ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του καὶ ἂν ἡ ἀγάπη σας εὐαρεστεῖται ἐφοδιάστε με μὲ τὸ οὐράνιο φάρμακο, τὴ Θεία Κοινωνία». Ὁ ἱερομόναχος π. Ἰωσὴφ, ὕστερα ἀπὸ τὴν παράκληση τοῦ ἀρρώστου καὶ ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος πολύ τό ἐπιθυμοῦσε, ἔκανε ὁλονύκτια ἀγρυπνία καὶ Λειτουργία, ὅπου συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ προσευχήθηκαν γιὰ τὸν πάσχοντα.

Μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ὁ Πρόχορος, ὅπως ἦταν κατάκοιτος, ἐξομολογήθηκε καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Καὶ νὰ ποὺ μετὰ τὴν Θεία Μετάληψη τοῦ ἐμφανίστηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέσα σὲ ἄρρητο φῶς, συνοδευόμενη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Πέτρο. Στρέφοντας τὸ θεῖο πρόσωπό Της πρὸς τὸν Ἰωάννη ἔδειξε τὸν Πρόχορο καὶ εἶπε : «Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τὸ γένος μας!».

Κατόπιν ἀκούμπησε τὸ δεξί Της χέρι στὸ κεφάλι τοῦ Προχόρου καὶ αὐτοστιγμεὶ τὸ ὑγρό, τὸ ὁποῖο εἶχε γεμίσει τὸ σῶμα του, ἄρχισε νὰ ρέη ποταμηδὸν ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα ποὺ δημιουργήθηκε στὸν δεξιό του μηρό. Ὁ Πρόχορος σύντομα θεραπεύθηκε καὶ μόνο τό σημάδι τῆς πληγῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔτρεξε τὸ ὑγρό, ἔμεινε στὸ σῶμα του γιὰ πάντα»• εἰς «Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, βίος», Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, σελ. 14-15.

Τοῦ γέροντος Χατζῆ-Γεώργη (†1886)

«Ὅταν μεγάλωσε λίγο ὁ Γαβριήλ, πῆγε στὸ Σχολεῖο, ἀλλά δὲν μποροῦσε νὰ μάθη γράμματα, ἐνῶ ἦταν πολὺ ἔξυπνος. Φαίνεται ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νὰ μάθη μὲ θεϊκὸ τρόπο γράμματα τὸ ἁγιασμένο αὐτὸ παιδί. Τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια παιδεύτηκε στὸ Σχολεῖο ὁ μικρὸς Γαβριὴλ καὶ δὲν κατόρθωσε οὔτε νὰ συλλαβίζη. Ἐπειδὴ τὸν μάλωναν οἱ γονεῖς του καὶ ὁ δάσκαλος, εὕρισκε εὐκαιρία καὶ ἔφευγε στὶς σπηλιές. Ἐκεῖ δὲ στὴν Κερμίρα ἢ Κερμίλ, ἦταν καὶ ἡ Σπηλιὰ μὲ τὰ ἀποτυπώματα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ὅπου κατέφευγε τὶς περισσότερες φορὲς ὁ μικρὸς Γαβριήλ. Νήστευε δὲ πολὺ καὶ προσευχόταν, κάνοντας πολλὲς μετάνοιες ἐδαφιαῖες, καὶ ὅταν ἔνιωθε ἐξάντληση, ἔτρωγε χόρτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ φύτρωναν στὸ βουνό.

Κάποτε μάλιστα εἶχε ἀπουσιάσει ἕνα μήνα• εἶχε ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ Ἀσκητάς πού ἔμεναν γύρω στὶς σπηλιές, καὶ ἀσκήτευε καὶ αὐτὸς κοντά τους σὲ μιὰ σπηλιά. Τὸν βρῆκαν μετὰ οἱ γονεῖς του καὶ ἔκτοτε δὲν τὸν μάλωναν πού δὲν μποροῦσε νὰ μάθη γράμματα.

Μία μέρα, τοῦ εἶπε ἡ μητέρα του μὲ καλωσύνη:
- Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ σὲ βοηθήση νὰ μάθης γράμματα.
Στὴν ἐνορία τους ὑπῆρχε Θαυματουργὸς Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὁ μικρὸς Γαβριήλ, ἀφοῦ ἔκανε τριήμερο νηστεία καὶ πολλὲς μετάνοιες ἐδαφιαῖες -μὲ τὶς ὧρες-, ξεκίνησε νύχτα γιὰ τὴν Ἐκκλησία νὰ προσευχηθῆ γιὰ νὰ μὴν τὸν ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι.

Μόλις ἔφτασε στὸν Νάρθηκα, ἔπεσε στὸ κατώφλι τῆς θύρας τοῦ Ναοῦ καὶ μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ δάκρυα προσκύνησε ἀπ’ ἔξω, διότι ἡ θύρα ἦταν κλειστή. Ἐνῶ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία• «Δῶσε μου, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ, νὰ μάθω γράμματα!», ξαφνικὰ ἄνοιξαν οἱ πόρτες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μπῆκε ἡ Θεοτόκος• καὶ παίρνοντας τὸν μικρὸ ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἔφερε στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε• «Υἱέ μου, δῶσε στὸν μικρὸ Γαβριὴλ νὰ μάθη γράμματα». Κι ὅπως ἔλεγε ἀργότερα ὁ ἴδιος: Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια μ’ εὐλόγησε μὲ τὸ χέρι Της, μ’ ἀσπάστηκε καὶ εἶπε• «Τώρα, ἔμαθες γράμματα». Καὶ μετὰ μπῆκε στὴν Βόρεια πύλη τοῦ Ἱεροῦ»• εἰς «Ὁ γέρων Χατζη-Γεώργης, ὁ Ἀθωνίτης», μοναχοῦ Π. (Παϊσίου) Ἁγιορείτου, 1986, σελ. 10-12.

Τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου (†1938)

«Κάποια ἡμέρα, τήν ὁποία κατασπατάλησε ὂχι μέ σωφροσύνη, ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρά καί εἶδε στόν ὓπνο του πώς ἓνα φίδι μπῆκε μέσα του ἀπό τό στόμα του. Δοκίμασε φοβερή ἀηδία καί τινάχθηκε πάνω, ὁπότε ἂκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέει:
"Κατάπιες στό ὂνειρό σου φίδι καί δέν σοῦ ἂρεσε. Τό ἲδιο δέν μοῦ ἀρέσει καί ἐμένα νά βλέπω τά ἒργα σου"!

Ὁ Συμεών (Σιλουνανός) δέν εἶδε κανέναν, ἂκουσε μόνο μιά φωνή, ἀσυνήθιστα γλυκειά καί ὡραία. Ἡ ἐνέργειά της ὑπῆρξε, ὃμως, συγκλονιστική. Ὁ Γέροντας πίστευε χωρίς καμία ἀμφιβολία ὃτι ἦταν ἡ φωνή τῆς ἲδιας τῆς Θεοτόκου. Ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του εὐχαριστοῦσε τή Θεομήτορα, γιατί δέν τόν ἀποστράφηκε, ἀλλά εὐδόκησε νά τόν ἐπισκεφθεῖ ἡ ἲδια καί νά τόν σηκώσει ἀπό τήν πτώση. Ἒλεγε:
"Τώρα βλέπω πόσο ὁ Κύριος καί ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ σπλαγχνίζονται τό λαό. Σκεφθεῖτε, ἡ Θεομήτωρ κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς νά μέ συμβουλεύσει, ἐνῶ ἢμουν νέος καί ἁμαρτωλός»• εἰς «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης», Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἔκδοσις ΙΒ΄, σελ. 18.

Τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου (†1994)

«Ἒκανα προσευχή στό κελλί μου (στήν μονή Φιλοθέου). Ξαφνικά ἀκινητοποιήθηκα τελείως. Δέν μποροῦσα νά σηκωθῶ. Ἦταν ἀδύνατο. Μιά ἀόρατη δύναμη μέ κρατοῦσε ἀκίνητο. Κατάλαβα ὃτι κάτι συμβαίνει. Ἒμεινα ἒτσι σάν βιδωμένος γιά δυό-δυόμισι ὧρες, Μποροῦσα νά προσεύχομαι, νά σκέφτομαι, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κινηθῶ καθόλου. Ἐνῶ βρισκόμουν σ' αὐτή τήν κατάσταση, εἶδα σάν σέ τηλεόραση ἀπό τήν μιά μεριά τά Κατουνάκια καί ἀπό τήν ἂλλη τήν Μονή Στομίου στήν Κόνιτσα. Ἐγώ μέ λαχτάρα γύρισα τά μάτια μου πρός τά Κατουνάκια. Μιά φωνή τότε -ἦταν τῆς Παναγίας- μοῦ εἶπε καθαρά: "Δέν θά πᾶς στά Κατουνάκια• θά πᾶς στήν Μονή Στομίου". "Παναγία μου, ἐγώ ἒρημο Σοῦ ζήτησα καί Σύ μέ στέλνεις στόν κόσμο;", εἶπα. Ἂκουσα ξανά τήν ἲδια φωνή νά μοῦ λέη αὐστηρά: "Θά πᾶς νά συναντήσης τό τάδε πρόσωπο, τό ὁποῖο θά σέ βοηθήσει πολύ". Συγχρόνως κατά τήν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ θείου γεγονότος μοῦ ἦρθαν ἀπαντήσεις σάν σέ τηλεόραση σέ πολλές ἀπορίες πού εἶχα. Ἀμέσως λύθηκα ἀπό ἐκεῖνο τό ἀόρατο δέσιμο καί πλημμύρισε ἡ καρδιά μου ἀπό τήν θεία χάρι»• εἰς «Βίος γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», ἱερομονάχου Ἰσαάκ, ἔκδοσις Ζ΄, σελ. 119.

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

  • Προβολές: 3667