Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Δηλητηριῶδες «ψυχοθεραπευτικό ὑλικό»
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Θά καταγράψουμε κάποιες παρατηρήσεις μέ ἀφορμή τρία κείμενα. Τό ἕνα προέρχεται ἀπό τό «Ἡμερολόγιο» τοῦ Γ. Σεφέρη (Μέρες, τόμος Θ΄), τό ἄλλο ἀπό μιά ὁμιλία τοῦ Ἴρβιν Γιάλομ μέ τίτλο «Θρησκεία καί Ψυχιατρική» καί τό τρίτο ἀπό τό βιβλίο «Τό μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Μέσα σ’ αὐτά τά κείμενα φαίνεται καθαρά τό πῶς λειτουργεῖ ἡ ὑποκρισία συνδεδεμένη μέ τήν φιλαυτία καί τήν ὑπερηφάνεια, στό πεδίο τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ἀλλά καί στά πρῶτα βήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, κάποιων ἀνώριμων Χριστιανῶν.
Τό περίεργο εἶναι ὅτι κείμενα πού δομήθηκαν μέ κίβδηλα «πνευματικά ὑλικά», μέ πολύ ψέμα καί ὑποκρισία, θεωροῦνται ἀπό ὁρισμένους στοχαστές καί ψυχοθεραπευτές ὡς ψυχοθεραπευτικά φάρμακα, πράγμα ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Γνωρίζουν οἱ ποιμένες καί θεραπευτές τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ εἰς τόν βίον αὐτοῦ ψευδόμενος», δηλαδή ὁ ὑποκριτής, ὡς πνευματικά ἀσθενής, καταστρέφει τόν ἑαυτό του, ἀλλά δυσχεραίνει καί τήν εἴσοδο στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας πολλῶν ἄλλων. Ὅ,τι παράγει (λόγος, συγγραφή, κοινωνικό ἔργο) εἶναι ἔκθετο σέ πνευματικούς ἐπιμολυσμούς. Καί τό καλό πού κάνει, ἐν τέλει, δέν τό κάνει καλά. Ἄλλωστε, μέ ψέματα δέν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος, οὔτε ποιμαίνεται ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς ἔλθουμε ὅμως στά τρία κείμενα πού προαναφέραμε. Εἰσαγωγικά πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μέ καλλιέργεια, ὄχι ὑποχρεωτικά πνευματική μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἔννοια τοῦ ὅρου, ὁπωσδήποτε ὅμως μέ διανοητική, αἰσθητική καί γλωσσική, ὅπως ἦταν ὁ Γ. Σεφέρης, καταλαβαίνει εὔκολα τόν κούφιο λόγο, τόν κίβδηλο, αὐτόν πού εἶναι ἐμποτισμένος ἀπό τό ψέμα, τήν ὑποκρισία, τήν ὑπεροψία. Βλέπει καθαρά τόν ὑποκρινόμενο συγγραφέα νά παίρνῃ μέσα στά κείμενά του διάφορες θεατρικές «πόζες» γιά νά ἐντυπωσιάσῃ τούς ἀνυποψίαστους ἀναγνῶστες του, μέ στόχο νά προσελκύσῃ στό δίχτυ του ὅλους τούς ἀνήμπορους νά ἀντέξουν τήν τραγικότητα τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι θέλουν ἐπικύρωση τῶν παθῶν τους καί διαφυγή σέ χαρά χωρίς εὐθύνη καί χωρίς καυστικό καί φωτιστικό θεολογικό νόημα.
Πρίν ἀπό κάποιες δεκαετίες ἐπιχειρώντας ἀνάγνωση κειμένων τοῦ Ν. Καζαντζάκη ὀρθώθηκε μπροστά μας σάν τοῖχος ἡ τραχιά ἀνειλικρίνεια τοῦ λόγου του, ἡ ἐπιτηδευμένη ἔκφραση, ἡ χωρίς αἰτία φανταχτερή διατύπωση. Τό νιώσαμε σάν ἕνα χοντρό καί πολύκλωνο ψέμα πού παρενοχλοῦσε τήν γλωσσική αἰσθητική μας, χωρίς νά ὑπάρχῃ στό ἐν λόγῳ κείμενο τίποτε ἀπό τά γνωστά ἀνίερα καί βέβηλα γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἡ γλώσσα δέν ἦταν εἰδικότητά μας δέν τολμούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε τά παραπάνω δημοσίως, ἀφοῦ δέν αἰσθανόμασταν φιλολογικά ἐπαρκεῖς γιά νά ὑποστηρίξουμε αὐτήν τήν αἴσθηση. Ἔτσι βιώσαμε ἕνα εἶδος μοναξιᾶς, ἀφοῦ διθύραμβοι γιά τόν δυνατό λόγο τοῦ Καζαντζάκη ἀκούγονταν ἀκόμη καί ἀπό αὐτούς πού διαφωνοῦσαν ριζικά μέ τίς αἱρετικές καί βλάσφημες ἀπόψεις του γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἦλθε ὅμως, αὐτές τίς μέρες, στό φῶς τῆς δημοσιότητας ὁ τελευταῖος τόμος ἀπό τό «Ἡμερολόγιο» τοῦ Γιώργου Σεφέρη μέ τίτλο «Μέρες, τόμος Θ΄».
Ἐκεῖ διαβάζουμε:
«Κυριακή, 21 Μάρτη 1965. Χτές εἴδαμε τό Ζορμπά, τό φίλμ τοῦ Κακογιάννη– Καζαντζάκη. Μέ δηλητηρίασε ὅλη νύχτα καί σήμερα πρωί. Ὄχι ἀπό συναίσθημα ἐθνικῆς προσβολῆς, πού ὕστερα ἀπό βροντερές τυμπανοκρουσίες καί παρασημοφορίες γιά τήν πρεμιέρα του στό Παρίσι, ἀνακαλύπτουν τώρα οἱ Ἕλληνες χωρίς νά ᾿χουν τό θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσουν τήν πραγματικότητα. Ἀλλά γιά τήν ἀνυπόφορη ἀναισθησία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Καζαντζάκη, πού νομίζει πώς εἶναι εὐαίσθητος, πού νομίζει πώς εἶναι ἐρευνητής τῆς ἀλήθειας γιά νά μήν πῶ φιλόσοφος. Δέ μέ πειράζει ὁ σκοτωμός τῆς χήρας – οὔτε τό πλιάτσικο στό σπίτι τῆς ἑτοιμοθάνατης Ὀρτάνς. Ὅλα μπορεῖ νά τά πεῖ κανείς. Ἄν ἕνα χωριό στήν Κρήτη ἦταν κάποτε βάρβαρο, ἦταν βάρβαρο· ποιός δέν ἦταν βάρβαρος κάποτε – ὅλα μπορεῖ νά τά πεῖ κανείς – ἀλλά σ΄ ἕνα ἔργο πού διεκδικεῖ τήν ἀνθρωπιά τό θέμα δέν εἶναι ἐκεῖ».
Εἶναι σαφές ὅτι ὁ Γ. Σεφέρης αἰσθάνθηκε «ἐθνικά προσβεβλημένος» ἀπό τό ἔργο πού εἶδε, ἀλλά αὐτό τό αἴσθημα ἐπισκιάσθηκε ἀπό «τήν ἀνυπόφορη ἀναισθησία» τοῦ Καζαντζάκη, πού αὐτοπροβάλλεται εὐαίσθητος, ἐρευνητής τῆς ἀλήθειας ἤ ἀκόμη φιλόσοφος. Τόν δηλητηρίασε τό ψεύτικο, πού προβάλλεται μέ σκοπιμότητα, ἀλλά καί ἡ ἔλλειψη κριτικοῦ θάρρους τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι σέ τέτοιες σκοπιμότητες. Συνεχίζει ὁ Σεφέρης στό «Ἡμερολόγιό» του: «Τό θέμα εἶναι πῶς ἐξαγοράζει κανείς αὐτά πού γράφει κι ἄν δέν τά λέει στό βρόντο. Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, ἀπομιμήσεις αἰσθημάτων μοῦ φαίνεται εἶναι ὁ Καζαντζάκης. Καί δέ βρέθηκε ἄνθρωπος νά τόν κρίνει, τόσα χρόνια πού ἁλωνίζει ἀνάμεσό μας. Ἔχω τήν ἐντύπωση πώς εἴμαστε συνηθισμένοι στήν ψευτιά χρόνια καί αἰῶνες. Μᾶς ἀρέσει. Δέν ἔχουμε δύναμη ν’ ἀντιδράσουμε» (σελ.94-95).
Πικρές διαπιστώσεις, ὅμως ἀληθινές. «Ἁλωνίζει ἀνάμεσό μας», γράφει ὁ Σεφέρης, μέ «ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, ἀπομιμήσεις αἰσθημάτων», χωρίς νά βρίσκεται «ἄνθρωπος νά τόν κρίνει». Αὐτό τόν ὁδηγεῖ στήν πικρότερη διαπίστωση: «εἴμαστε συνηθισμένοι στήν ψευτιά χρόνια καί αἰῶνες. Μᾶς ἀρέσει. Δέν ἔχουμε δύναμη ν’ ἀντιδράσουμε».
Αὐτή ἡ ψευτιά, πού μᾶς ἀρέσει, καί οἱ ἀπομιμήσεις αἰσθημάτων, εἶναι γιά τόν ψυχοθεραπευτή καί συγγραφέα Ἴρβιν Γιάλομ, χρήσιμο ὑλικό γιά τούς ψυχοθεραπευτές. Στό δοκίμιό του «Θρησκεία καί ψυχιατρική» καταλήγει μέ ἀναφορά στόν Ν. Καζαντζάκη. Γράφει: «Οἱ ψυχοθεραπευτές ἔχουν νά μάθουν πολλά ἀπό τόν Νίκο Καζαντζάκη, τόν συγγραφέα τόσων δοξαστικῶν γιά τή ζωή ἔργων, ὅπως ὁ Ζορμπάς καί Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται. Ὁ Καζαντζάκης ἦταν, ὅπως ὁ Νίτσε, ἕνας ἀντιθρησκευτικός θρηκευόμενος καί ὁ τάφος του [...] φέρει τήν ἐπιγραφή «Δέν ἐλπίζω τίποτα, δέν φοβᾶμαι τίποτα, εἶμαι λεύτερος». Μ’ ἀρέσει πολύ ἡ φράση του στήν Ἀναφορά στόν Γκρέκο: “Νά μήν ἀφήσω στό Χάρο τίποτα νά μοῦ πάρει – μονάχα λίγα κόκαλα”. Εἶναι ἕνας καλός ὁδηγός γιά τή ζωή μας – καί γιά τό ἔργο μας στήν ψυχοθεραπεία».
Καλός ὁδηγός γιά τήν ζωή μας, κατά τόν Γιάλομ, εἶναι τό ψέμα πού διαποτίζει τήν γλώσσα, τίς λογοτεχνικές πόζες, τίς ἐπιτηδευμένες ἀποτυπώσεις αἰσθημάτων, πού εἶναι κατά τόν Γ. Σεφέρη ὅλος ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος «τήν ἀνυπόφορη ἀναισθησία» τήν νομίζει εὐαισθησία. Μέ αὐτήν τήν ἄποψη πού διατυπώνει ὁ Γιάλομ, ἐπιβεβαιώνει τήν παρατήρηση τοῦ Γ. Σεφέρη, ὅτι «εἴμαστε συνηθισμένοι στήν ψευτιά χρόνια καί αἰῶνες. Μᾶς ἀρέσει» καί ὅτι «δέν ἔχουμε δύναμη ν’ ἀντιδράσουμε». Ὁ Γιάλομ βρίσκει θεραπευτική τήν σχηματοποίηση τῆς ψευτιᾶς σέ ἄποψη «δοξαστική γιά τήν ζωή». Θεωρεῖ, μέ λίγα λόγια, θεραπευτικό τό ψέμα. Μιά ὑπαρξιακή ψυχοθεραπεία, χωρίς θεολογικό θεμέλιο, χωρίς ἐμπειρικά ἐπιβεβαιούμενη πίστη, εἶναι φυσικό νά ζητᾶ θεραπευτικό ὑλικό σέ ἀνυπόστατες φαντασίες. Μιά τέτοια «θεραπεία» ὅμως εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄς περάσουμε ὅμως στό κλίμα τῆς «Ὀρθόδοξης Ψυχοθεραπείας» καί ἄς ἀπολαύσουμε τόν ἁπλό καί βαθύ λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, πού ἀποστρέφεται τήν ἐπίδειξη καί τό ψέμα καί μᾶς ἐπισημαίνει τόν τρόπο διολίσθησης τοῦ εὐλαβοῦς ἀρχάριου Χριστιανοῦ, ἀπό ἀνωριμότητα, στήν ὑποκρισία. Γράφει: «Ἡ γνήσια χριστιανική ζωή εἶναι κατά τήν φύση της ἀφανής, διακριτική, συνεσταλμένη, μυστική, καί ἐμβαθύνει διαρκῶς ἡ ἴδια στόν ἑαυτό της. Αὐτή ὅμως ἡ ἐσωτερική αὐταπόκρυψη, ἡ ἀναζήτηση τοῦ “κρυπτοῦ”, [...] στήν πλειονότητα τῶν ἀρχαρίων τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐμφανίζεται ἐξωτερικά σέ ὅλη τήν συμπεριφορά τους μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο. Ἡ συμπεριφορά αὐτή στήν ἀνόθευτη εὐσέβεια θά εἶναι πάντοτε εὐπρεπής, γι’ αὐτό καί σέ πολλούς διεγείρει θαυμασμό, πού αὐτοί ἐκδηλώνουν πρός τόν ἀθλητή τῆς εὐσεβείας. Ὁ τελευταῖος ἀκούοντας τούς ἐπαίνους γιά τήν εὐλάβειά του, πρίν ἀκόμη νικήσει μέσα του τά πάθη, ὑποβάλλεται σέ μεγάλο πειρασμό καί ἀρχίζει νά συμπεριφέρεται “εὐσεβῶς”, ἀλλά πλέον μέ κενοδοξία. Σύν τῷ χρόνῳ, ὅταν ἡ χάρη τόν ἐγκαταλείψει ἐξαιτίας τῆς κενοδοξίας, θά ἐξακολουθεῖ νά συμπεριφέρεται ἐξωτερικά σάν νά ἦταν πραγματικά εὐσεβής, ἀλλά τότε ἐμφανίζεται σέ αὐτόν ἰδιαίτερη πνευματική πονηρία, γνωστή μέ τό ὄνομα ὑποκρισία. Αὐτή μέ τήν ἀνοησία της εἶναι τόσο ἀποκρουστική στούς ἀνθρώπους, ὥστε τούς ἀπωθεῖ ἀπό τήν πίστη» (σελ.284).
Ἡ ἀνοησία αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἀρρώστιας δέν θεραπεύεται μέ τά κείμενα πού προτείνει ὁ Γιάλομ. Μ’ αὐτά παγιώνεται. Στήν θεραπεία της ἀντενδείκνυνται οἱ ἐπιδεικτικές «πόζες» καί οἱ «ἀπομιμήσεις αἰσθημάτων». Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποκρουστικά. Ἡ ὑποκρισία ὡς «ἰδιαίτερη πνευματική πονηρία», πρέπει νά χειρουργηθῇ, νά ἀποκοπῇ ἀπό τήν ψυχή, σάν κάτι τό σάπιο καί μολυσματικό. Δηλαδή, τό θεραπευτικό ὑλικό τοῦ Γιάλομ εἶναι φορέας μολυσματικῶν ἀσθενειῶν γιά τόν ἁπλό καί ἀνόθευτο στό ἦθος ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως. Ἐν προκειμένῳ, τό φάρμακο τῆς ὑπαρξιακῆς ψυχοθεραπείας εἶναι δηλητήριο γιά τήν «ἐν Πνεύματι θεραπευτική ἐπιστήμη», ἡ ὁποία θεραπεύει μέ τό καθαρό καί διακριτικό φῶς τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως.–
- Προβολές: 3186