Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Νικήτας Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος ὁ Ὁμολογητής, 20 Μαρτίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ., τότε πού ἐπικράτησε ἡ αἴρεση τῆς εἰκονομαχίας καί διώκονταν ὅσοι ἔμεναν σταθεροί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀσπάζονταν καί τιμοῦσαν τίς ἱερές εἰκόνες. Ὁμολόγησε μέ θάρρος καί παρρησία τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀναπτύσσοντας τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅτι, δηλαδή, στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων ἀπονέμεται ὄχι λατρεία, ἀλλά τιμητική προσκύνηση. Διώχθηκε ἀπό τούς εἰκονομάχους, ἐξορίσθηκε καί ὑπέφερε πολλά δεινά, ἀλλά παρέμεινε «πιστός ἄχρι θανάτου», καί ἔλαβε ἁπό τόν ἀγωνοθέτη Θεό «τόν τῆς ὁμολογίας ἄφθαρτον καί ἀκήρατον στέφανον». Ἐκλέϊσε τόν θρόνο τῆς Ἐπισκοπῆς Ἀπολλωνιάδος, ἡ ὁποία Ἀπολλωνιάδα ἦταν πόλη τῆς Βιθυνίας, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ὡς Ἐπισκοπή ὑπαγόταν στήν Ἱερά Μητρόπολη Νικομηδείας.

Ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ἄριστος γνώστης τῶν θείων Γραφῶν, ἐπιδέξιος χειριστής τοῦ λόγου καί διαπρύσιος ἱεροκήρυκας, καλός ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ καί στό ἔπακρον ἐλεήμων, κυρίως δέ Ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ πίστη συνδέεται μέ τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι μέ τήν ἀλήθεια ὡς ἀποκάλυψη, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως λέγει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος. Ἐπίσης, συνδέεται μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τήν κατά Χριστόν ζωή καί ὅποιος κατέχει καί τά δύο αὐτά εἶναι ἀληθινά πιστός, ἐνῶ αὐτός πού τά στερεῖται, ἤ ἔστω κατέχει μόνον τό ἕνα, εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἄπιστος. Ἐπειδή, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἄπιστος δέν εἶναι μόνον ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἄπιστος εἶναι καί ὁ αἱρετικός, ὁ ὁποῖος νοθεύει τήν πίστη καί ἀλλοιώνει τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, καθώς καί ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά δέχθηκε Βάπτισμα, ἀλλά δέν ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἦθος καί δέν ὁμολογεῖ τήν πίστη του, μέ τόν λόγο του καί κυρίως μέ τόν θεάρεστο τρόπο τῆς ζωῆς του. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ πίστη συνδέεται μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα, τήν ὁμολογία, τήν μετάνοια, τά ἀγαθά ἔργα, τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί γενικά μέ τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς. Καί ὅποιος δέν διαθέτει τά παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα εἶναι ἄπιστος ἤ ἔχει πίστη κενή-νεκρή, σάν αὐτήν τῶν δαιμόνων. Γιατί καί οἱ δαίμονες «πιστεύουσι καί φρίττουσι», ἀλλά ἡ πίστη τους αὐτή δέν τούς ὠφελεῖ καί δέν τούς σώζει, ἐπειδή, λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειάς τους, δέν μετανοοῦν καί δέν πολιτεύονται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ πίστη πού σώζει τόν ἄνθρωπο εἶναι αὐτή πού παραμένει ἀνόθευτη καί συνδέεται μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του καί τίς ὑποσχέσεις Του. Καί πιστός εἶναι ἐκεῖνος πού, ἀκόμη καί τότε πού δοκιμάζεται ἀπό διάφορα γεγονότα πού τοῦ προξενοῦν πόνο καί θλίψη, δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά ἐλπίζει στόν Θεό καί προσεύχεται καί ὑπομένει. Καί τότε τήν στιγμή πού ὁ Θεός θά κρίνη ὡς κατάλληλη, τόν ἐπισκέπτεται μέ τήν Χάρη Του, τόν παρηγορεῖ, τόν ἐνισχύει, τοῦ ἁπαλύνει τόν πόνο, τοῦ γλυκαίνει τήν καρδιά καί τόν γεμίζει μέ ἐσωτερική εἰρήνη καί πνευματική ἀγαλλίαση.

Δεύτερον. Εἰκόνα σημαίνει ἀπεικόνισμα, ὁμοίωμα, περιγραφή ἤ παρομοίωση. Στήν εἰκόνα ἀπεικονίζονται διάφορα πρόσωπα ἤ γεγονότα. Στήν ἐκκλησιαστική εἰκονογραφία ἤ ἁγιογραφία εἰκονίζονται, ὁ Χριστός, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί οἱ Ἅγιοι ἤ παριστῶνται διάφορα γεγονότα τοῦ βίου τους. Ἡ τιμητική προσκύνηση, ἡ ὁποία ἀπονέμεται στίς ἱερές εἰκόνες, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «διαβαίνει στό πρωτότυπο». Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ πιστός ἀσπάζεται τήν εἰκόνα, δέν ἀπονέμει τιμή καί προσκύνηση στά ὑλικά ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται ἡ εἰκόνα, ἀλλά τιμᾶ καί ἀσπάζεται τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο.

Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τίς ἁγιογραφημένες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν καί οἱ ἔμψυχες εἰκόνες Του, πού εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνας, καί γι’ αὐτό θά πρέπει νά προσπαθῆ νά ὁμοιάση μέ τό πρωτότυπό του. Γιά νά κατορθώση, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος νά ὁμοιάση μέ τήν εἰκόνα του, ἤτοι τόν Χριστό, ὅσο, φυσικά, αὐτό εἶναι δυνατόν, θά πρέπει νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματός Του μέ τό Βάπτισμα καί νά κάνη ὑπακοή στίς ἐντολές Του. Μέ ἄλλα λόγια, νά ἔχη ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί νά σέβεται καί νά ὑπακούη στόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὅπως τιμᾶ καί ἀγαπᾶ τίς ἁγιογραφίες, πού εἰκονίζουν τόν Χριστό, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά πρέπει νά τιμᾶ καί νά σέβεται καί τίς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τούς ἀνθρώπους, χωρίς διάκριση καί προσωποληψία.

Οἱ ἱερές εἰκόνες εἶναι ἱστορημένες ἀπό ἀνθρώπους, πού ὀνομάζονται ἁγιογράφοι. Ὑπάρχει, ὅμως, καί τό ἱερό Μανδήλιο, τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ ἄγραφη παράδοση, θεωρεῖται ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν παράδοση αὐτήν, τήν ὁποία διασώζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Αὔγαρος, πού βασίλευε στήν Ἔδεσσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἔστειλε ἕναν ζωγράφο γιά νά ἀποτυπώση τήν ὄψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν μπόρεσε νά τό κατορθώση ἐξ αἰτίας τῆς ἐκθαμβωτικῆς λάμψεως τοῦ προσώπου Του. Τότε ὁ Χριστός, πού γνώριζε τί ἤθελε ὁ ζωγράφος, ἔβαλε ἐπάνω στήν ὄψη Του κάλυμμα ἀπό ὕφασμα στό ὁποῖο ἀποτύπωσε τήν εἰκόνα Του καί τήν ἀπέστειλε στόν Αὔγαρο.

Ἡ πραγματική, ὅμως, ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἐγγράφεται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό, ὄχι μέ μελάνι καί χρώματα σέ ξύλινες ἤ λίθινες ἐπιφάνειες, ἀλλά διά Πνεύματος Ἁγίου στό βάθος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Τῆς καρδιᾶς ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μέ τήν ἄσκηση, τήν προσευχή καί τήν μυστηριακή ζωή νά ἀναγεννηθοῦν πνευματικά καί ἀπό ψυχικοί νά γίνουν πνευματικοί, ἀπό χοϊκοί νά γίνουν ἐπουράνιοι, ἐπειδή ἡ σάρκα καί τό αἷμα δέν μποροῦν νά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ φθορά κληρονομεῖ τήν ἀφθαρσία, ὅπως τό εἶπε ὁ Χριστός στόν Νικόδημο, τόν κρυφό μαθητή, πού τόν ἐπισκέφθηκε νύκτα.

Πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα «ἀπέκτησε νοῦν ἡγεμόνα κατά παθῶν ὀλεθρίων» καί μέ τήν μετάνοια «διέσωσε τό κατ’ εἰκόνα ἀλώβητον», καί ἀξιώθηκε νά φθάση στό καθ’ ὁμοίωση, ἤτοι ἐγνώρισε ἐμπειρικά τόν Θεό ἤ μᾶλλον ἀξιώθηκε νά τόν γνωρίζη ὁ Θεός.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 767