Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἐν Χριστῶ ἀθανασία
Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Δεκαπενταυγούστου
Καί πάλιν στό μέσον τοῦ Καλοκαιριοῦ μέ τίς ζέστες καί τούς καύσωνες ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τοῦ βιολογικοῦ θανάτου τῆς Παναγίας μας, ἀλλά καί τήν μετάστασή της στούς οὐρανούς, καθώς ἐπίσης καί τήν διαρκῆ παρουσία της ἀνάμεσά μας. Ψάλλουμε στό Κοντάκιο μέ ἑορταστική καί λαμπρά φωνή: «Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν∙ ὡς γάρ ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν». Εἶναι Μητέρα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός καί μετέστη πρός τήν ζωή, δέν μπόρεσε νά τήν κρατήση ὁ τάφος καί ἡ νέκρωση.
Σέ ἄλλο τροπάριο, στόν Εἱρμό τῆς ἐνάτης Ὠδῆς ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπάρχει ζωντανή, ὅτι ἔχουν νικηθῆ σέ αὐτήν οἱ ὅροι τῆς φύσεως καί εἶναι «μετά θάνατον ζῶσα», καί γι’ αὐτό, ὅπως ψάλλουμε σέ ἄλλο Κοντάκιο εἶναι ἡ ἀκαταίσχυντη «προστασία τῶν Χριστιανῶν».
Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσή μας ἀναγνωρίζει τήν ζωντανή παρουσία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν ζωή μας, ὅτι αὐτή ἀκούει τίς προσευχές μας, ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματά μας, μᾶς ξεκουράζει ἀπό τούς διαρκεῖς πόνους μας, καί μερικές φορές, ἰδίως σέ ἁγίους ἀνθρώπους, ἐμφανίζεται καί τούς ἐνισχύει. Ὡς δυνατό παράδειγμα εἶναι οἱ ἐμφανίσεις της, μέ πολλούς τρόπους, στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης καί μέ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ἔδειχνε ὅτι τόν προστατεύει. Αὐτό τό ξέρουν οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί καί γι’ αὐτό τήν ἐπικαλοῦνται καί σέ δύσκολες περιπτώσεις τῆς ζωῆς τους τήν φωνάζουν «Παναγία μου, σῶσε με»!
Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές δυσκολίες, πολλές φοβίες καί τό βάθος ὅλων αὐτῶν τῶν φόβων εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ θανάτου πού θεωρεῖται ὡς μιά ἀποχώρησή μας καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά καί ἀπό τήν ζωή τῶν ἀγαπημένων μας ἀνθρώπων. Φοβόμαστε κάθε ἀποχωρισμό, ἰδιαιτέρως τόν ἀποχωρισμό μέ τόν θάνατο.
Αὐτό ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους. Ἄν ἀναζητήσουμε καί ἐρευνήσουμε ὅλες τίς φοβίες μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι στό βάθος τους κρύβεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου, πού θεωρεῖται ὡς τέλειος ἀποχωρισμός. Καί, βέβαια, πέρα ἀπό τόν βιολογικό θάνατο εἶναι καί ὁ λεγόμενος «ψυχογενής θάνατος» πού δέν συνδέεται μέ τήν βλάβη τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἔλλειψη ἐλπίδας γιά τήν ζωή, καί αὐτό ἐκφράζεται μέ τήν θλίψη, τήν ἀπελπισία, τήν ἀκηδία, τήν ἀπόγνωση.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει ἀπό τούς ἄλλους ὀργανισμούς ἀπό τό ὅτι, ἐνῶ γνωρίζει τό ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου, προσπαθεῖ μέ διαφόρους τρόπους νά τόν ὐπερβῆ ἤ νά τόν ξεχάση ἤ νά τόν ξεπεράση μέ τήν κοινωνική δημιουργικότητα. Τά ζῶα, ἐνῶ καί αὐτά εἶναι κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, δέν ἔχουν τήν αἴσθησή του, καί τό κυριότερο, δέν ἔχουν συνείδηση γιά νά τόν ὑπερβοῦν.
Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν συνείδηση τοῦ θανάτου καί τό κυριότερο πού μπορεῖ νά ἀποφασίση τό πῶς θέλει νά πεθάνη, προσπαθεῖ νά βρῆ τρόπους νά τόν ξεχάση, νά τόν ἀπωθήση. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ θάνατος εἶναι ἕνα «δεδομένο τῆς ὕπαρξής μας», ἀφοῦ συμπλέκεται ἡ ζωή μέ τόν θάνατο, τό θεωροῦμε «ὡς πρόβλημα πού χρειάζεται νά λύσουμε» καί μάλιστα νά τό λύσουμε ὄχι μέ τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν ἐπιστήμη. Αὐτό ἐκφράζεται μέ τό νά ἐπιμηκύνουμε ἤ νά παρατείνουμε τήν ζωή καί μέ τό νά ζῆ κανείς ἠδονιστικά καί εὐδαιμονιστικά. Αὐτό τό ἐξέφρασαν καί τό ἐκφράζουν διάφορα φιλοσοφικά συστήματα.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πολλοί ἐκπρόσωποι τῆς σύγχρονης τεχνολογίας ὀνειρεύονται μιά «ψηφιακή ἀθανασία» καί σύνθημά τους εἶναι «νά σκοτώσουμε τόν θάνατο». Καί αὐτό τό ἐπιχειροῦν μέ τήν λεγόμενη «τεχνητή νοημοσύνη ἤ τεχνητή εὐφυΐα». Ἔτσι, κάνουν λόγο γιά τήν «ψηφιακή ἀθανασία», καί τό ἐννοοῦν αὐτό μέ τό νά μπορεῖ κανείς νά ζῆ γιά πάντα ἔχοντας μεταφέρει τίς σκέψεις του στόν ὑπολογιστή, καί ἔτσι νά ἐξακολουθῆ ὁ ἄνθρωπος μετά θάνατον νά ἐπικοινωνῆ μέ ἀγαπημένους του ἀνθρώπους.
Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια ἐγκυμονεῖ πολλούς κινδύνους ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς, ψυχολογικῆς, νομικῆς καί ἀνθρωπίνης, ἀλλά κυρίως θεολογικῆς, γιατί ἐπιχειρεῖται νά κατασκευασθῆ ὁ «ὑπεράνθρωπος ἄνθρωπος» πού θά ζῆ χωρίς Θεό.
Ὅμως, στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀθανασία, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἀνθρώπους πού τόν ἀγαποῦν∙ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», ζώντων καί κεκοιμημένων∙ οἱ ἅγιοι ζοῦν «ἐν χώρᾳ ζώντων» καί ἔχουμε διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πανηγυρίζει καί ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καί κριτῇ Θεῷ πάντων, καί πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» (Ἑβρ. ιβ΄, 23). Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε σέ μιά μεγάλη οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τά πρωτότοκα καί μεγαλύτερα ἀδέλφια μας εἶναι στήν οὐράνια θεία Λειτουργία καί ἔχουμε πνευματική ἐπικοινωνία μαζί τους.
Πέραν τούτου στήν Ἐκκλησία μέ τόν ἀγώνα πού κάνουμε παλεύουμε μέ κάθε θάνατο, ψυχικό, πνευματικό καί βιολογικό, ἀποβάλλουμε τόν φόβο τοῦ θανάτου, καί ἔτσι τόν θάνατο τόν θεωροῦμε ὡς πνευματική ἀναγέννηση, βίωση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί αὐτό ἀκριβῶς συνιστᾶ τήν θεραπεία μας.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Στήν Ἐκκλησία, μέ τίς ἑορτές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀθανασία καί γι’ αὐτό δέν χρειαζόμαστε κάποια «ψηφιακή ἀθανασία». Γνωρίζουμε, ὅπως ψάλλουμε στήν σημερινή ἑορτή, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοίμηση, ὕπνος, καί δέν εἶναι τραγικός, ἀλλά ἔνδοξη κοίμηση.
Εὔχομαι χρόνια πολλά, γεμάτα ἀπό ἀναστάσιμη ζωή.
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
- Προβολές: 1454