Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τῶν Πατριαρχῶν

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στὴν Ἀπογευματινή, στὶς 11-6-2005)

Τὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καὶ ὅλα ὅσα ἐπακολούθησαν, τὰ ὁποῖα σκανδάλισαν πολλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, φέρουν στὴν ἐπιφάνεια τὸν Πατριαρχικὸ θεσμό, τὴν ἀξία καὶ τὸ ἔργο τῶν Πατριαρχῶν καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ πρέπει νὰ διακοσμοῦν ἐκείνους ποὺ ἀναλαμβάνουν μιὰ τέτοια πνευματικὴ διακονικὴ θέση.

Στὰ ἑπόμενα θὰ θίξουμε μερικὰ σημεῖα, ὅπως διαγράφονται στὸ κανονικὸ δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας.

1. Ὁ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ

Κάθε Ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἔχει ὅλα τὰ ἀποστολικὰ δίκαια, ἀλλὰ πρέπει νὰ διακρίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ἀποστόλων.

Ὅμως μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων, γιὰ τὴν ἀρτιότερη διασφάλιση τῆς ἑνότητος μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων καὶ γιὰ νὰ ἀποφεύγωνται τὰ σχίσματα καὶ οἱ διαιρέσεις, ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τὸ διοικητικὸ σύστημα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ στὴν συνέχεια τὸ Πατριαρχικὸ σύστημα. Ὁ Πατριάρχης ἦταν ἐξέλιξη τοῦ Ἐξάρχου τῆς διοικήσεως. Δηλαδή, κάθε Ἐπίσκοπος εἶχε τὸ δικαίωμα, ἐὰν εἶχε προβλήματα μὲ τὸν Μητροπολίτη του, νὰ ἀπευθυνόταν στὸν Ἐπίσκοπο - Ἔξαρχο τῆς διοικήσεως.

Ὁ θ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στὸ θέμα αὐτὸ καὶ διακελεύει ὅτι, ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος κάποιας ἐπαρχίας ἀμφισβητήση τὴν κρίση τοῦ Μητροπολίτου του, τότε "καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ' αὐτῷ δικαζέσθω".

Κατὰ τὸν Ζωναρὰ "ἐξάρχους δὲ τῶν διοικήσεων, τοὺς πατριάρχας εἶναι φασίν". Ἔτσι, ὁ Ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ ἀσκήση τὸ ἔκκλητον στὸν Πατριάρχη στὸν ὁποῖο ὑπάγεται ἡ Ἐπισκοπή του. Ὅμως ὁ Κανῶν διακελεύει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ ἀποτανθὴ καὶ στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἔστω καὶ ἂν ἡ συγκεκριμένη Ἐπισκοπή του δὲν ὑπάγεται διοικητικῶς σὲ αὐτόν. Κατὰ τὸν Ζωναρὰ τὸν "ἔξαρχον, βούλεται ὁ κανὼν διαιτητὴν τῆς ὑποθέσεως γίνεσθαι, ἢ τὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπίσκοπον". Κατὰ τὸν Βαλσαμώνα "διορίζεται ὁ κανὼν δικάζειν τὴν ὑπόθεσιν, ἢ τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως ἢ τὸν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως". Περισσότερο σαφὴς εἶναι ὁ Ἀριστηνός, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας τὸν Κανόνα αὐτὸν λέγει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἢ ὁ Κληρικὸς ποὺ ἔχει κάποια ὑπόθεση μὲ τὸν Μητροπολίτη του, μπορεῖ νὰ ἀπευθυνθῇ καὶ νὰ δικασθῇ ἀπὸ τὸν Ἔξαρχο τῆς διοικήσεως "ἤτοι τῷ πατριάρχη ὑφ' ὃν τελοῦσιν οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἐκείνων μητροπολῖται", "ἢ παρὰ τῷ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως". Τὸ διαζευκτικὸ "ἢ" δείχνει τὴν δυνατότητα ποὺ ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος. Συγχρόνως ὁ Ἀριστηνὸς λέγει ὅτι τὸ προνόμιο τοῦ νὰ δικάζη ἕνας Πατριάρχης κάποιον Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπάγεται στὴν δική του διοίκηση, δόθηκε μόνον στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ σὲ κανέναν ἄλλο Πατριάρχη. Γράφει: "ὅπερ προνόμιον οὐδενὶ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν ἐδόθη, οὔτε ἀπὸ τῶν κανόνων, οὔτε ἀπὸ τῶν νόμων, τὸ δικάζεσθαι μητροπολίτην τελοῦντα ὑφ' ἕτερον πατριάρχην παρὰ πατριάρχη ἑτέρῳ, εἰ μὴ μόνῳ τῷ Κωνσταντινουπόλεως".

Αὐτὸ δείχνει τὸ κανονικὸ τῆς ἀναφορᾶς τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖοι προσφάτως προσέφυγαν στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιὰ νὰ ἐπιληφθῇ τοῦ θέματος ποὺ προέκυψε στὴν Τοπική τους Ἐκκλησία. Ἐὰν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχη, ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δικάζη Ἐπίσκοπο καὶ ἄλλων Πατριαρχείων, ὁ ὁποῖος προσφεύγει σὲ Αὐτόν, πολὺ περισσότερο ἔχει τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ ἐνεργῆ ὡς "διαιτητὴς τῆς ὑποθέσεως" καὶ νὰ ἀποφαίνεται περὶ τῆς κανονικότητας ἢ μὴ μιᾶς πράξεως.

Στὴν πρόσφατη περίπτωση ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ἐνῷ μποροῦσε νὰ ἀποφανθῇ γιὰ τὴν κρίση αὐτή, συνετῶς σκεπτόμενος καὶ ὑπερβαίνοντας "κενωτικῶς" τὸ "δίκαιό" του, ἰδιαιτέρως ἐπειδὴ ἐπρόκειτο περὶ Πατριάρχου, ἔθεσε τὸ ζήτημα στὴν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

2. ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Ὁ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

Πρέπει νὰ δοῦμε στὴν συνέχεια τὸν ρόλο, τὸ ἔργο, τὴν ἀποστολὴ τῶν Πατριαρχῶν στὴν Ἐκκλησία, σὲ σχέση μὲ τὸ "Πρωτόθρονο" τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.

Ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις, ἕνας κανονολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, στὸ βιβλίο του "Σύνταγμα κατὰ στοιχεῖον", στὸ ὁποῖο περιλαμβάνει ἀλφαβητικῶς ὅλες τὶς ὑποθέσεις ποὺ ἀναφέρονται στοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, γράφοντας περὶ τοῦ Πατριάρχου, καταγράφει σημαντικὲς πληροφορίες ποὺ ἐκφράζουν τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Κατ' ἀρχὰς γράφει ὅτι ὁ Πατριάρχης εἶναι εἰκόνα ζωντανὴ καὶ ἔμψυχη τοῦ Χριστοῦ "δι' ἔργων καὶ λόγων ἐν αὐτῷ ζωγραφὼν τὴν ἀλήθειαν".

Ἔπειτα, ὁ σκοπὸς τοῦ Πατριάρχου εἶναι νὰ διαφυλάτη μὲ εὐσέβεια καὶ σεμνότητα τοῦ βίου αὐτοὺς ποὺ παρέλαβε καὶ ἔχει ὑπὸ τὴν ποιμαντική του εὐθύνη, νὰ ἀναλαμβάνη πρωτοβουλίες γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί της, νὰ δημιουργῇ ἔκπληξη στοὺς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι θὰ βλέπουν στὸ πρόσωπό του τὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ ἔτσι θὰ γίνωνται καὶ αὐτοὶ μαθητὲς τῆς πίστεως. Τέλος δέ, ἔργο τοῦ Πατριάρχου εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν καταπιστευθῇ σὲ αὐτὸν καὶ βεβαίως "τὸ ζῆν μὲν ἐν Χριστῷ, ἐσταυρῶσθαι δὲ τῷ κόσμῳ".

Τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Πατριάρχου εἶναι τὸ διδακτικό, τὸ νὰ ἀσχολῆται "ἀστενοχωρήτως" πρὸς πάντας, "ὑψηλούς τε καὶ ταπεινοὺς" καὶ νὰ εἶναι πρᾶος σὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴν διδασκαλία του, ἐλεγκτικὸς στοὺς ἀπειθοῦντας. Ἐπίσης, πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἐναντίον τῶν βασιλέων καὶ νὰ μὴ αἰσχύνεται ὁμιλῶν "ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ τῆς ἐκδικήσεως (διεκδικήσεως) τῶν δογμάτων, καὶ τῆς συντηρήσεως τοῦ δικαίου καὶ τῆς εὐσεβείας".

Στὴν πολιτεία "ἐκ μερῶν καὶ μορίων ἀναλόγως τῷ τινι ἀνθρώπῳ συνισταμένης" θὰ πρέπη νὰ ὑπάρχη συνεργασία Βασιλέως καὶ Πατριάρχου. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ εὐδαιμονία τῶν ὑπηκόων, κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, "βασιλείας ἐστὶ καὶ ἀρχιερωσύνης ἐν πᾶσιν ὁμοφροσύνη καὶ συμφωνία".

Ἐὰν κάθε Πατριάρχης ἔχη μεγάλη θέση στὴν Ἐκκλησία, αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη.

Ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις γράφει ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγῳ τοῦ ὅτι στολίσθηκε μὲ τὴν βασιλεία, δηλαδὴ βρίσκεται στὴν Πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, "ταὶς συνοδικαῖς ψήφοις πρῶτος ἀνηγορεύθη". Τοὺς ἱεροὺς Κανόνας ἀκολούθησαν καὶ οἱ νόμοι τοῦ Κράτους καὶ γι' αὐτὸ "τὰς ὑπὸ τοὺς ἑτέρους θρόνους γινομένας ἀμφισβητήσεις, ὑπό την ἐκείνου προστάττουσιν ἀναφέρεσθαι διάγνωσιν καὶ κρίσιν". Οἱ Ἐπίσκοποι τῶν ἄλλων θρόνων ἔχουν τὸ δικαίωμα τοῦ "ἀναφέρεσθαι" στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ ἐκεῖνος ἔχει τὸ κανονικὸ δικαίωμα καὶ τῆς διαγνώσεως καὶ τῆς κρίσεως τῶν ὑποθέσεων.

Βεβαίως, ἡ πρόνοια καὶ ἡ φροντίδα, ἡ κρίση καὶ ἡ κατάκριση καὶ ἡ ἀθώωση ὅλων τῶν Μητροπόλεων καὶ Ἐπισκοπῶν καὶ Μοναστηρίων καὶ Ἐκκλησιῶν "τὼ οἰκείῳ Πατριάρχη ἀνάκειται". Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάθε Πατριάρχης ἔχει ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα νὰ διοικῇ, νὰ ποιμαίνη καὶ νὰ ἀσκῇ τὰ κανονικὰ δικαιώματα καὶ καθήκοντα στὴν δική του περιφέρεια.

Ὅμως, μόνον στὸν Πρόεδρο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιλαμβάνεται θεμάτων ποὺ ἀφοροῦν "καὶ ταῖς τῶν ἄλλων θρόνων ἐνορίαις", μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ προκαθιέρωση τῶν Ναῶν, τὸ νὰ δίδη τα Σταυροπήγια, καθὼς ἐπίσης "καὶ τὰς ἐν τοῖς ἄλλοις θρόνοις γινομένας ἀμφισβητήσεις ἐπιτηρεῖν καὶ διορθοῦσθαι, καὶ πέρας ἐπιτιθέναι ταῖς κρίσεσιν". Κανονικὸ δικαίωμα καὶ καθῆκον τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου εἶναι νὰ ἐπιτηρῇ καὶ νὰ διορθώνη τὶς ἀμφισβητήσεις, καθὼς ἐπίσης νὰ ἔχη τὴν τελικὴ κρίση γιὰ κανονικὰ ζητήματα.

Στὴν κανονικὴ ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι ἀκόμη τὸ ὅτι "αὐτὸς καὶ μόνος καθίσταται διαιτητής τε καὶ γνώμων" σὲ θέματα "μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς ἁμαρτημάτων καὶ αἱρέσεων".

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἐξάγονται τὰ ἀκόλουθα:

Κάθε Πατριάρχης δὲν πρέπει ἁπλῶς νὰ ἔχη τὸ "ἀξίωμα", τὸν "τίτλο" τοῦ Πατριάρχου, ἀλλὰ νὰ ἐκφράζη τὸ ἀνάλογο "ἦθος" μὲ λόγια καὶ ἔργα. Πρόκειται γιὰ μεγάλη τιμὴ ἐὰν κάποιος ἔχη αὐτὸ τὸ "ἀξίωμα" καὶ πρέπει νὰ τὸν διακρίνη τὸ σύννουν, τὸ ταπεινὸ καὶ ὑψηγόρον, τὸ διδακτικὸν κλπ.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης πρέπει νὰ εἶναι σεβαστὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ φυσικὰ δὲν ἔχει μόνον συντονιστικὲς ἁρμοδιότητες, ὡς ἕνας ἁπλὸς Προεδρεύων τῶν Συνόδων τῶν Προκαθημένων, ἀλλὰ εἶναι καὶ διαιτητὴς καὶ ἐπόπτης, ἀλλὰ καὶ κριτὴς τῶν ἀμφισβητουμένων ὑποθέσεων, ποὺ παρατηροῦνται στοὺς ἄλλους θρόνους.

Οἱ Ἐπίσκοποι καὶ Κληρικοὶ ποὺ ὑπάγονται σὲ ἄλλες Τοπικὲς Ἐκκλησίες ἔχουν τὸ κανονικὸ δικαίωμα τοῦ "ἀναφέρεσθαι" στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο καὶ ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ ἐπιλύη τὶς διαφορές. Ἡ αὐτοκεφαλία τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγῇ στὴν "αὐτοκεφαλαρχία" καὶ τὸν "ἀπόλυτον αὐτοκεφαλισμό". Ὅταν δὲ οἱ Κληρικοὶ ἄλλων θρόνων προσφεύγουν στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο καὶ ἐκεῖνος ἐπιλαμβάνεται τῶν θεμάτων αὐτῶν, μέσα στὰ κανονικὰ ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων του, αὐτὸ δὲν θεωρεῖται ἐπέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου σὲ ἄλλη Τοπικὴ Ἐκκλησία.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ "καθίσταται διαιτητής τε καὶ γνώμων" σὲ θέματα μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς ἁμαρτανόντων καὶ αἱρέσεων, ποὺ σημαίνει Αὐτὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία σὲ τέτοιες περιπτώσεις. Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο μὲ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία διοικεῖ "ἐπιτροπικῶς" καὶ τὶς Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ἐν Ἑλλάδι καὶ γι' αὐτὸ ἀπαιτεῖται συνεργασία σὲ κοινὰ καὶ μείζονα θέματα, ὅπως τὸ προϋποθέτει καὶ ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850.

Ἀναλύοντας τὰ κανονικὰ αὐτὰ πλαίσια, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόσο πρέπει νὰ τιμᾶ καὶ νὰ σέβεται τὸ Πατριαρχικὸ ἀξίωμα, καὶ πόσο πρέπει νὰ τιμᾶ καὶ νὰ σέβεται τὸ Πρωτόθρονο Πατριαρχεῖο, ἤτοι τὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3323