Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πολιτεία μακριὰ ἀπὸ τὸν λαό

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ «Ἑλληνικὴ Ἕνωση γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τοῦ Πολίτη» ἔφερε πάλι στὸ προσκήνιο τὸ θέμα τοῦ λεγόμενου χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας καταρτίζοντας πρόταση νόμου, τὴν ὁποία ἀπέστειλε στὴν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς. Ἡ πρόταση τιτλοφορεῖται: «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας, θρησκευτικὲς ἑνώσεις καὶ κατοχύρωση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας».

Ὡς αἰτία τῆς νομοθετικῆς πρωτοβουλίας τῆς «Ἕνωσης» προβάλλεται ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς τῆς «παρωχημένης» Ἑλληνικῆς νομοθεσίας στὰ νέα δεδομένα. Συγκεκριμένα στὴν «αἰτιολογικὴ ἔκθεση» γιὰ τὴν πρόταση γράφεται: «ἂν οἱ πρόσφατες ἀποκαλύψεις καὶ τὸ συνακόλουθο αἴτημα γιὰ κάθαρση καὶ διαφάνεια στὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἡ ἄμεση ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀνάληψη αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας, τὰ βαθύτερα αἴτιά της ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὶς δυσλειτουργίες ποὺ προκαλεῖ ἕνα παρωχημένο θεσμικὸ πλαίσιο, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες τῶν καιρῶν». Ἑλκύει ἰδιαίτερα τὴν προσοχή μας ἡ ἀναφορὰ στὶς «πρόσφατες ἀποκαλύψεις» καὶ στὸ «συνακόλουθο αἴτημα γιὰ κάθαρση καὶ διαφάνεια στὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἐκκλησίας». Κι' αὐτὸ γιατί τὰ σκάνδαλα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας –ὅταν ἡ Πολιτεία σωφρονεί– δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ σκέψεις γιὰ «χωρισμό», δηλαδή, γιὰ πλήρη ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Κράτος, ἀλλὰ σὲ σύσφιγξη τῶν σχέσεων, ποὺ θὰ δίνη τὴν δυνατότητα σὲ ἀποτελεσματικότερους ἐλέγχους τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀπὸ τὸ Κράτος. Ἡ ὁμολογία, ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ σκάνδαλα ἀποτελοῦν «ἄμεση ἀφορμὴ» τῆς συγκεκριμένης νομοθετικῆς πρωτοβουλίας, ἐπιδέχεται δύο ἑρμηνεῖες: ἡ ὅτι χρησιμοποιοῦνται ὡς πρόφαση ἡ ὅτι τὰ νομικὰ προβλήματα δὲν ἦταν ἀρκούντως ὀξυμένα, ὁπότε τὰ μέλη τῆς «Ἕνωσης» γιὰ νὰ κινηθοῦν «νομοθετικὰ» εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ κάποια πρόσθετη συναισθηματικὴ φόρτιση. Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους ποὺ καυχῶνται γιὰ τὸν ὀρθό τους λόγο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θεωροῦμε ὅτι χρειάζονται διασάφηση καὶ τεκμηρίωση οἱ ὑποδεικνυόμενες ὡς δυσλειτουργίες τοῦ «παρωχημένου θεσμικοῦ πλαισίου», καθὼς καὶ οἱ προβαλλόμενες ὡς «ἀνάγκες τῶν καιρῶν». Γιατί δυσλειτουργία τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θεσμοποιημένη μέριμνα τῆς Πολιτείας γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, οὔτε, ἀκόμη, ἡ ἀποδοχὴ τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου ὡς ἰσόκυρου μὲ τὸν πολιτικό, ἀφοῦ τὸ ὑπάρχον θεσμικὸ πλαίσιο συνοδεύεται ἀπὸ ἱκανοποιητικὲς νομικὲς δικλεῖδες ποὺ προστατεύουν τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης. Κάποιοι μεταξικοὶ νόμοι, ποὺ χρειάζονται βελτίωση, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἀντικατασταθοῦν, χωρὶς ἀναστατώσεις καὶ «τραύματα». Μὲ ὃλ' αὐτὰ γίνεται κατανοητὸ ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀνιχνευθοῦν οἱ νομοθετικὰ ἀνικανοποίητες «ἀνάγκες τῶν καιρῶν», ἀφοῦ ὡς τέτοιες δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἀτομικὲς ἀπόψεις κάποιων νομομαθῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ τὶς ἐπιβάλλουν σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.

Ἡ μελέτη τῆς πρότασης νόμου, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη ἀρθρογραφικὴ παρουσία τῆς «Ἕνωσης» στὸ διαδίκτυο, δείχνει ὅτι βασικὸς στόχος τῶν μελῶν της εἶναι ὁ πολιτιστικὸς καὶ θρησκευτικὸς ἀποχρωματισμὸς τῆς διοίκησης τοῦ Κράτους. Θέλουν ἡ Πολιτικὴ Διοίκηση τοῦ Κράτους νὰ ὁριοθετῆται καὶ νὰ συγκροτῆται ἀπὸ ἕνα πλέγμα νόμων ποὺ θὰ ἐξοβελίζη ἀπὸ τὸν δημόσιο βίο τὴν θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ παράδοση τοῦ λαοῦ. Θέλουν, δηλαδή, νὰ ὀργανώσουν ἕνα Κράτος ποὺ θὰ ἀγνοῇ βασικὲς πτυχὲς τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὅτι εἶναι ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτη.

Στὴν δεύτερη παράγραφο τῆς «εἰσηγητικῆς ἔκθεσης» σημειώνεται: «Ὅσοι ἀνέλαβαν τὴν πρωτοβουλία τῆς παρούσας πρότασης ἐπιθυμοῦν νὰ ξεκαθαρίσουν ὅτι δὲν βάλλουν κατὰ τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, οὔτε ἀμφισβητοῦν τὶς παραδόσεις του». Αὐτὸ τὸ «ξεκαθάρισμα», ὅμως, ἀποδεικνύεται παραπλανητικὸ ἀπὸ συγκεκριμένα ἄρθρα τῆς πρότασής τους, τὰ ὁποῖα σαφῶς βάλλουν κατὰ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Θὰ ἀναφερθῶ στὴ συνέχεια σὲ δύο πολὺ συζητημένες κατὰ τὸ παρελθὸν περιπτώσεις. Πρῶτον, στὴν πρόταση γιὰ καθιέρωση τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου. Καὶ δεύτερον, στὴν πρόταση γιὰ ἀλλαγῇ τοῦ περιεχομένου τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.

Στὸ ἄρθρο 9, λοιπόν, τῆς πρότασης νόμου ἡ «Ἑλληνικὴ Ἕνωση γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τοῦ Πολίτη» ἀντικαθιστᾶ τὸ ἄρθρο 1367 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, μὲ τὴν ἑξῆς διατύπωση: «Ὁ γάμος τελεῖται μὲ τὴν ταυτόχρονη δήλωση τῶν μελλονύμφων ὅτι συμφωνοῦν σὲ αὐτόν. Ἡ δήλωση γίνεται δημόσια, κατὰ πανηγυρικὸ τρόπο, ἐνώπιον δύο μαρτύρων, πρὸς τὸν δήμαρχο ἡ τὸν πρόεδρο τῆς κοινότητας τοῦ τόπου ὅπου τελεῖται ὁ γάμος, ἡ πρὸς τὸν νόμιμο ἀναπληρωτή τους, ποὺ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συντάξουν ἀμέσως σχετικὴ πράξη». Ἔτσι καθιερώνει τὸν ὑποχρεωτικὸ πολιτικὸ γάμο γιὰ ὅλους τοὺς ἕλληνες πολῖτες. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ ἐν ἰσχύει νόμος δὲν ἔχει δημιουργήσει κανένα ἀπολύτως πρόβλημα. Εἶναι ἐπιπλέον ἕνας νόμος ποὺ δείχνει τὸν σεβασμὸ τοῦ Κράτους καὶ πρὸς τὴν ἐλευθερία τῆς συνείδησης τοῦ πολίτη, καὶ πρὸς τὴν ἱερότητα καὶ τὸ θρησκευτικὸ περιεχόμενο ποὺ δίνει στὸν γάμο ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ἡ καθιέρωση τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου προσθέτει γραφειοκρατία καὶ ἐξουθενώνει τὸ λαϊκὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα, ἀφαιρῶντας τὴν νομικὴ ἐγκυρότητα ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ γάμο. Ἂν ποτὲ δεχθῇ ἡ Πολιτεία μιὰ τέτοια μονομερῆ διάταξη, θὰ χωρίση τὸν ἑαυτό της ἀπὸ θεσμοὺς ποὺ ἔχουν ζυμωθεῖ μὲ τὸν πολιτισμό μας καὶ τὴν λαϊκή μας παράδοση ἐπιβάλλοντας στὴν πλειοψηφία τῶν πολιτῶν νέες ἀλλότριες συνήθειες.

Μὲ τὸ ἄρθρο 6 τῆς πρότασης ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἐκπαιδευτικὸ νόμο 1566/1985, κάθε ἀναφορὰ στὰ «στοιχεῖα» τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἔχουν συνυφανθεῖ μὲ τὴν ἐθνική μας παράδοση. Κατ' ἀρχὴν τροποποιοῦνται δύο ἐδάφια τῶν ἄρθρων 1 καὶ 6, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στοὺς σκοποὺς τῆς ἐκπαίδευσης. Τὰ ἐδάφια αὐτὰ λένε ὅτι ἡ ἐκπαίδευση βοηθεῖ τοὺς μαθητές: «...νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴ φύση καὶ νὰ διακατέχονται ἀπὸ πίστη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη». (ἐδάφιο ἄ, παρ. 1, ἄρθρο 1). «Νὰ συνειδητοποιοῦν τὴ βαθύτερη σημασία τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ ἤθους καὶ τῆς σταθερῆς προσήλωσης στὶς παναθρώπινες ἀξίες καὶ νὰ κατανοοῦν τὴ σπουδαιότητα τοῦ δημοκρατικοῦ διαλόγου καὶ τῆς συμμετοχῆς σὲ συλλογικὲς δραστηριότητες». (ἐδάφιο β, παρ. 2, ἄρθρο 6).

Ἡ «Ἕνωση γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου» στὸ ἄρθρο 6, παρ. 1 τῆς πρότασής της τροποποιεῖ τὰ παραπάνω ἐδάφια ὡς ἑξῆς: «...Ἀπὸ τὸ ἐδ. α' τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 1 διαγράφονται οἱ λέξεις "καὶ τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης"... Ἀπὸ τὸ ἐδ. β' τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 6 διαγράφονται οἱ λέξεις "τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ ἤθους"» Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση στὸν ἐκπαιδευτικὸ νόμο 1566/1985 καθορίζεται τὸ περιεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος ὡς ἑξῆς: «...ἐπανακαθορίζεται τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἔτσι ὅπως αὐτὸ διδάσκεται στὴν στοιχειώδη καὶ τὴν μέση ἐκπαίδευση, ὥστε ἡ διδασκαλία του νὰ παύσει νὰ ἔχει ὁμολογιακὸ χαρακτῆρα καὶ ἡ ὕλη του νὰ περιλάβει εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία, τὴν κοινωνιολογία καὶ τὴν δογματικὴ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Εἰδικὰ στὸ λύκειο, τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μετονομάζεται σὲ θρησκειολογία». Διαβάζοντας τὰ παραπάνω πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι οἱ ἀναφορὲς στὰ «γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης» ἀφοροῦν τοὺς ὀρθόδοξους μαθητὲς καὶ ὄχι τοὺς ἀλλόδοξους, ἀλλόθρησκους ἡ ἄθεους. Ὁπότε οἱ προτεινόμενες ἀλλαγὲς ἀφοροῦν τοὺς Ὀρθόδοξους. Δηλαδή, προτείνεται ἡ Πολιτεία, μὲ τὰ χρήματα τῶν ὀρθόδοξων φορολογουμένων, νὰ μεταδίδη στὰ παιδιά τους τὴν θεολογικὴ σύγχυση τοῦ δόγματος τῆς Νέας Ἐποχῆς. Εἶναι φανερὴ ἡ ἀποστροφὴ τῶν ἐμπνευστῶν τῆς «νομοθετικῆς πρωτοβουλίας» πρὸς τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση. Τὸ λογικὸ ἐρώτημα, ὅμως, ποὺ γεννιέται εἶναι καυτό: Μὲ τί κριτήρια θὰ συζητοῦν καὶ θὰ κρίνουν οἱ μαθητὲς τὶς διδασκόμενες σ' αὐτοὺς δογματικὲς διδασκαλίες ὅλων τῶν θρησκειῶν; Προφανῶς, χωρὶς κριτήρια ἡ, τοὐλάχιστον, χωρὶς θεολογικὰ κριτήρια, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔχουν γνωρίσει καμμιὰ θεολογικὴ παράδοση σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμό. Οἱ ἐμπνευστὲς τῆς συγκεκριμένης πρότασης δὲν φαίνεται νὰ ἀξιολογοῦν ὡς σημαντικὴ τὴν ὕπαρξη θεολογικῶν κριτηρίων. Ἴσως γιατί δὲν γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν καὶ τέτοια κριτήρια. Πάντως, ἀποχρωματίζοντας τὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν θεολογικὴ παράδοση τοῦ τόπου τὸ ἀποκόπτουν ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ ἱστό, ἀφοῦ τὸ θεολογικὸ μάθημα (μαζὶ μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴν λογοτεχνία) εἶναι αὐτὰ ποὺ κυρίως συνδέουν τὴν αἴθουσα διδασκαλίας μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς κοινωνίας ποὺ τὴν περιβάλλει.

Μὲ προτάσεις σὰν τὶς παραπάνω ἡ «Ἕνωση γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τοῦ Πολίτη» πετυχαίνει νὰ δημιουργῇ ἀντιστάσεις στὸν ἀναγκαῖο «ἐπαναπροσδιορισμὸ τῶν σχέσεων Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Πολιτειακῆς Διοίκησης», ποὺ τὸν χρειάζεται πρώτιστα ἡ Ἐκκλησία.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ