Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Σαρανταήμερο

τοῦ Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Δυὸ ὧρες νύχτα κι ἡ φωνὴ σὰν χάδι τοῦ πατέρα,

πὼς ἔπρεπε νὰ 'τοιμαστὼ νὰ πάω στὴν ἐκκλησιά.

Κι ὕστερα ἀπ' τὴν ἀπόλυση, ὡς ἔπαιρνε ἡ μέρα,

γιὰ τὸ σχολειὸ θὰ ἔφευγα μὲ τ' ἄλλα τὰ παιδιά.

Τῆς Ἀγια-Παρασκευῆς εἶχε σημάνει μόλις

γλυκὰ ἡ καμπάνα κι εἴχανε ἀρχίσει τοὺς ψαλμούς,

καὶ μέρες ποὺ 'ν' ἐργάσιμες κι ὄχι μόνο τῆς σκόλης

στὶς ἐκκλησιὲς ἐτρέχανε ἐκείνους τους καιρούς...

Στὸ μισοσκόταδο ἡ ἐκκλησιά, λίγα κεριὰ ἀναμμένα

καὶ τὰ καντήλια ποὺ ἔφεγγαν μισοτρεμουλιαστά,

σκιὲς γλιστροῦσαν οἱ γρηές, στασίδια ἀραδιασμένα,

τοῦ μοσχολίβανου παντοῦ σ' ἔπαιρν' ἡ εὐωδιά.

Ὁ παπα-Κάρμας στ' ἄμφια ἀπὸ νωρὶς ντυμένος

μὲ πρόσμενε ἀναγνώστη του καὶ στὸ Ἱερὸ βοηθό.

Στὸ ἀναλόγι ὁ Κονταξής, σὰ νάταν κοιμισμένος,

νὰ βρῇ τὸν ἴσο πάσχιζε γιὰ κάθε ψαλτικό...

Τὰ χέρια του χουχούλιαζε ὁ Λαούρδας στὸ παγκάρι,

προσμένοντας νὰ ρίξουνε τὸν ὀβολὸ οἱ γρηές,

καὶ κάθε τόσο ἄρχιζε, μήπως κανεὶς τὶς πάρει,

τὶς δεκαρούλες νὰ μετράη κι ἂς ἦταν λιγοστές.

Ὦ νύχτα, νύχτα τῶν ψυχῶν μὲ τὴ μυσταγωγία!

Τοῦ Σαραντάημερου νυχτιὰ πὼς ἔχεις βουβαθεῖ;

Νὰ ἦταν τότε ἄραγε ἀλλιώτικ' ἡ θρησκεία

ἡ νάμουν τότε ἄδολο κι ἁγνὸ μόνο παιδί..;