Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καὶ Ἐκκλησία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(δημοσιεύθηκε στὸν "Κόσμο τοῦ Ἐπενδυτῆ", στὶς 7-1-2006)

Ἀπὸ τὸν Πρωθυπουργὸ ἔχει ἀνακοινωθῇ ὅτι θὰ ἀρχίσουν σὲ λίγους μῆνες οἱ συζητήσεις γιὰ τὴν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καὶ ὅτι ἡ ἑπομένη Βουλὴ θὰ εἶναι ἀναθεωρητική.

Αὐτὴ ἡ ἀνακοίνωση τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος ἔχει συμπέσει μὲ τὶς προτάσεις μερικῶν Κομμάτων καὶ ἄλλων προσώπων γιὰ τὸν λεγόμενο «χωρισμὸ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», ὁπότε πολλοὶ ἐρωτοῦν ἂν καὶ κατὰ πόσον θὰ τεθῇ θέμα πρὸς ἀναθεώρηση τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας.

Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ καταγράψω μερικὲς σκέψεις μου.

1. Ἤδη ἡ Ὑπουργὸς Παιδείας κ. Μαριέτα Γιαννάκου καὶ ὁ Ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν κ. Προκόπης Παυλόπουλος δήλωσαν ὅτι δὲν θὰ τεθῇ πρὸς ἀναθεώρηση τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Βεβαίως μερικοὶ ἄλλοι ἐξέφρασαν διαφορετικὴ ἄποψη γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Προσωπική μου ἄποψη εἶναι ὅτι πράγματι, παρὰ τὰ ὅσα ἀντίθετα λέγονται, ἀπὸ πλευρᾶς τοὐλάχιστον Κυβερνήσεως, δὲν θὰ τεθῇ θέμα ἀναθεώρησης αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου. Πέρα ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ μοῦ δημιουργοῦν αὐτὴν τὴν ἄποψη. Ὁ βασικότερος εἶναι ὅτι στὸ ἄρθρο αὐτὸ σαφῶς ρυθμίζεται ἡ διακριτότητα τῶν ρόλων μεταξὺ Ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης, ἀφοῦ δηλώνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ κεφαλή της ἔχει τὸν Χριστό, ὅτι εἶναι ἑνωμένη δογματικὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ μὲ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι τηρεῖ τοὺς ἱεροὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς κανόνες καὶ τὶς ἱερὲς παραδόσεις, ὅτι εἶναι αὐτοκέφαλη καὶ διοικεῖται ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Ἀρχιερέων ὅπως ὁρίζει ὁ Καταστατικὸς Χάρτης, καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Πατριαρχικὸ Τόμο τοῦ 1850 γιὰ τὴν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν Συνοδικὴ Πράξη τοῦ 1828, γιὰ τὶς λεγόμενες Νέες Χῶρες. Ὁπότε στὸ ἄρθρο αὐτὸ γίνεται σαφὴς διάκριση μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης.

Νομίζω ὅτι δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ ἀλλάξη ἀπὸ τὸ ἄρθρο αὐτό, δῆθεν γιὰ νὰ «ἐλευθερωθῇ» ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση ἀπὸ τὴν κρατικὴ διοίκηση, γιατί οὔτε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης προβλέπεται νὰ εἶναι νόμος τοῦ Κράτους, οὔτε εἶναι εὔκολο νὰ ἀπαλειφθοῦν τὰ διαγορευόμενα στὸ ἄρθρο αὐτὸ περὶ τῶν Πατριαρχικῶν καὶ Συνοδικῶν Πράξεων, γιατί αὐτὸ θὰ δημιουργοῦσε συνέπειες γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θὰ εἶχε τότε τὴν δυνατότητα νὰ ἀνακαλέση τὶς Πατριαρχικὲς αὐτὲς Πράξεις. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θὰ ἐπακολουθήση ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων μεταξὺ Ἑλληνικῆς Πολιτείας καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι εὔκολο. Ἂν καὶ δὲν προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 3 ὁ Καταστατικὸς Χάρτης νὰ εἶναι νόμος τοῦ Κράτους, ὅμως, ὅπως ὑποστηρίζεται ἀπὸ Νομικούς, αὐτὸ προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 72 του ἐν ἰσχύι Συντάγματος. Νομίζω ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τροποποίηση τοῦ ἄρθρου 72 ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό, ὥστε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν εἶναι νόμος. Ἐὰν δὲν προτιμηθῆ αὐτὴ ἡ ὁδός, τότε, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ «πνεῦμα» τοῦ ἄρθρου 3, μπορεῖ νὰ ψηφισθῇ ὡς Καταστατικὸς Χάρτης ἕνας νόμος, ὁ ὁποῖος νὰ καθορίζη τὴν νομικὴ προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ δίνη πολλὲς ἐξουσιοδοτήσεις στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θὰ ρυθμίζη ἐλεύθερα τὰ τοῦ οἴκου της.

2. Ἐπειδὴ ὅμως γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς νομοθεσίας ὡς πρὸς τὴν θρησκεία καὶ τὶς θρησκευτικὲς κοινότητες, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη μέσα ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 13, τὸ ὁποῖο ρυθμίζει καὶ κατοχυρώνει τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν πολιτῶν, τὴν ἐλευθερία κάθε γνωστῆς θρησκείας, τὶς ὑποχρεώσεις τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν κάθε γνωστῆς θρησκείας κλπ, καθὼς ἐπίσης καθορίζεται ὅτι ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις κάθε Ἕλληνος πολίτη. Ὁπότε, πολλὲς ἀλλαγὲς ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ ἐλευθερία τῶν Πολιτῶν μποροῦν νὰ στηριχθοῦν στὸ ἄρθρο 13 καὶ ὄχι στὸ ἄρθρο 3. Ἂν ὅμως θεωρηθῇ ὅτι τὸ ἄρθρο 13 δὲν καλύπτει πλήρως πολλὲς τέτοιες ἐκσυγχρονιστικὲς τάσεις, τότε μπορεῖ νὰ γίνη τροποποίηση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ πρὸς τὸ καλύτερο καὶ ἐκσυγχρονιστικότερο.

3. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ ἔτος 1987-88 συγκροτήθηκε μιὰ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας γιὰ νὰ μελετήση τὶς σχέσεις μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἡ ὁποία Ἐπιτροπή, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς καὶ πολύωρες Συνεδριάσεις, κατήρτισε ἕνα «προσχέδιο συμφωνίας Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας», καθὼς ἐπίσης κατήρτισε ἕνα «προσχέδιο Νόμου περὶ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», στὸ ὁποῖο καθορίζονται οἱ σχέσεις μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης, γιὰ τὸ καλὸ καὶ τῶν δύο αὐτῶν «θεσμῶν» τοῦ ἔθνους μας. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ δύο αὐτὰ κείμενα ἐκτιμᾶ τὸ «πνεῦμα» τῶν συντακτῶν τους καὶ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ὁποία διέπονται. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν συντακτῶν συγκαταλέγονται ἀπὸ πλευρᾶς Ἐκκλησίας ὁ τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος καὶ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ νῦν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ὁ Μητροπολίτης Θηβῶν καὶ ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης καὶ ἀπὸ πλευρᾶς Πολιτείας οἱ Καθηγητὲς Σταθόπουλος καὶ Παπαστάθης, οἱ ὁποῖοι καὶ σήμερα ἔχουν ἐνεργὸ ρόλο στὴν κοινωνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Αἰσθάνθηκα δὲ βαθειὰ ἔκπληξη ὅταν διάβασα τὰ κείμενα αὐτά, καὶ πολλὲς φορὲς διερωτήθηκα: γιατί δὲν ἐτέθησαν τότε σὲ ἐφαρμογὴ αὐτὰ τὰ προσχέδια καὶ δὲν ἔγιναν νόμοι τοῦ Κράτους, ἀφοῦ εἶχαν τὴν σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας καὶ εἶχαν εὐεργετικὲς διατάξεις γιὰ τὸν τρόπο τῆς συνεργασίας καὶ τῶν σχέσεών τους; Θεωρῶ ὅτι ἂν γινόταν αὐτό, τὰ πράγματα θὰ ὁδηγοῦντο σὲ ἕναν καλὸ δρόμο ἀπὸ τότε καὶ θὰ ἀποφεύγαμε ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὶς ἀτέρμονες καὶ ζημιογόνες συζητήσεις γιὰ τὸν λεγόμενο «χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας». Ὑπῆρξαν διάφοροι ἀνασχετικοὶ παράγοντες ποὺ συνετέλεσαν στὸ νὰ μὴ ἐφαρμοσθῇ αὐτὴ ἡ κατ' ἀρχὴν συμφωνία μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονται τὸ πολιτικὸ κόστος, ὁ φόβος τῆς Πολιτείας σὲ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ θὰ ἦταν πιὸ ἐλεύθερη καὶ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ ἔλεγχό της, ἡ στάση ποὺ θὰ τηροῦσαν τὰ ἄλλα θρησκεύματα κλπ. Ἀλλὰ οἱ ἴδιοι αὐτοὶ παράγοντες ἰσχύουν καὶ σήμερα καὶ δὲν γνωρίζω πὼς μποροῦν νὰ ξεπερασθοῦν.

Συμπερασματικὰ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι, κατὰ τὴν γνώμη μου, δὲν ὑφίσταται ἀνάγκη ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3. Ἀλλὰ ἐὰν χρειάζεται καλύτερος ἐκσυγχρονισμός, καὶ ἴσως χρειάζεται, αὐτὸς πρέπει νὰ προσδιορισθῇ ἀπὸ τὸ ἄρθρο 13. Κι ἂν εἶναι ἀνάγκη ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀποκτήση μιὰ νομικὴ κατοχύρωση, τότε θὰ πρέπη νὰ τεθῇ ὡς βάση συζητήσεως τὸ «προσχέδιο συμφωνίας μεταξὺ Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας» καὶ τὸ «προσχέδιο περὶ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» ποὺ καταρτίσθηκε τὸ ἔτος 1988 ἀπὸ τὴν Μικτὴ Ἐπιτροπὴ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ