Γράφτηκε στις .

Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου: «Ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»

Πάσχει ὁ αἰῶνας μας ἀπὸ μίαν πολυμερῆ διάχυσιν πρὸς τὰ ἔξω καὶ μαζί του πάσχουν καὶ οἱ χριστιανοί μας. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ πολυπραγμοσύνη, ὁ σκορπισμὸς τῆς ψυχῆς μᾶς εἰς τὰ ἀνθρώπινα, ἀποτελοῦν τὸν χαρακτῆρα τοῦ βίου τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑλικὴ λάμψις τοῦ μηχανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Κίρκη αὐτὴ τῶν ὀφθαλμῶν, μετέβαλε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἄνοα καὶ ἄψυχα κινούμενα.

Ἂς ἀφήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν, τὴν ἀγωνίαν, τὴν δυστυχίαν, αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς περιφορᾶς τοῦ νοῦ εἰς τὰ γήϊνα, τῆς πλανήσεως ἠλιθίως τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς μακρύνσεως ἀπὸ τῆς ἑστίας μας. Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ μὴ γνωρίζη ὅτι «ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ ὅτι, ἡ πρὸς τὰ ἔξω περισσοτέρα του πρέποντος ἐνασχόλησις εἶναι ἔργον τοῦ σατανᾶ. Ἐν τούτοις, ὅλως ἀνυπόπτως, οἱ χάριτι πιστεύοντες εἰς τὸν Χριστόν, περιπλέκονται εἰς τὰ δίκτυα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, μὲ τὴν ἀντίληψιν τῆς ψυχικῆς ὠφελείας, διότι λείπει τὸ μέτρον, ἡ γνῶσις τῶν ὁρίων. Δὲν φθάνει νὰ ἐπιθυμῶμεν τὸ ἀγαθόν, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ γνωρίζωμεν καὶ ποὺ εὑρίσκεται καὶ πὼς κατακτᾶται. Διὰ τοῦτο πολλάκις, ἐνῷ ἐπιζητοῦμεν τὸ καλὸν καὶ ὠφέλιμον ψυχικῶς, παθαίνομεν τὸ ἀντίθετον. Καλόν, βέβαια, εἶναι νὰ ἀναγνώσωμεν ἕνα-δύο-τρία βιβλία, ἂς εἴπωμεν, πνευματικά. Ἐὰν ὅμως περιορισθῶμεν εἰς τὴν ἁπλὴν μάθησιν καὶ δὲν ἀγωνισθῶμεν νὰ κάμωμεν κτῆμα μας τὰ ὠφέλιμα, τότε μένομεν ἁπλῶς μὲ τὴν «ψιλὴν γνῶσιν». Εἶναι πολὺ δυσκολώτερον ἀπὸ μίαν ἀνάγνωσιν ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ μελέτη, αὐτὰ ποὺ κυρίως δίδουν πνευματικοὺς καρπούς. Διότι πολλάκις ἡ ἀνάγνωσις ἑνὸς βιβλίου ἡ ἡ ἀκρόασις μιᾶς ὁμιλίας, ἴσως νὰ ὀφείλωνται εἰς τὸ πνεῦμα τῆς πολυπραγμοσύνης, τῆς ἐξωστρεφείας, τῆς ἄνευ βάθους περιεργείας.

Αὐτὸ διεπίστωσα τελευταίως μεταξὺ τῶν κοσμικῶν Χριστιανῶν μας. Πνευστιῶντες τρέχουν νὰ προφθάσουν μίαν ὁμιλίαν, μίαν διάλεξιν εἰς κοσμικὰς αἰθούσας ἀπὸ τὸν οἱονδήποτε αὐτοχειροτόνητον κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Καὶ ἐὰν ἐλέγοντο τοὐλάχιστον πάντοτε σωστὰ πράγματα θὰ ἤξιζεν ἡ θυσία. Εἶναι πολλοὶ ὁμιληταὶ πού, ἀντὶ νὰ οἰκοδομήσουν, κρημνίζουν, καὶ ἀντὶ νὰ φωτίσουν, σκοτίζουν, διότι καὶ αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς εἶναι ἄνθη των μὲ ἀπόπνοιαν προτεσταντικὴν αἰθουσῶν, ποὺ οὔτε γνωρίζουν τί λέγουν, οὔτε «περὶ ποίων διαβεβαιοῦνται». Ἀγνοοῦν το τοῦ ἁγίου Ἰακώβου: «ἀδελφοί μου, μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε...»

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται διὰ τούτους, ἀλλὰ τὰ ἄκακα πρόβατα ποὺ χάνουν τὸν πολυτιμότατον χρόνον των ἀσκόπως εἰς τὰς αἰθούσας. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νὰ κάμωμεν τὴν διασάφησιν, ὅτι μεταξὺ τῶν ὁμιλητῶν, ὑπάρχουν δόκιμοι Θεολόγοι, γνωστοὶ διὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά των, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀκούωμεν ἐπὶ ζητημάτων μάλιστα, ποὺ συμβαίνει νὰ ἀγνοοῦμεν. Δι' αὐτοὺς ὑπερθεματίζομεν. Διὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμφιβόλους, τοὺς μὴ μαθόντας τὴν θεωρίαν διὰ πράξεως δὲν θὰ εἴπωμεν τίποτε. Θὰ εἴπωμεν ὅμως εἰς τοὺς ἀκροατάς των, τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, ποὺ δὲν εὑρέθη κανεὶς νὰ τοὺς εἴπη: Ἀντὶ νὰ χάνετε εἰς τοὺς δρόμους μίαν-δύο ὧρες καὶ μίαν εἰς τὴν αἴθουσαν ἀκούοντες τετριμμένα ἠθικολογικὰ κηρύγματα, ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνουν καὶ ποτὲ δὲν ὠφελοῦν, -διότι δόξα τῷ Θεῷ «ἡ γνῶσις ἐπληθύνθη καὶ ἡ οἰκοδομῇ ἡ ψυχικὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἀκοῆς, ἀλλὰ ἐσωτερικοῦ πόνου –δὲν θὰ ἦτο προτιμότερον, νὰ κλεισθῆτε εἰς τὸ σπίτι σας καὶ μάλιστα ἑρμητικῶς, διὰ νὰ μὴν ἔρχεται ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου, νὰ λησμονηθῆτε ὀλίγον εἰς τὸν ἑαυτόν σας, καὶ νὰ «εἰσέλθητε εἰς τὸ ταμιεῖον σας»; Ὕστερα νὰ πάρετε τὸ κομβοσχοίνι καὶ νὰ ἀρχίσετε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον ἡμᾶς», ἕως ὅτου, «ἐν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», ὁ ἄγγελός σας ἀγγίξη τοὺς ὀφθαλμούς σας καὶ ἀναβλύσουν δάκρυα μετανοίας, ὕστερα φόβου, καὶ ὕστερα ἀγάπης Θεοῦ; Καὶ οὕτω νὰ ἰδῆτε τὸν Χριστὸν μυστικῶς εἰς τὴν καρδίαν σας, νὰ σᾶς ἐμπλήση, νὰ σᾶς χορτάση καὶ γνῶσιν καὶ πίστιν καὶ ἀγάπην καὶ ἀλήθειαν, ποὺ τώρα ζητεῖτε χιμαιρικὰ εἰς τὰς αἰθούσας καὶ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ εὕρητε;

(Περιοδικὸ «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», Ἰαν. 1959).–

ΧΩΡΙΟ