Γράφτηκε στις .

Τοῦ Διονυσίου Πελέκη: Μνήμη Εὐγνωμοσύνης

Διονυσίου Πελέκη, Δικηγόρου παρ' Ἀρείω Πάγω

Ἕνα τέταρτο πρὸ τῆς τρίτης πρωϊνῆς τῆς Παρασκευῆς τῆς 20ης Ἰανουαρίου μας ἐνημέρωσαν τηλεφωνικῶς ὅτι ἐκοιμήθη ὁ πολυσέβαστος γέρων Μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἄγων ἤδη τὸ ἐνενηκοστὸ ἔτος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Στὸ Ἅγιο Ὅρος ἑόρταζαν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐπανηγύριζε, διότι εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τὸν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Σημεῖον μέγα ἀπὸ ὀρθοδόξου Μοναστικῆς σκοπιᾶς. Ἑξῆντα πέντε περίπου χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ἐγκαταβίωσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου καὶ τὸν συμπαράλαβε εἰς τὰ ἴδια ὁ τότε Καθηγούμενος μακαριστὸς Γαβριήλ, μεγάλη, ἐπίσης, μορφὴ τοῦ Ἁγιορείτικου Μοναχισμοῦ. Ἑξῆντα πέντε χρόνια μὲ ἀγάπη ὑπηρέτησε τὴν Παναγία Μανούλα του καὶ τὸν Τίμιο Πρόδρομο.

Στὸ ἄκουσμα τῆς κοιμήσεώς του, περίεργο συναίσθημα μᾶς κατέλαβε. Σιωπήσαμε, σκεφθήκαμε, προσευχηθήκαμε, δακρύσαμε ὑπὸ τὴν κυριαρχία μιᾶς περίεργης χαρμολύπης. Λύπης γιατί μᾶς ἄφησε ἀλλὰ καὶ χαρμονὴς διὰ τὰ ὁσιακὰ τοῦ τέλη, τὴν βεβαιότητά μας ὅτι «ἡ ψυχὴ τοῦ ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται» κοντὰ στὸν γλυκύτατόν του Ἰησοῦ, καὶ τὴν Παναγία Μανούλα του, καὶ τὴν ἐλπίδα μας ὅτι, ὡς ἔχων παρρησίαν παρὰ Κυρίω, θὰ πρεσβεύη καὶ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ὁ πατὴρ Θεόκλητος, γόνος οἰκογενείας Ἐπαχτιτῶν ναυτικῶν, γεννήθηκε στὴν Ναύπακτο στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1916, τελευταῖο τέκνο πολυμελοῦς οἰκογενείας. Εἰσῆλθε στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1941, θεωροῦσε δὲ τὸν ἑαυτό του «σκανδαλωδῶς εὐνοημένο» ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ τὸν «ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιά, ὅπως ἔλεγε, καὶ τὸν πέταξε στὸ περιβόλι Της». Ἐκεῖ, μὲ τὴν ἀδιάκοπη μελέτη τῶν Πατέρων, τὴν πολύμορφη ἄσκηση, τὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν θεῖο ἔρωτα στὸν Χριστό, μὲ τὴν λατρεία στὴν Θεοτόκο, μὲ τὴν ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν συμπόνια στοὺς ἁμαρτωλούς, μὲ τὴν συναίσθηση τῆς θείας καταγωγῆς του, ὅπως ἔλεγε, μὲ τὶς συνεχεῖς πνευματικὲς μελέτες, μὲ τὴν καθαρὴ θεωρία τοῦ νοῦ, μὲ τὰ δάκρυα μετανοίας, μὲ τὴν μνήμη τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε πνευματικὴ αἴσθηση, καθαρίστηκε ἡ ψυχή του, φωτίστηκε, ἁγιάστηκε καὶ ἔγραψε ὅλα ὅσα ἔγραψε «πρὸς δόξαν Θεοῦ». Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν χαρακτηρίσουμε ὡς διδάσκαλο τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς πύρινο ἀπολογητή, ποὺ συνετέλεσε ἀποφασιστικὰ στὸν γνήσιο Ὀρθόδοξο ἡσυχαστικὸ κοινοβιακὸ Μοναχισμό. Κέντρο τῶν λόγων του ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος.

Μὲ τὸ πρῶτο βιβλίο τοῦ «Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς», ποὺ ἔκανε δεκάδες ἐκδόσεις καὶ μεταφράσεις σὲ πλεῖστες γλῶσσες, τελευταῖα καὶ στὴν Κινεζική, ἐπανέφερε, πρῶτος αὐτός, στὴν κοινωνία τὸ ξεχασμένο Πατερικὸ Πνεῦμα, κατέδειξε θαυμάσια τὸν ρόλο τοῦ Μοναχισμοῦ, τοῦ ὁποίου τὰ νάματα ἀρδεύουν ζειδώρως τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔκανε γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι οἱ προσευχὲς τῶν μοναχῶν ἀλλάσσουν ἐνίοτε τὴν πορεία τῶν ἀνθρωπίνων. Τὸ πρῶτο αὐτὸ βιβλίο ἀκολούθησαν πολλὰ ἄλλα περὶ Νοερᾶς Προσευχῆς, «Διάλογοι στὸν Ἄθω», γιὰ τὸν Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Νικόδημο Ἁγιορείτη, Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη, περὶ τοῦ Μακρυγιάννη, Παπαδιαμάντη, πολλὰ ἄρθρα μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἀθωνικὰ Ἄνθη» κλπ. Ὑπῆρξε θερμὸς λάτρης καὶ πολυτάλαντος ὑμνητὴς τῆς Μανούλας τῶν Μοναχῶν, τῆς κυρίας Θεοτόκου, γράφοντας ἀρκετὰ βιβλία γι' Αὐτήν. Ἦταν γνήσιος ὀρθόδοξος μοναχός, ἀφιλοχρήματος παντελῶς, ἁπλὸς καὶ λιτός, ὀλιγαρκὴς «ψυχὴ κατώδυνος ἐν διαρκεῖ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα».

Ποτὲ δὲν κατέκρινε κανένα οὔτε κληρικὸ οὔτε λαϊκό. Καυτηρίαζε ὅμως κάθε κακοδοξίαν. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὁ νοῦς του ἦταν συνεχῶς στὰ «Μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ». Τὴν γενέτειρά του τὴν ἐνεθυμεῖτο πάντοτε καὶ ἐνδιαφέρετο καὶ προσηύχετο ὑπὲρ αὐτῆς,

Χριστὸς Ἀνέστη, ἀγαπημένε μας παπποῦ.

Αἰωνία ἡ Μνήμη σου.