Γράφτηκε στις .

Ρωμηοὶ καὶ Ἄραβες σὲ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (Β)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο τεῦχος)

***

2. Οἱ Ρωμηοὶ θεωρούμενοι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ἀράβων

Ὕστερα ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ δοῦμε πὼς οἱ Ἄραβες ἔβλεπαν τοὺς Ρωμηούς-Βυζαντινοὺς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὴν πρώιμη περίοδο μέχρι τὴν κατάρρευση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Στὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχει μιὰ μελέτη ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὴν Nadia Maria El Cheikl, ποὺ εἶναι διδάκτορας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαντ καὶ Καθηγήτρια τοῦ Ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βηρυττοῦ. Ὁ τίτλος τῆς μελέτης εἶναι «τὸ Βυζάντιο θεωρούμενο ἀπὸ τοὺς Ἄραβες». Θὰ ἀναφερθῶ σὲ μερικὰ στοιχεῖα ποὺ περιέχονται σὲ αὐτὴν τὴν μελέτη, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ μερικὰ συμπεράσματα τῆς συγγραφέως. Μόνον πρέπει νὰ παρατηρήσω ὅτι στὸ κεφάλαιο αὐτὸ θὰ γίνεται λόγος γιὰ Βυζάντιο, παρὰ γιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, διότι ἔτσι τιτλοφορεῖ τὴν Αὐτοκρατορία ἡ συγγραφέας.

Στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου γράφεται ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ ἀραβικὴ προσοχὴ εἶχε σταθερὸ ἐπίκεντρο τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ ἰσλαμικὴ κοινωνία βρισκόταν σὲ μιὰ ἐχθρικὴ κατάσταση πρὸς αὐτό. Αὐτό, ὅμως, «ὁδήγησε σὲ μιὰ διαστρεβλωμένη θεώρηση τῶν Μουσουλμανο-Βυζαντινῶν σχέσεων, διότι ὑπῆρχε ἐπίσης καὶ μιὰ λιγότερο ἀνταγωνιστικὴ πλευρὰ στὶς σχέσεις μεταξὺ τοῦ Βυζαντίου καὶ Μουσουλμάνων». Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὑπῆρχαν εἰρηνικὲς ἐπαφὲς μεταξὺ τῶν δύο λαῶν, μὲ τὸ ἐμπόριο, τὴν ἀνταλλαγῇ πρεσβειῶν κλπ. Κάποιοι βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Λέων ΣΤ ὁ Σοφός, εἶχαν Μουσουλμάνους συμβούλους, καθὼς ἐπίσης καὶ διάφοροι χαλίφες χρησιμοποιοῦσαν Χριστιανοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους καὶ συμβούλους. Γενικὰ παρατηρεῖται ὅτι «οἱ Μουσουλμᾶνοι αἰσθάνονταν πλησιέστερα πρὸς τὴν Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, τόσο θρησκευτικὰ ὅσο καὶ πολιτιστικά, ἀπ' ὅ,τι πρὸς ὁποιαδήποτε ἄλλη δύναμη. Μάλιστα, ὁ Ἰσλαμικὸς πολιτισμὸς υἱοθέτησε σημαντικὰ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ὅπως οἱ ἔννοιες τοῦ Κράτους καὶ τῆς διοίκησης, καθὼς καὶ στοιχεῖα τῆς ὑλικῆς καὶ διανοητικῆς του κουλτούρας».

Διαβάζοντας τὸ βιβλίο αὐτὸ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ οἱ Ἄραβες θαύμαζαν τὸ Βυζάντιο, ἀκόμη σὲ αὐτὸ ὀφειλόταν καὶ οἱ πρῶτες ἐχθροπραξίες, στὴν συνέχεια ὅμως ἐπικρατεῖ ἔνταση πολεμική, ἀπὸ τὶς μεταξύ τους συγκρούσεις, καὶ πρὸς τὸ τέλος ἐπικρατεῖ ἄμβλυνση τῆς ἐχθρότητος, καὶ καλλιεργεῖται πάλι ἔντονος θαυμασμός, λόγῳ τῶν ἐνεργειῶν τῶν Σταυροφόρων καὶ τὴν σύγκριση τοῦ τρόπου συμπεριφορᾶς τῶν Σταυροφόρων μὲ τὴν συμπεριφορὰ τῶν Βυζαντινῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐντάσσω μέσα στὰ ὅσα μέχρι τώρα ὑποστήριξα, ὅτι τὸ μῖσος τῶν Μουσουλμάνων Ἀράβων πρὸς τὸ Βυζάντιο, κατὰ τὴν ἐνδιάμεση περίοδο, μᾶλλον ὀφείλεται στὴν εἴσδυση μέσα στὸν ἰσλαμισμὸ τοῦ ἐθνικοῦ μίσους τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ὅταν ὁ ἰσλαμισμὸς ἐπεκτάθηκε στὴν Περσία, καὶ ἔτσι πρόκειται γιὰ ἐθνικὸ μῖσος ποὺ εἰσέρρευσε καὶ μέσα στὸν «χῶρο» τῆς Θρησκείας.

Τὸ ὅλο θέμα ἡ Nadia Maria El Cheikh τὸ διαιρεῖ σὲ τέσσερα μεγάλα τμήματα. Τὸ πρῶτο τμῆμα ἔχει τίτλο «ἡ συνάντηση μὲ τὸ Βυζάντιο», τὸ δεύτερο τιτλοφορεῖται «ἀντιμετωπίζοντας τὸ Βυζάντιο», τὸ τρίτο ἐπιγράφεται «τὸ Ἰσλὰμ σὲ ἄμυνα» καὶ τὸ τέταρτο τμῆμα ἔχει τίτλο «μιὰ νέα πραγματικότητα: νέα ἐπίσκεψη στὸ Βυζάντιο».

Ἀπ' ὅλο αὐτὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ προσφέρεται στὴν ἐπιστημονικὴ αὐτὴ μελέτη θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα ἔχουν σχέση, ἄμεση ἡ ἔμμεση, μὲ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ στὴν εἰσήγηση αὐτή.

α) Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο εἴχαμε ἀναφερθῇ στὸ 30ο κεφάλαιο τοῦ Κορανίου, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἧττα καὶ τὴν ἐκ νέου νίκη τῶν Ρωμηῶν, γιὰ τὴν ὁποία νίκη θὰ χαροῦν οἱ πιστοί. Ἡ Nadia Maria El Cheikh παραθέτει τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ καταγράφει τὶς δύο ἑρμηνεῖες ποὺ δόθηκαν ἀπὸ ἑρμηνευτὲς τοῦ Κορανίου στὸ χωρίο αὐτὸ σὲ διάφορες ἐποχές.

Ἡ πρώτη ἑρμηνεία, τὴν ὁποία εἴδαμε στὴν πρώτη ἑνότητα, θεωρεῖται αὐθεντικὴ καὶ κυριαρχοῦσε μέχρι τὸν 11ο αἰῶνα. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Μωάμεθ ἀναφέρεται στοὺς Βυζαντινο-Περσικοὺς πολέμους τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἡρακλείου. Ἑπομένως, οἱ Πέρσες νίκησαν τοὺς Ροὺμ καὶ οἱ πιστοὶ Μουσουλμᾶνοι εἶναι στενοχωρημένοι. Ἀντίθετα οἱ πολυθεϊστὲς στὴν Μέκκα (οἱ Κορεϊχίτες) χαίρονταν ἐπειδὴ οἱ Πέρσες λατρεύουν τὰ εἴδωλα. «Οἱ Μουσουλμᾶνοι ἔκλιναν πρὸς τοὺς Ροὺμ διότι εἶναι καὶ αὐτοὶ λαὸς τῆς βίβλου». Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία αὐτὴ οἱ Ρωμηοὶ καὶ οἱ Μουσουλμᾶνοι βρίσκονταν στὴν ἴδια πλευρὰ ἐναντίον τῶν εἰδωλοον τῶν εἰδωλολατρῶν Περσῶν.

Ἡ δεύτερη ἑρμηνεία ποὺ ἐπικράτησε στὴν διάρκεια τοῦ 11ου αἰῶνος εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὴν πρώτη. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν οἱ Μουσουλμᾶνοι εἶναι μὲ τὸ μέρος τῶν Περσῶν καὶ ὄχι μὲ τὸ μέρος τῶν Ροὺμ καὶ ὅτι οἱ πιστοὶ Μουσουλμᾶνοι θὰ χαροῦν γιὰ τὴν νίκη τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ρούμ. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἑρμηνεία δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέση καὶ νὰ ἀντικαταστήση τὴν πρώτη, μάλιστα γιὰ ἕνα διάστημα καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἑρμηνεῖες συνυπάρχουν. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἑρμηνεία ποὺ μετέτρεψε τοὺς Ροὺμ σὲ ἐχθροὺς ὀφείλεται στὴν ἀνταγωνιστικὴ δράση τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὸ Ἰσλαμικὸ Κράτος στὴν Ἀραβία καὶ στὴν ἄμυνα τῶν Μουσουλμάνων κατὰ τὸν δέκατο καὶ ἑνδέκατο αἰῶνα.

Προσωπικὰ θέλω νὰ πιστεύω ὅτι στὴν ἀλλαγῇ αὐτῆς τῆς ἐξηγηματικὴς ἑρμηνείας ἔπαιξε μεγαλύτερο ρόλο το ὅτι οἱ Πέρσες ἐξισλαμίσθηκαν καὶ ἔτσι τὸ ἐθνικὸ μῖσος τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καὶ Ρωμηῶν εἰσῆλθε μέσα στὴν θρησκεία, ὅπως εἴδαμε στὴν προηγούμενη ἑνότητα. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν ἀλλαγῇ ἑρμηνείας τοῦ χωρίου αὐτοῦ τοῦ Κορανίου τὸν 11ον αἰῶνα, χωρὶς βέβαια, νὰ παραμερίση τὴν πρώτη αὐθεντικὴ καὶ γνήσια ἑρμηνεία τῶν προηγουμένων αἰώνων.

β) Οἱ Ἄραβες τρέφουν μεγάλο θαυμασμὸ στὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ἡράκλειο ποὺ ἦταν σύγχρονος τοῦ Μωάμεθ καὶ νικητὴς στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Περσῶν. Στὶς ἀραβικὲς πηγὲς παρουσιάζεται ὅτι ὁ Ἡράκλειος γνώριζε τὸν Μωάμεθ καὶ μάλιστα γράφεται ὅτι διασώζεται ἐπιστολή του Μωάμεθ στὸν Ἡράκλειο, τὴν ὁποία ἐκεῖνος, ὅπως σχολιάζεται, διάβασε μὲ σεβασμό.

Στὴν πρώϊμη ἀραβικὴ βιβλιογραφία ἐπαινεῖται ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἡρακλείου ἡ (ὑποτιθέμενη) γνώση του γιὰ τὸ Κοράνιο, σὲ ὁρισμένα μάλιστα ἔργα παρουσιάζεται ὡς ἕτοιμος νὰ ἀσπασθῇ τὴν νέα Θρησκεία, ἂν καὶ τελικὰ δὲν τὸ τολμᾶ. Ὁ Ἡράκλειος παρουσιάζεται ὡς ἰδεώδης ἡγεμόνας. «Ὁ σχεδὸν τέλειος χαρακτῆρας του, ἡ ἀλάνθαστη ἄσκηση τῆς ἐξουσίας, ἡ εὐσέβεια, ἡ αἴσθηση τῆς δικαιοσύνης, ἡ σοφία, ἡ ἐξυπνάδα, ἡ μεγαλοψυχία καὶ ἡ ἀνδρεία ὅλα τὸν ἀνακηρύσσουν ὡς ἕναν ξεχωριστὸ βασιλιᾶ τοῦ ὁποίου οἱ γνῶμες καὶ οἱ ἀπόψεις πλησιάζουν τὸ ἀλάθητο».

Ἀκόμη, ὁ ἱστορικὸς καὶ ἐξηγητὴς Ἴμπν Καθὶρ ποὺ ἔζησε τὸν 14ον αἰῶνα (πέθανε τὸ 1371 μ.Χ.) γράφει γιὰ τὸν Ἡράκλειο: «Ὁ Ἡράκλειος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς σοφότερους ἀνθρώπους καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀποφασιστικούς, διορατικούς, βαθεῖς καὶ μὲ ἰσχυρὴ θέληση βασιλεῖς. Κυβέρνησε τοὺς Βυζαντινοὺς μὲ σπουδαία ἡγεσία καὶ μεγαλεῖο».

γ) Οἱ Ἄραβες, σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα ποὺ παρουσιάζονται στὴν μελέτη ποὺ ἐξετάζουμε, δέχονται, ἰδίως στὴν πρώϊμη ἰσλαμικὴ περίοδο, μεγάλη ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ποὺ θεωρεῖται ὡς «κράτος-ὑπόδειγμα». Οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι, μέχρις ὅτου ἀναπτύξουν δικό τους πολιτισμό, δὲν εἶχαν κανέναν ἐνδοιασμὸ νὰ μιμηθοῦν τὶς μόδες καὶ τὶς πρακτικὲς τοῦ ἀντιπάλου τους. Ἔτσι, διατήρησαν τὶς βυζαντινὲς Δημόσιες Ὑπηρεσίες, ἀκόμη καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα στὰ κρατικὰ μητρώα, καθὼς ἐπίσης διατήρησαν τὰ βυζαντινὰ μέτρα καὶ σταθμά. Ἡ ἀραβοποίηση ξεκίνησε στὴν βασιλεία του ἀλ-Μαλὶκ (685-705 μ.Χ.).

Ἀπέραντο σεβασμὸ ἐκφράζουν οἱ Ἄραβες συγγραφεῖς στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῶν Ρωμηῶν. Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές τους, οἱ αὐτοκράτορες ἔστειλαν βοήθεια, τόσο σὲ τεχνῖτες ὅσο καὶ σὲ ὑλικὰ γιὰ τὴν ἀνέγερση Τζαμιῶν, ὅπως τὸ περίφημο Τζαμὶ τῆς Δαμασκοῦ. Πολλὰ κεντρικὰ ἱερὰ θυμίζουν τὴν δεξιοτεχνία τῶν βυζαντινῶν τεχνιτῶν.

Πέρα ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ οἱ Ἄραβες θαύμαζαν καὶ ἀξιοποιοῦσαν καὶ ἄλλες τέχνες τῶν Ρωμηῶν, ὅπως τὴν ζωγραφική, τὴν γλυπτική, τὴν ξυλουργικὴ καὶ τὴν ὑφαντική, ἰδιαίτερα τὴν ὕφανση μεταξωτῶν μπροκάρ. Ὁ ἀλ-Τζαχὶζ (πέθανε τὸ 869 μ.Χ.) εἶναι κατηγορηματικός: «στοὺς τομεῖς τοῦ κτισίματος, τῆς ξυλουργικῆς, τῆς μαστορίας, τοῦ τορνευτηρίου οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἔχουν ἰσάξιό τους».

δ) Ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (τοῦ Βυζαντίου) προκαλοῦσε πάντοτε τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν προσοχὴ τῶν χαλιφὼν Μουσουλμάνων οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς ὅραμα νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὕστερα, ὅμως, ἀπὸ τὶς ἐπανειλημμένες ἀποτυχίες νὰ τὴν κυριεύσουν καὶ κυρίως ὕστερα ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τῆς μουσουλμανικῆς Πρωτεύουσας στὸ Ἰράκ, ὁπότε μετατοπίστηκε πρὸς τὰ ἀνατολικὰ καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὰ Βυζαντινὰ σύνορα τὸ κέντρο τῆς Αὐτοκρατορίας τους, ἀμβλύνθηκε αὐτὸ τὸ ὅραμά τους. Ὅμως, ἡ ἀποτυχία τῆς τελευταίας πολιορκίας τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 717 μ.Χ. εἶχε καὶ ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ τὴν ἵδρυση τοῦ πρώτου Τζαμιοῦ στὴν Βυζαντινὴ Πρωτεύουσα.

Γιὰ τὴν ἵδρυση αὐτοῦ τοῦ Τζαμιοῦ μας πληροφορεῖ ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος σὲ κείμενό του «πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανὸν» (κὲφ 21) ὅτι τὸ Τζαμὶ κτίσθηκε ὕστερα ἀπὸ αἴτημα τοῦ Ἄραβα στρατηγοῦ Μάσαλμα.

Σὲ εἰδικὸ ὑποκεφάλαιο μὲ τίτλο «Κωνσταντινούπολη: ἡ Πόλη τῶν θαυμάτων» ἡ Nadia Maria El Cheikh χρησιμοποιῶντας ἀραβικὲς πηγὲς παρουσιάζει τὸν θαυμασμὸ ποὺ ἔτρεφαν οἱ Ἄραβες γιὰ τὴν Πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους. «Οἱ συγγραφεῖς ἦταν σχεδὸν ὁμόφωνοι στὴν διακήρυξη ὅτι κανένας ἄλλος τόπος στὸν κόσμο δὲν συγκρινόταν σὲ μέγεθος, σὲ γεωγραφικὴ θέση καὶ σὲ σπουδαιότητα». Πολλὲς φορὲς προσπάθησαν νὰ τὴν κυριεύσουν, ἀλλὰ «ὡς τὸ ἀπρόσιτο μαργαριτάρι, ἡ λάμψη της ἦταν ἀκόμη πιὸ σαγηνευτική. Ἐσχατολογικὰ κείμενα ἐνσωματώθηκαν σὲ γεωγραφικὰ ἐγχειρίδια προβλέποντας τὴν πλήρη καταστροφὴ καὶ ἐρήμωση τῆς Κωνσταντινούπολης πρὶν τὴν τελικὴ κρίση». Κατὰ τὴν περιγραφὴ τῆς Πόλης ἀπὸ τὸν Χαροῦν Γιαχγιὰ (τέλος 9ου – ἀρχὲς 10ου αἰῶνα) καὶ ἀπὸ ἄλλους συγγραφεῖς ὅλα τὰ μνημεῖα στὴν Πόλη εἶναι ἁρμονικά, ὀρθολογικὰ καὶ ὀργανωμένα. Μάλιστα, σύμφωνα μὲ ἀραβικὲς πηγές, οἱ Ἄραβες κατὰ τὸν σχεδιασμὸ καὶ τὸ κτίσιμο τῆς Βαγδάτης, ἔλαβαν ὑπ' ὄψη τους τὶς κριτικὲς καὶ τὰ σχόλια τῶν Βυζαντινῶν ἐπισκεπτῶν τῆς Βαγδάτης γιὰ τὴν τοποθεσία τῆς ἀγορᾶς στὴν Βαγδάτη, γιὰ τὴν ἔλλειψη τῶν κήπων, τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὶς πηγὲς ὕδρευσης καὶ τὴν θέση τοῦ παλατιοῦ. Ἐπίσης, ἄλλαξαν τὸ πολεοδομικὸ σχέδιο τῆς Βαγδάτης, προκειμένου νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὲς τὶς ἀπόψεις καὶ ὑποδείξεις τῶν Βυζαντινῶν.

Οἱ Ἄραβες συγγραφεῖς τοῦ 12ου, 13ου καὶ 14ου αἰῶνα θαυμάζουν τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ ἀλ-Χαράουϊ (πέθ. τὸ 1215 μ.Χ.) λέγει ὅτι «ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι μιὰ πόλη ἀκόμη σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν φήμη της». Ὁ ἀλ-Καζουινὶ διακηρύσσει ὅτι «τίποτα σὰν αὐτὴν δὲν ἔχει κτισθῇ ποτέ, οὔτε πρὶν οὔτε μετὰ» καὶ ὁ ἀλ-Ἰντριζὶ στὰ μέσα τοῦ 12ου αἰῶνα γράφει ὅτι ἡ «Κωνσταντινούπολη εὐημερεῖ, ἔχει ἀγορὲς κι' ἐμπόρους, καὶ οἱ κάτοικοί της εἶναι πλούσιοι». Διασώζονται πολλὲς περιγραφὲς τῆς Πόλης ἀπὸ Ἄραβες συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν Ἀγιὰ Σοφιά, τὴν στήλη τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὸ Ὡρολόγιο στὸ λιμάνι κ.α. Ἐπίσης, ἀναφέρουν τὴν ἀνακατασκευὴ τοῦ Τζαμιοῦ τὸ 1263, μόλις οἱ Βυζαντινοὶ ἀνακατέλαβαν τὴν Πόλη ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, τὸ ὁποῖο Τζαμὶ εἶχαν καταστρέψει οἱ Σταυροφόροι, ὅταν κατέλαβαν τὸ 1204 τὴν Πόλη.

ε) Οἱ Ἄραβες συγγραφεῖς τρέφουν ἕνα σεβασμὸ καὶ θαυμασμὸ πρὸς τὴν βυζαντινὴ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία καὶ τὸν τρόπο ποὺ κυβερνᾶ ὁ βασιλεύς. Ὁ ἀλ-Μασουντὶ (πέθανε τὸ 956 μ.Χ), γράφοντας γιὰ τοὺς διαφόρους βασιλεῖς τῆς ἐποχῆς του, ἀναφερόμενος στὸν βασιλιᾶ τῶν Ρωμηῶν-Βυζαντινῶν, γράφει: «ὁ βασιλιᾶς τῶν Ρούμ, ὀνομάζεται ὁ βασιλιᾶς τῶν ἀνθρώπων, διότι δὲν ὑπάρχει στὴν γῆ λαὸς πιὸ τέλειος στὴν φυσιογνωμία καὶ πιὸ ὄμορφος στὴν ὄψη». Παρόμοια διαπίστωση εἶναι καὶ αὐτὴ ποὺ κάνει ὁ Σάϊντ ἀλ-Ἀνταλουσὶ (πέθ. 1070 μ.Χ.), ποῦ ἔλεγε: «Ὁ βασιλιᾶς τῶν Βυζαντινῶν ὀνομάζεται ὁ βασιλιᾶς τῶν ἀνθρώπων, διότι οἱ ὑπηκοοί του εἶναι οἱ πιὸ ὄμορφοι ἀπὸ ὅλους».

Μέσα στὰ πλαισιαπλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἄποψη τῶν Ἀράβων συγγραφέων γιὰ τὴν ἐθιμοτυπία καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βυζαντίου.

Στὴν ἀρχὴ ὅλη ἡ πομπώδης ἐθιμοτυπία τοῦ Βυζαντίου μὲ τὰ θεάματα, τὶς πλούσιες φορεσιές, τὴν ἱεραρχία τῆς αὐλῆς, τὰ πανέμορφα ἀντικείμενα ἀπὸ πολύτιμους λίθους κλπ. βρισκόταν στὸν ἀντίποδα τῆς ἁπλότητας τῶν ἀρχηγῶν τῆς πρώτης μουσουλμανικῆς κοινότητας καὶ γι' αὐτὸ χλευαζόταν αὐτὴ ἡ νοοτροπία ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους συγγραφεῖς. Ὅμως, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, «οἱ Μουσουλμᾶνοι ἀντιλήφθηκαν τὴν ἀξία τοῦ ἐθιμοτυπικοῦ τελετουργικοῦ καί, καθὼς ἡ αὐτοκρατορία τους ἐξαπλωνόταν, ἄρχισαν νὰ μιμοῦνται τὴν μεγαλοπρέπεια τὴν ὁποίαν ἔβλεπαν στὶς βυζαντινὲς χῶρες». Ὁ Χαροῦν Γιαχγιὰ (τέλος 9ου-ἀρχὲς 10ου αἰῶνα) δίνει μιὰ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τοῦ βυζαντινοῦ τελετουργικοῦ, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας πήγαινε ἀπὸ τὸ Μέγα Παλάτι στὴν Ἁγία Σοφία. Στὴν περιγραφὴ ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς τὴν λέξη «χρυσός», ἤτοι «χρυσοῖ σταυροί», «ξίφη καὶ ἀσπίδες φτιαγμένα ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ χρυσό», «χρυσᾶ θυμιατήρια», «χρυσὸ σκῆπτρο», «χρυσὸ κουτὶ» κλπ. Ἡ περιγραφὴ τῆς πομπῆς εἶναι «ἐξαιρετικῆς μεγαλοπρέπειας καὶ δύναμης», ποὺ φανερώνει ὅτι «ἡ αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα κράτος κι' ἕνας πολιτισμὸς μεγάλης σπουδαιότητος», δείχνει «ἕνα ἰσχυρὸ καὶ ἀξέχαστο Βυζάντιο, μιὰ εἰκόνα ποὺ ἐπέζησε στὰ γραπτὰ τῶν Ἀράβων Μουσουλμάνων συγγραφέων γιὰ αἰῶνες. Τὸ γόητρο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας κατόρθωσε νὰ φτάσει, στὶς πηγές μας, σὲ ἕνα ὕψος ἀναλλοίωτο ἀπὸ τὸ χρόνο».

στ) Τοὺς Ἄραβες Μουσουλμάνους συγγραφεῖς ἐντυπωσιάζει καὶ ἡ παρουσία τοῦ Πατριάρχου καὶ μάλιστα γίνεται διάκριση τῶν ἐξουσιῶν μεταξὺ Αὐτοκράτορα καὶ Πατριάρχου. Μιὰ ἐνδιαφέρουσα παρουσίαση γίνεται ἀπὸ τὸν ἀλ-Μασουντὶ (πέθ. 956 μ.Χ.). Γράφει: «ὁ Πατριάρχης εἶναι ὁ κυρίαρχος βασιλιᾶς τῆς θρησκείας, καὶ ὅπως ὁ αὐτοκράτορας ἔχει τὴν δύναμη τοῦ ξίφους, ὁ Πατριάρχης ἔχει τὴν ἐξουσία ἐπὶ τῆς Ἕδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ κύριος τῆς Ἕδρας εἶναι ὁ ἑταῖρος τοῦ αὐτοκράτορα. Κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι ἴσος πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, καὶ σὲ κανέναν ἄλλο δὲν κλίνει τὴν κεφαλή. Ὁ αὐτοκράτορας εἶναι ὁ κάτοχος τοῦ σιδηροῦ θρόνου: δική του εὐθύνη ἀποτελοῦν τὰ ζητήματα τῶν πολεμικῶν δαπανῶν, τῆς εἴσπραξης τῶν φόρων καὶ τῆς πληρωμῆς τῶν στρατιωτῶν. Ἀντίθετα, εὐθύνη τοῦ Πατριάρχη ἀποτελοῦν τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὰ εὐαγῆ ἱδρύματα γιὰ τὴν συντήρηση τῶν ἐκκλησιῶν, μοναστηρίων, ἐπισκόπων καὶ μοναχῶν».

Τὰ ἴδια ὑποστηρίζει καὶ ὁ Μαρουαζὶ (πέθ. μετὰ τὸ 1120) ποὺ γράφει: «ὑπεράνω ὅλων τῶν Ροὺμ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ λέγεται πατριάρχης, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κύριος τῆς θρησκείας. Ὁ βασιλιᾶς τὸν ἐκθειάζει, ταπεινώνεται ἔμπροσθέν του, καὶ δὲν τοῦ ἀντιτίθεται σὲ ὄ τιδήποτε τον ἀφορᾶ».

ζ) Σὲ εἰδικὸ ὑποκεφάλαιο μὲ τίτλο «Βυζαντινὴ γνώση: Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία» ἡ Nadia Maria El Cheikh ἀναφέρεται στὸ πόσο ἐπηρέασε τὴν σκέψη τῶν Ἀράβων ἡ ἐπιστήμη καὶ φιλοσοφία ποὺ καλλιεργοῦνταν στὸ Βυζάντιο. Γράφει: «Στὴν διάρκεια τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνα ἡ αὐτοκρατορία τῶν Ἀββασιδῶν ἐπέδειξε ἕνα πολιτιστικὸ δυναμισμὸ καθὼς ἐπεδίωκε νὰ οἰκειοποιηθῇ τὴν πολιτιστικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἀρχαίου κόσμου». Γι' αὐτό, ἄλλωστε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 9ου αἰῶνα ξεκίνησαν οἱ μεταφράσεις ἀρχαιοελληνικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἀποκτήθηκαν κυρίως ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.

Στὸ θέμα αὐτὸ παρατηροῦμε δύο τάσεις μεταξὺ τῶν Ἀράβων. Ἡ μία τάση ἔκανε διάκριση μεταξὺ τῶν Γιουνὰν (Ἑλλήνων) καὶ Ροὺμ καὶ ὑποστήριζε ὅτι ἡ σοφία καὶ ἡ ἐπιστήμη ἀνῆκαν στοὺς Γιουνάν, τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας, ἕνα ἔθνος ποὺ ἐξαφανίσθηκε ἡ ἀφομοιώθηκε ἀπὸ τοὺς Ρούμ. Ἔτσι, ὑποστήριζε ὅτι «οἱ Γιουνὰν εἶχαν τὶς ἱκανότητες τῆς ἀφαίρεσης, τῆς ἔρευνας καὶ τῆς ἀνακάλυψης», ἐνῷ «οἱ Ροὺμ εἶναι ἱκανοὶ μόνον στὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ στὴν γεωμετρία». Ἡ ἄλλη τάση ἔχει ἀντίθετη ἄποψη ἀπὸ τοὺς προηγουμένους. Οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἐκπροσωποῦν αὐτὴν τὴν τάση παραδέχονται τὶς ἐπιδόσεις τῶν Βυζαντινῶν στὴν φιλοσοφία, τὴν ἰατρική, τὴν τεχνική. Κυρίως δέχονται τὸ Βυζάντιο ὡς ἀποθετήριο τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γνώσης καὶ ταξιδεύουν συχνὰ σ' αὐτὸ γιὰ νὰ ἀγοράσουν βιβλία.

Ἡ Nadia Maria El Cheikh παρατηρεῖ: «Εἶναι συνεπῶς δύσκολο νὰ συγκεράσουμε διάφορες ἀντιφατικὲς μαρτυρίες. Τελικά, τὸ συμπέρασμα ποὺ ἀπομένει εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ κυρίαρχη ἀμφισημία σχετικὰ μὲ τὴν Βυζαντινὴ γνώση, εἶναι ἀφ' ἑαυτῆς ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια θέματα τῆς εἰκόνας τοῦ Βυζαντίου» γιὰ τοὺς Ἄραβες.

Ἡ νοοτροπία τῆς πρώτης τάσης, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ποὺ ὑποβίβαζε τοὺς Ροὺμ καὶ ἐξύψωνε τοὺς Γιουνάν, τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, πιθανὸν ὀφειλόταν σὲ μιὰ παγανιστικὴ νοοτροπία ποὺ ἐπικρατοῦσε στοὺς χώρους ποὺ ἐξαπλώθηκε ὁ Μουσουλμανισμός, δηλαδὴ στὶς ἀνατολικὲς περιοχές, τὴν Περσία. Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν Ἀνατολὴ καλλιεργήθηκε ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, καθὼς ἐπίσης στὴν Περσία κατέφυγαν οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι τῆς Ἀθήνας, μετὰ τὸ κλείσιμο τῆς Ἀκαδημίας τὸ 529, καὶ τοὺς δέχθηκαν μὲ τιμές.

Ἡ Πολύμνια Ἀθανασιάδη μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι φιλόσοφοι κατέληξαν στὴν πόλη Χαρράν, στὰ βυζαντινο-περσικὰ σύνορα, ἐπανίδρυσαν ἐκεῖ τὴν Ἀκαδημία τους, ἡ ὁποία συνέχιζε νὰ ἀνθῇ τὸν 9ον καὶ 10ον αἰῶνα. Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀθανασιάδη, τὸ 901 μ.Χ. ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῆς Ἀκαδημίας, ὁ Ταμπὶτ Κούρα, γνωστὸς ἰατρὸς καὶ φιλόσοφος, ἔγινε ὁ ἀστρονόμος τῆς βασιλικῆς αὐλῆς στὴν Βαγδάτη καὶ ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἄνθιση τῆς νεοπλατωνικῆς ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας στὸ Ἀββασιδικὸ βασίλειο.

Ὁ Edward Watts σὲ σχετικὴ μελέτη του ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ὑπόθεση γιὰ τὴν ὕπαρξη κάποιας Νεοπλατωνικῆς Σχολῆς στὴν Χαρράν, βασίζεται ἁπλῶς σὲ μιὰ περιγραφὴ τοῦ Ἄραβα συγγραφέα Ἀλ-Μασουντί, τοῦ 10ου αἰῶνα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος συνάντησε στὴν Χαρρὰν ἕναν τόπο συνάντησης φιλοσόφων. Ὡστόσο ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ συνεχὴς ὕπαρξη Νεοπλατωνικῆς Σχολῆς στὴν Χαρρὰν εἶναι ἀμφίβολη. Ἐπίσης ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ μεταφορὰ τῆς φιλοσοφικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Βαγδάτη μέσῳ Ἀντιοχείας καὶ Χαρρὰν εἶναι προβληματική. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται νὰ ἰσχύη εἶναι ὅτι ἔπαιξαν ἕνα ρόλο «μεμονωμένοι Χαρρανοὶ στὸ μεταφραστικὸ πρόγραμμα τῶν Ἀββασιδῶν Χαλιφῶν τοῦ ἐνάτου αἰῶνα».

Ὅμως, ὁ Θεοδόσης Πελεγρίνης, περιγράφοντας τὸν Νεοπλατωνισμὸ μὲ τὶς διάφορες Σχολές του, ἰσχυρίζεται ὅτι πέραν ἀπὸ τὴν Νεοπλατωνικὴ Σχολὴ τῆς Συρίας ποὺ εἶχε ἡγέτη τὸν Ἰάμβλιχο λειτούργησε καὶ ἡ Νεοπλατωνικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, «καθὼς τὸ 640 περιῆλθε στὴν δικαιοδοσία τῶν Ἀράβων, γιὰ νὰ μεταφερθῆ ἐν συνεχείᾳ τὸ 720 στὴν Ἀντιόχεια καὶ κατόπιν τὸ 900 στὴν Βαγδάτη, δὲν ἔπαψε νὰ ἀσκεῖ τὴν πνευματικὴ ἐπιρροή της στὸν ἰσλαμικὸ κόσμο».

Αὐτὸς ὁ παγανισμὸς τῶν Περσῶν ποὺ ἐπηρέασε μερικοὺς Ἄραβες συγγραφεῖς καὶ ἔχει σχέση μὲ τὸν παγανισμὸ μερικῶν εἰδωλολατρῶν, μπορεῖ νὰ ἔχη σχέση μὲ τὸ μῖσος ἐναντίον τῶν Ρούμ-Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ κατοικοῦσαν στὸ Βυζαντινὸ Κράτος. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ παρατηροῦμε το πὼς τὰ ἐθνικὰ στοιχεῖα καὶ οἱ ἐθνικιστικὲς νοοτροπίες καὶ ἐπιθετικότητες μποροῦν νὰ προξενήσουν προβλήματα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν διαφόρων Θρησκειῶν.

η) Ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ μετά, ὅταν μεταξὺ τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Ἀράβων εἰσῆλθαν οἱ Σταυροφόροι καὶ ἱδρύθηκαν τὰ Σταυροφορικὰ Κράτη στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν οἱ Μογγόλοι, παρατηροῦμε ὅτι ὁ κύριος στόχος τῶν Ἀράβων ἔγιναν οἱ Σταυροφόροι καὶ ὁ τόνος ἀπέναντι στοὺς Βυζαντινοὺς ἔγινε ἠπιότερος.

Οἱ Ἄραβες, παρὰ τὴν ἀρχικὴ σύγχυση μεταξὺ τῶν Ροὺμ καὶ τῶν Σταυροφόρων, στὴν συνέχεια ἔκαναν τὴν διάκριση μεταξύ των ἀλ-Ροὺμ καὶ τῶν al- Ifranj. Τὰ κείμενα τῶν Ἀράβων ἐπαινοῦν τοὺς Ροὺμ γιὰ τὴν ὀμορφιά τους, ἐπειδὴ εἶναι ἀνοιχτόχρωμοι, μὲ ξανθιὰ μαλλιὰ καὶ καλοφτιαγμένη σωματικὴ διάπλαση, ἐνῷ γράφουν μειωτικὰ γιὰ τοὺς Σταυροφόρους Φράγκους. «Οἱ νεοαφιχθέντες Σταυροφόροι, μὲ τὴν χυδαιότητά τους, μὲ τοὺς ἀνοίκειους καὶ τρομοκρατικοὺς τρόπους, θεωρήθηκαν κατώτεροι ἀπὸ τοὺς ἐκλεπτυσμένους καὶ σοφιστικοὺς Βυζαντινούς».

Τὸ σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ ἀναφέρεται εἶναι τὸ ἀκόλουθο: «Τὸν Αὔγουστο 1203, στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἔντασης μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Σταυροφόρων, μιὰ σπεῖρα Φλαμανδῶν, Βενετῶν καὶ Πιζάνων ἐπιτέθηκε καὶ λεηλάτησε τὴν Μουσουλμανικὴ συνοικία τῆς Πόλης καὶ ἔκαψε τὸ Τζαμί. Ὁ Βυζαντινὸς ἱστορικὸς Νικήτας Χωνιάτης ἀναφέρει ὅτι οἱ ντόπιοι (Ροὺμ) ἔτρεξαν νὰ σώσουν τοὺς Μουσουλμάνους».

Τὸ συμπέρασμα τῆς μελέτης τῆς Nadia Maria El Cheikh εἶναι ὅτι ἡ σχέση μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Ἀράβων «δὲν ἦταν ἱεραρχική. Οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι δὲν ἔβλεπαν τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ τὴν ἱστορία τοὺς ὡς βάρβαρους καὶ ἀπολίτιστους, οὔτε τὸ Ἰσλαμικὸ κράτος ὡς ἀνώτερο καὶ τοὺς Βυζαντινοὺς ὡς κατώτερους: οἱ δύο ἀντίπαλοι ἦταν ἴσοι, ἀλλὰ διαφορετικοί. Ἡ εἰκόνα τοῦ Βυζαντίου εἶναι αὐτὴ ἑνὸς πολιτισμοῦ ὁ ὁποῖος διέθετε μιὰ ἀξιοθαύμαστη ἱστορία καὶ κουλτούρα, ἂν καὶ ὁρισμένες πλευρὲς παρουσιάζονται ὡς διεφθαρμένες, ἐκφυλισμένες καὶ μὴ ἐπιδεχόμενης διόρθωσης».

Ἡ εἰκόνα ποὺ σχηματίζει κανεὶς διαβάζοντας τὴν μελέτη τῆς Nadia Maria El Cheikh εἶναι ὅτι οἱ Ἄραβες Μουσουλμᾶνοι κατ' ἀρχὰς ἔτρεφαν θαυμασμὸ γιὰ τοὺς Ρωμηούς, γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους, τὴν σκέψη τους, τὸν πολιτισμό τους καὶ τὸν τρόπο διοικήσεως τῆς Αὐτοκρατορίας, παρὰ τὰ λάθη ποὺ ἐκεῖνοι ἐντόπιζαν. Στὴν συνέχεια, κατὰ τὴν ἱστορικὴ διαδρομή τους, ἀπὸ διαφόρους λόγους, εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὶς ἐθνικιστικὲς παραδόσεις καὶ τὸ ἐθνικὸ μῖσος τῶν Περσῶν στοὺς ὁποίους διαδόθηκε ὁ Μουσουλμανισμός. Παρὰ ταῦτα πρὸς τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἄραβες, λόγῳ τῶν ἐπιθέσεων τῶν Φράγκων Σταυροφόρων καὶ λόγῳ τῆς συγκρίσεως μεταξὺ τῆς φιλάνθρωπης διαγωγῆς τῶν Ρωμηῶν πρὸς τὴν ἐπιθετικότητα τῶν Σταυροφόρων, αὔξησαν τὸν θαυμασμό τους πρὸς τοὺς Ρωμηούς.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)