Γράφτηκε στις .

Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Φραγκάκη: Στὸν Μεγάλο Σεβαστιανὸ (Μητροπολίτη Κονίτσης)

Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Φραγκάκη

Ἱεροκήρυκος Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας

Ἐκοιμήθη 12 Δεκεμβρίου 1994. Ἐπὶ τὴ ἑνδεκάτη ἐπετείῳ τῆς ὁσιακῆς τελευτῆς καὶ τῆς πρὸς Κύριον μεταχωρήσεως αὐτοῦ.

Αρχιμ. Αντωνίου Φραγκάκη: Στον Μεγάλο ΣεβαστιανόἬσουν ἄγγελος· / ἔτσι Σὲ ζήσαμε.

Προφήτης πυρίπνους· / ἔτσι Σὲ νοιώσαμε.

Ἡ θωριὰ Σοῦ μετάγγιζε φῶς...

ὁ λόγος Σοῦ ξαναμμένος εἰσχωροῦσε

στὰ ὑπόβαθρα τῆς δικῆς μας καρδιᾶς

καὶ ξεπάγωνε τοὺς χοϊκούς

καὶ ἄνευρους μηχανισμούς της.

Ἡ ἀγοραία συναλλαγὴ δὲ Σ' εἶχε

μέτοχο καὶ θαυμαστή·

Οὔτ' ἡ ἐπίκαιρη σκηνὴ / φροντιστῆ κι οἰκονόμο.

Ἐσὺ τὸ λέντιο ἀγάπησες / καὶ τοῦ Ὑπερώου ὑπῆρξες

κατ' ἀποκλειστικότητα θαμῶνας.

Καὶ διέπρεψες πατερικά,

ἀφοῦ μετέβαλλε Ἐκεῖνος

τὴν ἐνεργὸ ταπεινοφροσύνη Σοῦ

σὲ παγκόσμιο ὑψοφανῆ λυχνοστάτη,

ὅπου ἔλαμψε ἐκθαμβωτικά

τὸ ἀστραπηβόλο ἦθος

τῆς μαρτυρικῆς Ἀρχιερωσύνης Σοῦ.

Ἐπιστρατεύθηκες «βία καὶ ὠθισμώ»

στὴ δοξασμένη ἔπαλξη τῆς ἱερῆς Σοῦ μάνδρας.

Ὁ Παράκλητος μόνο «ἐβουλεύθη»

νὰ σταθεῖς / σ' ἀκριτικὸ ποιμαντικὸ μετερίζι.

Ὑψώθηκες θεοπρεπῶς

«ἐν ἐκκλησίᾳ λαοῦ καὶ ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων»,

«Διο καὶ εὐλογήθης περισσῶς»,

καὶ ἔγινες σηματορός, / σύμβολο, θρῦλος, φλάμπουρο, ἰδέα,

οὐράνια παρακλητικὴ ὀπτασία,

ποὺ ἐνσταλάζει στὰ μύχια τοῦ γένους

τὸ ζείδωρο νάμα τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης,

τὶς προδομένες ἀξίες τῆς ἔνδοξης φυλῆς.

Δέκα χρόνια ἐπίμονα Σ' ἀναζητῶ.

Γυρεύω τὰ ἁγνὰ Σοῦ μάτια μὲσ' στὴν πληθώρα

τῶν θυτῶν τοῦ Ἀρνίου.

Δὲν τολμῶ νὰ εἰπῶ «ἀπελπισία»

γιατί μὲ συγκρατεῖ τοῦ Συνεσίου Κυρήνης

ἡ διαιωνιζόμενη χαροποιὸς ἀγγελία.

«Οὐκ ἐπιλείψουσι τῷ Θεῷ

ἐργάται πρέποντες Ἐκκλησία»

Μόνο ζηλεύω. Ποθῶ τὴν οὐράνια δόξα Σοῦ.

Ὅμως ἐνδόμυχα ἀποστατῶ

ἀπὸ τὴν φαεινὴ ἀναγωγικὴ Σοῦ πορεία,

γιατί μὲ τρομάζουν τὰ κόκκινα σημάδια

ποὺ δηλοποιοῦν καὶ τὰ δικὰ Σοῦ τὰ χνάρια

στὴν πεπατημένη τῶν ἁγίων

στῶν «σφαγιασθέντων» τὴν ὁδό.

Δὲν ἔχει χρεία ἡ σεπτὴ κορυφὴ Σοῦ,

ἀπὸ πενιχρῶν ἐγκωμίων «ἀνθοπλεκὴ στεφανίδια»

«Σοὶ δὲ ἀρκέσει»

ἡ τοῦ θεόπτου Ἐφραὶμ ἀνθομολόγητη προσηγορία.

Ὅτι ὑπῆρξες / Τῶν Ὁσίων ὁμότροπος

καὶ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τὴ προαιρέσει.

Καὶ τῆς Ἠπείρου ἡ εὔανδρος γῆ

ἐπισυνάπτει στὴν ἀγιόλεκτη περὶ Σοῦ εὐφημολογία

τὴν ἐμπειρογνώμονα πασιφανῆ μαρτυρία,

ὅτι Σὲ ἀναδέχθηκε πρὸ χρόνων πτωχό,

καὶ ὅτι εἰσῆλθες στὰ σπλάχνα τῆς πένης.

Τώρα ποὺ ἀπὸ τὸ στενωπὸ τοῦ ἐπίμοχθου ἀγῶνα,

περιχαρὴς βηματίζεις στὴν πλατειὰ λεωφόρο,

τῆς ἀχειροποίητης νοητῆς πολιτείας,

καὶ λαμπροφανὴς θεᾶσαι

τὸ ἀμήχανο κάλλος τῆς «Τρισσοφαοὺς Θεαρχίας»,

τὸ ἀσύλληπτο μεγαλεῖο τῆς Πανακήρατης Κόρης,

καὶ τῶν χριστοποιημένων τὴν θεαυγὴ καὶ φωσφόρο χορεία,

μὴν κουρασθεῖς νὰ δέεσαι

Δεσπότη τῆς ἀγάπης, τῆς παρρησίας καὶ τῆς θυσίας,

γιὰ τὸ «πολυτλῆμον» ἔθνος,

τοὺς Βορειοηπειρῶτες, τὴν Κόνιτσα, τὸ Δελβινάκι

τὰ παιδιὰ Σοῦ, / μὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς Σοῦ,

νὰ ἐμπνευστοῦν ἀπὸ τὴν παροιμιώδη σεμνότητα

καὶ τὰ ἄσβεστα ζώπυρα

τῆς ἀναγεννημένης καρδιᾶς Σοῦ.

Καὶ γιά μας, / ποὺ φοιτητὲς Σὲ γνωρίσαμε,

καὶ μὲ λαχτάρα Σὲ προσδοκοῦμε,

στὸ γλυκοχάραμα τῆς ἀναστάσιμης ἀπαντοχής,

στὸν ἀβασίλευτο ὁρίζοντα τῆς ὀγδόης ἡμέρας.–