Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Τὸ πρόβλημα τῆς “Εὐθανασίας” ἀπὸ Ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Συζητεῖται εὐρύτατα τὸ πρόβλημα τῆς “εὐθανασίας” στίς ἡμέρες μας. Βέβαια, καί παλαιότερα γινόταν συζήτηση γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, ἀλλά σαφῶς μέσα σέ διαφορετική προοπτική. Δηλαδή, παλαιά ἐξεταζόταν τό θέμα μέσα ἀπό τήν φιλοσοφική προοπτική, ἐνῶ σήμερα μέσα ἀπό τήν ἀτομοκρατική καί ὠφελιμιστική πλευρά.

Ἡ εὐρύτατη συζήτηση προκαλεῖ πολλές ὑποψίες. Ἡ σύγχρονη πείρα ἔχει ἀποδείξει ὅτι, ὅταν γιά κάποιο θέμα γίνεται δημοσιογραφικός θόρυβος, σημαίνει ὅτι ἐπίκειται μιά νομοθετική ἀλλαγή στό θέμα αὐτό.

Στά ἑπόμενα δέν θά ἐξετάσω τίς διάφορες μορφές τῆς λεγομένης εὐθανασίας, ὅπως τήν ἑκούσια ἐνεργητική εὐθανασία, τήν ἀκούσια ἐνεργητική εὐθανασία, τήν παθητική εὐθανασία, τήν ἔμμεση εὐθανασία καί τήν ὑποβοηθούμενη αὐτοκτονία, καθώς ἐπίσης τίς ψυχολογικές καί κοινωνικές συνέπειες, ἀλλά τήν εὐθανασία μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική προοπτική.

* * *

Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ὑποστηρίξη καμμιά μορφή εὐθανασίας, γιατί ἡ ἴδια τῆς ἐνδιαφέρεται νά δώση στόν ἄνθρωπο τήν ζωή, τήν πρό τοῦ θανάτου καί τήν μετά ἀπό αὐτόν. Μάλιστα, ἐπιδιώκει νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο στό εὖ θνήσκειν, πού στήν πραγματικότητα εἶναι ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Βέβαια, ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νά βλέπη τό θέμα μέσα ἀπό τήν δική της ἀνθρωποκεντρική πλευρά καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, πού ἀποφασίζει νά ζῆ ἐκτός της Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά κάνη τίς ἐπιλογές του, ὅμως ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν μπορεῖ νά ἐκκοσμικεύη τήν ἀποκάλυψη καί νά τήν κατεβάζη στά ἀνθρώπινα, μονοδιάστατα καί αὐτόνομα ἐπίπεδα.

Θά ἤθελα νά ἐκθέσω σύντομα τέσσερεις λόγους γιά τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ὑποστηρίξη κάποια μορφή εὐθανασίας.

Πρώτον. Ἡ ζωή δέν εἶναι δημιούργημα δικό μας, ἀλλά δῶρο Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό δέν ἔχουμε ἀποκλειστικά δικαιώματα πάνω σε αὐτήν. Ὁ Θεός εἶναι κύριος της ζωῆς καί τοῦ θανάτου καί κανείς ἄλλος. Αὐτός ἔχει, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, τό copyright ὡς χορηγός της ζωῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κάνει λόγο γιά τήν διάκριση μεταξύ των “ἐφ’ ἡμῖν”, ὅσων ἔχουμε ἐξουσία, καί τῶν “οὐκ ἐφ’ ἡμῖν”, ὅσων, δηλαδή, δέν ἔχουμε ἁρμοδιότητα καί ἐξουσία. Ἀσφαλῶς τό δῶρο τῆς ζωῆς ἀνήκει στά “οὐκ ἐφ’ ἡμῖν” καί ἑπομένως ὑπάγεται στήν ἀποκλειστικότητα τοῦ Θεοῦ.

Δεύτερον. Δέν ἀπολυτοποιεῖται ἡ βιολογική ζωή. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἀλλά συνεχίζεται καί πέρα ἀπό αὐτόν. Καί μπορεῖ κανείς νά ὑπογραμμίση ὅτι ἡ ζωή μετά τόν θάνατο ἔχει μεγάλη ἀξία καί σπουδαιότητα. Ἔτσι, λοιπόν, τήν διαδικασία τοῦ θανάτου τήν βλέπουμε καί τήν ἀντιμετωπίζουμε ὡς ἀπόκτηση καί συνέχιση μιᾶς ἄλλης ζωῆς. Ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφής: “χριστιανᾶ τά τέλη τῆς ζωῆς ἠμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καί καλήν ἀπολογία τήν παρά τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστού”. Ὁ τρόπος τοῦ τέλους τοῦ βίου συνδέεται μέ τόν τρόπο τελείωσης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παράστασή του στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Καί μιά μικρή προσευχή τοῦ ἀνθρώπου στό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ μπορεῖ νά τοῦ δώση μιά ἄλλη διαφορετική, αἰώνια προοπτική. Παρατείνουμε τήν ζωή, γιατί ἐλπίζουμε στήν τελείωση καί σωτηρία.

Τρίτον. Ὁ πόνος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολύ χρήσιμος καί ἀποδοτικός, ἀρκεῖ νά γνωρίζη ὁ ἄνθρωπος τόν τρόπο νά τόν ἀντιμετωπίζη. Δυστυχῶς ὁ λόγος γιά τήν εὐθανασία ἀνθεῖ στίς σύγχρονες κοινωνίες στίς ὁποῖες ἔχει ἀποβληθῆ ὁ πόνος ὡς ἀνάξιος λόγου. Εἶναι σημαντικό νά λεχθῆ ὅτι ὁ διάσημος ψυχοθεραπευτής Victor Frankl ἔχει ὑποστηρίξει τήν ἄποψη ὅτι ὁ πόνος ἀποτελεῖ ἕνα βασικό ὑπαρξιακό πρόβλημα, καί δί’ αὐτοῦ δίνεται στόν ἄνθρωπο ἡ μοναδική εὐκαιρία γιά ἐσωτερική πληρότητα. Διδάσκει ἐμφαντικά ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀγωνίζεται νά ἀποφύγη τόν πόνο, ἀλλά μᾶλλον νά εἶναι διατεθειμένος νά ὑποφέρη στήν ζωή του, μέ τήν προϋπόθεση, βέβαια, ὅτι ὁ πόνος ἔχει κάποιο νόημα. Μάλιστα, ὑποστηρίζει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζη μιά ἀθεράπευτη ἀσθένεια, τότε τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία “νά ἐκπληρώση καί τό πιό βαθύ του νόημα”. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν εὐχαρίστηση, τήν ἀπόλαυση καί ἀποφεύγουν τόν πόνο, ἀλλά εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση, κατά σωστό τρόπο, τοῦ πόνου δίνει μιά ἄλλη αἴσθηση τῆς ζωῆς, πιό ὁλοκληρωμένης καί γνήσιας.

Τέταρτον. Ἡ ὅλη διαδικασία τοῦ θανάτου, ὅσο καί ἄν εἶναι ἐπώδυνη, δέν εἶναι χαμένος χρόνος. Γιά τόν ἄρρωστο εἶναι καιρός προετοιμασίας γιά τήν εἴσοδό του σέ ἕναν ἄλλο “χῶρο” ζωῆς, γιά τούς συγγενεῖς καί τούς οἰκείους εἶναι εὐκαιρία νά ἐκφράσουν τά αἰσθήματα στοργῆς, ἀγάπης καί συμπάθειας πρός τά ἀγαπητά τους πρόσωπα. Γιά παράδειγμα, τά παιδιά ἔχουν τήν μοναδική εὐκαιρία νά ἀνταποδώσουν τίς “ὀφειλές”, τήν ἀγάπη τους πρός τούς γονεῖς. Καί ἡ πείρα ἔχει βεβαιώσει ὅτι τίς περισσότερες φορές γύρω ἀπό τό κρεββάτι ἑνός μελλοθάνατου ἐπανασυνδέονται φιλίες, ἀναπτύσσεται ἡ τρυφερότητα καί ἡ ἀγάπη, τίς ὁποῖες καταστρέφει ἡ πολυτάραχη καί ἀγχώδης κοινωνική σύγχρονη ζωή. Ὁ λόγος τῆς εὐθανασίας γίνεται σέ κοινωνίες ὅπου ἐπικρατεῖ ἀστοργία, ἀμοραλισμός καί ἀτομικισμός.

* * *

Γίνεται σήμερα πολύς λόγος γιά τήν εὐθανασία, ἀκριβῶς γιατί δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τόν θάνατο. Εὐθανασία καί θάνατος εἶναι δύο ἀντιστρόφως ἀνάλογες ἔννοιες. Ὅταν κατανοήσουμε τό μυστήριο τοῦ θανάτου, τότε δέν ἔχει θέση ἡ λεγομένη εὐθανασία, καί ὅταν μιλοῦμε καί δεχόμαστε τήν εὐθανασία, δείχνουμε ὅτι ἔχουμε ἀνικανότητα νά διεισδύσουμε στό μυστήριο τοῦ θανάτου.

Δυστυχῶς, ζοῦμε σέ μιά ἐποχή ἡ ὁποία δέν ἀντιμετωπίζει τά θέματα φιλοσοφικά καί θεολογικά, ἀλλά ἐμπορικά καί ἀτομικιστικά. Μακάρι νά μήν εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά ἔχω μία ὑποψία ὅτι τό θέμα αὐτό, ὅπως καί πολλά ἄλλα παρόμοια, ἔχουν περιπλεχθῆ σέ οἰκονομικά μεγέθη, καί ἀκόμη ἴσως στούς σκοπούς τῶν ἀσφαλιστικῶν ὀργανισμῶν ἤ ἑταιρειῶν. Εὔχομαι νά μήν εἶναι ἀλήθεια κάτι τέτοιο καί νά παραμείνη στόν χῶρο τῆς ὑποψίας. Πάντως εἶναι σίγουρο ὅτι τό θέμα βλαστάνει καί καρποφορεῖ σέ κοινωνίες ἀποπροσανατολισμένες καί ἀφιλόσοφες, ἄστοργες καί ἀφιλόστοργες, εὐδαιμονιστικές καί χρησιμοθηρικές. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φιλοσοφήση πάνω στήν διαδικασία τοῦ θανάτου, δέν μπορεῖ νά καταλάβη τί εἶναι ζωή καί, βέβαια, δέν μπορεῖ νά εἶναι πρόσωπο.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3584