Skip to main content

π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ: Πῶς Σὲ κηδεύσω, Θεέ μου…

Πρωτοπεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ

(Βιωματικὲς καταθέσεις ποιμαντικῆς προοπτικῆς)

Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Κύριο Ἰερόθεο, ταπεινὴ εὐχαριστία.

Εἶναι βέβαιο πὼς ἔχουν γραφῆ πολλὰ θαυμάσια κείμενα γιὰ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Κείμενα ποὺ ἔχουν μέσα τους τὴν πυράδα τῶν κορυφαίων γεγονότων, τὰ ὁποῖα συντελέστηκαν καὶ «μυστικῶς» συντελοῦνται αὐτὴν τὴν ἁγία ἡμέρα. Ὅμως τοῦ καθενός μας ἡ μνήμη αὐτὲς τὶς ἱερὲς στιγμὲς γλυστρὰ στὰ μονοπάτια τοῦ χτὲς καὶ ἀναζητᾶ τὸν βέβαιο ἐκεῖνο λειμῶνα τῶν βιωματικῶν ἐμπειριῶν, ποὺ τὸ χτὲς καὶ ἡ παιδικὴ ἡλικία κατέθεσαν στὴν ψυχή του, μέσα σὲ ἀναβαθμοὺς κατανύξεως καὶ ταπεινὲς ψαύσεις τῶν ἱερῶν γεγονότων, μὲ τὸν ἀπαραίτητο σεβασμὸ καὶ τὴν ἀμείωτη ταπεινοφροσύνη, στοιχεῖα ποὺ ὑφαίνουν μὲ τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ τὸν ἀταλάντευτο σεβασμό, τὸν χιτῶνα τῆς ἐνθέου ἐμβιώσεως, τῆς ἀκλινοῦς δηλαδὴ πίστεώς μας.

Μεγάλη Παρασκευή. Ἡ χαρμολύπη κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἄνοιξη ποὺ μᾶς ἀνοίγει τὴν ἄλλη θύρα, ἐκείνης τοῦ Πάσχα, τὸ ὁποῖο ἀνεβαίνει σιωπηλὸ μέσα ἀπὸ σταλαγμοὺς εὐλογημένης κατανύξεως, σταυρώσιμων βιωμάτων καὶ ἐπιτάφιων θρήνων, καταθέτοντας τὸ δικό της μερίδιο στὰ ἱερά μας τὰ βιώματα. Μεγάλη Παρασκευή. Ἕτοιμο τὸ ἱερὸ Κουβούκλιο στὸ μέσον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ νὰ δεχτῇ τὸν Ἐπιτάφιο. Μὲ περίσσια χάρη ἀνθοστολισμένο, ταπεινὰ συγυρισμένο ἀπαιτεῖ μονάχα τὸν ἐμβιωμένο σεβασμὸ καὶ τὴν ἄδολη προσέγγιση. Γιατί αὐτὲς οἱ ὧρες τοῦ στολισμοῦ καὶ τῆς λιτάνευσης τοῦ Ἐπιταφίου, προϋποθέτουν τὸν βαθύτατο καὶ προσεκτικὸ ἐντοπισμὸ τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας ἔτσι γιὰ μιὰ συνάντηση....

Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ὥρα τῆς ἐναποθέσεως τοῦ Ἐπιταφίου στὸ ἱερὸ Κουβούκλιο, καθὼς οἱ χοροὶ ψάλλουν τὸ κορυφαῖο δοξαστικὸ ἆσμα «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον το φῶς ὦσπερ ἱμάτιον..», ὅταν φτάσουν στὸ διαλεχτὸ καὶ σίγουρα ἐπιλεγμένο στίχο του «Πῶς Σὲ κηδεύσω, Θεέ μου..», μαζί τους σιγοψιθυρίζουν μὲ βαθύτατη κατάνυξη, πίστη καὶ παρηγορία, μιὰ πλειάδα ἀπὸ ψυχές, ἄγνωστες σὲ πολλούς, γνωστὲς ὡστόσο στὸν ἴδιο τὸ Θεό, γιατί τούτη τὴ στιγμὴ καταθέτουν μὲ προσευχητικὴ διάθεση τὸ τραγικό, ἀλλὰ ἐπιβαλλόμενο νὰ εἰπωθῇ ἐρώτημα: «Πῶς Σὲ κηδεύσω, Θεέ μου..»

Αὐτὸ τὸ διερώτημα καταθέτει λοιπὸν ἡ κάθε ταπεινὴ ὕπαρξη τὴ στιγμὴ ποὺ κομίζει τὰ δροσερὰ ἄνθη γιὰ τὸν στολισμὸ τοῦ Κουβουκλίου. Καὶ μαζί της ἀκολουθεῖ ὁ χορὸς τῶν ὅσων εὐπρεπίζουν τὸ Κουβούκλιο, τὸ ντύνουν μὲ ἄνθη τῆς ἄνοιξης, τὸ στρώνουν μὲ διαλεχτὰ στρωσίδια, τὸ προσέχουν ὥστε νὰ φανῇ ὅσο γίνεται πιὸ ἱεροπρεπές, πιὸ τέλειο, γιατί ἐκεῖ θὰ κατατεθῆ ἡ Ζωὴ ποὺ θὰ προβάλη τὴ νέα Ζωή. 

«Πῶς Σὲ κηδεύσω, Θεέ μου» διαλογίζεται καὶ ἡ φτωχὴ ἡ γιαγιά, ὅταν κάθεται καὶ ἀγναντεύει τὶς νεώτερες κόρες ποὺ στολίζουν ἡ καὶ συνδράμουν στὸν στολισμὸ τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου, ὅπως ἐκείνη στὰ νιᾶτα της καὶ χαίρεται γιατί τὸ νῆμα τῆς παράδοσης ὅλο καὶ ξετυλίγεται, δὲν κόβεται, δὲν χάνεται, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ δένη τὰ χρόνια το ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. «Πῶς Σὲ κηδεύσω, θεέ μου» ψιθυρίζει καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κατανύσσεται μέσα στὴ φεγγοβολὴ τῆς χαρμολύπης τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ ὀλημερὶς δὲ φεύγει ἀπὸ τὸν ναὸ παρὰ στέκει σιμὰ στὸ ψαλτήρι καὶ συλλαβίζει τὰ Ἐγκώμια. Ξετυλίγει τοὺς γνώριμους τοὺς ἤχους, χαίρεται, ἀγάλλεται καὶ ἀπορεῖ συνάμα. «Τί σημαίνει, «Ἡ ζωὴ ἐν Τάφῳ»;

Τὸ πρόσωπο τοῦ ταπεινοῦ λευΐτη ποὺ φέρει στὶς πλάτες του τὸν Ἐπιτάφιο καὶ στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο συσπᾶται ἀπὸ τὴν συγκίνηση καὶ δὲν ἀντέχει νὰ προφέρη ἄλλες λέξεις, γιατί εἶναι βέβαιο πὼς ἀδυνατεῖ ν’ ἀποθηκεύση κι ἄλλα κορυφαῖα γεγονότα. Ἡ ψυχή του, τὸ εἶναι τοῦ ἔχουν πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Μακροθυμία Τοῦ...έτσι ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἱεροῦ ὑμνωδοῦ γίνεται ἔξαφνα τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ φέρει μπροστὰ στὸ τραγικὸ ἀδιέξοδο: «Πὼς Σὲ κηδεύσω, Θεέ μου», ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, ὁ ἐμπαθής, ὁ κεγχριαῖος, ὁ ἀδύναμος, ὁ ἀτελής, ὁ πειραζόμενος καθημερινά, ὁ πεπτωκῶς, ὁ γήϊνος; Πώς, Θεέ μου, ν’ ἁπλώσω τὰ χέρια μου νὰ Σὲ καταθέσω στὸ κενὸ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κι ἐγὼ ἐπέλεξα, ὅταν ξέρω πὼς δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ νὰ μὴ Σοῦ ἀνήκει......

Μεγάλη Παρασκευή. Αὐτὴ τὴ μέρα οἱ ἐκκλησιὲς εἶναι ἀνοιχτὲς καὶ ἀναμένουν. Ὄχι τόσο τὸν φιλοπερίεργο τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος τὶς ἐπισκέπτεται γιὰ νὰ δὴ τὸν Ἐπιτάφιο, ὅσο τὸν φιλότιμο πιστὸ ἡ καὶ τὸν καλοπροαίρετο ἄπιστο ποὺ θὰ θελήση νὰ καταθέση μὲ τὸ ἄναμμα τοῦ λιτοῦ τοῦ κεριοῦ ἐκεῖνο τὸ κρυφό, ἀλλὰ καὶ τρυφερὸ δάκρυ τῆς μετανοίας, τῆς φιλαμαρτήμονος συνειδητότητάς του καὶ τῆς βεβαιωμένης του ἀναξιότητας. Γιατί φτάνει μονάχα νὰ σκεφτῇς, πέρα ἀπὸ τὰ λουλούδια, τὰ στολίδια καὶ τὸν διάκοσμο, ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχεσαι στὸ περιθώριο τῶν ἀδυναμιῶν σου, τῆς ἀτέλειας καὶ τῶν ἐφάμαρτων λογισμῶν σου. Μεταξὺ αὐτῶν κι ἐκείνη ποὺ ἐξάπαντος ἀπαιτεῖ νὰ Τὸν κηδεύσης καὶ δὲν ἀπαιτεῖ νὰ Τὸν ἀναστήσης... Ἐκτὸς μονάχα ἂν Τὸν χρειάζεσαι. Κι αὐτό σου διδάσκει μὲ μύριους τρόπους ἡ Μεγάλη Παρασκευή.–

  • Προβολές: 2645