Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Για τους θρησκευτικά ακάλυπτους...

του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη

Η παράδοση των αγίων Πατέρων μας, οι βίοι και τα κείμενά τους, μας δίνουν από το παρελθόν, με τον αιωνίως ενεργό λόγο τους, την δυνατότητα να βλέπουμε καθαρά την σύγχρονη πραγματικότητα. Μας δίνουν φως. Αυτό γίνεται με δύο ενέργειές τους. Πρώτον, με την διδασκαλία του τρόπου με τον οποίο αποκαθίσταται η υγεία της οπτικής δυνάμεως της ψυχής μας, και δεύτερον, με την εκδίωξη της ομίχλης που καλύπτει το οπτικό πεδίο του νου μας. Αιθριάζουν τον πνευματικό μας ορίζοντα. Μέσα από τα κείμενά τους διδασκόμαστε την ορθή κρίση των νοημάτων, που είναι η προϋπόθεση για να αποφύγουμε την παράχρηση των πραγμάτων και με την διδασκαλία τους για τα γεγονότα της σωτηρίας του ανθρώπου, που αποτελούν το θεολογικό περιεχόμενο των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, μας ανοίγουν την φωτεινή προοπτική της ζωής μας, που είναι η ομοίωσή μας με τον Χριστό, η μετοχή στην δόξα Του.

Στη συνέχεια επωφελούμενοι από ορισμένα στοιχεία της δεύτερης ομιλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα Εισόδια της Θεοτόκου –εορτή που δεσπόζει μέσα στον εορτολόγιο του Νοεμβρίου–, θα προσπαθήσουμε να δούμε δύο γεγονότα των τελευταίων ημερών που απασχόλησαν τα Μ.Μ.Ε..

Τα σύγχρονα γεγονότα τα οποία θα δούμε με βάση κάποια κριτήρια που μας παρέχει, μέσω του άγιου Γρηγορίου του Παλαμά, η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, είναι αφενός μεν η επιστολή του 13χρονου μαθητή Αλέξανδρου Ανδρικόπουλου, που δημοσιεύθηκε και προβλήθηκε από την Ελευθεροτυπία, αφετέρου δε η υβριστική για την Εκκλησία και γενικότερα τον Χριστιανισμό συνέντευξη του επίτιμου αρχηγού του Πολεμικού Ναυτικού, ναύαρχου Αντώνη Αντωνιάδη. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε το ξέσπασμα ενός μικρού μαθητή, μέσα από το οποίο διαφαίνονται, πίσω από πολύ καίριες επισημάνσεις, ορισμένα μη επισημαινόμενα προβλήματα της νεοελληνικής ανθρωποκεντρικής αγωγής. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε το ξέσπασμα ενός απόστρατου αρχηγού του Ναυτικού, ο οποίος με «τόλμη», την οποία δεν είχε όταν κρατούσε στα χέρια του την ναυτική άμυνα της χώρας, εξέφρασε τις απόψεις του για τον Χριστό και τον Χριστιανισμό.

Ο 13χρονος Αλέξανδρος απευθυνόμενος με την επιστολή του στους γονείς μεταξύ άλλων γράφει: «Πότε καθήσαμε ήρεμα στα γόνατά σας, έτσι, για να γνωριστούμε καλύτερα, να ανοίξουμε ένα βιβλίο του Καβάφη, του Ρίτσου, έναν Καζαντζάκη; Σαν εκείνο να δεις που διάβαζε η γιαγιά μας σε σας, “Ένα παιδί μετράει τα άστρα”». Δεν ξέρω αν ποτέ στο παρελθόν υπήρχαν γονείς που έπαιρναν τα παιδιά τους στα γόνατα για να τους διαβάσουν Λουντέμη, Καβάφη, Ρίτσο η Καζαντζάκη. Είναι προφανές ότι ο Αλέξανδρος γνωρίζει τα ονόματα των ποιητών και των συγγραφέων που αναφέρει, χωρίς να γνωρίζη το τι λένε στα έργα τους. Πάντως, αν γνωρίζει κάτι, θα του διέφυγε πιθανώς ότι δεν αρκεί η ωραία εκφορά του λόγου, η δύναμη της περιγραφής, ο εντυποσιασμός των περίεργων ιδεών, για να καταστήση ένα συγγραφέα παιδαγωγό της τρυφερής ηλικίας. Για παράδειγμα, ο λουντεμικός ήρωας του «Ένα παιδί μετράει τα άστρα», που ξαπλώνει ανάσκελα στο χώμα και μουντζώνει με χέρια και με πόδια τον ουρανό, δεν μπορεί να δώση ικανοποιητικές απαντήσεις στα αυθόρμητα μεταφυσικά ερωτήματα των παιδιών. Θα τα απογοητεύση, θα τα τραυματίση. Ο φανταστικός Χριστός, επίσης, του Καζαντζάκη, που δεν είναι Θεός, αλλά παλεύει να μετατρέψη την σάρκα σε «πνέμα», δεν μπορεί να αποτελέση θετικό στοιχείο αγωγής για την καλλιέργεια της φυσικής θρησκευτικής συνειδήσεως των μικρών μαθητών. Θα την αποπροσανατολίση, θα την βουλιάξη στην ανθρώπινη εμπάθεια. Όσο για τα «ψηλά τείχη» της ποίησης του Καβάφη και του Ρίτσου δεν γνωρίζω αν διαθέτουν ειδική είσοδο για μικρά παιδιά. Πάντως, το πρότυπο που προβάλλεται από τον τρόπο γραφής και από το περιεχόμενο της επιστολής του Αλέξανδρου είναι του ανθρώπου που παιδαγωγείται από τους λογοτέχνες, ανεξάρτητα από τους πνευματικούς προσανατολισμούς τους, στους οποίους δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία• γενικά, είναι του ανθρώπου που προσλαμβάνει μια ανθρωποκεντρική αγωγή, με καλλιέργεια του συναισθήματος, της λογικής και της φαντασίας, η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με τις αισθήσεις.

Ο ναύαρχος Αντ. Αντωνιάδης με την ανεξαρτησία του συνταξιούχου, την μεγάλη εμπιστοσύνη στη λογική και τις αισθήσεις του, με τον αέρα του ανθρώπου που θεωρεί ότι επικοινωνεί με την εποχή του και εκφράζει κοινώς παραδεκτές αλήθειες, τις οποίες όμως οι καταπιεζόμενοι έλληνες πολίτες δεν μπορούν να εκφράσουν, είπε ότι δεν δέχεται τον Χριστό ως Θεό και ότι ο Χριστιανισμός «δεν [τον] καλύπτει φιλοσοφικά, δεν [τον] καλύπτει ως θρησκεία», χωρίς, βέβαια, να λέη αν υπάρχη θρησκεία που τον καλύπτει. Είπε, βέβαια, και υβριστικές εκφράσεις για την θεολογία της Εκκλησίας (την οποία προφανώς αγνοεί), οι οποίες δεν επαναλαμβάνονται. Πάντως, όταν λέη ότι ο Χριστιανισμός δεν τον καλύπτει ως θρησκεία, σημαίνει ότι επιθυμεί την κάλυψη της θρησκείας, την οποία πιθανώς να βρήκε κάπου έξω από τον Χριστιανισμό η να την ψάχνη ακόμη.

Αν δούμε από την μέσα όψη τις δυό αυτές περιπτώσεις, τις τελείως διαφορετικές εξωτερικά, θα διαπιστώσουμε ότι ο τύπος του ανθρώπου που προβάλλεται είναι κοινός. Είναι του ανθρώπου που σχηματοποιεί απόψεις και αποκρυσταλλώνει γνώμες μέσα από την καλλιέργεια της λογικής και της φαντασίας, στις οποίες δίνει την προτεραιότητα. Είναι, για την πατερική μας παράδοση, του ανθρώπου που δεν μπορεί να γνωρίση τον αληθινό Θεό, γι’ αυτό η τον αρνείται η φτιάχνει και προσκυνά είδωλα του Θεού.

Ας δούμε όμως αυτό το θέμα μέσα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος περιγράφοντας την ζωή της Παναγίας στα Άγια των Αγίων μας αποκαλύπτει το πως ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίση τον αληθινό Θεό, αλλά και ποιές από τις δυνάμεις του είναι ανεπαρκείς γι’ αυτό το έργο.

Η Παναγία ακούοντας μέσα στο Ναό την ιστορία του ανθρωπίνου γένους, όπως την περιγράφει στην Πεντάτευχο ο Μωυσής, επιθύμησε να συμβάλλη στην ανατροπή των συνεπειών της πτώσεως. Άρχισε, λοιπόν, να αναζητά τρόπο «πως γνησίως ομιλήσει Θεώ» και «τι Θεώ οικειότατον». Από τις δυνάμεις που διέθετε ως άνθρωπος γρήγορα κατάλαβε ότι με τις σωματικές αισθήσεις, ως άλογες που είναι, δεν μπορούσε να προσεγγίση τον Θεό, αλλά ούτε και με την φαντασία, η οποία έχει την αρχή της από τις αισθήσεις, αφού κρατά τις εικόνες των υλικών πραγμάτων όταν αυτά είναι απόντα, ήταν δυνατόν να επικοινωνήση με τον Θεό. Διαπίστωσε ακόμη ότι και η λογική ήταν ανεπαρκής γι’ αυτό το μεγάλο έργο, όπως και η δύναμη της ψυχής που σχηματίζει γνώμες (η δόξα), αφού και οι δύο ενεργούν με όργανο τον εγκέφαλο, ένα σωματικό υλικό όργανο. Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις η Θεοτόκος καινοτόμησε «τα μείζω και τελεώτατα». Βρήκε ως «Θεώ οικειοτάτη» την ενέργεια του νου, που διακρίνεται από την λογική και δεν ενεργεί μέσω κάποιου σωματικού οργάνου. Γνώρισε την υψηλή κίνηση του νου μέσα στην απόλυτη ησυχία, η οποία συνίσταται στην υπέρβαση των αισθητών και των αισθήσεων, των λογισμών και των νοημάτων. Μέσα σ’ αυτή τη νοητή σιγή ένωσε τον νου με τον Θεό και κατόρθωσε να ενώση τον Θεό με την σάρκα, να διακονήση, δηλαδή, στην ενανθρώπησή Του.

Η εύρεση αυτού του μυστικού δρόμου είναι η ουσία της εκκλησιαστικής άσκησης. Έξω από αυτήν την διδαχή ο Θεός δεν γνωρίζεται. Όσοι πορεύονται μόνο με την φαντασία και την λογική τους η Τον αρνούνται η φτιάχνουν είδωλα η αισθάνονται απλώς θρησκευτικά ακάλυπτοι.–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ