Γράφτηκε στις .

Ὁ διχασμός τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας

Τελευταία διάβασα τό βιβλίο τοῦ κ. Φώτη Δημητρακόπουλου “Βυζάντιο καί νεοελληνική διανόηση”, πού διακρίνεται γιά ἕνα βαθύτατο προβληματισμό, καί ὅποιος τό διαβάσει προσεκτικά μπορεῖ νά καταλήξη σέ πολλά συμπεράσματα γιά τήν σύγχρονη ἱστορία μας, ἀλλά καί τίς κατευθύνσεις πού ὑπάρχουν στήν κοινωνία καί τήν πολιτική.

Μέ τόν κ. Φώτη Δημητρακόπουλο, πού εἶναι Ἐπίκουρος Καθηγητής τῆς Μεταβυζαντινῆς καί νεότερης Ἑλληνικῆς Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, γνωρίστηκα πρίν μερικά χρόνια σέ ἕνα Συνέδριο στήν Κρήτη, ὅπου καί οἱ δυό μας εἰσηγηθήκαμε πτυχές θέματος σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη καί ἑλληνική παράδοση, καί τότε μέ εἶχε ἐντυπωσιάσει μέ τίς γνώσεις του, τίς πεποιθήσεις του, ἀλλά καί τήν ζωντάνια καί μαχητικότητα μέ τήν ὁποία ἀνέπτυξε τίς θέσεις του.

Τό βιβλίο τοῦ “Βυζάντιο καί Νεοελληνική διανόηση” εἶναι ἀποκαλυπτικό καί καταπληκτικό. Πέρα ἀπό τήν ἀνάλυση τοῦ θέματος, κατά τρόπο ἐπιστημονικό, ἀνθολογεῖ καί γνῶμες πολλῶν προσώπων ἀπό τά μέσα μέχρι τό τέλος τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος, πού σηματοδοτοῦν τήν πορεία τοῦ Νεοελληνισμοῦ.

Διάβασα μέ προσοχή ὁλόκληρό το βιβλίο καί πρέπει νά παρατηρήσω ὅτι τό εἶδα μέσα ἀπό τήν προοπτική της Ρωμηοσύνης, γιατί ἔτσι νομίζω εἰσέδυσα καλύτερα στήν σκέψη τοῦ συγγραφέα, δηλαδή ἀντικατέστησα τό ὄνομα Βυζάντιο μέ τό ὄνομα Ρωμανία ἤ Ρωμηοσύνη. Ἄλλωστε, κάπως ἔτσι θά τό ἤθελε καί ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας.

Κεντρική θέση τοῦ βιβλίου εἶναι ὅτι μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, κυρίως ἀπό τό 1830, ὑπάρχει ἕνας διχασμός στήν νεοελληνική κοινωνία, πού φθάνει μέχρι τίς ἡμέρες μας. Ἐπικράτησαν καί ἐπικρατοῦν δύο κατευθύνσεις.

Στήν πρώτη σαφῶς συγκαταλέγονται ἡ νεοελληνική λογιωσύνη, ἐκτός ἀπό ἐλαχίστους λογίους, ὅπως τούς Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο, Γρηγόριο Παπαδόπουλο, Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλειο, ἡ ὁποία λογιωσύνη ἐκφράζει τόν ἑλληνικό διαφωτισμό πού ξεκίνησε ἀπό τόν Ἀδαμάντιο Κοραή, καθώς ἐπίσης καί ἡ σύνολη σχεδόν πολιτική πού στέκεται κριτικά ἀπέναντι στούς μεσαίους χρόνους τοῦ ἑλληνισμοῦ, τῆς περιόδου πού χαρακτηρίζουμε Βυζάντιο ἤ Ρωμηοσύνη, ἀφοῦ τούς ἀγνοοῦν, τούς περιφρονοῦν καί στέκονται ἀπέναντί τους μέ προκατάληψη. Οἱ κύκλοι αὐτοί στρέφονται ὁλοκληρωτικά πρός τήν Δύση καί τήν δυτική παράδοση.

Στήν δεύτερη κατεύθυνση περιλαμβάνονται οἱ ἀγωνιστές τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 καί σχεδόν ὅλοι οἱ λογοτέχνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν αὐθεντικά τα λαϊκά στρώματα καί διασώζουν τήν ἰδιαίτερη πολιτιστική παράδοση τῆς χώρας. Μνημονεύονται μεγάλα ὀνόματα, πού συνεχίζουν κατά διαφόρους τρόπους τήν ζωή τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Ρωμηοσύνης μέχρι τίς ἡμέρες μας, ὅπως τοῦ Κάλβου, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Βαλαωρίτη, τοῦ Ἀχιλλέα Παρασχου, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Καρκαβίτσα, τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, τοῦ Καβάφη, τοῦ Κόντογλου, τοῦ Ρίτσου, τοῦ Ἐλύτη, τοῦ Σεφέρη, τοῦ Ἐγγονόπουλου.

Δυστυχῶς, αὐτή ἡ διαφοροποίηση καί ὁ διχασμός ὑπάρχει καί στίς ἥμερές μας, σέ λιγότερο βαθμό ἀπό ὅ,τι παληότερα. Πιστεύω ὅτι αὐτό εἶναι τό βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο πρόβλημα τῶν ἡμερῶν μας, καί ὄχι τόσο τό οἰκονομικό καί τό πολιτικό.

Τελειώνοντας αὐτό τό σύντομο σχόλιο καί τήν συνοπτική παρουσίαση τοῦ κατατοπιστικοῦ αὐτοῦ βιβλίου, θά παραθέσω μιά χαρακτηριστική παράγραφο τοῦ συγγραφέως ἀπό τόν ἐπίλογο: “Οἱ λογοτέχνες μᾶς διαρκῶς καταγγέλλουν τό νεοελληνικό πλέγμα τοῦ μιμητισμοῦ καί ὑποστηρίζουν τήν συγκριτική ἀφομοίωση. Οἱ λογοτέχνες μᾶς διαρκῶς τιμοῦν τήν ἑλληνική καρδιά μας, ἐνῶ οἱ ψευδολόγιοι καί οἱ ἀνεπαρκεῖς πολιτικοί μας τό μόνο πού ἀντιλαμβάνονται εἶναι πῶς νά προσδέσουν τήν Ἑλλάδα στό ἅρμα τῆς δύσης”.

Ν.Ι.