Skip to main content

«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Α)

του Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου,

Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας

Εκ του βίου του Μητροπολίτου Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρού Χριστοφόρου (+1958), τα παραλειφθέντα. Επί τη συμπληρώσει πεντηκονταετίας από της κοιμήσεως αυτού.

Πολλοί των ευσεβών Χριστιανών, αναγνώσαντες το άρθρον «νοσταλγίες και αναμνήσεις» («Ρίζα Αγρινιωτών, τεύχος 64, Ιανουάριος-Μάρτιος 2007 ως και το περιοδικόν Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου «Εκκλησιαστική Παρέμβασις», 2007, αρ. Τευχ. 131), περί του αοιδίμου μητροπολίτου Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρού Χριστοφόρου, εζήτησαν περισσοτέρας πληροφορίας για την ζωή και την δράσι του μακαρίου εκείνου ανδρός.

Πολλά κατέγραψα εις το μνημονευθέν άρθρον, πλην εν συντομία και δίκην τηλεγραφημάτων. Ελησμόνησα δε και το σπουδαιότερον. Αυτό καταγράφεται εις το τέλος του παρόντος. Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι τα όσα τότε ανέφερα ήξιζαν εκτενεστέρας περιγραφής και μάλιστα όπως ο ίδιος ο μητροπολίτης εκείνος τα εδιηγήθη στον γράφοντα, νέον τότε δόκιμον μοναχόν εις την Ιεράν Μονήν Προυσού. Τα καταγράφω στο χαρτί, όπως ακριβώς τα ήκουσα. Καίτοι παρήλθεν ήμισυς αιών, ηχούσιν έναυλα εις τας ακοάς μου και έχουν αποτυπωθή στην καρδιά μου ως εις μαγνητόφωνον.

Πως έγινε κληρικός

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος διέπρεπεν ως θεολόγος λαϊκός Ιεροκήρυξ και ως καθηγητής εις τα οκτατάξια γυμνάσια και τις εκκλησιαστικές σχολές. Δεν εσκέπτετο να εισέλθη εις τον κλήρον. Επεπόλαζεν τότε ο «θεσμός» των αγάμων λαϊκών ιεροκηρύκων. Δεν περιφρονούσε τους κληρικούς η την ιερωσύνην, άπαγε! Είχε βαθειά την συναίσθησι της αναξιότητός του. Θεωρούσε τους ώμους του πολύ αδυνάτους για να σηκώσουν το βάρος της ιερωσύνης. Όμως ήλθαν καιροί δίσεκτοι, καιροί πανεσπεροπαννυξίας. Μετά την άρνησι του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου να ορκίση την κυβέρνησι Τσολάκογλου και την υπό των κατακτητών αποπομπή του, ανέρχεται εις τον θρόνον ο έως τότε εξόριστος εν τη Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος, ο από Κορίνθου και υπό της κυβερνήσεως Ι. Μεταξά μη γενόμενος αποδεκτός, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.

Αι Αθήναι εθερίζοντο τότε υπό λοιμού. Ο χειμώνας 1941-1942 είχε μείνει ανεξίτηλος εις την μνήμην ημών των παλαιοτέρων. Ζούσαμε τότε εν μέσω νεκρών και ετοιμαθανάτων. Κατά εκατοντάδες απέθνησκον καθημερινώς. Οι νεκροί εστοιβάζοντο δίκην θημωνιών προ των εισόδων των κοιμητηρίων. Κοινοτάφια εσκάπτοντο και σωρηδόν εθάπτοντο, πολλάκις άνευ εξοδίου ακολουθίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ανέλαβε τότε το τιτάνειον έργον ιδρύσεως συσσιτίων. Εδημιούργησεν την Εθνικήν Οργάνωσιν Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) και έσωσεν εκ του εκ της πείνης θανάτου μυριάδας και εν Αθήναις και εν τη επαρχία. Των συσσιτίων τούτων εγεύθη και ο ταύτα, πενταετής τότε, γράφων, διασωθείς εκ του της ασιτίας θανάτου.

Που ευρέθησαν οι πόροι, που τα τόσα απαιτούμενα χρήματα; Υπομονή και θα το μάθετε εις το τέλος.

Ο Αρχιεπίσκοπος όμως εχρειάζετο δια συνεργάτας ικανούς και αφοσιωμένους κληρικούς. Η σκέψις του εστράφη εις τον καθηγητήν Γεώργιον Αλεξανδρόπουλον. Ήτο γνωστή εις αυτόν η αρετή του ανδρός. Ήσαν και κοντοχωριανοί. Από την Δορβιτσά ο Αρχιεπίσκοπος, από τον Πλάτανο ο Αλεξανδρόπουλος (εκ της μητρός αν δε με απατά η μνήμη). Επίσης ο πατριωτισμός του καθηγητού ήτο αδιαμφισβήτητος. Είχεν ηρωϊκώς πολεμήσει εις την Μικράν Ασίαν και λόγω ανδραγαθιών είχε πολλάκις παρασημοφορηθή. Αλλά, ποιός θα ήτο ικανός να πείση τον Γεώργιον, ώστε να περιβληθή το μοναχικόν ράσον και την ιερατικήν αμπεχόνην; Ευρέθη ο κατάλληλος.

Διηγείται μοι ο ίδιος

«Κάποια μέρα έρχεται να με επισκεφθή από το Μεσολόγγι ο Αυγουστίνος Καντιώτης. Ήτο τότε πρωτοσύγγελος της ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλοακαρνανίας. Ήλθεν εντελώς ξαφνικά. Μετά τις πρώτες φιλοφρονήσεις και το «πως από δω», μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα: «Γεώργιε, σου βρήκα νύφη, να νυμφευθής επιτέλους». Απαντώ: «Και ποιός σου είπε, πάτερ Αυγουστίνε, ότι θέλω να νυμφευθώ;» Με μεγαλύτερο ενθουσιασμό συνεχίζει ο πρωτοσύγγελος: «Έχει κάλλος, έχει προίκα, είναι μοναδική. Τέτοια νύφη δεν θα βρης ποτέ και πουθενά». Απελπίσθηκα και για να σταματήσω την συζήτησι τον ερωτώ: «Και ποιά είναι αυτή η πολύφερνος νύμφη, Αυγουστίνε;».

«Η Εκκλησία», μου απαντά. «Δεν υπάρχει νύφη όμοια μ’ αυτή, η περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής (Αποκ. ΙΒ`,1). Η Εκκλησία σε περιμένει, ο αρχιεπίσκοπος σε αναμένει. Οι καιροί ου μενετοί. Αποφάσισε τώρα. Ξεκίνα τώρα». Ήτο τόσος ο ενθουσιασμός του που με συνεπήρε. Είπα το ναι. Έρχομαι.

Κείρεται μοναχός και εγγράφεται στα μοναχολόγια της μονής Αμπελακιωτίσσης. Χειροτονείται αμέσως διάκονος και την επομένην πρεσβύτερος. Λαμβάνει δε και το οφφίκιον του αρχιμανδρίτου (1942 κατά μήνα Μάρτιον). Κατά δε τα Πατριαρχικά πρότυπα αναγορεύεται εις Μεγάλον Πρωτοσύγγελον. Πανθομολογουμένως υπήρξεν ο καλύτερος πρωτοσύγγελος που εγνώρισεν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και δη εις καιρούς δυσχειμέρους και άκρως επικινδύνους.

Μία μικρά παρέκβασις

Γιατί ωνομάσθη Χριστοφόρος κατά την κουράν αυτού; Ενταύθα χρειάζεται μίτος. Ακολουθήσατε.

Κατά τον ΙΘ` αιώνα πολλοί εκ της ορεινής Ναυπακτίας ήρχοντο και εμόναζον εις την ιεράν ημών Μονήν της Τατάρνης. Εις εξ αυτών ήτο και ο Χριστοφόρος Παπανδρεόπουλος, θείος του είτα Αρχιεπισκόπου και Αντιβασιλέως. Αυτός περί το τέλος του αιώνος εγένετο ηγούμενος εις αυτήν την Μονήν. Καλεί πλησίον τον Δημήτριον τον ανεψιόν του. Ήτο μείραξ διο και μαθητεύει εις την α` τάξιν του Δημοτικού σχολείου Τατάρνης (Τριποτάμου αργότερον). Εις τα της μονής κτήματα γίνεται ένας φόνος. Ύποπτος θεωρείται ο ηγούμενος και γίνεται μέγας σάλος. Οπότε αυτός λαμβάνει μεθ’ εαυτού τον μικρόν Δημήτριον και νύκτωρ και λάθρα αναχωρεί και μεταβαίνει εις την μονήν Κορώνης. Εκεί συνεχίζει την μαθητείαν του ως προστατευόμενος του θείου του.

Και ο Δημητράκης γίνεται κάποτε Δαμασκηνός και ο Δαμασκηνός γίνεται Αρχιεπίσκοπος. Δεν λησμονεί τον προ πολλού κεκοιμημένον θείον αυτού. Εξ ευγνωμοσύνης δίδει το όνομά του Χριστοφόρος εις τον Γεώργιον.

Αλλά περί την νύσσαν τον πώλον κεντώ.

Πρωτοσύγκελλος λοιπόν ο Χριστοφόρος και δη μέγας. Αλλά και μέγας πατριώτης. Αρχίζει την συνεργασίαν του με γνησίους πατριώτας που ηγωνίζοντο αφανώς προς αποτίναξιν του γερμανοϊταλικού ζυγού.

Διηγείται και πάλιν ο αυτός:

Στην βόρεια πλευρά του ναού του Αγίου Ανδρέου, στον αύλειο χώρο όπου ευρίσκεται το Συνοδικό Μέγαρο (σημ. τότε ήτο ομορούν τη Αρχιεπισκοπή, αργότερον πολύ, μετεφέρθη εις την Μονήν Ασωμάτων Πετράκη) ευρίσκεται μία πλαξ μαρμαρίνη. Αύτη έχει γεγλυμένη την επιγραφή: ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΥΠΤΗ (σημ. υπάρχει εισέτι κατά χώραν). Όταν σηκώση κανείς αυτήν την πλάκα κατέρχεται σε μια σκοτεινή κατακόμβη. Εκεί συγκεντρώναμε ρουχισμό για τους γυμνητεύοντας. Όμως οι αντιστασιακοί έκριναν ότι είναι κατάλληλος χώρος για κρύπτη όπλων. Δέχθηκα την πρότασί τους. Έφεραν οπλισμόν πολύν. Τον ετοποθέτησαν όπισθεν του ιματισμού.

Δεν πέρασαν πολλές ημέρες. Ακούω βάρβαρο κτύπημα στην πόρτα του γρφείου μου. Πριν προλάβω να πω «εμπρός» η πόρτα ανοίγει διάπλατα και μπαίνει μέσα ένας γερμανός αξιωματικός της Γκεστάπο. Πίσω του ακολουθούσαν τρεις, τέσσαρες -από την ταραχή μου δεν ενθυμούμαι πόσοι ήσαν- στρατιώτες, με τα όπλα τους προτεταμένα. Ο αξιωματικός με ύφος αυστηρό ομιλεί γερμανιστί. Μεταφράζει ο διερμηνεύς. «Που έχετε κρυμμένα τα όπλα;». Πάγωσα. Κατάλαβα αμέσως ότι μας είχαν προδώσει. «Δεν έχουμε όπλα εμείς εδώ», τόλμησα να απαντήσω. «Καλά, καλά θα τα βρούμε εμείς. Προχώρα μπροστά». Με οδήγησε κατ’ ευθείαν στην πλάκα. Την σήκωσαν. Με διέταξαν να κατέβω πρώτος. «Εδώ έχουμε μόνον ρουχισμό», επανελάμβανα συνεχώς, μη έχοντας τι άλλο να πω. Η καρδιά μου πήγε να σπάση. Όχι για τα όπλα, αλλά για τους πατριώτες που θα εκτελούσαν αμέσως στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Άρχισαν να ψάχνουν με φακούς. Όσες προσευχές ήξερα τις είπα. «Θεέ μου, τύφλωσέ τους» έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου, αυτήν τη στιγμή κρέμονται πολλές ζωές. Προσπαθούσα όμως να μένω απαθής. Ανακάτεψαν όλον τον ρουχισμό. Έκαναν τα πάντα άνω κάτω. Δεν άφησαν σπιθαμή ανεξερεύνητη. Και όμως τα όπλα δεν τα βρήκαν. Και ήσαν πολλά. Ανέβηκαν, είπαν ένα ξερό «aufviederschen» και εξαφανίστηκαν. Άκουα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Ξανάσανα. Αυτό το συμβάν το θεωρώ θαύμα και θαύμα μέγα».

«Και είναι, Σεβασμιώτατε», τόλμησα να πω. Και οσάκις περνώ την οδό της Αγίας Φιλοθέης, ρίχνω ένα βλέμμα σ’ αυτήν την πλάκα. Και διερωτώμαι: Ποιός από τους σημερινούς που μπαινοβγαίνουν σ’ αυτά τα κτίρια και πατούν αδιάφοροι αυτήν την πλάκα γνωρίζουν κάτι για την ιστορία αυτή;

Ως πρωτοσύγκελλος ήτο υποχρεωμένος να διατηρή έστω ψυχρές και τυπικές σχέσεις με τις αρχές κατοχής.

(συνεχίζεται στο επόμενο)

  • Προβολές: 2639