Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Εἰκονοφιλικὸ καὶ Εἰκονοκλαστικὸ Πνεῦμα

Την Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (16 Μαρτίου 1997) τελέσθηκε πανηγυρικη συνοδική θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, στήν ὁποία συλλειτούργησαν Ἀρχιερεῖς - μέλη τῆς Δ. Ι. Συνόδου. Στήν θ. Λειτουργία καί στήν λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἦταν παρόντες ο Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας κ. Κωνσταντῖνος Στεφανόπουλος, ὁ Ὑπουργός Παιδείας κ. Γεράσιμος Ἀρσένης, ὁ Δήμαρχος Ἀθηναίων κ. Δημήτριος Ἀβραμόπουλος, βουλευτές, στρατιωτικές καί ἀστυνομικές ἀρχές καί πλῆθος κόσμου.

Νά σημειώσουμε ὅτι τό μεσημέρι τῆς ἴδιας ἡμέρας ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας, ἐπαναφέροντας παλαιό ἔθιμο πού εἶχε ἀτονήσει ἐπί 22 ἔτη, παρέθεσε στό Προεδρικό Μέγαρο γεῦμα πρός τιμήν τῶν μελῶν τῆς Δ. Ι. Συνόδου.
Ὁ λόγος πού δημοσιεύουμε στίς δύο μεσαῖες σελίδες τῆς “Παρέμβασης” ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν Ποιμενάρχη μας κ. Ἱερόθεο, μέ ἐντολή τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου κατά τήν πανηγυρική Συνοδική θεία Λειτουργία.

***

Παρατηροῦμε σήμερα ὅτι πολλοί ἄνθρωποι εἶναι εὔκολοι νά ἀποδεχθοῦν τήν Ὀρθοδοξία, ὡς τό καλύτερο θεολογικό σύστημα, ἀλλά ἔχουν πρόβλημα μέ τήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦν νά ἀποδεχθοῦν τήν ὁρισμένη κοινότητα, καί νά ἐνταχθοῦν μέσα στό οἰκογενειακό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Λένε, δηλαδή, ὅτι εἶναι καλή ἡ Ὀρθοδοξία, ὄχι ὅμως ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι λάθος καί θά μποροῦσα νά ὑποστηρίξω μετά βεβαιότητος ὅτι αὐτό συνιστᾶ ἕναν ἰδιότυπο ἐκκλησιολογικό μονοφυσιτισμό καί νεστοριανισμό.

Τελευταία, μέ διάφορες θεωρίες πού ἀναπτύσσονται στόν δυτικό κόσμο, μέσα σέ Ἰνστιτοῦτα Στρατηγικῶν Μελετῶν, παρατηρεῖται μιά προσπάθεια νά περιχαρακωθῆ ὁ δυτικός - Εὐρωπαϊκός Πολιτισμός, μέ τήν ἀποξένωση τοῦ λεγομένου Ὀρθοδόξου Πολιτισμοῦ. Πιστεύω ὅτι αὐτό γίνεται ἀπό ἀνασφάλεια, ἐπειδή οἱ δυτικοί αἰσθάνονται πολύ καλά τήν δυναμικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

***

Μακαριώτατε,
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε τῆς Δημοκρατίας,
Σεβασμιώτατοι,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἡ πανηγυρική Συνοδική θεία Λειτουργία κατά τήν σημερινή ἡμέρα, κατά τήν ὁποία συμμετέχει Κλῆρος καί λαός, μέ τόν ἄρχοντα τοῦ τόπου, ὑπενθυμίζει τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί τήν ἐπικαιρότητα τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως.

Εἶναι σημαντικό ὅτι “οἵ τα πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι Πατέρες” καθόρισαν νά συνδέεται ἡ ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τήν ἥττα τῶν εἰκονοκλαστῶν, γιατί ἡ εἰκόνα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκαλύπτει τήν στενή σχέση μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως, καί, μάλιστα, φανερώνει τήν ἀλήθεια ὅτι τό ἄκτιστο χαριτώνει καί μεταμορφώνει τό κτιστό.

Στήν ὅλη συζήτηση πού ἔγινε γιά τό θέμα αὐτό κυρίαρχη θέση κατεῖχε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως, ἀναλλοιώτως. Ἐπειδή ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀνέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε, γι’ αὐτό καί εἶναι δυνατόν νά ἁγιογραφοῦμε τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τά πρόσωπα τῶν ἁγίων. Αὐτό φανερώνει περίτρανα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ περίληψη ὅλης τῆς δημιουργίας, ἀλλά ὁ Χριστός εἶναι τό κέντρο καί ἡ ἀναφορά ὅλου του κόσμου.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς πανηγυρικῆς καί ἑορταστικῆς σύναξης, ἔχοντας τήν ἐντολή τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω, μέσα στά στενά χρονικά πλαίσια τῆς ὁμιλίας αὐτῆς, μερικά κεντρικά σημεῖα, πού δείχνουν τήν ἀξία καί τήν δυναμικότητα τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως, στήν σημερινή ἐποχή.

1. Τά αἴτια τῆς εἰκονομαχίας

Πρέπει στήν ἀρχή νά ἀναφερθοῦμε γιά λίγο στά αἴτια τά ὁποῖα προκάλεσαν τήν εἰκονομαχική ἔριδα ἡ ὁποία ταλαιπώρησε γιά 120 χρόνια περίπου, μέ διαλείμματα, τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, αὐτήν τήν ὁποία οἱ δυτικοί ἱστορικοί, ἀπό τά μέσα του 16ου αἰώνα, μᾶς ἔμαθαν νά χαρακτηρίζουμε Βυζαντινή. Ὑπάρχουν πολλά αἴτια, ἀλλά τά κυριότερα εἶναι τά ἑξῆς:

Πρώτον, ἕνας ἰδιότυπος συντηρητισμός μερικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι δέν χρησιμοποιοῦσαν τίς ἱερές εἰκόνες ἀπό φόβο μήπως περιπέσουν στήν εἰδωλολατρεία. Καί εἶναι μέν ἀλήθεια ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιοῦσαν εἰκόνες, ἀλλά σχήματα, ὅμως ὅταν ἀνδρώθηκε ἡ Ἐκκλησία καί δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά περιπέσουν οἱ Χριστιανοί στήν εἰδωλολατρεία, μέ τήν χρήση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τότε μποροῦσαν νά περάσουν τά θεολογικά μηνύματα μέσα ἀπό τήν ἀπεικόνιση τῶν ἁγιασμένων μορφῶν. Ὑπάρχει, πράγματι, διαφορά μεταξύ συντηρήσεως καί παραδόσεως. Ἡ συντήρηση ἐπαναλαμβάνει μηχανικά τίς μορφές τοῦ παρελθόντος, πράγμα τό ὁποῖο δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα, ἐνῶ ἡ παράδοση μεταφέρει τήν ζωή τοῦ παρελθόντος μέσα στά νέα σχήματα καί τίς νέες μορφές.

Δεύτερον αἴτιο ἦταν ἡ παρουσία πολλῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων πού ὑπῆρχαν στήν Ἀνατολή, μεταξύ των ὁποίων κυρία θέση κατεῖχε ὁ δοκητισμός καί ὁ μονοφυσιτισμός. Ὁ μέν δοκητισμός ἐπρέσβευε ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση κατά δόκησιν, ὁ δέ μονοφυσιτισμός ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν θεία φύση. Καί οἱ δυό αὐτές αἱρέσεις παραθεωροῦσαν τό κτιστό, πρός χάρη τοῦ ἀκτίστου, ὑποτιμοῦσαν τό ἀνθρώπινο σῶμα. Αὐτό εἶχε τρομερές ἀνθρωπολογικές συνέπειες καί κατ’ ἐπέκταση κοσμολογικές καί σωτηριολογικές. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ αὐτοκράτορες πού ὑποστήριζαν τούς εἰκονομάχους, προέρχονταν ἀπό τήν Ἀνατολή, ὅπου κυριαρχοῦσαν τέτοιες αἱρετικές ἀποκλίσεις, ὅπως ὁ Λέων Γ' ὁ Ἴσαυρος ἀπό τήν Συρία καί ὁ Λέων Ἐ' ἀπό τήν Ἀρμενία.

Τρίτον αἴτιο ἦταν ὁ ὀρθολογισμός καί τό διάχυτο μεταρρυθμιστικό πνεῦμα. Ὅταν μελετήση κανείς τήν ὅλη εἰκονοκλαστική κίνηση θά διαπιστώση ὅτι διακρινόταν ἀπό ἄγνοια τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, δέν στηριζόταν καθόλου σέ θεολογικά στηρίγματα καί δέν εἶχε θεολογικά κριτήρια, ἀλλά ἐπικρατοῦσε ἕνας στοχασμός, ἕνας ὀρθολογισμός, ἐν ὀνόματι μιᾶς καθαρᾶς θρησκείας. Πρόκειται γιά τόν ἴδιο πειρασμό πού βλέπουμε ἀργότερα στήν Δύση μέ τήν κίνηση τῶν Προτεσταντῶν πού στρέφονταν ἐναντίον καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Καί, βέβαια, δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ὅταν ὁ λόγος καθίσταται κριτής ὅλων των γνωστικῶν δυνάμεων, ὁπότε ἡ γνώση περιορίζεται στήν λειτουργία τοῦ λογικοῦ καί ἐνεργεῖ σέ βάρος ὅλης τῆς ὕπαρξης.

Τέταρτον, ὑπῆρχαν καί πολιτικά αἴτια τά ὁποῖα προκάλεσαν αὐτήν τήν μεγάλη ἔκρηξη. Αὐτό φαίνεται καθαρά στήν περίπτωση τοῦ Λέοντος Γ' Ἰσαύρου, ὁ ὁποῖος, καί λόγω καταγωγῆς, μέ τήν κίνηση αὐτή ἀπέβλεπε, ἀφ’ ἑνός μέν στό νά ἄρη ἕνα ἐμπόδιο γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν μέ τούς Ἰουδαίους καί Μωαμεθανούς, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά σπάση τήν ἐπιρροή τῆς Ἐκκλησίας πάνω στόν λαό καί νά ἀποκτήση αὐτός κύρος καί μεγάλη ἐπιρροή1. Καί τά δυό αὐτά κίνητρα τοῦ Λέοντος Γ’ Ἰσαύρου δείχνουν ἐπιπολαιότητα καί ἄγνοια τῆς δυναμικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε καί τήν θεωρία τοῦ μεγάλου Σέρβου Βυζαντινολόγου Γεωργίου OSTROGORSKY, τήν ὁποία ἀσπάζονται πολλοί νεώτεροι ἐπιστήμονες (Διονύσιος Ζακυνθηνός, Κάλλιστος WARE, PHILIPPE WOLF), σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ εἰκομαχία στήν πραγματικότητα ἦταν σύγκρουση μεταξύ του ἑλληνικοῦ καί τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου. Στήν Ἀνατολή ἐπικρατοῦσαν οἱ ἀνεικονικές ἀντιλήψεις, ὅπως τίς καλλιεργοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Ἄραβες, οἱ αἱρετικοί Παυλικιανοί καί Μονοφυσίτες, καί, βεβαίως, οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες, πού προέρχονταν ἀπό τήν Ἀνατολή, καί ἐπεδίωκαν νά τίς εἰσαγάγουν στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ἀντίθετα, οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἰταλίας δέν εἶχαν προβλήματα μέ τήν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ νίκη τῶν εἰκονοφίλων ἦταν νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί τοῦ ἑλληνισμοῦ ἐναντίον τῆς προσπάθειας τῶν Ἀσιατῶν νά εἰσβάλλουν στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία.

2. Σύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ἐκκλησία

Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως, νά σημειωθῆ ὅτι ὅταν ὁμιλοῦμε γιά Ὀρθοδοξία καί γιά τήν νίκη καί τόν θρίαμβό τῆς, καί ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας δέν πρέπει νά τό ἐννοοῦμε ἰδεολογικά. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἕνα θεωρητικό σύστημα ἀληθειῶν, δέν εἶναι μιά ἰδεολογία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀντιπαρατεθῆ πρός τίς ἄλλες ὑπάρχουσες ἰδεολογίες. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ ἰδεολογία σχετίζεται μέ τήν λογικοκρατία, τήν ἰδεοληψία, τόν φανατισμό καί τόν ὁλοκληρωτισμό. Ὅλα αὐτά δέν συνδέονται μέ τήν Ὀρθοδοξία, γιατί, ὅταν ἀναφερόμαστε σέ αὐτήν, δέν κάνουμε ἁπλῶς λόγο γιά Ὀρθοδοξία, ἀλλά γιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί αὐτό ἔχει βαθειά σημασία, δέν εἶναι δηλαδή ἕνα σχῆμα λόγου.

Σήμερα ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι πού ἀναφέρονται στήν ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἀγνοοῦν τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθή δόξα, δηλαδή ἡ ἀληθινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Καί, φυσικά, ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ἐκκλησία ἐννοοῦμε τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων, Μαρτύρων, Ὁσίων, Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μιά κοινωνία καί κοινότητα, στήν ὁποία ἀνήκουν οἱ βεβαπτισμένοι καί οἱ βεβαιόπιστοι. Δέν μποροῦμε νά ἀπομονώνουμε τήν πίστη - ἀλήθεια ἀπό τήν Ἐκκλησία - κοινότητα. Μιά τέτοια Ὀρθοδοξία εἶναι ἀναιμική, ἀνεδαφική καί, θά ἔλεγα, ἐπικίνδυνη.

Παρατηροῦμε σήμερα ὅτι πολλοί ἄνθρωποι εἶναι εὔκολοι νά ἀποδεχθοῦν τήν Ὀρθοδοξία, ὡς τό καλύτερο θεολογικό σύστημα, ἀλλά ἔχουν πρόβλημα μέ τήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦν νά ἀποδεχθοῦν τήν ὁρισμένη κοινότητα, καί νά ἐνταχθοῦν μέσα στό οἰκογενειακό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Λένε, δηλαδή, ὅτι εἶναι καλή ἡ Ὀρθοδοξία, ὄχι ὅμως ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι λάθος καί θά μποροῦσα νά ὑποστηρίξω μετά βεβαιότητος ὅτι αὐτό συνιστᾶ ἕναν ἰδιότυπο ἐκκλησιολογικό μονοφυσιτισμό καί νεστοριανισμό. Ὅπως, ἐπίσης, δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἀποκόπτοντας τήν ἀπό τήν διοίκησή τῆς καί τό ὅλο ἱεραρχικό τῆς πολίτευμα. Γιατί, ἄν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινή δόξα (πίστη) τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεία Εὐχαριστία καί γενικά ἡ λατρεία εἶναι ἡ ἀληθινή πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων φαίνεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο, νοσοκομεῖο, μέσα στό ὁποῖο θεραπεύονται οἱ ἄνθρωποι. Καί ὅταν ἀκόμη παρατηροῦνται λάθη καί σφάλματα μέσα στήν Ἐκκλησία καί τότε ἐκφράζεται ἡ ἀποστολή καί τό ἔργο τῆς, πού εἶναι νά θεραπεύη τούς τραυματισμένους ἀνθρώπους. Ἡ ἐρώτηση πολλῶν ἀνθρώπων “τί κάνει ἡ Ἐκκλησία” σέ διάφορα συγκεκριμένα προβλήματα δείχνει τήν ἀδυναμία νά ἀντιληφθοῦν τό ἔργο καί τόν σκοπό τῆς. Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει γιά νά παρακολουθῆ τόν κόσμο καί νά ἀπαντᾶ ὀρθολογιστικά σέ διάφορα ζητήματα καί προβλήματα, πού ἀναφύονται, δέν ὑπάρχει γιά νά ἐργάζεται ἁπλῶς κοινωνικά, ἀλλά γιά νά θεραπεύη τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως, ἐπίσης, ἡ προσπάθεια νά βλέπουμε μερικά προβλήματα μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί νά τά γενικεύουμε, καταλήγοντας σέ ἐσφαλμένα συμπεράσματα, φανερώνει ἀναζήτηση τῆς τελειομανίας, ἡ ὁποία εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα νεύρωσης, καθώς ἐπίσης καί ὕπαρξης ἑνός πουριτανισμοῦ.

Ἑπομένως, τό νά βλέπουμε μόνο τήν ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά μή δεχόμαστε τούς κανονικούς κληρικούς τῆς, καί νά μή συμμετέχουμε στήν λατρεία τῆς, ἤ ἀκόμη, τό φοβερότερο, νά γενικεύουμε μερικά μεμονωμένα περιστατικά, αὐτό συνιστᾶ ὑποκρισία.

3. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Ἑλληνισμός

Προηγουμένως ἔγινε μιά μικρή ἀναφορά στό ὅτι ἡ εἰκονομαχική ἔριδα ἦταν μιά σύγκρουση μεταξύ του ἀνεικονίστου στοιχείου τοῦ μουσουλμανισμοῦ καί ἰουδαϊσμοῦ, καί τοῦ ἐξεικονισμένου τρόπου ἐκφράσεως τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ὅτι ἐπεκράτησε ἡ δεύτερη παράδοση. Αὐτό πρέπει νά ἐνταχθῆ μέσα στά πλαίσια τῆς συνάντησης μεταξύ ἑλληνισμοῦ καί Ἀποκαλύψεως. Ἡ Ἀποκάλυψη χρησιμοποίησε τίς κατηγορίες σκέψεως τοῦ ἑλληνισμοῦ γιά νά ἐκφρασθῆ, χωρίς ὅμως νά ἀλλοιωθῆ. Ἔτσι, μποροῦμε νά ποῦμε ἀνενδοιάστως ὅτι ὁ ἑλληνισμός βαπτίσθηκε μέσα στήν Ἀποκάλυψη, ἀφοῦ προηγουμένως ἀπέβαλε τά περιττά καί ἄχρηστα στοιχεῖα. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπάντησαν στά προβλήματα πού ἔθεσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες Φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι ἠσχολοῦντο μέ τά ὀντολογικά θέματα καί ὄχι μέ τά χρησιμοθηρικά.

Μεταξύ των προβλημάτων πού ἀντιμετώπισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαντώντας στόν Ἑλληνισμό, ἦταν καί τό ἀνθρωπολογικό πρόβλημα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλος ὁ ἀγώνας τῶν εἰκονοφίλων περιστρεφόταν γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τά πρόσωπα τῶν ἁγίων, καί ἐπιχειρηματολογοῦσαν γιά τό ὅτι μποροῦμε νά τά ἁγιογραφοῦμε, ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπάρχει θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στόν μέν Χριστό θέωση ὑποστατική, στούς δέ ἁγίους θέωση κατ’ ἐνέργεια, ἀφοῦ ὁ Χριστός ποιεῖ τήν θέωση, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πάσχει τήν θέωση. Ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ὅλη ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε κατά τόν 8ο καί 9ο αἰώνα στό Ἀνατολικό Τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μπορεῖ κανείς νά πῆ, ὅτι ἦταν συνέχεια τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ 4ου καί 5ου αἰῶνος, ὅπως ἐπίσης εἶχε σχέση μέ τήν θεολογία τοῦ 14ου αἰῶνος.

Συγκεκριμένα, τόν 4ο καί 5ο αἰώνα καθορίστηκε τί εἶναι τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἀνέλυσαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τό κατ’ εἰκόνα εἶναι τά θεία χαρίσματα πού ὀνομάζονται “ὄν” καί “ἀεί ὄν” καί ἔχουν γίνει κατά φύσιν ἰδιότητες τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, καί τό καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ ἀγαθότητα καί ἡ σοφία, τά ὁποῖα δέν εἶναι φυσικά, δέν ἔχουν, δηλαδή, δοθῆ στήν οὐσία, ἀλλά στήν γνωμική ἐπιτηδειότητα τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἐνέργεια3. Ἔτσι, δέν φθάνει το νά εἶναι κανείς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος, ἀλλά νά ὁδηγῆται στό καθ’ ὁμοίωση γιά νά εἶναι πράγματι ἄνθρωπος, ἐκπληρώνοντας τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἔχει δημιουργηθῆ ἀπό τόν Θεό.

Τόν 14ο αἰώνα, ἐξ ἄλλου, ἀναλύθηκε περισσότερο τί εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί πῶς ὁδηγεῖται κανείς πρός αὐτόν τόν ὕψιστο σκοπό, ὅπως ἐκφράσθηκε στήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περί τοῦ ἀκτίστου φωτός καί στήν ἀπεικόνιση τῶν ἁγίων, ὅπως φαίνεται τόσο στήν Κρητική Σχολή τοῦ Θεοφάνους, ὅσο καί στήν Μακεδονική Σχολή τοῦ Πανσελήνου. Δηλαδή, μέ τήν ἡσυχαστική κίνηση, ὅπως ἐκφράζεται στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό, ἡ ὁποία βρίσκεται στόν ἀντίποδα τοῦ σχολαστικισμοῦ πού παρατηρήθηκε ἐκείνη τήν ἐποχή στήν Δύση, ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται πνευματικά, ἀνταποκρίνεται στόν σκοπό τῆς δημιουργίας του, ἀπό τό κατ’ εἰκόνα φθάνει στό καθ’ ὁμοίωση, ἀπό φυσικός ἄνθρωπος γίνεται ἱερή εἰκόνα, πού μπορεῖ νά ἁγιογραφηθῆ μέ φωτοστέφανο.

Ἑπομένως, ὅλη ἡ θεολογική παραγωγή τοῦ 8ου καί 9ου αἰῶνος εἶναι πολύ σημαντική γιά τόν Χριστιανισμό καί τήν ἀνθρωπότητα, γιατί ὁ ἄνθρωπος τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, πού διακρινόταν γιά τά φυσικά καί δαιμονικά στοιχεῖα, ἔγινε θεούμενος, ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί μπορεῖ νά περάση ἀπό τούς νάρθηκες τῶν Ναῶν, στόν κυρίως Ναό καί νά φθάση ἀκόμη μέσα στό Ἱερό Βῆμα, στά Ἅγια των Ἁγίων. Ἔτσι, ὄχι μόνο ὁ ἑλληνισμός, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἀνθρωπισμός ἀπέκτησε νόημα καί σκοπό. Στήν πραγματικότητα, ἡ ὅλη θεολογική διεργασία κατά τήν ἐποχή τῆς εἰκονομαχίας δείχνει τήν ἀπόρριψη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς μεταφυσικῆς, πράγμα τό ὁποῖο ἔγινε πολύ ἀργότερα στήν Δύση, ἀλλά ἐκεῖ μέ ὀδυνηρά καί ἀρνητικά ἀποτελέσματα.

4. Εὐρώπη καί Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

Εἶναι σημαντικό νά λεχθῆ ὅτι τήν ἐποχή αὐτή κατά τήν ὁποία, στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, γινόταν σοβαρή θεολογική συζήτηση γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς εἰκονογράφησης τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων, μέ ἔντονες ἀνθρωπολογικές καί κοσμολογικές προεκτάσεις, στήν Δύση ἐπικρατοῦσε ἕνας βαρβαρισμός. Τήν περίοδο αὐτή, δηλαδή ἀπό τά μέσα μέχρι τό τέλος τοῦ 8ου αἰῶνος, ἐπιχειρήθηκε ἡ θεολογική καί πολιτιστική ἀλλοτρίωση τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τό 794 μ.Χ., ἑπτά μόλις χρόνια μετά τήν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.) στήν Νίκαια, ὁ Καρλομάγνος, πατέρας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης, συνεκάλεσε στήν Φραγκφούρτη Σύνοδο, στήν ὁποία ἀπορρίφθηκε ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὡς μή χριστιανική, καθώς ἐπίσης ἀποδοκιμάστηκε ἡ Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος ὡς μή Οἰκουμενική καί, βέβαια, εἰσήχθη τό FILIOQUE στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, μέ ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν ὅλες αὐτές τίς ἀνορθόδοξες καί ἀντιρωμαίϊκες ἀποψεις4. Μέ τέτοιες ἐνέργειες ὄχι μόνο ἀνατράπηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά ἔγινε ἀρχή γιά νά φθάση ἡ Δύση στήν οὐσιοκρατία σέ βάρος τοῦ προσώπου, πράγμα τό ὁποῖο εἶχε ὀδυνηρές συνέπειες γιά ὅλο τόν δυτικό πολιτισμό.

Πέρα ἀπό αὐτό, ἐνῶ στήν Ἀνατολή γίνονταν σημαντικές θεολογικές συζητήσεις, πού καταξίωναν τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, στήν Δύση ἐπικρατοῦσε μιά βαρβαρότητα, ὅπως σημειώνουν ὅλοι οἱ ἱστορικοί, ἀφοῦ γίνεται λόγος γιά “σκοτεινούς χρόνους”. Ἀκριβῶς αὐτήν τήν περίοδο ἐξαφανίζεται ἡ ἑλληνική Παιδεία καί τά ἔργα τῶν μεγάλων φιλοσόφων καί ποιητῶν, ὁ Ἀριστοτέλης παραμένει ἄγνωστος μέχρι σχεδόν τόν 13ο αἰώνα καί γενικά παρατηρεῖται μιά ὀπισθοδρόμηση τῆς Εὐρώπης. Ἔτσι, οἱ κατακτητές τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξαφάνισαν τόν ἑλληνορωμαϊκό πολιτισμό, καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί, βέβαια, οἰκειοποιήθηκαν τήν Εὐρώπη5, ἀφοῦ ἀναπτύχθηκε ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμός, ὁ λεγόμενος δυτικός ἤ Εὐρωπαϊκός πολιτισμός.

Τελευταία, μέ διάφορες θεωρίες πού ἀναπτύσσονται στόν δυτικό κόσμο, μέσα σέ Ἰνστιτοῦτα Στρατηγικῶν Μελετῶν, παρατηρεῖται μιά προσπάθεια νά περιχαρακωθῆ ὁ δυτικός - Εὐρωπαϊκός Πολιτισμός, μέ τήν ἀποξένωση τοῦ λεγομένου Ὀρθοδόξου Πολιτισμοῦ. Πιστεύω ὅτι αὐτό γίνεται ἀπό ἀνασφάλεια, ἐπειδή οἱ δυτικοί αἰσθάνονται πολύ καλά τήν δυναμικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Πράγματι, ὁ δυτικός πολιτισμός στηρίχθηκε σέ σαθρά θεμέλια, περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ὀρθολογισμό καί ἀφήνει ἄλυτά τα ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, γνήσιος κληρονόμος τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης, τήν ὁποία καθάρισε ἀπό ἐφθαρμένα στοιχεῖα καί τῆς ἔδωσε μεγαλύτερη αἴγλη, δίνει νόημα ζωῆς στόν ἄνθρωπο καί προκαλεῖ, μέρα μέ τήν μέρα, τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τῶν δυτικῶν ἀνθρώπων. Μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε τήν ἐπιθετικότητα μερικῶν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀσφαλῶς ἐπειδή αὐτή μόνον εἶναι ἡ ζύμη πού μπορεῖ νά μεταμορφώση τό φύραμα, εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς πού ἐπικρατοῦσε στήν Εὐρώπη μέχρι τήν ἐποχή πού τήν κατέλαβαν οἱ Φράγκοι.

Μακαριώτατε,
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε τῆς Δημοκρατίας,
Σεβασμιώτατοι,
ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά παρωχημένη κατάσταση, δέν εἶναι μιά θρησκεία πού ἐνδιαφέρεται ἁπλῶς γιά τά θρησκευτικά συναισθήματα τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε μιά ἀπνευμάτιστη καί κοινωνική ὀργάνωση, οὔτε ἀκόμη ἕνας πολιτισμός μέ μιά ἀνθρωποκεντρική ὑποδομή, ἀλλά Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει μεγάλο ἔργο νά ἐπιτελέση στήν ἀρχόμενη (τρίτη) χιλιετία, ὄχι μόνο στήν Ἀνατολή, ἀλλά καί στήν Δύση. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ προηγούμενη (δεύτερη) χιλιετία ἄρχισε μέ τήν ὁλοκλήρωση τῆς κατάκτησης, πολιτικά καί θρησκευτικά, τῆς Δύσεως ἀπό τούς Φράγκους, πού ὁδήγησε τούς κατοίκους τῆς Εὐρώπης σέ πολλές ἀπογοητεύσεις καί στήν ἀνάπτυξη πολλῶν ἀνθρωποκεντρικῶν κινημάτων. Μετά τήν ἀπογοήτευση οἱ δυτικοί ἄνθρωποι ἀναζητοῦν κάτι νέο πού θά τούς ἀναπαύση, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση.

Πρέπει, ὅμως, καί ἐμεῖς νά τήν γνωρίσουμε στό βάθος τῆς καί τότε θά ἐκπλαγοῦμε πραγματικά. Πρέπει νά τό ἀντιληφθοῦμε? Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μερικοί ἐμπαθεῖς ρασοφόροι, οὔτε μερικοί δημοσιογράφοι πού “ἐκμεταλλεύονται” κάποια ἀπομονωμένα περιστατικά, ἀλλά μιά ὁλόκληρη ζωή. Πρέπει νά γνωρίσουμε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται στήν ζωή καί τά ἔργα τῶν ἁγίων, καί μέ αὐτό τό μεγάλο ὅπλο νά διαδραματήσουμε δυναμικό ρόλο στήν σύγχρονη Εὐρώπη, πού δέν εἶναι ξένη, ἀλλά γνώριμη περιοχή σέ μᾶς. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὄχι ὡς ἰδεολογία καί πολιτισμός, ἀλλά ὡς φωνή τῆς Ἐκκλησίας, φωνή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος (ἐνοριακῆς καί μοναχικῆς), εἶναι ἡ δόξα μας, ἡ δύναμή μας καί τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, πού μπορεῖ νά ἀντιμετωπίση κάθε εἰκονοκλαστική κίνηση, ἡ ὁποία στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, πού εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ.