Γράφτηκε στις .

Ἀφιέρωμα στην εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου - Σχολιασμός του Επιβατηρίου λόγου του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Ορθόδοξος Κόσμος», 18-2-2008)

Ο επιβατήριος-ενθρονιστήριος λόγος είναι πάντοτε το απαύγασμα της προσωπικότητος του ενθρονιζομένου Αρχιερέως. Όταν μελετά κανείς τον λόγο του ενθρονιζομένου, μπορεί να ερμηνεύση την όλη ατμόσφαιρα από την οποία εμπνέεται ο συντάκτης του. Αυτό ισχύει και για τον επιβατήριο λόγο του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου. Θα παραθέσω μερικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον λόγον αυτό.

1. Θεολογικός και ποιμαντικός

Ο Αρχιεπίσκοπος στον επιβατήριο λόγο του συνέδεσε θεολογία και ποιμαντική, που είναι φανέρωση ενός εκκλησιαστικού λόγου.

Η θεολογία είναι η φωνή της Εκκλησίας, η οποία πάντοτε θεολογεί. Με την απόλυτη σημασία του όρου, θεολογία είναι ο λόγος περί του Θεού, που έχουν όσοι έχουν πείρα Θεού. Με την σχετική σημασία του όρου, θεολογία είναι η ανάλυση και χρησιμοποίηση του λόγου των πραγματικών θεολόγων. Έτσι, ο θεολογικός λόγος ξεχωρίζει από τον στοχαστικό και ηθικιστικό λόγο, ακουμπάει τα υπαρξιακά και πνευματικά προβλήματα των ανθρώπων, είναι προφητικός λόγος.

Η ποιμαντική είναι η καθημερινή πράξη της Εκκλησίας, η ενασχόληση με τον πονεμένο, βασανισμένο και τραυματισμένο άνθρωπο που βρίσκεται μεταξύ της γης και του ουρανού, μεταξύ του άδη της απελπισίας και της προσδοκίας του Παραδείσου. Τόσο η θεολογία, όσο και η ποιμαντική είναι μια προφητεία και δεν γίνεται μέσα στα πλαίσια του εκκοσμικευμένου λόγου και του ανούσιου ακτιβισμού.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος υπήρξε καλός ποιμήν της τοπικής Εκκλησίας των Θηβών και της Λεβαδείας και γνώριζε από την πείρα του τι σημαίνει να θεολογή κανείς ποιμαίνοντας και να ποιμαίνη θεολογώντας. Αυτό φάνηκε και από τον λόγο του. Έδωσε βαρύτητα στην διοργάνωση της Ενορίας ως οικογενείας και ως θεραπευτικής κοινότητας, διότι εκεί εξασκείται η θεολογία και η ποιμαντική.

2. Συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα

Ο Αρχιεπίσκοπος εκήρυξε την αρχή της συνοδικότητος της Εκκλησίας, όπως το έκανε και άλλη φορά, που είναι το άλφα και το ωμέγα της διοικήσεως της Εκκλησίας. Διέκρινε μεταξύ της ποιμαντικής της Αρχιεπισκοπής και της διοικήσεως της Ιεράς Συνόδου. Η Εκκλησία στο βάθος της ζη συνοδικά, αφού κανένας δεν είναι μόνος του στην Εκκλησία, αλλά συνεργάζεται με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι συν-οδος (συμπόρευση) ουρανού και γης, ζώντων και κεκοιμημένων, Κληρικών και λαϊκών, μοναχών και εγγάμων, ανδρών και γυναικών.

Κάθε μέλος μέσα στην Εκκλησία πορεύεται «συν πάσι τοις αγίοις», δεν κινείται ατομικά, αλλά προσωπικά και συλλογικά.

Την συνοδικότητα βλέπουμε στην θεία Ευχαριστία, καθώς επίσης και στην διοίκηση. Η συνοδικότητα βιώνεται σε όλα τα επίπεδα, ήτοι στην Σύνοδο των Επισκόπων, την διοίκηση των Ιερών Μητροπόλεων, την διοίκηση και ποιμαντική των Ενοριών και την διοίκηση των Ιερών Μονών.

Αλλά η συνοδικότητα πρέπει να συνδέεται με την ιεραρχικότητα. Το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν είναι δημοκρατικό, με την συνηθισμένη έννοια του όρου, ότι είμασε όλοι ίσοι, αλλά είναι συνοδικό και ιεραρχικό, με την έννοια ότι υπάρχει ιεράρχηση των χαρισμάτων μέσα στην Εκκλησία. Άλλο είναι το έργο των Επισκόπων, άλλο το έργο των Πρεσβυτέρων, άλλο το έργο των μοναχών και των λαϊκών.

Οι Κληρικοί έχουν το προνόμιο του ποιμαίνειν, οι λαϊκοί έχουν το χάρισμα του ποιμαίνεσθαι.

Έτσι, το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικό, αλλά και ιεραρχικό. Αν δούμε την συνοδικότητα χωριστά από την Ιεραρχικότητα, διαστρεβλώνουμε το πολίτευμα της Εκκλησίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος γνωρίζει και εφήρμοσε το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, διότι υπηρέτησε στην Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου και στα Συνοδικά Όργανα της Εκκλησίας, αλλά και στην Ιερά Μητρόπολή του, όπου διηκόνησε τον λαό (Κληρικούς και λαϊκούς) σεβόμενος τα χαρίσματα των άλλων. Αυτό φάνηκε και στον επιβατήριο λόγο του.

3. Οικουμενικό Πατριαρχείο και Ελληνική Πολιτεία

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος εξέφρασε τον σεβασμό του στους θεσμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής Πολιτείας.

Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως, αλλά ταυτόχρονα κινείται σε ιστορικά πλαίσια, χωρίς όμως να αλλοιώνεται και να εκκοσμικεύεται.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι ένας κοσμικός θεσμός, αλλά τόσο η παρουσία του, όσο και η πρωτοκαθεδρία του έχει καθιερωθή από τους θεοπνεύστους Πατέρας των Οικουμενικών Συνόδων που σημαίνει ότι η έλλειψη σεβασμού σε αυτό και πολύ περισσότερο η αντιπαλότητα μαζί του έρχεται σε αντίθεση με το Άγιον Πνεύμα που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, με φοβερές συνέπειες για τον αμφισβητία του ευλογημένου αυτού θεσμού. Επομένως, ο οφειλόμενος σεβασμός στον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι έκφραση του εκκλησιαστικού φρονήματος και πρόξενος πνευματικής ευλογίας.

Και ο σεβασμός προς την Ελληνική Πολιτεία είναι απόρροια του σεβασμού της ετυμηγορίας του ελληνικού λαού. Δεν είναι δυνατόν κανείς να ζη σε μια συγκεκριμένη Πολιτεία και να μη σέβεται όχι μόνον τον θεσμό, αλλά και τα πρόσωπα που τον υπηρετούν.

Βέβαια, και τους δύο αυτούς θεσμούς τους είδε μέσα από την θεολογία της Εκκλησίας, η οποία σέβεται τους θεσμούς, χωρίς να αλλοιώνεται η ίδια, συνεργάζεται με όλους χωρίς να εκκοσμικεύεται, αγαπά τους πάντας, χωρίς να κομματίζεται.

4. Οικουμενικό πνεύμα

Ο επιβατήριος λόγος ήταν ανοικτός προς όλους, οικουμενικός. Η Εκκλησία είναι ανοικτή και δέχεται τους πάντες, νεοποιεί τους γηγενείς. Δεν είναι Εκκλησία των νέων η των ηλικιωμένων, των Κληρικών η των λαϊκών, των μοναχών η των εγγάμων, των δικών μας η των ξένων, αλλά Εκκλησία όλου του πληρώματος. Στην Εκκλησία δεν χωρούν οι αποκλεισμοί και οι απολυτότητες. Δέχεται τους πάντες με προοπτική την αναγέννησή τους. Δεν έγινε η Εκκλησία για να βοηθήση τον κόσμο, αλλά για να γίνη ο κόσμος Εκκλησία. Οπότε, δεν αποβλέπουμε στην εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, αλλά στην εκκλησιοποίηση του κόσμου. Η Εκκλησία, καίτοι ζη και εργάζεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και ένα συγκεκριμένο Έθνος, εν τούτοις υπερβαίνει τα κλειστά όρια των Εθνών, είναι παγκόσμια, οικουμενική.

Αυτό το «πνεύμα» διακρίνει κανείς στην σκέψη του νέου Αρχιεπισκόπου, όπως φάνηκε και στον επιβατήριο λόγο του. Δεν αφίσταται της Ορθοδόξου θεολογίας, αλλά και δεν κλείνεται σε καιρικά σχήματα και σε αποσπασματικές, ατομικές θεωρήσεις.

5. Ορθόδοξος εκκλησιαστικός λόγος

Ήταν λόγος απηλλαγμένος θεωρητικών-σοφιστικών λόγων και ελευθερωμένος από λαϊκισμό.

Ο θεωρητικός λόγος που αναφέρεται σε φιλοσοφικές και θεολογικές έννοιες, καίτοι πολλές φορές είναι απαραίτητος, εν τούτοις εύκολα εκφράζεται με μια ξύλινη γλώσσα που δεν έχει ουσία και περιεχόμενο, γίνεται ιδεολογία. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος αποφεύγει την ξύλινη θεολογική γλώσσα, μια γλώσσα που δεν είναι καρδιακή και δεν αγγίζει την καρδιά του πονεμένου ανθρώπου.

Ο λαϊκίστικος λόγος είναι βερμπαλιστικός και δημαγωγικός, δεν παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα, αλλά «κνήθει» τις ακοές, χωρίς να μετατρέπεται σε πράξη που θεραπεύει τα προβλήματα του λαού.

Ο ορθόδοξος-εκκλησιαστικός λόγος, όπως είπε ο Αρχιεπίσκοπος, έχει το στοιχείο της προφητείας, είναι μαρτυρία του ιδρώτα του κήπου της Γεθσημανής, αποβλέπει στην δημιουργία πνευματικών αντισωμάτων για την αναγέννηση των ανθρώπων.

6. Περιεχόμενο, ήθος και ύφος

Ο επιβατήριος λόγος έθιξε πολλά ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο της εποχής μας, τους νέους, το πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας, την παιδεία, την διοργάνωση της Εκκλησίας, τις σχέσεις των ποιμένων με τις Θεολογικές Σχολές, την αξιοποίηση των οικονομικών πόρων, τους μετανάστες και τους ενδεείς, τους αρρώστους και τους κατάκοιτους κλπ., και όλα αυτά εξετάσθηκαν μέσα από την θεολογική και εκκλησιαστική προοπτική.

Το σημαντικό είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν έκανε προγραμματικές δηλώσεις, αισθανόταν ως Ποιμένας και όχι ως κοσμικός άρχοντας και το ακόμη σπουδαιότερο, ξεκίνησε τον λόγο του από την Θεολογία του Σταυρού, και προς το τέλος συνέδεσε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο με το σκαμνί του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που εκφράζει τον τάφο, και τελείωσε με την αίσθηση ότι θα λογοδοτήση στον Αρχιποίμενα Χριστό. Ήταν ένας λόγος που μέσα του είχε ευαισθησία, μνήμη θανάτου και αίσθηση απολογίας στον Χριστό. Ήταν πράγματι λόγος βιωματικός, ορθόδοξος, εκκλησιαστικός. Παράλληλα ήταν ένας ισορροπημένος, καρδιακός, ποιμαντικός, σεμνός και νηφάλιος λόγος που άγγιζε την ουσία των πραγμάτων.

Εάν αυτό συνδυασθή και με τον τρόπο της εκφοράς, που δείχνει άνθρωπο σώφρονα, μετρημένο, νηφάλιο, που βδελύσσεται τον σοφιστικό και ρητορικό λόγο, τότε βλέπει κανείς και τα πλαίσια στα οποία κινείται.

Επί πλέον η απόφαση του Αρχιεπισκόπου να μην ακολουθήση υπερβολικές εκδηλώσεις, όπως την υποδοχή του στην πλατεία Συντάγματος και την μετάβασή του εν πομπή στον Μητροπολιτικό Ναό, συμπληρώνει το έτερον ύφος και ήθος του νέου Αρχιεπισκόπου.

Το ότι ο επιβατήριος λόγος κράτησε αμείωτη την προσοχή και το ενδιαφέρον των Κληρικών και των λαϊκών, των Αρχόντων και του λαού, καθώς επίσης ότι μετά το τέλος του επικράτησε μια ειρήνη, γαλήνη, ηρεμία, αίσθηση παρηγοριάς, ήταν ένδειξη ενός εκκλησιαστικού λόγου.

 

Από τον επιβατήριο λόγο του Αρχιεπισκόπου

(αποσπάσματα)

Ιδού εγώ ανάμεσά σας, στην εποχή των μεγαλόστομων διακηρύξεων, του πληθωρισμού της κενολογίας και της ξύλινης γλώσσας, απρόθυμος να διατυπώσω υψιπετείς διακηρύξεις.

Δεν έχω να καταθέσω προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε αυτές είναι ήδη διατυπωμένες άπαξ και με περισσή σαφήνεια επί του Σταυρού.

Η Εκκλησία πορεύεται μέσα στην ιστορία και τον κόσμο, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Δεν ενδιαφέρεται να αντιπαρατεθή προς κάτι η κάποιον, αλλά να προσλάβη τον κόσμο και να τον μεταμορφώση. Δεν καλείται να είναι το λίπασμα για τα διακοσμητικά φυτά αυτού του κόσμου, αλλά γίνεται συνεχώς ένας πνευματικός εκρηκτικός μηχανισμός που ανατινάζει τον κόσμο και τον κάνει Εκκλησία.

Κι εμείς, οι διάκονοι της Εκκλησίας, δεν υπάρχουμε για να αντιπαραθέτουμε σε επιμέρους απόψεις εναντίον άλλων απόψεων η ιδεολογικές αντιλήψεις έναντι άλλων ιδεολογιών, ούτε δικαιούμαστε να στρατευτούμε σε μια ιδεολογικοπολιτική επιλογή εναντιούμενοι σε κάποιαν άλλη.

Διότι τότε δεν θα είμαστε Εκκλησία αλλά μια θρησκευτική παράταξη, αυτοπεριορισμένη στην στενωπό των ιδεών της, αφού λησμόνησε ότι ο δρόμος που έχουμε να δείξουμε στους ανθρώπους και η αλήθεια που έχουμε χρέος να μαρτυρούμε δεν είναι μια ιδεολογία αλλά ένα πρόσωπο. Ο Χριστός είναι «η οδός, η αλήθεια και η Ζωή» (Ιωάν. 14, 6).

Σε μια εποχή που η Οικουμένη παρουσιάζεται κατακερματισμένη και ως λύση προβάλλεται η παγκοσμιοποίηση, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες οφείλουν να διασφαλίσουν και να προβάλλουν την μεταξύ τους ενότητα. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε πρέπει να γίνη κατανοητή η σημασία και ο ρόλος του Σεπτού Οικουμενικού μας Πατριαρχείου για την πορεία σύνολης της Ορθοδοξίας.

Η χάραξη της πορείας της Ελλαδικής Εκκλησίας, η λήψη των αποφάσεων, η αντιμετώπιση των προβλημάτων που κατά καιρούς προκύπτουν και η αντιμετώπιση όλων των άλλων ζητημάτων, για τα οποία έχει αρμοδιότητα η Ιεραρχία, οφείλουν να είναι καρπός συνεργασίας των μελών της, οι οποίοι συναποφασίζουν εν Αγίω Πνεύματι με ήθος συνοδικό. Ο Αρχιεπίσκοπος ως πρόεδρος έχει καθήκον να διασφαλίζη την λειτουργία του συνοδικού συστήματος και, ως πρώτος μεταξύ ίσων, να είναι ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του.

Απευθύνω λοιπόν θερμή παράκληση και ικεσία προς τον ιερό Κλήρο και τα στελέχη του Εκκλησιαστικού έργου: Σταθείτε στο πλευρό μου. Υιοθετήστε τις αγωνίες μου. Αφουγκραστείτε τις προσδοκίες του λαού μας. Συμμεριστείτε τις κοινές μας ευθύνες.

Η ενότητα των ορθοδόξων είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο. Ιδιαίτερα καθώς η παγκόσμια κοινότητα στρέφει το βλέμμα προς την Ορθοδοξία και προσδοκά λόγο καινούριο και διαφορετικό, μαρτυρία και έμπρακτη συμβολή στην αντιμετώπιση της προκλητικής σύγχρονης πραγματικότητας.

Η Ελλαδική Εκκλησία, έχουσα επίγνωση της ιστορίας του γένους των Ελλήνων, της Εκκλησιαστικής μας ιστορίας και της ορθόδοξης Εκκλησιολογίας φέρει βαριά την ευθύνη επί των ώμων της για τον τρόπο που θα διαφυλάξη τα παραδεδομένα όσον αφορά την σχέση της και την συνεργασία της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.