Γράφτηκε στις .

Η «Ελληνική Νομαρχία»

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Μερικοί υποστηρίζουν ότι στα τετρακόσια χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς έγιναν και διάφορα λάθη από εκπροσώπους της Εκκλησίας, Κληρικούς και Μοναχούς. Όμως, τα μεμονωμένα παραδείγματα δεν μπορούν ποτέ να διαγράψουν όλη την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας, Κληρικών, Μοναχών και λαϊκών, στην διάσωση της αυτοσυνειδησίας του Γένους. Μερικοί διαφωτιστές, ενοχλημένοι ενδεχομένως από την προσφορά της Εκκλησίας και την επιρροή της στον λαό, προσπάθησαν να υπερτονίσουν μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις και να τις παρουσιάσουν καθ' υπερβολήν αρνητικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η έκδοση του βιβλίου Ελληνική Νομαρχία.

Πρέπει να λεχθή ότι τον 18ο αιώνα στην Δύση αναπτύχθηκε ο Διαφωτισμός με πολλές εκφράσεις, ήτοι ο αγγλικός εμπειρισμός, ο γαλλικός εγκυκλοπαιδισμός, ο γερμανικός ιδεαλισμός και ο ιταλικός αντικληρικαλισμός. Γενικώς, ο δυτικός διαφωτισμός ήλθε σε διάσταση αφ' ενός μεν με τον τρόπο με τον οποίον διοικούσε ο Πάπας την Εκκλησία, αφ' ετέρου δε με τον σχολαστικισμό της Καθολικής Εκκλησίας και συνδεόταν με τον ουμανισμό και την Μεταρρύθμιση (Προτεστάντες). Έτσι, η Ελληνική Νομαρχία ήταν απαύγασμα αυτών των διαφωτιστικών αντικληρικαλιστικών αρχών που παρατηρούνταν στην Δύση και μεταφέρθηκαν υπερβολικά και στην Ανατολή.

Ο Steven Ranciman αναφέρει ότι τα συγγράμματα του Αδαμαντίου Κοραή, τα οποία εξέφραζαν τις γαλλικές εγκυκλοπαιδιστικές διαφωτιστικές απόψεις, διαβάζονταν και από τους νέους Φαναριώτες, οι οποίοι απομακρύνονταν από την θρησκεία, τον ιερό Κλήρο και οι οποίοι επέκριναν την Ιεραρχία, παραθεωρώντας την διαφορά που υπάρχει μεταξύ δυτικής και ορθοδόξου θεολογίας και παραδόσεως. Αποτέλεσμα αυτής της επιρροής ήταν η εμφάνιση ενός βιβλίου στην Βιέννη, το 1791, γραμμένο στα ελληνικά με τίτλο Γεωγραφία νεωτερική, από δύο Έλληνες μοναχούς, τον Δημήτριο Φιλιππίδη και τον Γεώργιο Κώνσταντα. Επρόκειτο για ένα βιβλίο εναντίον της Εκκλησίας που κατηγορούσε τους Ιεράρχες για φιλοχρηματία και δουλικότητα έναντι των Τούρκων, τον δε κατώτερο Κλήρο για σκοταδιστική αμάθεια.

Ως απάντηση στο βιβλίο αυτό δημοσιεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1798 ένα έργο με τίτλο Διδασκαλία πατρική, το οποίο δημιούργησε μεγάλες αντιδράσεις. Κατά τον Ranciman, «οσοδήποτε κι αν ήταν χωρίς τάκτ, η Διδασκαλία Πατρική δεν ήταν θεολογικώς χωρίς βάση. Δεν ήταν έργο της Εκκλησίας ν' αναμιγνύεται σε ανατρεπτικές εθνικιστικές δραστηριότητες. Ο ίδιος ο Χριστός είχε κάνει την διάκριση μεταξύ των πραγμάτων που ήταν του Καίσαρος και των πραγμάτων που ήσαν του Θεού. Ο Παύλος είχε διατάξει τους χριστιανούς να υπακούουν στον βασιλέα, έστω και αν ο βασιλεύς ήταν ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος αυτοκράτωρ. Η αρχαία Εκκλησία ήρθε σε αντίθεση με την εξουσία μόνο όταν της απαγορευόταν η Ελευθερία της λατρείας η όταν ζητούσαν από τα μέλη της να προβούν σε πράξεις αντίθετες προς την χριστιανική συνείδηση. Οι Τούρκοι δεν είχαν προβάλλει τέτοιες απαιτήσεις. Οι καλοί άνθρωποι της Εκκλησίας έπρεπε ασφαλώς να είναι καλοί πολίτες, και όχι επαναστάτες η συνωμότες. Από την πρακτική άποψη επίσης η Διδασκαλία δεν ήταν αδικαιολόγητη».

Όμως, η δημοσίευση της Διδασκαλίας Πατρικής ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, επικοινωνιακά άκαιρη, οπότε δημιούργησε αντίδραση στους διαφωτιστικούς κύκλους και ο Κοραής εξέδωσε μια πραγματεία με τίτλο Αδελφική διδασκαλία, με την οποίαν προσπάθησε να ανατρέψη τα επιχειρήματα της Διδασκαλίας Πατρικής. Παράλληλα την εποχή εκείνη «ένα εξ ίσου σκληρό βιβλίο, που δημοσιεύθηκε ανωνύμως στην Ιταλία το 1806 και είχε τον τίτλο Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, επανελάμβανε τις κατηγορίες εναντίον της όλης εκκλησιαστικής οργανώσεως», όπως το έκανε η Γεωγραφία Νεωτερική.

Πάντως, απ' ο,τι φαίνεται η Ελληνική Νομαρχία είναι ένα βιβλίο που εμπνεόταν από τον πόθο της ελευθερίας, αλλά ήταν γραμμένο με φανατισμό και από κάποιον που γνώριζε τον δυτικό Χριστιανισμό, αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά συνέπεια, απέδιδε τις κακές ενέργειες του δυτικού Χριστιανισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ότι εγράφη ανωνύμως και το ότι ο τόπος εκδόσεως θεωρείται γενικά η Ιταλία, πράγμα το οποίο δεν συνηθίζεται για ένα βιβλίο, διότι πάντοτε σε αυτό αναγράφεται η πόλη της εκδόσεως και όχι η χώρα, καθώς επίσης το ότι εξέφραζε τις διαφωτιστικές γαλλικές αρχές θεωρείται από πολλούς ότι ήταν γραμμένο η από τον Αδαμάντιο Κοραή η πάντως από τους μαθητές του. Είναι σημαντικές μερικές επισημάνσεις.

Ο ανώνυμος συγγραφεύς της Ελληνικής Νομαρχίας είναι υπερβολικός, άδικος και υβριστικός σε πολλές περιπτώσεις, όπως φαίνεται σε μερικά παραδείγματα. Αποκαλεί τους Αρχιερείς βαρβάρους και μωρούς για τους οποίους έπρεπε να ξαναγυρίση ο Χριστός και να τους φωτίση, ώστε να ανοίξουν κανένα βιβλίο και να λαμπρύνουν τον εσκοτισμένο νου. Δηλαδή, όλοι οι Αρχιερείς ήταν αγράμματοι, κατά τον συγγραφέα, που είναι υπερβολικό, όπως έχει αποδείξει η σύγχρονη ιστορική βιβλιογραφία. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί για τους Συνοδικούς Μητροπολίτες είναι πολύ βαριές: «η διεστραμμένη ψυχή αυτών των δώδεκα μωρών της Συνόδου». Υπερβολικός είναι ο συγγραφεύς και στην προσπάθεια να καταγράψη την διαγωγή των αρχιερέων, οι οποίοι «κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας την νύχτα και δύο ώρας μετά το μεσημέρι». Ποιός άνθρωπος μπορεί να κοιμηθή 16 ώρες το εικοσιτετράωρο; Ποιός μπορεί να φάγη για πρόγευμα δυό οκάδες γιαούρτι και το απόγευμα μισή οκά σαρδέλλες ξεκοκκαλισμένες;. Και μάλιστα αυτό αναφερόταν για τον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Όμως γνωρίζουμε ότι τότε στα Ιωάννινα αρχιεράτευε ο Ιερόθεος, μεγάλο πνευματικό ανάστημα, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία που αντήλλαξε με τον εξάδελφό του άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Και από παράκλησή του ο τελευταίος έγραψε το περίφημο βιβλίο Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων. Πάντως, τα κοσμητικά επίθετα τα οποία χρησιμοποιεί για τους Αρχιερείς φανερώνουν τον αντικληρικαλισμό και ακόμη το ότι στρέφεται εναντίον τους όχι τόσο για τα τυχόν σφάλματά τους, όσο για το ότι είναι Επίσκοποι της Εκκλησίας. «Αναίσχυντοι», «λύκοι και καθέδρα του σκότους», «άπιστε της Εκκλησίας» κλπ. Η υπερβολή του φαίνεται και στην περίπτωση που καταφέρεται εναντίον των πλουσίων και των ευρισκομένων στην Δύση Ελλήνων. Για τους πρώτους λέγει τα εξής υπερβολικά: «Πόσοι ήθελον κατακοπρισθή επάνω των μη ηξεύροντες πως να λύσουν τα δεσίματα των φορεμάτων των! Πόσοι ήθελον σκωληκιάσει καθήμενοι, μην ηξεύροντες να περιπατήσουν! Πόσοι άλλοι ήθελον μείνει γυμνοί μην ηξεύροντες πως να ενδυθώσι». Επίσης, υπερβολική είναι και η γλώσσα που χρησιμοποιεί εναντίον των Ελλήνων που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Δύση.

Φαίνεται ακόμη ότι ο συγγραφεύς έχει δυτική σκέψη και νοοτροπία. Διαβάζοντας κανείς αυτό το έργο νομίζει ότι περισσότερο αναφέρεται στην Δυτική Εκκλησία παρά στην Ορθόδοξη. Αποδίδει την κατηγορία της φεουδαρχίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι ποτέ δεν υπήρξε ο ρατσιστικός φεουδαλισμός στην Ορθόδοξη Ανατολή. Οι σελίδες 122 -128 της Ελληνικής Νομαρχίας, αν διαβασθούν με τα λεγόμενα από τον Καθηγητή Ρωμανίδη, φανερώνουν ότι ο συγγραφεύς της ερμηνεύει τον ορθόδοξο Κλήρο με τα δεδομένα της φεουδαρχίας των Φράγκων.

Πέρα από αυτά, ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας δείχνει την δυτική του προέλευση, αφού χρησιμοποιεί φράσεις που δείχνουν ότι αγνοεί την Ορθόδοξη Ανατολή. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου αποκαλείται σύγκλητος. Οι Κληρικοί λέγεται ότι ανήκουν σε τάγμα, η Ιερωσύνη είναι σύστημα, κλάση: «η κλάσις της ιερωσύνης των Ελλήνων». Οι λέξεις αυτές είναι καθαρά δυτικής προελεύσεως. Αλλά και το περιεχόμενό τους είναι «εισαγόμενο». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρχαν ποτέ τάξεις, και οι Κληρικοί προέρχονταν από όλα τα στρώματα του λαού. Το ότι ο ανώνυμος Έλληνας είχε άγνοια των Ελληνικών πραγμάτων φαίνεται από το γεγονός ότι το ράσο, το ιδιαίτερο ένδυμα των Κληρικών, το ονομάζει «φόρεμα». «Το φόρεμα της ιερωσύνης». Ποιός Έλληνας αγνοούσε και αγνοεί το ράσο και ποιός το αποκαλεί φόρεμα;

Ακόμη, ο ανώνυμος συγγραφεύς φαίνεται καθαρά ότι δεν διακρίνεται για ορθόδοξο φρόνημα. Ζητά να λιγοστεύσουν οι νηστείες, επειδή αφανίζουν την υγεία του λαού και να μεταφερθούν οι εορτές την Κυριακή, επειδή εμποδίζουν το κέρδος. Ακόμη ζητά να αποβάλουν η να σμικρύνουν τις περισσότερες σαρακοστές. Καταφέρεται εναντίον των Μοναχών και των Μοναστηριών. Οι Μοναχοί αποκαλούνται «τέρατα», τρέφονται από τον ιδρώτα του Ελληνικού λαού, αν και διασώζονται μαρτυρίες του Μακρυγιάννη και άλλων ότι τα Μοναστήρια ήταν εστίες ζωής για τους υποδούλους Έλληνες. Ζητά να κλείσουν τα Μοναστήρια και να διορθωθούν πολλά πράγματα της θρησκείας. Προτρέπει τους Μοναχούς να καταγίνωνται «εις την μελέτην των σοφών της εκκλησίας και εις τον ορθόν λόγον». Ζητά να εμποδίσουν τα θαύματα, γιατί είναι δεισιδαιμονία.

Όλα αυτά που ανεφέρθησαν, καθώς επίσης και το ότι επαινείται ο Κοραής, δείχνουν καθαρά ότι ο ανώνυμος συγγραφεύς διαπνέεται από προτεσταντικό και εικονοκλαστικό πνεύμα, έχει άγνοια της παραδόσεως του Ελληνικού λαού και προσπαθεί να εισαγάγη στον Ελληνικό Ορθόδοξο χώρο τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δυτικών, κυρίως των Προτεσταντών. Είναι προτεστάντης και ξεκομμένος από όλη την παράδοση του Γένους. Όταν κατηγορή την Ορθόδοξη Εκκλησία, το κάνει με τα δεδομένα της Λατινικής Εκκλησίας και όταν θέλη να διορθώση μερικά πράγματα το κάνει μέσα από την προτεσταντική προβληματική.

Θεωρώ ότι η Ελληνική Νομαρχία είναι ένα εμπαθές κείμενο, γεμάτο από υπερβολές και ύβρεις, υποκειμενικό, και δεν βοήθησε στην Επανάσταση, που την έκανε ο Ελληνικός λαός με τους ποιμένες του. Όσοι το χρησιμοποιούν, μάλλον το κάνουν γιατί διαπνέονται και αυτοί από την ίδια προτεσταντική νοοτροπία, το αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό μένος, από το οποίο διαπνεόταν ο ανώνυμος Έλληνας της Ελληνικής Νομαρχίας