Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ουκ έξεστί σοι «αισχροκερδείν»

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Καθώς στον ελληνικό και διεθνή οικονομικό ορίζοντα τα σύννεφα πληθαίνουν, γίνεται όλο και πιο αισθητό ότι το βαθύ πρόβλημα της οικονομίας είναι ο πονηρός και άπληστος άνθρωπος που δεν έχει υψηλό νόημα για την ζωή του. Η κρυφή αρρώστια, δηλαδή, της οικονομίας είναι πνευματική. Αυτά που συνήθως ακούμε ως προβλήματα της οικονομίας είναι τα συμπτώματα της πνευματικής αρρώστιας των διαχειριστών της. Τέτοια συμπτώματα είναι η αισχροκέρδεια (με κραυγαλέο παράδειγμα την αύξηση της τιμής του πετρελαίου), τα ακάλυπτα στεγαστικά δάνεια των αμερικανικών τραπεζών, τα υπερχρεωμένα στις τράπεζες ελληνικά νοικοκυριά, την στιγμή που οι τράπεζες σε αντίθεση με την πλειοψηφία του ελληνικού λαού παρουσιάζουν προκλητικά υπερκέρδη, είναι προπαντός η αδικαιολόγητη ακρίβεια στην αγορά βασικών αγαθών, με την κερδοσκοπία των μεσαζόντων, που ταλαιπωρεί εκατομμύρια χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους.

Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων γράφονται και λέγονται πολλά, αναπτύσσονται οικονομικές θεωρίες, προτείνονται πολιτικές. Αν δούμε, όμως, τα πράγματα από την μέσα τους πλευρά, από την κρυφή τους όψη, θα διαπιστώσουμε ότι σ’ αυτά έχει λόγο και ρόλο και η Εκκλησία, ως διδασκαλία και ως τρόπος ζωής. Το ότι η λύση των προβλημάτων αυτών έχει ανάγκη γενικώς από «πνεύμα», δηλαδή από την καταφυγή σ’ ένα νόημα ανώτερο από τα στενά οικονομίστικα θεωρήματα, φαίνεται από τις πρακτικές που ήδη άρχισαν να εφαρμόζονται σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη.

Πρέπει να πούμε ότι μέσα στην κοινωνικά ανισόρροπη ανάπτυξη της ελεύθερης οικονομίας έγινε ήδη αντιληπτό ότι πρέπει πάση θυσία να αναπτυχθή ένα πνεύμα «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» μεταξύ των επιχειρήσεων και της «ενεργού» κοινωνίας. Κι’ αυτό μέσα από την λειτουργία ορισμένων θεσμοθετημένων οργάνων που θα ενεργοποιούν την συνευθύνη όλων των παραγόντων της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο να γίνη, διότι όταν οι επιχειρήσεις δεν ελέγχονται αποτελεσματικά από αρμόδιες υπηρεσίες του δημοσίου και προπαντός όταν οι επικεφαλής τους δεν διαθέτουν κουλτούρα και αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, τότε χωρίς ενδοιασμούς βιάζουν την φύση και καταπατούν ανθρώπινα δικαιώματα των εργαζομένων σ’ αυτές.

Κατά το πρότυπο, λοιπόν, της βιοηθικής κρίθηκε αναγκαίο να αναπτυχθή μια ηθική της οικονομίας, με την ύπαρξη αντίστοιχων «επιτροπών δεοντολογίας». Σε σχετικό άρθρο της Καθημερινής (18.05.2008) διαβάσαμε, ότι «στις περισσότερες ευρωπαϊκές και άλλες χώρες του Δυτικού κόσμου οι κυβερνήσεις τους, όχι μόνο έχουν αναλάβει καθοδηγητικό ρόλο για την προώθηση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, αλλά και ο δημόσιος τομέας πρωτεύει στην ανάπτυξη καλών πρακτικών. Σημαντικό παράδειγμα είναι η Γαλλία...», στην οποία μέσα στο πνεύμα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης το 2001 ψηφίστηκε νόμος, ο οποίος με το άρθρο 116 επιβάλλει στις δημοσίως εγγεγραμμένες επιχειρήσεις να αναφέρουν στους ετήσιους απολογισμούς τους τις περιβαλλοντικές και κοινωνικά υπεύθυνες δραστηριότητές τους. Επίσης το 2003 με διευκρινιστική απόφαση ζητείται από τις επιχειρήσεις να κάνουν αναφορά και στις σχέσεις τους με υπεργολάβους, ώστε να ελέγχονται οι επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους σε τοπικό επίπεδο, καθώς και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν δραστηριοποιούνται έξω από τα σύνορα της χώρας.

Είναι σαφές ότι το έδαφος είναι γόνιμο για να σπείρη και η Εκκλησία τον δικό της λόγο. Κάτι τέτοιο είναι μάλιστα επιβεβλημένο, γιατί η κρίση που σοβεί στην οικονομία εγκυμονεί μεγάλους κοινωνικούς και πνευματικούς κινδύνους. Τα πράγματα δείχνουν ότι είμαστε στα πρόθυρα μιας μεγάλης κρίσης.

Βέβαια σε μια τέτοια προσέγγιση των θεμάτων τίθενται διάφορα αντιρρητικά ερωτήματα, όπως για παράδειγμα: Έχει η οικονομία του χρήματος επιπτώσεις στην πνευματική ζωή, ώστε να αφορά την Εκκλησία; Αν η Εκκλησία αρχίσει να μιλά για την ακρίβεια της αγοράς, την κερδοσκοπία των μεσαζόντων και τα υπερκέρδη των τραπεζών, δεν θα βγη έξω από τον περίβολό της; Δεν θα εμπλακή σε κοσμικά θέματα;

Αν η εμπλοκή της Εκκλησίας περιορισθή στα διεκδικητικά πλαίσια ενός συνδικάτου εργαζομένων η στην αντιπολιτευτική κριτική ενός πολιτικού κόμματος, τότε πράγματι θα είναι έξω από τον περίβολό της. Όμως, δεν προσεγγίζει έτσι τα πράγματα.

Η Εκκλησία πρώτον ανησυχεί για τα μέλη της που αισχροκερδούν. Διότι η αισχροκέρδεια, ως γέννημα της πλεονεξίας, είναι πρακτική ειδωλολατρία. Στην προς Γαλάτας επιστολή ο απ. Παύλος, προτρέποντας τους πιστούς να νεκρώσουν τα διάφορα σαρκικά τους πάθη, στο τέλος αναφέρει «και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία»(3,5). Επίσης, στην προς Εφεσίους επιστολή αναφέροντας πάλι την πλεονεξία μαζί με την πορνεία και με κάθε «ακαθαρσία», γράφει: «μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν»(5,3). Τόση ήταν η αποστροφή του σ’ αυτό το θεομίσητο πάθος, που δεν θέλει ούτε να «ονομάζεται» ανάμεσά τους. Αυτό το πάθος, όμως, διαβρώνει δυστυχώς, κατά διαφόρους βαθμούς και διάφορες μορφές, μεγάλο μέρος και του εκκλησιαστικού πληρώματος. Έχει υποχρέωση, λοιπόν, η Εκκλησία να φωνάζη στεντορείως στα μέλη της το «ουκ έξεστί σοι “αισχροκερδείν”», αν θέλουν όχι μόνο να ονομάζονται, αλλά και να είναι ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η αισχροκέρδεια και ο βιασμός του περιβάλλοντος δεν μπορούν να συνυπάρχουν με την ευαγγελική άσκηση, η οποία οδηγεί στην ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό, τους ανθρώπους και όλη την κτίση. Η αισχροκέρδεια –και όχι, προς Θεού, το νόμιμο και δίκαιο κέρδος– ως ενεργός πλεονεξία μας βγάζει έξω από την ζωή της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία κατά δεύτερο λόγο ανησυχεί για τα μέλη της που περιπίπτουν σε οικονομικές δυσχέρειες, λόγω του ότι η οικονομική δυσπραγία ευνοεί την εκδήλωση και εξέλιξη κάθε κακού. Αυτός που δυστυχεί, από την ανάγκη της επιβίωσης γίνεται φίλαυτος. Είναι, επίσης, εύκολο θύμα της απόγνωσης, του θυμού, ακόμη της κλοπής και του φθόνου. Ο άγιος Νεκτάριος στην Ποιμαντική του γράφει, ότι «τα πάθη, αι κακουχίαι και αι κακοδαιμονίαι γίνονται αφορμαί πολλών κακιών». Και παρακάτω επεξηγεί: «Η αισθητική ζωή εστι το ύψιστον επί γης αγαθόν του ανθρώπου• η κακουχία και η κακοδαιμονία υπονομεύει αυτό το αγαθόν του πάσχοντος, όστις θέλων να περισώση αυτό διακινδυνεύει, παρεκτρέπεται και γίνεται πονηρός»(σελ.183). Οι κακουχίες και οι κακοδαιμονίες που αναφέρει ο άγιος Νεκτάριος είναι οι αρρώστιες, η φτώχεια και η ανεργία. Περιγράφοντας μάλιστα τα καθήκοντα του Επισκόπου για την «αισθητικήν φύσιν του ποιμνίου» γράφει: «Ο Επίσκοπος, όπως προλάβη πάσαν κακουργίαν, οφείλει να μελετήση την εαυτού παροικίαν και εύρη τας αφορμάς των δυστυχιών, και άρη ταύτας δια καταλλήλου ενεργείας». Και αναφέρει, έχοντας υπόψη την κατάσταση της εποχής του, την ίδρυση, αν είναι ανάγκη, νοσοκομείων, γηροκομείων και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, αλλά και «τεχνουργείων» και «βιομηχανικών καταστημάτων» «δια τους εργάτας και εργάτιδας», ώστε να υπάρχη για όλους εργασία και το αναγκαίο εισόδημα.

Αυτό το τελευταίο, αν δεν μπορούν οι ποιμένες κάθε τοπικής Εκκλησίας να το επιχειρήσουν, μπορούν να προτρέψουν μέλη της, που έχουν επιχειρηματικές δυνατότητες, να το ενεργήσουν.

Αυτή πάντως οφείλει μαζί με το μυσταγωγικό κήρυγμά της να φωνάζει στεντορείως σε όσους την ακούν το «ουκ έξεστί σοι “αισχροκερδείν”».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ