Γράφτηκε στις .

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης - Ο Παράλληλος του Παπαδιαμάντη (Β')

του Κώστα Παπαδημητρίου, τ. Επιθεωρητού Α /θμιας Εκπαίδευσης

Ο έγγαμος βίος του Αλ. Μωραϊτίδη

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης - Ο Παράλληλος του ΠαπαδιαμάντηΤο 1900 φεύγει από την δημόσια υπηρεσία. Στην ουσία παύθηκε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα να πληρωθή. Την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε με την Βασιλική Φουλάκη, που την γνώρισε στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου. Την βαθειά του πίστη την μεταβίβασε και στην γυναίκα του, που μαζί της πριν ακόμα παντρευτούν, γύριζαν μαζί στις εκκλησίες. Κι όταν παντρεύτηκαν στο σπίτι τους έβαλαν εικόνες και κεριά, προσεύχονταν μαζί, έψελναν τον εσπερινό. Κάποτε μια γρια Σκιαθίτισσα πήγε στην Αιδηψό για να κάνη λουτρά. Έμαθε πως ήταν εκεί ο κυρ-Αλέκος με την γυναίκα του, νιόπαντροι, και πήγε να τους δη. Τους βρήκε να κάθονται στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει την ώρα που έψελναν εσπερινό. Ξαφνιασμένη τους ρώτησε: «Οσπιτεύετε η καλογερεύετε;».

Λένε πως δεν είχαν άλλο δεσμό μεταξύ τους από την αγάπη του Χριστού. Δεν είχαν συναναστροφές με άλλους ανθρώπους. Ο Μωραϊτίδης γλιστρούσε αθόρυβα και βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος, με την απεριποίητη βιβλική του γενειάδα, για να γίνη άφαντος να χωθή γρήγορα στο ιερό του σπιτιού του με τα μανουάλια και τα ψαλτήρια, όπου ιερουργούσε σαν παπάς σε ερημοκκλήσι. Και η αγαπημένη του γυναίκα δεν ήταν παρά μια ταπεινή εκκλησάρισσα στον μικρό εκείνο και παράδοξο ναό. Τα τελευταία χρόνια είχε ενδυθή το μοναχικό σχήμα με το όνομα Αθανασία.

Ο θάνατος της συμβίας του

Δεν κράτησε όμως πολύ η συμβίωσή τους εκείνη. Η γυναίκα του, μοναχή Αθανασία, πεθαίνει και αυτό τον βυθίζει σε μεγάλο πένθος και σε μεγαλύτερη σιωπή.

Σε μια επιστολή του με ημερομηνία 30-10-1915, από την Σκιάθο προς την Ηγουμένη του μοναστηριού Κεχροβουνίου της Τήνου, την Θεοδώρα, με την οποία συνδέθηκε πνευματικά, θα γράψη αναφερόμενος στον θάνατο της συζύγου του:

«Ο θάνατός της υπήρξε κοίμησις, ελαφρά μετάστασις από μίαν ζωήν εις την άλλην. Δεν μου λέγεις πως είναι δυνατόν να απολαύσω εγώ αυτό το μακάριον τέλος. Διαβάζω ωσάν να έχω στάδιον εμπρός μου, κάμνω σχέδια πάντοτε και σκέψεις διαφόρους. Κι εκεί οπού διαβάζω, π.χ. πόσα έτη ταλαίπωροι σας μένουν; Τι προσμένετε; Η ζωή μας είναι 70 η 80 το πολύ έτη. Τότε εξαφνιάζομαι ωσάν εξαφνιάζεται ένας εις τον ύπνον του από ένα ράπισμα κατ’ όναρ.

Εξαφνιάζομαι και βλέπω ότι 5 χρόνια μου μένουν, αν μου μένουν και αυτά. Και μένω άναυδος. Αλλ’ αυτό πρέπει να κάμνω; Να μένω άναυδος; Πρέπει να τρέξω, να αρράξω εις ένα ήσυχον λιμένα όπου τα 5 αυτά χρόνια να επισκευάσω το καράβι μου να το έχω έτοιμον δια το ταξείδι του Ωκεανού. Ο νοών νοείτω....»

Σε άλλο οκτασέλιδο γράμμα γράφει:

«Νύκτα των Χριστουγέννων 1915.

Αγαπητή εν Χριστώ αδελφή κυρία Θεοδώρα.

«...Δεν πρέπει να παραξενεύεσθε δια την αδυναμίαν μου την σωματικήν, διότι το πένθος ως είπας ήτο, ναι ήτο βαρύτατον. Και μόνον ο θάνατος θα το εξαλείψη με σπαραγμόν. Βιάζομαι να χωνεύω την θλίψιν, και αυτό φαίνεται βλάπτει σωματικώς είναι όμως τώρα πολύ ελαφρότερον, και να σου το παραστήσω κάπως αισθητώς, φαντάζομαι ότι η μακαρία Αθανασία μου κάπου αποδημεί και με περιμένει να υπάγω και εγώ».

Ο τραυματισμός του και η αντιμετώπισή του

Το 1907 επισκέπτεται το Μέγα Σπήλαιο. Εκεί πέφτει και χτυπά το πόδι του. Υποχρεώνεται από αυτό να μείνη ακίνητος ως τον Απρίλιο του 1908 στην κλινική και στο σπίτι του στην Σκιάθο. Οι συνθήκες διαβίωσής του είναι τραγικές. Τις απαριθμεί σε επιστολές του προς την ίδια Ηγουμένη με ημερομηνίες 8 και 11-10-1916.

«Εν Σκιάθω τη 8η Οκτωβρίου 1916

Θεοπεφιλημένη μου και περιπόθητος αδελφή εν Χριστώ.

Θύελλα και αστραπαί και κακοκαιρίαι και βρονταί• η στέγη του κελλίου μου σείεται διότι είναι υπό το κωδωνοστάσιον του Ναού της Παναγίας και εν τη κορυφή της πόλεως. Είναι 8 η ώρα περίπου το βράδυ• μου έφεραν το κατσαρολάκι με ζωμόν από πικραλίδας, ούτω λέγουν εδώ τα ραδίκια του βουνού. Τα παράθυρα φεγγοβολούν από τας αστραπάς. Ήρχισε βροχή. Και ως φαίνεται θα διαρκέση όχι μόνο την νύκτα αλλά και ημέρας. Αλλ’ ο καιρός είναι νότιος θερμός. Όταν είναι κρύο και βορράς, καταβαίνω κάτω εις εν δωμάτιον (όπου και κοιμώμαι τώρα), το οποίον είναι σωστόν σπήλαιον, φωτιζόμενον μόνον από την κανδήλαν των αγίων.

Εψάλαμεν απόψε τον εσπερινόν των οσίων Ανδρονίκου και Αθανασίας. Έφερα μαζί μου καθώς και πέρυσι την αγίαν εικόνα των και την εστόλισα με ωραία λουλούδια, κρίνα της ερήμου κατά το τροπάριον, πάλλευκα και κάτι άλλα της εποχής χρώμα μέλιτος, βελούδινα μανιταράκια λέγομεν εδώ. Θαύμα των οσίων. Διότι χωρίς να τα παραγγείλω, χωρίς άλλην φοράν να μου φέρουν, άγνωστος γυναίκα μου τα έφερε χθες βράδυ από το βουνό του αειμνήστου Γέροντα παπα-Διονυσίου. Μου τα έδωσε, λέγει, η αδελφή σου, όχι αυτή που συγκατοικώ αλλ’ άλλη η οποία δεν γνωρίζει πως έχω την πανήγυριν και την εικόνα των οσίων προφανώς. Και είναι κρίνα λευκά που εις το χωρίον δεν έχει κανείς. Και ήσαν πολλά κρίνα και ευωδίαζαν. Αν προφθάσω θα θέσω μέσα εις την επιστολήν από την αγίαν εικόνα.

Το μεσημέρι μετά το φαγητόν μόνος μου έπλεξα το στέφανον και εις τας 4 περίπου το επήγα εις την εκκλησίαν μετά της εικόνος και την ετοποθέτησα καταλλήλως. Ο εσπερινός διήρκεσε 1,30 ώρα• μέγας εσπερινός. Αν υπήρχε αλεύρι θα έκαμνα αρτοκλασίαν, αλλά είναι νηστικοί οι άνθρωποι και περιμένουν αύριον το ατμόπλοιον. Τώρα όπου γράφω οικονόμησα 50 δράμια πετρέλαιον με παρακλήσεις πολλάς.

Βοήθειά μας οι όσιοι!»

Και η δεύτερη επιστολή:

«Εν Σκιάθω τη 11 Οκτωβρίου 1916

Στερούμαι χειμερινού οικήματος. Κοιμούμαι τώρα εις υγρόν σπηλαιώδες δωμάτιον και μου φαίνεται πως με βλάπτει πολύ η υγρασία.

Πως εβάσταζαν οι Όσιοι εις τους λάκους; Αυτούς συλλογίζομαι και ο νους μου σαλεύεται. Δια να ίσταμαι ολίγον, διότι από τον καιρόν των καταγμάτων συνήθισα εις το καθήσθαι αείποτε, επενόησα έναν κρεμαστήρα όπου τον έχω δια να γυμνάζω την θραυσμένην μου δεξιάν - τρία χρόνια παρημέλησα τώρα και αισθάνομαι βάρος ύποπτον και ως ρευματικόν. Λοιπόν κρεμώμαι και λέγω το μεσονύκτιον, τον Εξάψαλμον, τας Ωδάς και όσα γνωρίζω από στήθους...».

Η βράβευσή του

Το 1928 η Ακαδημία Αθηνών τον ανακηρύσσει ομόφωνα πρόσεδρο μέλος της. Ο Μωραϊτίδης ούτε που πήγε να παραστή στην εκλογή του. Αρκέστηκε σε μια ευχαριστήρια επιστολή του προς τον πρόεδρο της Ακαδημίας.

Η μοναχική του κλίση

Ζούσε αποσυρμένος, παντελώς ξένος προς τα εγκόσμια. Ο ασκητισμός του ήταν αυστηρός. Συγγένευε με εκείνων των πρώτων αναχωρητών. Η χριστιανική ταπείνωση δεν ήταν άδεια λέξη γι’ αυτόν. Την είχε ντυθή κατάσαρκα η ψυχή του. Καταδίκασε στην ψυχή του την εγκόσμια ζωή για να βρη λύτρωση στην σιωπή της έκστασης, στην ουρανοπολιτεία του μοναστηριού, όπου θα αντάμωνε Εκείνον. Διψούσε για αλήθεια εσωτερική. Άκουε την φωνή του Ιησού προς την Μάρθα ότι: «ενός εστί χρεία». Ανταποκρίνεται σ’ αυτό το κάλεσμα, παίρνει το μοναχικό σχήμα και ονομάζεται Ανδρόνικος. Για μια απλή αλλαγή ρούχων πρόκειται, γιατί ο Μωραϊτίδης δεν έγινε τότε μοναχός, ήταν μοναχός και μάλιστα από εκείνους που αναφέρονται στα πιο αυστηρά μοναστήρια. Απλά έδωσε την εξωτερική φόρμα στο περιεχόμενο της ζωής του.

Η κουρά του έγινε στους Τρεις Ιεράρχες της Σκιάθου. Με μεγάλη χαρά ντύθηκε το «Αγγελικό Σχήμα» για να εισέλθη στον νυμφώνα του Χριστού. Ένα γράμμα του που έστειλε λίγες μέρες αργότερα σε μια ευλαβική κυρία των Αθηνών και δημοσιεύθηκε στην «Εστία», νομίζει κανείς πως είναι γραμμένο από καθολική παρθένα δεκατεσσάρων ετών, που έκαμε την πρώτη μετάληψή της και διηγείται σε μια φιλενάδα της την χερουβική τελετή. Το ίδιο και ο Μωραϊτίδης με ένα παρθενικό ύφος μιλάει για τα ράσα του, που του στέκανε ωραία, για τις καμπάνες της εκκλησίας, που σήμαιναν χαρμόσυνα, για την ευλογία του Μητροπολίτη, για τους χριστιανούς του εκκλησιάσματος, που δεν χόρταιναν να τον καμαρώνουν μέσα στο «Αγγελικό Σχήμα».

Και στην παραπάνω Ηγουμένη Θεοδώρα θα γράψη στις 16-9-1929:

«Σήμερον είχον την μεγαλυτέραν εορτήν της ζωής μου. Εκείνο το οποίον επόθουν από τόσα χρόνια, εκείνο το οποίον η ψυχή μου εμελετούσε νύκτας και ημέρας, το απήλαυσα, το απέκτησα. Το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα. Δεν είμαι πλέον ο Διδάσκαλος Αλέξανδρος, ο πρεσβύτης, ο πολυάσχολος με τας μερίμνας του κόσμου. Είμαι ο μοναχός Ανδρόνικος...».

Ο θάνατός του

Ο θάνατος του Ανδρόνικου-Αλέξανδρου Μωραϊτίδη ήρθε το 1929. Πέθανε σαν τον Τολστόϊ σε ένα μοναστήρι. Μια καλόγρια του έκλεισε τα μάτια. Έτσι πέρασε στην γαλήνη της αιωνιότητας «εις προϋπάντησιν του Σωτήρος», που τόσο επιθυμούσε.