Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Ο θυμός τής ανεξέλικτης θρησκευτικότητας

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Η είδηση ότι αστυνομικός έσχισε καί ποδοπάτησε ένα τεύχος μέ προσευχές τού Κορανίου ξεσήκωσε τούς Μουσουλμάνους τών Αθηνών.

Εάν η είδηση είναι όπως μεταδόθηκε, τότε η αντίδραση τών Μουσουλμάνων φαίνεται φυσική καί δικαιολογημένη. Θά τολμούσαμε νά πούμε ότι είναι μιά αντίδραση μέ υπαρξιακό περιεχόμενο. Διότι ο άνθρωπος πού έχει έντονη τήν αίσθηση τού ιερού στή ζωή του, όταν τό «ιερό» του –βιβλίο, αντικείμενο, πρόσωπο ή γενικά πίστη– προσβάλλεται, αισθάνεται ότι κλονίζονται τά θεμέλια τής ζωής του, ότι προσβάλλεται ο εαυτός του, η προσωπικότητά του, γιατί όλη η ύπαρξή του καί οι δράσεις του νοηματοδοτούνται από αυτό τό «ιερό». Αυτό βέβαια συμβαίνει κυρίως στούς ανθρώπους πού ζούν μέσα στά όρια τής φυσικής, αμεταμόρφωτης θρησκευτικότητας. Σ’ αυτές τίς περιπτώσεις ο θυμός μπορεί νά οδηγήση σέ ακρότητες. Βέβαια, η μορφή καί η ακρότητα τής αντίδρασης εξαρτάται σέ μεγάλο βαθμό από τήν ποιότητα τής θεολογικής πίστης πού συνδέεται μέ τό προσβαλλόμενο «ιερό» εξαρτάται από τό άν τό συγκεκριμένο «ιερό» εμπνέει αγάπη καί πραότητα ή υποθάλπει τό μίσος καί τήν επιθετικότητα.

Η δημοσιογραφική καί πολιτική προσέγγιση τής εξέγερσης τών Μουσουλμάνων δέν ακούμπησε τήν θυμική δύναμη τής αμεταμόρφωτης θρησκευτικότητας. Επικεντρώθηκε μονομερώς στά χρονίζοντα προβλήματα τής κρατικής μας οργάνωσης στή φύλαξη τών συνόρων, στήν ασφάλεια τών πολιτών, στό πολιτικό άσυλο ή τήν απέλαση τών λαθρομεταναστών, στούς καταυλισμούς τών προσφύγων, στήν κάλυψη τών θρησκευτικών αναγκών τών Μουσουλμάνων μέ τήν ανέγερση τζαμιού στήν Αθήνα καί άλλα παρόμοια. Όμως η πραγματική αιτία πού πυροδότησε τά επεισόδια δέν βρίσκεται σ’ αυτά. Όλα αυτά αποτελούν τίς πολιτικές, οικονομικές καί αστυνομικές παραμέτρους πού συνέτειναν στήν εκδήλωση τού μουσουλμανικού θυμού, δέν αποτελούν όμως τήν πρωταρχική αιτία τών συγκεκριμένων επεισοδίων.

Έχουμε τήν γνώμη ότι βασική αιτία τών επεισοδίων είναι η φυσική θρησκευτικότητα πού δέν εξελίχθηκε σέ πνευματική εμπειρία, σέ κοινωνία δηλαδή μέ τόν Θεό, η οποία απελευθερώνει από φόβους, ιδιοτέλειες, χαμερπή πάθη, αλλά καί από ειδωλολατρικές αντιλήψεις γιά τόν Θεό. Οι χονδροειδείς θεολογικές απόψεις είναι αναπόφευκτες, όταν η αποκάλυψη τού Θεού ταυτίζεται μέ λέξεις καί νοήματα ενός βιβλίου, όπως είναι τό Κοράνι. Τό ίδιο βέβαια μπορεί νά πάθη καί ένας Χριστιανός μέ τήν Αγία Γραφή, η οποία γράφτηκε από θεοπνεύστους, απαιτεί όμως καί θεοπνεύστους αναγνώστες, όπως μάς διδάσκει ο π.Ι.Ρωμανίδης, οι οποίοι δέν θά μένουν στίς λέξεις καί τά νοήματά της, αλλά μέσω αυτών θά καθαρίζουν τήν καρδιά τους καί θά φωτίζουν τόν νού τους, ώστε όταν θελήση ο Θεός νά τούς ανεβάση στήν θεοπτία.

Τό Κοράνι είναι ένα βιβλίο πού πιστεύεται από τούς Μουσουλμάνους ότι τό έριξε ο Θεός στή γή από τόν ουρανό. Ο μουσουλμανικός Θεός είναι μακριά απ’ τόν κόσμο. Στόν κόσμο βρίσκεται τό βιβλίο του. Απ’ τήν άλλη μεριά η Αγία Γραφή είναι ένα βιβλίο πού γράφτηκε από τούς «αυτόπτες τού Λόγου». Διηγείται τίς αποκαλύψεις τού Θεού στούς ανθρώπους (ασάρκως πρό τής εναθρωπήσεως, ενσάρκως κατόπιν) καί λέει τό πώς ο Θεός, «εν προσώπω Ιησού Χριστού», μπήκε μέσα στήν ανθρώπινη ιστορία, σταυρώθηκε, τάφηκε, αναστήθηκε καί καλεί τούς ανθρώπους σέ σχέση καί κοινωνία μαζί Του. Η διαφορά τών ιερών βιβλίων είναι μεγάλη. Όμως καί η θρησκευτικότητα ενός Χριστιανού μπορεί νά μείνη αμεταμόρφωτη, όπως τού Μουσουλμάνου. Στήν μιά περίπτωση –τού Μουσουλμανισμού– η θρησκεία δέν βοηθά στήν μετεξέλιξη τής θρησκευτικότητας. Στήν άλλη –ημών τών Χριστιανών– η άγνοια τού Ορθόδοξου τρόπου ζωής ή η αγνόησή του μάς κρατά δέσμιους στά στοιχεία τού κόσμου.

Η φυσική, αμεταμόρφωτη θρησκευτικότητα εύκολα οδηγεί τούς πιστούς της στόν φανατισμό καί τήν επιθετικότητα, γιατί ανεπίγνωστα κυριαρχείται από μιά αίσθηση ανάγκης νά «προστατευθή» ο Θεός από τούς εχθρούς του, ουσιαστικά νά προστατευθή τό εγώ τών πιστών μέ τίς πεποιθήσεις πού τό στηρίζουν. Κι όταν τύχη νά δεχθούν κάποια θρησκευτική προσβολή από άνθρωπο ανεξέλικτο θρησκευτικά, πού δέν έμαθε νά σέβεται ό,τι γιά τούς άλλους είναι ιερό, τότε ανάβει η πυριτιδαποθήκη τού θυμού τους.

Πάντως γι’ αυτήν τήν αιτία τών επεισοδίων δέν ακούσαμε νά γίνεται σοβαρός λόγος. Άν καί η ποιότητα τής θρησκευτικότητας είναι ένα σημαντικό πολιτισμικό στοιχείο, μοιάζει νά παραθεωρήται από τήν σύγχρονη ελληνική διανόηση, ακόμη καί σέ περιπτώσεις σάν τήν τελευταία, όπου ο ρόλος της ήταν πρωταρχικός.

Κατά τήν γνώμη μας οι πιθανοί λόγοι αυτής τής παραθεώρησης, ειδικά γιά τήν περίπτωση πού συζητάμε, είναι δύο: Πρώτον, η ανικανότητά μας νά κατανοούμε τέτοια εσωτερικά ζητήματα, καί δεύτερον, γιατί η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών τών θεμάτων δέν συμφέρει σέ κάποια από τά κρατούντα «πνευματικά» ρεύματα, τά οποία μάλιστα θέλουν νά δείχνουν ότι έχουν ισχυρό λόγο στούς σχεδιασμούς τών πολιτικών κομμάτων.

Ο δεύτερος λόγος μοιάζει νά είναι ο πιθανότερος. Αυτός μέ άλλα λόγια μάς λέει, ότι παραθεωρούνται τά θέματα αυτά, γιατί η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους γίνεται μόνο μέσα από τήν καλλιέργεια τής θρησκευτικής συνειδήσεως. Αυτή όμως γιά νά πραγματοποιηθή έχει ανάγκη από κατάλληλο εκπαιδευτικό συστήμα, τό οποίο φυσικά θά προβλέπη γιά τό σκοπό αυτό καί τό κατάλληλο μάθημα. Απαιτείται, λοιπόν, η απελευθέρωσή μας από ιδεοληψίες σχετικές μέ τήν εκπαίδευση καί τήν αγωγή τών παιδιών. Ομάδα μάλιστα καθηγητών, διαπιστώνοντας ότι η συζήτηση γιά τό μάθημα τών Θρησκευτικών έχει ξεφύγει απ’ τόν ορθό δρόμο, προτείνει τήν εισαγωγή υποχρεωτικού γιά όλους τούς μαθητές μαθήματος μέ περιεχόμενο τήν κριτική παρουσίαση «χωρίς εξωραϊσμούς καί συγκαλύψεις» τής Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης, όχι ως θρησκείας, αλλά ως συστατικού τής Ορθόδοξης Χριστιανικής μας κληρονομιάς καί παράδοσης(εφ. Παρόν, άρθρο τού καθηγητή Νικήτα Αλιμπράντη, 14/6/2009).

Είναι γεγονός ότι χρειάζεται ένα τέτοιο μάθημα γιά νά δίνη σέ όλους τούς μαθητές τών ελληνικών σχολείων τήν δυνατότητα νά μυηθούν στόν πολιτισμό μας, στόν τρόπο ζωής πού δυστυχώς καί πολλά μέλη τής Εκκλησίας έχουν λησμωνήσει ή έχουν υποκαταστήσει μέ άλλες παραδόσεις.

Κι αυτό γιατί ένας πού μυείται στό πνεύμα τής «Ορθόδοξης Χριστιανικής μας κληρονομιάς», είτε ημεδαπός, είτε αλλοδαπός, πρώτον, αποκτά κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις γιά τό πώς υπερβαίνεται η φυσική θρησκευτικότητα, γιά τό πώς δηλαδή πραγματοποιείται η διάβαση από τόν φόβο στήν αγάπη, από τήν ιδιοτελή, συμφεροντολογική σχέση μέ τούς θεσμούς τής θρησκείας στήν ανιδιοτελή κίνηση πρός τόν Θεό καί τούς ανθρώπους, χωρίς καμμιά κοινωνική, φυλετική ή ακόμη καί θρησκευτική διάκριση. Καί δεύτερον, μαθαίνει νά ζή μέ ελευθερία, σεβόμενος τήν ελευθερία όλων τών άλλων, μεριμνώντας άν χρειασθή γιά τό σώμα τους, αλλά περιφρουρώντας πιό πολύ τήν συνείδησή τους. Γνωρίζει ότι η εν Χριστώ ζωή προϋποθέτει τήν ελευθερία τής συνείδησης, διότι από τήν φύση της δέν είναι δυνατόν νά μεταδοθή μηχανικά, ούτε προπαντός νά επιβληθή αναγκαστικά. Η αλήθεια, όπως τήν γνωρίζουμε από τούς Αποστόλους καί τούς αγίους Πατέρες, είναι αχώριστη από τήν ελευθερία καί τήν αγάπη. Άλλωστε, όπως διδάσκόμαστε από τά ιερά κείμενά μας, όπου υπάρχει «τό Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β' Κορινθ. 3,17) καί ότι ο Θεός τής Ορθόδοξης Χριστιανικής εμπειρίας «αγάπη εστι» (Α' Ιωάν.4,8) καί όπως επιπλέον ο Χριστός μάς αποκάλυψε είναι καί «αλήθεια»(Ιωαν.14,6).

Δέσμιοι όμως σέ ιδεοληψίες αφήνουμε ανεκμετάλλευτη τήν Ορθόδοξη Χριστιανική κληρονομιά μας, η οποία δωρίζει στούς «μετόχους» της τήν υπέρβαση τής φυσικής θρησκευτικότητας καί τήν γεύση τής πνευματικής ελευθερίας, η οποία συνυπάρχει μέ τόν σεβασμό τής ελευθερίας τών άλλων.

Πρόσφατα όμως είδαμε καί κάτι λυπηρότερο. Διαβάσαμε άρθρο πού προσπαθούσε νά υπερασπισθή τό Ισλάμ, μιλώντας γιά «ελληνική νεύρωση» απέναντί του. Βέβαια, στόχος του δέν ήταν ο ελληνισμός, αλλά η Ορθοδοξία, τήν οποία χαρακτηρίζει «υποτιθέμενη φυσική συνέχεια» τού ελληνισμού. Μιλώντας γιά «μέθεξη τού μεσαιωνικού ισλαμικού κόσμου στήν αρχαία ελληνική επιστήμη» αφήνει νά εννοηθή, ότι ούτε λίγο ούτε πολύ ο ελληνισμός βρήκε τήν φυσική συνέχειά του στό Ισλάμ, απ’ τό οποίο πήραν τά φώτα τής ελληνικής παιδείας οι Ευρωπαίοι.

Έτσι όμως, εκτός απ’ τό ότι διαπράττουμε ιστορική αδικία, δέν βοηθούμε στήν μετεξέλιξη τής φυσικής θρησκευτικότητας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ