Γράφτηκε στις .

Θεολογικό Συνέδριο των Μεταπτυχιακών Φοιτητών: Μήνυμα Μακαριωτάτου

Προς το Θεολογικό Συνέδριο των Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.

Με πολύ μεγάλη χαρά χαιρετίζω το Β Θεολογικό Συνέδριο των Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που διοργανώνεται από την Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου στην όμορφη και ιστορική πόλη της Ναυπάκτου.

Δυστυχώς άλλες υποχρεώσεις μου δεν μου επέτρεψαν να παραστώ αυτοπροσώπως και να παρακολουθήσω το Συνέδριό σας, που είναι πολύ σημαντικό.

Συγχαίρω ολοκαρδίως τους Καθηγητάς, Εισηγητάς και Συνέδρους και τον Σύνδεσμο Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος. Επίσης συγχαίρω θερμώς τον Γενικό Γραμματέα Περιφερείας Δυτικής Ελλάδος κ. Σπυρίδωνα Σπυρίδων, τον Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας κ. Ευθύμιο Σώκο και τον Δήμαρχο Ναυπάκτου κ. Αθανάσιο Παπαθανάση, που ανέλαβαν την επιχορήγηση του Συνεδρίου, όπως και τους υπόλοιπους χορηγούς. Ιδιαιτέρως όμως συγχαίρω τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, αγαπητό αδελφό, διότι με τους καλούς συνεργάτες του ανέλαβαν την διοργάνωση του Συνεδρίου και με τον τρόπο αυτό δίνουν την μαρτυρία της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας.

Το θέμα του Συνεδρίου σας «Εκκλησία και Πολιτισμός» είναι σημαντικό και είμαι βέβαιος ότι θα αντιμετωπισθή από πολλές πλευρές. Άλλωστε, η Εκκλησία αποτελεί το κέντρο του πολιτισμού στον τόπο μας, παράγει πολιτισμό, όπως φαίνεται από τις εκκλησιαστικές τέχνες, την αρχιτεκτονική, την αγιογραφία, την μουσική, την υφαντουργία κλπ. Σε όλα αυτά η σφραγίδα της Εκκλησίας είναι ανεξίτηλη. Πρόκειται για έναν πολιτισμό που εκφράζει το κάλλος, την ευαισθησία, την αναζήτηση και εύρεση του Θεού, τη νοηματοδότηση του ανθρώπινου βίου. Με αυτήν την έννοια οι εκκλησιαστικές τέχνες ελκύουν την προσοχή όλων των ξένων μελετητών. Αν αποδεσμεύση κανείς την εκκλησιαστική ζωή από τις διάφορες πλευρές του πολιτισμού, τότε ο πολιτισμός χάνει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο εκφράσεώς του, χάνει τη διαχρονική του αξία.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τον ενθρονιστήριο λόγο μου απευθύνθηκα στους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, της επιστήμης και της τεχνολογίας και τους προέτρεψα σε μια συνεργασία, όπως γινόταν παλαιότερα, «τότε που και οι πέτρες μαρτυρούσαν το μεγαλείο της ορθόδοξης θεολογίας καθώς αυτή εκφραζόταν μέσω της αρχιτεκτονικής των ναών και των μοναστηριών. Τότε που η Αγιά Σοφιά, ή τα μοναστήρια του Οσίου Λουκά και του Δαφνίου μαρτυρούσαν με την άρρητη γλώσσα του πολιτισμικού επιτεύγματος περί της αναστημένης ελπίδας του ανθρώπου. Τότε που ο πεζός και ο ποιητικός λόγος γέννησαν ύψιστης πολιτισμικής αξίας εκφράσεις του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως ο Ακάθιστος Ύμνος ή τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, και από τα βάθη της ανθρώπινης ευαισθησίας αναδύθηκε το κάλλος της βυζαντινής μουσικής...».

Τους προσκάλεσα «να ξανά-ανακαλύψουμε μαζί τους χυμούς που έθρεψαν τις ψυχές των προγόνων μας και γέννησαν τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε», γιατί όλοι μας «έχουμε αναπόδραστο καθήκον να συμβάλλουμε ως Εκκλησία στην παραγωγή πολιτισμού. Τα μοναστήρια μας, οι Εκκλησιές μας –ακόμα και οι ερειπωμένες-, η υμνογραφία μας, αλλά και όσα στοιχεία της παράδοσής μας διασώζονται στη σύγχρονη νεοελληνική πολιτισμική κληρονομιά, είναι αψευδείς μάρτυρες της ανάγκης γι αυτη τη συνάντηση».

Αυτή την εκκλησιαστική επιρροή βλέπουμε «στη νεοελληνική ζωγραφική που κρύβει μέσα της τη βυζαντινή Αγιογραφική παράδοση, στην ποίηση που αντλεί αφανώς χυμούς από την εκκλησιαστική υμνογραφία, ή στη σύγχρονη ελληνική μουσική, λαϊκή ή έντεχνη, που κρύβει μέσα της τους δρόμους του βυζαντινού μέλους. Ακόμη και στον υπερεαλισμό των νεότερων ζωγράφων διακρίνει κανείς τις επιρροές των αγιογράφων δασκάλων τους».

Και κατέληξα: «Όλα αυτά κραυγάζουν για την κοινή μας ευθύνη να συναντηθούμε ξανά, Εκκλησία και ανθρώπινη δημιουργικότητα, για να οικοδομήσουμε και πάλι πολιτισμό και να εγγράψουμε πολιτιστικές παρακαταθήκες για το αύριο των παιδιών μας και του τόπου μας».

Αυτά έλεγα στον ενθρονιστήριο λόγο μου και σε αυτά επιμένω και τώρα. Άλλωστε, η ζωή του ανθρώπου στην Εκκλησία δεν είναι μονοφυσιτική, δηλαδή δεν αποβλέπει μόνον στο λεγόμενο πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου, αλλά ούτε και νεστοριανική, δηλαδή δεν χωρίζει τις διάφορες περιοχές της ανθρώπινης ζωής διαλεκτικά, αλλά είναι κοινωνία ακτίστου και κτιστού, είναι πραγματική ένωση ανθρώπου και Θεού εν Χριστώ, που δημιουργεί αγαθά αποτελέσματα.

Ακόμη η συζήτηση επί του θέματος αυτού μεταξύ Κληρικών όλων των βαθμίδων, θεολόγων επιστημόνων και διαφόρων λαϊκών δεν δείχνει μόνον τη λειτουργία του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας, αλλά και την αγαθή συνάντηση μεταξύ Ιεραρχίας της Εκκλησίας και των Θεολογικών Σχολών, στην οποία προσβλέπω με μεγάλες ελπίδες για το μέλλον της Εκκλησίας και του τόπου μας. Άλλωστε, οι Θεολογικές Σχολές αποτελούν σημαντικό μέρος της εκκλησιαστικής ζωής.

Με τις σκέψεις αυτές κηρύσσω την έναρξη του Συνεδρίου, ευχόμενος ο Θεός να ευλογήση όλη αυτήν την προσπάθεια και να υπάρξουν άριστα αποτελέσματα.

† Ο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ