Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος, 10 Αυγούστου

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος  10 ΑυγούστουΟ Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος έζησε τον 3ο αιώνα μ. Χ. στην Ρώμη και ανέπτυξε σημαντικό έργο, κυρίως στον τομέα της πρόνοιας. Ο πάπας της Ρώμης Ξύστος, ο οποίος είναι καταχωρημένος στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως όσιος και μάρτυρας, του είχε αναθέσει την διαχείρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κατά την διάρκεια του διωγμού συνελήφθη ο άγιος Λαυρέντιος και τον διέταξε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας να του παραδώση τους θησαυρούς της Εκκλησίας. Τότε εκείνος ζήτησε λίγο χρόνο για να μπορέση να τους συγκεντρώση και επέστρεψε με μια μεγάλη φάλαγγα αμαξών, οι οποίες ήταν γεμάτες από πτωχούς, αναπήρους, χήρες και ορφανά. Στον οργισμένο ηγεμόνα εξήγησε ότι αυτοί είναι οι θησαυροί της Εκκλησίας, αφού σε αυτούς είναι αποταμιευμένη όλη η υλική της περιουσία. Τότε, δόθηκε εντολή να βασανισθή σκληρά και οι εξαγριωμένοι ειδωλολάτρες τον βασάνισαν και τον έψησαν ζωντανό σε σιδερένια σχάρα. Το λείψανό του παρέλαβε κάποιος ευλαβής Χριστιανός που ονομαζόταν Ιππόλυτος και το ενταφίασε. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό και ο Ιππόλυτος συνελήφθη και σφράγισε και αυτός την μαρτυρία του για τον Χριστό με το αίμα του μαρτυρίου του, αφού πρώτα υπέμεινε σκληρά βασανιστήρια.

Ο βίος και η πολιτεία του αγίου Λαυρεντίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:

Πρώτον. Ο ιερός Υμνογράφος, στο Απολυτίκιο που συνέγραψε για τον Αρχιδιάκονο Λαυρέντιο, αναφέρει μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Τω θείω Πνεύματι καταυγαζόμενος, ως άνθραξ έφλεξας πλάνης την άκανθα». Δηλαδή, ο άγιος Λαυρέντιος πυρπολημένος από το «πυρ» του Παναγίου Πνεύματος, σαν κάρβουνο αναμμένο, άναψε φωτιά και έκαψε τα αγκάθια της πλάνης, ήτοι της ειδωλολατρείας. Πράγματι, εκείνος ο οποίος έχει μέσα του την Χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι σαν την φλόγα του πυρός και γι’ αυτό ο λόγος του είναι πύρινος. Και όπως η φωτιά έχει διπλή ιδιότητα, δηλαδή φωτίζει και ταυτόχρονα κατακαίει, έτσι και ο λόγος των Αγίων φωτίζει η κατακαίει, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση αυτού που τον ακούει η τον μελετά. Φωτίζει τους δεκτικούς φωτισμού, ήτοι τους καλοπροαιρέτους και εκείνους που αγωνίζονται να ζουν με μετάνοια και εφαρμογή των θείων εντολών και καταφλέγει τους σκληροκαρδίους και αμετανοήτους. Συμβαίνει, δηλαδή, με τον λόγο των Αγίων κάτι ανάλογο, θα λέγαμε, με αυτό που συμβαίνει με την θεία Μετάληψη, η οποία είναι συγχρόνως φως και φωτιά, ήτοι φωτίζει και αγιάζει η κατακαίει και κολάζει. Για όσους μεταλαμβάνουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού μετά από κατάλληλη προετοιμασία, η θεία Μετάληψη γίνεται φως που τους φωτίζει, ενώ για εκείνους που κοινωνούν απροϋπόθετα, χωρίς προετοιμασία, γίνεται φωτιά που τους κατακαίει. Αυτό φαίνεται καθαρά στις ευχές που αναγινώσκονται πριν την θεία Κοινωνία. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα των ευχών αυτών είναι και τα ακόλουθα: «Αλλά γενέσθω μοι ο άνθραξ του παναγίου σου Σώματος και του τιμίου σου Αίματος εις αγιασμόν και φωτισμόν και ρώσιν της ταπεινής μου ψυχής και του σώματος» και «μη εις κόλασιν μηδέ εις προσθήκην αμαρτιών», «άνθραξ γαρ εστι τους αναξίους φλέγων». Ένας ευλαβέστατος Ιερέας, ο μακαριστός π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, αναφέρει, σχετικά με την θεία Μετάληψη, τα παρακάτω συγκλονιστικά: «Με ειδοποίησαν να κοινωνήσω την γρια ........, πού ήταν κατάκοιτη, περίπου 85 ετών. Μόλις την κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων, αμέσως εφώναξε: "με έκαψεν η Κοινωνία, φωτιά έχω, δος τε μου νερό να πιώ, καίγομαι. Με καίει μέσα". Στις λίγες ώρες που έζησε φώναζε συνέχεια, κάηκα η καϋμένη. Κατόπιν παρέδωκε το πνεύμα της. Αυτό ήτο θαύμα, διότι αυτή είχε καιρό να εξομολογηθή και είχε άστατο χρακτήρα. Όπου πήγαινε, πάντα έλεγε διάφορα άσχημα λόγια για το παιδί της, την νύφη της κ.λ.π. Πάντα καταλαλούσε δεν σταματούσε καθόλου. Όλοι την έβλαπταν και από κανέναν δεν έμενε ευχαριστημένη». Και τελειώνει με την προτροπή: «Να έχουμε αγάπη με τα παιδιά μας και με όλο τον κόσμο, και να εξομολογούμεθα. Πρέπει να διατηρούμε τις εντολές του πνευματικού μας πατρός» (Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 107, 108).

Ο λόγος, λοιπόν, του Χριστού και των φίλων του των Αγίων άλλους φωτίζει και άλλους κατακαίει, ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση. Ακόμη, κατακαίει την πλάνη των αιρέσεων και της ειδωλολατρείας και ταυτόχρονα εμπνέει και οδηγεί στην μετάνοια και την σωτηρία.

Δεύτερον. Οι θησαυροί της Εκκλησίας δεν είναι υλικοί και άψυχοι, αλλά έμψυχοι. Είναι όλοι εκείνοι που έχουν ανάγκη την πνευματική και υλική βοήθειά της. Όπως σε μια οικογένεια ο μεγαλύτερος θησαυρός είναι τα παιδιά της οικογένειας και όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, έτσι και για την μεγάλη οικογένεια, την εκκλησιαστική Κοινότητα, ο πολυτιμότατος θησαυρός της είναι τα τέκνα της και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Δεν είναι δυνατόν ο πατέρας και η μητέρα να θησαυρίζουν και τα παιδιά να πεινούν. Αν αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι σαρκικοί γονείς, παρά το ότι πολλοί από αυτούς συμβαίνει να μην είναι καλοί και αγαθοί, αλλά πονηροί και μοχθηροί, πόσο μάλλον δεν είναι δυνατόν αυτό να συμβαίνη με τον ουράνιο Πατέρα μας, τον φιλάνθρωπο Θεό, καθώς και με τους φίλους Του, τους Αγίους. Ο ίδιος ο Χριστός τονίζει την μεγάλη αυτή αλήθεια απευθυνόμενος στους ανθρώπους, ερωτώντας τους: «Ποιός από σας, όταν το παιδί του ζητήση ψωμί, θα του δώση πέτρα; Η εάν του ζητήση ψάρι, θα του δώση φίδι; Εάν λοιπόν εσείς που είσθε πονηροί, ξέρετε να δίνετε ωφέλιμα πράγματα στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα δώση αγαθά και ωφέλιμα πράγματα σε εκείνους που τον παρακαλούν;» (Ματθ. ζ , 11).

Η ακρόαση και η μελέτη των λόγων των Αγίων, όταν γίνεται με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, τρέφει πνευματικά, φωτίζει τον νου, δημιουργεί έμπνευση, καθώς επίσης μαλακώνει την καρδιά και την κάνει ευαίσθητη στον ανθρώπινο πόνο.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ