Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἱερομάρτυς Παφνούτιος Ὁ Ἱεροσολυμίτης 19 Ἀπριλίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Παφνούτιος καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια σκληροῦ διωγμοῦ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς ἔστειλε στρατιῶτες στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν. Ἐκεῖνος, ὅταν ἔμαθε ὅτι τὸν ἀναζητοῦν, κατέβηκε στὴν πόλη καὶ παρουσιάσθηκε μόνος του μπροστὰ στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά. Τότε δύο στρατιῶτες τοῦ ξέσχισαν τὶς σάρκες τόσο πολὺ ποῦ φάνηκαν τὰ ἐντόσθιά του. Ὅ ἅγιος, ποῦ δὲν ἔπαυσε στιγμὴ νὰ προσεύχεται, ἔγινε ἀμέσως καλὰ σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε. Οἱ στρατιῶτες, φανερὰ συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ θαῦμα πίστευσαν στὸν Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλισθοῦν καὶ ἔτσι νὰ συγκαταριθμηθοῦν στὸν χορὸ τῶν μαρτύρων.

Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, μετὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτά, φυλακίσθηκε. Ἀλλὰ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ στὴν φυλακή, ὅπως ἀποδείχθηκε στὴν συνέχεια, ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ σαράντα καλοπροαίρετους ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ὁδήγησε στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ ἔπαρχος, διέταξε νὰ καοῦν ὅλοι ζωντανοί, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Παφνούτιος διασώθηκε ἀπὸ τὴν «κάμινο τοῦ πυρὸς τὴν καιομένη», ὅπως οἱ τρεὶς παῖδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὀργισμένος τότε ὁ ἔπαρχος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κόψουν σὲ κομμάτια. Ἡ διαταγή του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ἀλλὰ τὰ κομμάτια ἑνώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ ὁ ὅσιος Παφνούτιος ἐξακολουθοῦσε νὰ ζή. Μάλιστα ἤλεγξε τὸν ἔπαρχο γιὰ τὴν ἀσέβεια, τὴν σκληρότητα καὶ τὰ ἐγκλήματά τοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι, παρὰ τὰ τόσα θαυμαστὰ γεγονότα ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐμμένη στὴν ἀπιστία του. Ὁ ἔπαρχος ἐξαγριώθηκε περισσότερο καὶ φανερὰ ἀπογοητευμένος τὸν ἔστειλε νὰ δικασθῇ στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ τὸν ἐσταύρωσαν, καὶ ἔτσι ὁ ἅγιος Παφνούτιος ἀξιώθηκε τῆς ἰδιαίτερης τιμῆς καὶ εὐλογίας νὰ ἔχη τὸ ἴδιο μαρτυρικὸ τέλος μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεὸ τοῦ Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Τὸ θαῦμα δὲν γεννᾶ τὴν πίστη, ἀλλὰ ἡ πίστη τὸ θαῦμα. Βέβαια, ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες κάποιο θαῦμα ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. Ἄλλωστε, ὅπως εἶναι γνωστό, κάθε κανόνας ἔχει καὶ τὶς ἐξαιρέσεις του, οἱ ὁποῖες μάλιστα τὸν ἐπιβεβαιώνουν. Οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι ἀργὰ ἢ γρήγορα, μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο, ἀκόμα καὶ χωρὶς τὸ θαῦμα, θὰ βροὺν τὸν δρόμο τους. Δηλαδή, ὁ Θεὸς θὰ οἰκονομήση τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τους μὲ τέτοιον τρόπο, οὕτως ὥστε νὰ Τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ἀποκτήσουν προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του.

Ὅποιος δὲν εἶναι καλοπροαίρετος, δὲν πρόκειται νὰ πιστέψη, ἔστω καὶ ἂν μπροστὰ στὰ μάτια του ἀναστηθῇ νεκρός. Ζωντανὸ παράδειγμα ὁ ἔπαρχος Ἀρριανός, καθὼς ἐπίσης οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὴ ἡ παραβολὴ «τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου», ὅπου ἐκεῖ ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, στὸν κόλπο τοῦ ὁποίου ἀναπαυόταν ὁ πτωχὸς Λάζαρος, ἄκουσε τὸν πλούσιο νὰ τοῦ ζητᾶ νὰ κάνη θαῦμα καὶ μάλιστα νεκρανάσταση. Δηλαδή, ὁ πλούσιος ἤθελε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Λάζαρος, γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ καὶ νὰ μετανοήσουν, οὕτως ὥστε νὰ μὴ πᾶνε καὶ αὐτοὶ μετὰ τὸν θάνατό τους, ὅπως ἐκεῖνος, στὸν τόπο τῆς βασάνου. Ὁ Ἀβραάμ, δηλαδή, ὁ Θεός, τοῦ ἀπάντησε λέγοντάς του τὸν γνωστὸν λόγο: «εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐὰν τὶς ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται».

Ἔπειτα, γιὰ νὰ πιστέψη κανεὶς στὸν Χριστὸ θὰ πρέπει νὰ τὸ λέγη ἡ καρδιά του, δηλαδὴ νὰ εἶναι ἀληθινὸ παλληκάρι. Ἐπειδὴ στὴν συνέχεια θὰ πρέπει νὰ ἀπαρνηθῇ τὸν παλαιὸ ἑαυτό του, μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του, καὶ νὰ ἐνδυθῇ τὸν νέον «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν», καὶ γιὰ τὸν ἀγῶνα αὐτὸν ἀπαιτεῖται πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ λεβεντιά.

Δεύτερον. Ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ποῦ δὲν μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μὲ τὸν καιρὸ ἀμβλύνεται καὶ δὲν τὸν ἐλέγχει. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» λέγει ὅτι «ὅταν ἡ συνείδηση παύση νὰ μᾶς ἐλέγχη γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἅς προσέξουμε μήπως αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὴν καθαρότητα, ἀλλὰ στὴν κόπωση καὶ ἄμβλυνση αὐτῆς, τῆς συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας πλήθους ἁμαρτιῶν». Τὸ χειρότερο δὲ εἶναι ὅτι ἐκεῖνος ποῦ εὑρίσκεται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση αἰσθάνεται καὶ πιστεύει ὅτι ὅλα ὅσα κάνει εἶναι σωστά. Καὶ γιὰ νὰ συνέλθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τῆς πνευματικῆς ἀναισθησίας, χρειάζεται, ἴσως, νὰ γίνη κάποιος ἰσχυρὸς σεισμὸς μέσα του, προκειμένου νὰ γκρεμισθοῦν τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα κατασκεύασε καὶ λατρεύει, καὶ πρῶτα ἀπ' ὅλα τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ἡ συνείδηση, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς «Κλίμακος», εἶναι «ὁ λόγος καὶ ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακά μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς δόθηκε στὸ Βάπτισμα καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο βλέπουμε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δὲν αἰσθάνονται ἔντονες τύψεις γιὰ τὶς κακές τους πράξεις, ἀλλὰ πολὺ ἐλαφρές».

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κάθε πιστὸς ἔχει τὸν φύλακα Ἄγγελό του, ὁ ὁποῖος τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν βάπτισή του γιὰ νὰ τὸν συνοδεύη καὶ νὰ τὸν προστατεύη. Καὶ ὅταν πορεύεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ φύλακας Ἄγγελὸς τοῦ χαίρεται, ἐνῷ, ὅταν ἀμαρτάνη, τὸν ἐλέγχει ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ τὸν ὀδηγήση στὴν μετάνοια. Ἐπειδὴ μὲ τὴν μετάνοια καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ λαμβάνει ἐκ νέου τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποῖα ἀπώλεσε, ἀλλὰ καὶ ἐπανέρχεται στὴν ὁδὸ ἀπὸ τὴν ὁποῖα ξεστράτισε, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁπλῶς παράβαση, μὲ τὴν νομικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, κάποιας ἐντολῆς, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς αἰωνίου θείας ζωῆς.

Ἡ ἀγαθὴ συνείδηση συνδέεται μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐνοίκηση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ὕπαρξή του. Ἑπομένως, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ εὐχόμαστε νὰ συμβῇ στὴν ζωή μας, εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2908