Γράφτηκε στις .

Από τήν συζήτηση μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας: Η θεία Λειτουργία καί η προσευχή τού Ιησού

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Από τήν συζήτηση μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας

Δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τήν πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση τού Σεβασμιωτάτου μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, στήν Λαύρα τού Αγίου Σεργίου (βλ. τεύχος 158).

*

Ερώτηση: Η θεία Λειτουργία καί η προσευχή τού Ιησού. Ο ιερεύς ησυχαστής;

Απάντηση: Η θεία Ευχαριστία είναι τό κέντρο τών Μυστηρίων καί τό κέντρο τής πνευματικής ζωής. Αλλά δέν μπορεί νά ζή κανείς στήν θεία Λειτουργία χωρίς προϋποθέσεις. Πρέπει νά προετοιμασθή κατάλληλα, ώστε ο Θεός στήν θεία Λειτουργία νά γίνη φώς καί ζωή καί όχι καταδίκη. Αγωνίζεται κανείς ώστε νά ζή πραγματικά στήν θεία Ευχαριστία.

Στό σημείο αυτό φαίνεται ποιά είναι η σχέση μεταξύ τής θείας Ευχαριστίας καί τής ησυχαστικής ζωής. Ο καθένας στήν θεία Λειτουργία λαμβάνει Χάρη από τόν Θεό ανάλογα μέ τόν αγώνα του. Σέ όποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται, τόση Χάρη λαμβάνει. Όταν προσεύχεται κανείς όλη τήν εβδομάδα καί αγωνίζεται νά τηρήση τίς εντολές τού Θεού στήν ζωή του, τότε θά αισθανθή τήν θεία Ευχαριστία ως ευλογία καί ως Παράδεισο, αλλά καί μετά τήν θεία Λειτουργία αναπτύσσεται περισσότερο η προσευχή.

Στήν Ακολουθία, μετά τήν θεία Κοινωνία παρακαλούμε τόν Θεό νά μάς δώση δάκρυα μετανοίας καί κατανύξεως. Ρώτησα καποιον: «Τί αισθάνεσαι μετά πού κοινωνείς;». Μού λέει: «Αισθάνομαι μεγάλη χαρά καί ευτυχία». Είναι βέβαια καί αυτή μιά απάντηση. Αλλά μετά τήν θεία Κοινωνία πρέπει νά αισθανθή κανείς μετάνοια, νά λέη: «Κύριε, πόσο ανάξιος είμαι καί Εσύ μέ αξίωσες νά κοινωνήσω». Οπότε ο άνθρωπος αναλύεται σέ δάκρυα δοξολογίας, μετανοίας καί αγάπης γιά τόν Θεό.

Σήμερα στήν θεία Λειτουργία έψαλε ένας χορός πού αποτελείτο από πολλά μέλη καί ήταν κάτι τό μεγαλόπρεπο. Έλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, έτσι θά είναι καί ο Παράδεισος. Όπως τόν περιγράφει καί η Αποκάλυψη, πού ψάλλει ο λαός "Αλληλούϊα, αλληλούια, αλληλούια"». Τό ίδιο αισθάνθηκα όταν παρακολούθησα προχθές τήν κηδεία τού αρχιμανδρίτη Ματθαίου, πού ήταν τόσο θριαμβευτική, καί κατάλαβα ότι ο θάνατος είναι μιά θριαμβευτική στιγμή.

Έτσι, όταν τελειώνη η θεία Λειτουργία, όπου ζή κανείς αυτή τήν δοξολογία «Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος…», πηγαίνει στό δωμάτιό του καί λέει: «Πώ! Πώ! τώρα είμαι μόνος μου. Τί ωραία ήταν στήν Λειτουργία! Τί ωραία θά είναι στόν Παράδεισο! Καί τώρα είμαι μόνος μου μέ τά προβλήματά μου. Αξίωσέ με, Κύριε, καί αύριο νά λειτουργήσω καί μεθαύριο νά πάω στήν θεία Λειτουργία καί αξίωσέ με νά μπώ στόν Παράδεισο». Οπότε καί μετά τήν θεία Λειτουργία ζή κανείς τήν μετάνοια καί νοσταλγεί τήν θεία ζωή. Έτσι έπρεπε νά ζούμε συνεχώς στή ζωή μας καί πρίν καί μετά τήν θεία Λειτουργία, σάν νά είμαστε μέσα στήν θεία Λειτουργία.

Γιά παράδειγμα, η Παναγία είχε τόν Χριστό εννιά μήνες μέσα στήν κοιλιά της καί είχε κοινωνία μαζί Του. Προηγουμένως, πρίν τόν Ευαγγελισμό, ήταν δώδεκα χρόνια μέσα στά Άγια τών Αγίων καί προσευχόταν ως ησυχάστρια. Δηλαδή, η Παναγία εννέα μήνες πού κυοφορούσε τόν Χριστό ήταν μέσα στήν θεία Λειτουργία. Εννέα μήνες συνεχώς κοινωνούσε μέρα-νύχτα από τό Αίμα τού Χριστού. Αυτό μάς δείχνει τί είναι ο Παράδεισος. Αλλά πρίν τήν σύλληψη τού Χριστού, ζούσε τόν ησυχασμό καί είχε φθάσει στήν θέωση, όπως ερμηνεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Όταν δέν μπορούμε νά πετύχουμε αυτό στήν ζωή μας, τότε αρχίζει η μετάνοια. Λέμε: «Θεέ μου, έτσι ήταν ο Αδάμ στόν Παράδεισο. Είχε κοινωνία μέ τόν Θεό, μέ τούς αγγέλους καί μετά δοκίμασε τήν πτώση καί τήν καταστροφή. Θεέ μου, αξίωσέ με νά αποκτήσω τήν Βασιλεία σου, θεράπευσέ με γιά νά μπορέσω νά μπώ στόν Παράδεισο».

Προσπάθησα νά σάς πώ πώς συνδέεται η ησυχαστική ζωή μέ τήν ευχαριστιακή ζωή. Όταν υπάρχει κάποιος καί λέει: «Εγώ προσεύχομαι στό Θεό καί δέ μού χρειάζεται η θεία Λειτουργία» κάνει λάθος. Καί όταν κάποιος άλλος λέη: «Μού αρέσει η θεία Λειτουργία, όμως δέν μού αρέσει η ησυχαστική ζωή», καί αυτό είναι λάθος. Γιατί τό πρώτο συνδέεται μέ τό δεύτερο. Καί τό δεύτερο οδηγεί στό πρώτο. Όσο κανείς προσεύχεται, τόσο περισσότερο θέλει νά κοινωνήση. Καί όταν κοινωνάη τόσο αυξάνεται η προσευχή.

Ο Προφήτης Δαβίδ λέγει σέ ένα ψαλμό: «Όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τάς πηγάς τών υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου πρός σέ, ο Θεός...» (Ψάλμ. 41, 1-2). Καί στό Γεροντικό γράφεται ότι ένας Γέροντας ερμήνευε ότι, όπως τό ελάφι τρώει τά φίδια καί δηλητηριάζεται καί στήν συνέχεια αναζητά νά βρή νερό νά ξεδιψάση, έτσι καί εμείς όταν δηλητηριαζόμαστε από τήν αμαρτία ή από τήν ζωή μας γενικά, σάν τά ελάφια ζητάμε νά πάμε στήν θεία Ευχαριστία, νά κοινωνήσουμε τό Σώμα καί τό Αίμα τού Χριστού.

Αυτό συμβαίνει μέ τόν Χριστιανό, αυτό συμβαίνει καί μέ τόν ησυχαστή Ιερέα. Όταν ο Ιερεύς εξασκή τήν νοερά προσευχή, δηλαδή ξεχωρίζεται η νοερά ενέργεια από τήν λογική ενέργεια, τότε μέσα στήν θεία Λειτουργία προσεύχεται μέ τήν λογική καί μέ τά λόγια πού λέγει, αλλά μέ τήν νοερά ενέργειά του συγχρόνως προσεύχεται μέσα στήν καρδιά. Έτσι έχουμε μιά Λειτουργία στόν Ιερό Ναό καί μιά ταυτόχρονη Λειτουργία μέσα στό θυσιαστήριο τής καρδιάς. Στήν κατάσταση αυτή δέν διασπάται ο νούς, αλλά ούτε καταστρέφεται η λογική. Τό θέμα αυτό είναι καθαρά εμπειρικό. Άν τό δοκιμάσετε, θά βεβαιωθήτε. Περισσότερα δέν μπορώ νά πώ.–