Γράφτηκε στις .

Φώτης Κόντογλου (Β')

τού Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, σ. Σχολικού Συμβούλου

(συνεχίζεται από τό τεύχος 163)

Παράδοση-Ορθοδοξία

Γράφει ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος θέλοντας νά τόν τοποθετήση πνευματικά: "Ο Κόντογλου ήταν άλλο ανθρώπινο τοπίο, ένα τοπίο απόμακρο, μοναχικό, άν όχι ασκητικό, γεμάτο παλιές μελαχρινές εικόνες, αναθυμιάσεις λιβανωτού, αυστηρές καί κατανυκτικές ψαλμωδίες, καί συνάμα ένα τοπίο πού έδειχνε μονωμένο σέ τούτον τόν αλλόκοτο αιώνα" ("Η ζωντανή παράδοση", σελ. 25)

Καί παρακάτω: "Ο Κόντογλου ανήκε σέ άλλον αιώνα, σέ πολλούς περασμένους αιώνες. Τόν έστειλε η Ορθοδοξία τής Ανατολής γιά νά σημάνη τήν παρουσία της καί τή δύναμή της, γιά νά δείξη πώς μπορεί νά υπάρχη ακόμα....Όμοιαζε μέ φαροφύλακα συλλογισμένο πάνω σέ ξεμοναχιασμένο βράχο στήν ερημιά τού πελάγου, πού συναγροικιέται μέ τά πουλιά τής φουρτούνας, τούς βρυχηθμούς τών ανέμων καί πού τόν καταπλημμυρίζει η παράδοση τής Ορθοδοξίας. Έσκυβε στά παλιά κιτάπια αναζητώντας τούς στοχασμούς καί τούς αίνους τών αφοσιωμένων. Οι νηπτικοί πατέρες τού ήταν οικειότατοι καί μάλιστα ο Εφραίμ ο Σύρος πάντα στό προσκέφαλό του".

Μέσα του κατοικούσε η φιλόθρησκη διάθεση καί η προσήλωση στό πνεύμα καί στά θέσμια τής Ορθοδοξίας. Έκαμε τήν παράδοση ψυχή του καί πνεύμα του καί ζωή του καί μάς τήν ξανάδωσε ζωντανή πού νά θέλγη καί νά συγκινή. Μέ τή φλόγα τής ψυχής του σ' όλα τά γραπτά του διακήρυττε πώς τό μοναδικό χρέος τών ανθρώπων είναι νά κάνουν πράξη τήν διαφύλαξη τής Ορθόδοξης Παράδοσης, ασάλευτη.

Γράφει: "Ένας λαός πού έχει χάσει τήν παράδοσή του είναι σάν τόν άνθρωπο πού έχει χαμένο τό μνημονικό του, πού έχει πάθει αμνησία. Τό σήμερα καί τό αύριο είναι δεμένα μέ τά περασμένα. Τό σήμερα θρέφεται από τά περασμένα καί τά μελλούμενα από τό σήμερα" ("Μυστικά άνθη", Αστήρ 1977, σελ. 148)

Καί αλλού: "Η παράδοση λέγεται έτσι επειδή μ' αυτή παραδίνουνται από γενεά σέ γενεά όσα αγάπησε καί τίμησε ο άνθρωπος καί τά έκαμε ουσία τής ζωής του" (Περιοδ. "Ζυγός", 51-52, Φλεβάρης-Μάρτης 1960, τ. 5)

Ως ομολογητής τής Ορθοδοξίας ο Κόντογλου, γνήσιος εκφραστής τού αγιοπατερικού πνεύματος καί ήθους καί μυσταγωγός στήν νηπτική παράδοση, στέκεται μέ δέος μπροστά στό κάλλος τής βυζαντινής καί μεταβυζαντινής τέχνης καί γίνεται συνεχιστής της. Ζούσε τήν Ορθόδοξη Παράδοση μέσα στή λειτουργική πράξη τής Εκκλησίας καί όχι σάν αυτοτελή παράδοση. Τό θρησκευτικό του ήθος, η πίστη του, ήταν λειτουργικά. Ζούσε τήν χριστιανοσύνη ως αμετάπειστος ανατολίτης. Καταφρονούσε βαθιά τήν Δύση καί τήν χριστιανοσύνη της, πού τήν θεωρούσε κοσμική καί εκλογικευμένη. Ήταν ένας άνθρωπος πάθους, μιά φουρτουνιασμένη ψυχή, όταν τόν άγγιζε στά εσώτατά του ο Καθολικισμός καί Προτεσταντισμός. Τότε τά λόγια του στοιβάζονταν μέσα του καί δέν έπαιρνε ανάσα. Έτυχε νά τόν ακούσω στόν "Παρνασσό", μιά βραδιά αφιερωμένη στό Παπαδιαμάντη. Μίλησε καί ο Κόντογλου. Όταν σύγκρινε τήν Ορθοδοξία μέ τήν Δύση έγινε αγνώριστος. Αγρίεψε καί μέ χειμαρρώδεις επιτιμήσεις εναντίον τής Δύσης καθήλωσε τό ακροατήριο ώρες ολόκληρες.

Η πίστη του στήν Ορθοδοξία ανάβλυζε από βαθύτερα εσωτερικά στρώματα. Ο Θεός του ήταν όχι μόνον ο Θεός τής Γραφής καί τής Υμνολογίας, αλλά καί ο μυστικός, ο απέραντος Θεός τής Ανατολής, ο Παντοκράτορας τών βυζαντινών θόλων.

"Η Ορθόδοξος Μικρά Ασία" θά γράψη ο φίλος τού Κόντογλου Θεόκλητος Διονυσιάτης, "μέ τό έντονον παραδοσιακόν χρώμα καί τήν μοναστικήν πνευματικότητα, εδορυφόρησεν εις τόν Φώτιον μιάν εκλεπτυσμένην ορθόδοξον αίσθησιν, τήν οποίαν εκαλλιέργησεν μέ τάς νηστείας, τό κομβοσχοίνι καί τά ασκητικά βιβλία. Καί αυτό βεβαιούται από τό αγιογραφικόν καί συγγραφικόν του έργον. Καί δέν μετέφερε απ' τό Αϊβαλί, τήν πατρίδα του, μόνον μέ τίς αγνές λαϊκές αναμνήσεις τών θαλασσινών περιπετειών μέ τούς ψαράδες, τά τρεχαντήρια καί τούς κουρσάρους, αλλά καί όλη τή βιουμένη στήν καρδιά του ασκητική Ορθοδοξία, δηλαδή ολόκληρη τήν εν Χριστώ ζωή τής Εκκλησίας" ("Αθωνικά άνθη", Ο εν Χριστώ αδελφός μας".

Ο Αγιογράφος και λογοτέχνης Κόντογλου

Είχε τήν εύνοια τού Θεού ο Κόντογλου νά γεννηθή από ευσεβείς γονείς καί νά ζήση σέ ένα συγγενικό περιβάλλον ιερέων καί μοναχών. Αλλά καί η εποχή εκείνη κρατούσε άφθαρτα τά χριστιανικά ήθη καί τίς ελληνικές παραδόσεις. Η εύπλαστη παιδική του ψυχή δεχόταν ευεργετικές επιδράσεις μέ τίς εκκλησιαστικές καί χριστιανικές διδαχές. Έτσι οπλίστηκε μέ σπέρματα καί καταβολές αγαθές. "Υπό τίς προϋποθέσεις αυτές", γράφει ο φίλος τού Κόντογλου, μοναχός Θεόκλητος ο Διονυσιάτης, "δυναμωμένος καί στεριωμένος στήν πίστη στό Χριστό, μέ σεβασμό στόν άνθρωπο σάν πλάσμα τού Θεού αθάνατο, μέ οράματα καί φιλοδοξίες νά αποβή ωφέλιμος στήν πατρίδα του καί τήν Ορθοδοξία, μέ ισχυρό θυμοειδές καί πειθαρχημένο επιθυμητικόν, όλος όνειρα καί ελπίδες καί εμπιστοσύνη στό Θεό "πού λάτρευε εν τώ πνεύματί του" ξεκίνησε από τή γενέτειρά του γιά τήν μητέρα Ελλάδα".

Μέ τέτοια ηθική υποδομή καί ένα γόνιμο καί δυνατό μυαλό δέν είναι νά απορή κανείς πώς προέκυψε μετέπειτα ένας χαρισματικός Ορθόδοξος Χριστιανός, άριστος αγιογράφος καί λογοτέχνης. Βέβαια σ' αυτό βοήθησε καί η διαρκής ενασχόλησή του μέ τό επάγγελμά του καί τά συναφή μέ αυτό. Βρισκόταν πάντα σέ επικοινωνία μέ τόν ουρανό. Ποτέ δέν έπαψε νά ψάλλη καί νά δοξολογή τόν Θεό. Πότε μέ τήν γραφή τών άρθρων, πότε μέ τίς μεταφράσεις πατερικών κειμένων, πότε μέ τήν αγιογραφία του καί πότε μέ τίς ψαλμωδίες του κυριαρχιόταν από τήν μνήμη τού Θεού.

"Μόνον έτσι, θά πή πάλι ο Θεόκλητος Διονυσιάτης, δύναται νά ερμηνευθή ο πνευματικός πόθος του καί ο ένθεος ζήλος του, πού δέν εγνώρισαν ύφεσιν. Διότι όχι μόνον εις τό εργαστήριόν του εθεολόγει εποπτικώς διά τών ιερών εικόνων, αλλ' όπου ευρίσκετο, ακόμα καί επάνω εις τά ικριώματα, απ' όπου εφιλοτεχνούσε τάς βυζαντινάς νωπογραφίας του εις τούς τρούλλους καί τάς επιφανείας τών ιερών ναών, μέ εκείνο τό άγιον πάθος τού ιερουργού, πού έψαυε τά ίχνη τού Θεού καί μετουσίωνε τόν θείον έρωτά του εις κατανυκτικάς μελωδίας καί εις δοξολογικούς αλαλαγμούς...."

Καί μόνον έτσι εξηγείται πώς μετέφερε στό χαρτί καί τούς τοίχους τών εκκλησιών όλη τήν βιωμένη στήν καρδιά του Ορθοδοξία, δηλαδή ολόκληρη τή ζωή τής Εκκλησίας καί ολόκληρο τόν λαϊκό πολιτισμό τής πατρίδας του. Οι ορθόδοξες εμπειρίες του τόν ωρίμασαν σάν τεχνίτη τής αγιογραφίας καί λαογραφίας. Αυτές τίς εμπειρίες του εξωτερικεύει στά έργα του. Δέν υπάρχει σήμερα κανένας αγιορείτης αγιογράφος πού νά μήν ακολουθή τόν δρόμο πού χάραξε ο Κόντογλου. Έχουν γεμίσει οι εκκλησίες καί τά μοναστήρια μέ εικόνες καί τοιχογραφίες κοντόγλειας τεχνοτροπίας. Άφησε αληθινά ιστορικό έργο στήν βυζαντινή αγιογραφία, πού τό αναγνωρίζει Ανατολή καί Δύση.

Δέν είναι όμως μικρότερης αξίας καί τό λογοτεχνικό του έργο. Πηγάζει κι αυτό από τήν ίδια πηγή: τήν ευσέβειά του, τήν παραδοσιακή ζωή του, μέ τίς ατέλειωτες ψαλμωδίες του, μέ τά προσκυνήματά του στά παλιά μοναστήρια, τίς κρυφές ελεημοσύνες του, μέ θαύματα καί μετανοούντες κουρσάρους, μέ ιστορίες γιά μάρτυρες καί νεομάρτυρες καί ασκητές, γιά θαυματουργά λείψανα αγίων καί όνειρα απλοϊκών χριστιανών. Καί πάντα η Ορθοδοξία τόν ενέπνεε, αυτήν διακονούσε καί γι' αυτήν εμάχετο.

Χρησιμοποίησε τήν γλώσσα πού μιλούσε καί καταλάβαινε ο λαός, απαλλαγμένη απο ρητορίες καί φανφαρονίες.

"Ο ρήτορας, έλεγε, παίζει μέ τή γλώσσα σά νά' ναι ερωμένη του, ενώ ο καλός λογογράφος τή δέχεται γιατί είναι τιμή του. Η μαστοριά στή γλώσσα είναι τό σοφό αίστημα, όχι η σοφία. Οι λέξεις νά είναι συναρθρωμένες μέ τά πράγματα, τίς πράξεις, τά πρόσωπα καί τίς καταστάσεις. Νά είναι μιά γλώσσα βιωμένη, βαφτισμένη στή φωτιά τής ζωής μέ τρόπο αυθόρμητο".

Στά ηθογραφικά του αφηγήματα δέν υπάρχει καμιά σύνθετη πλοκή. Νά ένα δείγμα:

"Καθόντανε λοιπόν γύρω στόν σοφρά καί τρώγανε. Απάνω στό τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά τού κυνηγιού. Ο ένας, ο καρβουνιάρης, ήτανε από τά μπουγάζια τής Πόλης, από τή Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε καί φωνή γλυκειά καί βαρειά, τζουράδικη. Έψαλε τό "Μεγάλυνον ψυχή μου" μέ τέτοιο μεράκι, πού κλάψανε οι άλλοι πού τόν ακούγανε..." (Παραμονή Χριστούγεννα).

Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στή σπηλιά κι ανάψανε μιά μεγάλη φωτιά καί κουβεντιάζανε...Τούς βάλανε νά καθήσουνε, τούς κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κουραστήκανε...Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπαρμπα-Παναγής άρχισε νά μασά τά μουστάκια του, καί στό τέλος έπιασε νά τραγουδά: Καλήν εσπέραν άρχοντες...Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε τό "Χριστός γεννάται, δοξάσατε"...Ύστερα καθήσανε στό τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καί χαρούμενο δέν έγινε σέ κανένα παλάτι. Τρώγανε καί ψέλνανε...Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί μέ τή συνοδεία" (Χριστούγεννα στή σπηλιά)

Μιλώντας γιά τήν γλώσσα στά θρησκευτικά θέματα έλεγε:

"Ένα είναι τό γνώρισμα τής καλής γλώσσας, τούτο: τό νά συγκινεί τίς ευσεβείς ψυχές, τό νά γεννά κατάνυξη μέσα σ' αυτές, νά κάνει νά αναβρύζουν δάκρυα από τά μάτια τών πιστών καί νά τούς γεμίζει από πόθον σφοδρότατον νά τά καταφρονήσουν όλα, διά τήν αγάπην τού Χριστού. Αυτή τή φωτιά, αυτό τό "πύρ" πού είπε ο Χριστός, τό άναβε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μέσα εις τά ψυχάς τών Χριστιανών πού τίς "επλάκωνε η σκλαβιά" καί πού ήσαν πεινασμένες "από λιμόν τού ακούσαι τόν λόγον τού Κυρίου" καί αντί νά τουρκέψουν, επήγαιναν "αγαλλομένω ποδί" καί εμαρτυρούσαν διά τήν πίστιν τού Χριστού. Καί αυτά τά λόγια δέν ήταν αττικά, ούτε τορνευμένα από αργόσχολους γραμματικούς, αλλά λόγια τού λαού τών βουνών, "τών μωρών τού κόσμου", πού ηγάπησεν ο Χριστός περισσότερον από τούς φιλοσόφους καί από τούς διαβασμένους..."

Ο απλός άνθρωπος είναι τό μεγάλο πάθος τού Κόντογλου. Καί όπου τόν βρίσκει τόν περιγράφει μέ δύναμη καί συμπόνοια. Δέν τόν ενδιαφέρουν οι παραλήδες, οι μεγαλοστάνοι, οι δυνάστες, οι μεθυσμένοι από πλούτο καί εξουσία. Καί αυτούς τούς ήρωές του δέν τούς βρίσκει στά ρόδινα ακρογιάλια, στά ειρηνευμένα χαμόσπιτα καί στίς ταπεινές εκκλησιές, όπως ο Παπαδιαμάντης. Τούς συναντά κουρασμένους θαλασσινούς, πού οργώνουν πέλαγα καί στεριές κι αφιλόξενα δάση πού ζούσαν αιμοβόρα θηρία καί άκαρδοι ανθρωποφάγοι. Δέν κινείται μέσα σέ περιορισμένα πλαίσια. Ξανοίγει τή ματιά του πλατύτερα καί παρακολουθεί τούς ανθρώπους μέσα στήν αγωνία τής βιοπάλης καί στόν ασταμάτητο πόλεμό τους μέ τά φυσικά στοιχεία. Καί σ' όλους βλέπει μέσα τους τόν άνθρωπο, τήν εικόνα τού Θεού.

Ο Κόντογλου πάντα ήταν ένας θρησκευόμενος άνθρωπος. Αφ' ότου όμως έγραψε τόν "Μυστικό Κήπο" γίνεται πνευματικότερος καί η τέχνη του εσωτερικότερη καί κατανυκτικότερη. Ζή πιό έντονα τό στασίδι τού ιεροψάλτη. "Οι εικόνες τού Παντοκράτορα πού ζωγραφίζει σταλάζουν, όπως γράφει ο Π. Πάσχος, ( "Σχέδιο μέ μολύβι") οίνον κατανύξεως". Καί ο ίδιος ο Κόντογλου εξομολογείται:

"Αφού έγραψα πολλά, κι απόχτησα φήμη στό γράψιμο, είδα στό τέλος πώς μάταια τέχνη κατέχω. Παρομοιάζω τόν εαυτό μου σάν τόν μετανοιωμένο τόν ληστή, ή σάν τήν πόρνη πάλλαξε δρόμο, ή σάν τόν όσιο Μωϋσή τόν Αιθίοπα, πού επί χρόνια πολλά λήστεψε κ' έσφαξε, καί στά τελευταία βρήκε έλεος. Γιατί κι εγώ έγραψα ιστορίες γιά ληστάδες καί γιά κουρσάρους καί γιά φονιάδες κάθε λογής, καί τώρα καταλαβαίνω, πώς πρέπει νά βάλω στή λίγη τέχνη μου κάποιον σκοπό καλό καί βλογημένον, νά πλέξω μελωδικό εγκώμιο γιά τούς άσαρκους ασκητάδες, πού ευώδιαζε τό κορμί τους σάν κυπαρισσόξυλο καί σάν τά ξερά χορτάρια τών γκρεμνών.

Οι ποιητές συνηθίζουνε νά καλούνε τίς μούσες νά τούς φτερώσουνε. Εγώ όμως κράζω τό Θεό νά μέ φωτίσει, γιατί τρέμοντας πιάνω στό στόμα μου τόνομά του τ' αγιασμένο, επειδής είναι πιό καθαρό από τό χιόνι, καί φοβάμαι μήν γίνω αίτιος καί τό λερώσει η δόξα τού κόσμου, από τόν οποίο ξεμακρύνανε καί βυθιστήκανε στό βυθό τής λησμονιάς....Γιατί όσα καταπιάστηκα ίσαμε τώρα μέ τήν τέχνη μου, βρισκότανε μέσα στό δικαίωμα τής δύναμής μου, ενώ τούτο πού επιχειρίζουμαι είναι, κατά τή γνώμη μου, πέρα από δαύτη" ("Μυστικός Κήπος", Αθήνα 1944, σελ. 21-22)

Αναζητούσε τόν άνθρωπο ήρωά του έξω από τήν σύγχρονη κοινωνία, στό στοχαστή, τόν ασκητή, τόν αδιάφορο γιά τά φθαρτά υλικά τού κόσμου τούτου, ένα αγριοπούλι τής μοναξιάς. Στούς "Ευτυχισμένους ανθρώπους" ο ήρωάς του Γιαβάς ή Γιαβάσογλου ο θαλασσινός εκφράζει τίς σκέψεις τού Κόντογλου.

Γράφει: "Δοξάζω τό μεγαλοδύναμο, Φωτάκη μου, πού άραξα σέ τούτο τό πόρτο κι έχω τήν ησυχία μου, ύστερ' από τόσες μπόρες πού πέρασα. Ακούγω τί γίνεται στόν κόσμο, καί λέγω μέ τό νού μου πώς είναι τά συντέλεια. Τέτοιος κόσμος καλύτερα νά λείψει. Οι ασθένειες θά τόν ξεκληρίσουν. Η κακία πλήθυνε. Η καλωσύνη λιγόστεψε, σχεδόν χάθηκε. Κείνον τόν καιρό πού γύριζα στίς θάλασσες, οι άνθρωποι ήταν άγιοι σάν ξομολόγοι μπροστά στούς σημερινούς. Καί, μ' όλον τούτο, τί φαρμάκια ήπια στή ζωή μου! Εσύ γράφεις ολοένα περί Χριστού καί καλά κάνεις. Μά, άράγε, βρίσκεται κανένας απλός άνθρωπος νά σέ πιστέψει τήν σήμερον ημέραν, κανένα προβατάκι τού Θεού; Πολύ τό αμφιβάλλω. Η απλότη έλειψε. Βασίλεψε ο διάβολος κι η επιστήμη τού Σιμπάν, πού άκουσα νά λένε οι Κινέζοι, δηλαδή τού Οξαποδώ! Από όσο ξέρω, ο αχάριστος άνθρωπος είναι απ' όλους τούς κακούς χειρότερος, βάλε καί από τό φονιά ο χειρότερος. Ο σκύλος είναι καλύτερός του. Υπάρχει σκύλος πού νά' ναι αχάριστος; Εσύ τά γνωρίζεις καλύτερα, μά κ' εγώ ο αγράμματος, απ' όσα ξέρω, λέγω πώς κάθε άνθρωπος είναι συχωρεμένος, εξόν από τόν αχάριστο. Τό Βαγγέλιο γράφει πώς ο Χριστός συχώρεσε όλα τά κρίματα, όλους τούς αμαρτωλούς, εξόν από τόν αχάριστο τόν Ιούδα, κι από τούς υποκριτές. Μά υπάρχει άράγε αχάριστος πού νά μήν είναι υποκριτής;".

(συνεχίζεται)