Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος 3 Αυγούστου

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Η αγία Σαλώμη ήταν σύζυγος τού Ζεβεδαίου καί μητέρα τών Αποστόλων Ιακώβου καί Ιωάννου, καθώς καί πρώτη εξαδέλφη τής Παναγίας. Μαζί μέ άλλες γυναίκες ακολουθούσε τόν Χριστό καί ήταν παρούσα καί στό σταυρικό Του μαρτύριο επάνω στόν Γολγοθά. Επίσης, μαζί μέ τίς άλλες Μυροφόρες γυναίκες πήγε στό μνήμα τού Χριστού, γιά νά αλείψη τό Σώμα Του μέ αρώματα καί μύρα καί αξιώθηκε νά ακούση από τόν Άγγελο τό χαρμόσυνο άγγελμα τής Αναστάσεως τού Κυρίου.

Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος  3 ΑυγούστουΗ αγία Σαλώμη, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, παρακινημένη από τήν μητρική της αγάπη πήγε κάποια στιγμή, μαζί μέ τούς γιούς της, στόν Χριστό καί τόν παρακάλεσε νά τούς τιμήση μέ αξιώματα. «Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ τών υιών Ζεβεδαίου μετά τών υιών αυτής προσκυνούσα καί αιτούσά τι παρ αυτού. ο δέ είπεν αυτή τί θέλεις; λέγει αυτώ ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου είς εκ δεξιών σου καί είς εξ ευωνύμων σου εν τή βασιλεία σου» (Ματθ. κ', 20-21). Καί τότε ο Χριστός, αφού τούς είπε ότι δέν γνωρίζουν τί ζητούν, έκανε λόγο γιά τό «ποτήριό» Του. Δηλαδή, αυτοί ζητούσαν αξιώματα καί ο Χριστός τούς μίλησε γιά τόν μαρτυρικό θάνατό Του. «Αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν ουκ οίδατε τί αιτείσθε. δύνασθε πιείν τό ποτήριον ό εγώ μέλλω πίνειν, ή τό βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;» (Ματθ. κ', 22).

Αργότερα, η αγία Σαλώμη, όπως άλλωστε καί οι δύο γιοί της, ήπιε τό ποτήριο τού Χριστού, γιατί στόν Γολγοθά, έγινε κοινωνός τού σταυρικού Του θανάτου, αλλά καί επειδή βίωσε τόν βαθύ πόνο τής μητέρας πού αντίκρυσε τό σώμα τού παιδιού της άψυχο καί τό συνόδευσε στόν τάφο, όταν ο «ληρώδης» Ηρώδης αποκεφάλισε τόν πρωτότοκο γιό της, τόν Απόστολο Ιάκωβο. Η ελπίδα της, όμως, στόν Χριστό, καθώς καί η προσδοκία τών μελλόντων αγαθών, τήν ενίχυσαν καί ενστάλαξαν μέσα στήν καρδιά της ουράνια γλυκύτητα καί παρηγοριά καί έτσι τήν εμπόδισαν νά οδηγηθή στήν απελπισία.

Τά τέλη τής ζωής της ήσαν ειρηνικά.

Ο βίος καί η πολιτεία της μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:

Όλα τά δημιουργήματα τού Θεού έχουν αρχή καί τέλος, επομένως καί ο βίος τού ανθρώπου πάνω στήν γή. Η ανθρώπινη ζωή όμως δέν έχει τέλος, επειδή έτσι τό θέλει ο Θεός. Αυτό σημαίνει ότι σέ κάποια δεδομένη στιγμή τό σώμα τού ανθρώπου διαλύεται εις τά εξ ών συνετέθη, αλλά η ψυχή του είναι κατά Χάριν αθάνατη καί θά ενωθή καί πάλι μέ τό σώμα, όταν εκείνο αναστηθή κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού.

Βέβαια, καλόν είναι νά φεύγουν από τήν παρούσα ζωή πρώτα οι γονείς, όταν είναι σέ προχωρημένη ηλικία, καί μετά τά παιδιά. Όταν, όμως, κατά παραχώρηση Θεού συμβαίνη τό αντίθετο, τότε ο πόνος τών γονέων είναι πολύ μεγάλος καί χωρίς τήν δύναμη τού Θεού πραγματικά αβάστακτος. Είναι σάν νά διαπερνά τήν καρδιά τού ανθρώπου δίκοπο μαχαίρι, όπως τό είπε στήν Παναγία ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, προβλέποντας τόν σταυρικό θάνατο τού Υιού της: «καί σού δέ αυτής τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία». Πρόκειται ουσιαστικά γιά μαρτύριο, τό οποίο είναι αδύνατον νά τό υπομείνη ο άνθρωπος χωρίς τήν Χάρη τού Θεού.

Η λαϊκή σοφία τονίζει ότι «γιά τού χάρου τίς πληγές, η γή βοτάνια δέν έχει». Καί αυτό είναι πέρα γιά πέρα αληθινό, επειδή ο ανθρώπινος λόγος, όσο σπλαχνικός καί συμπονετικός καί άν είναι, αδυνατεί νά προσφέρη ουσιαστική παρηγοριά καί πολύ περισσότερο δέν έχει τήν δύναμη νά γιατρέψη τίς πληγές καί νά απαλύνη τόν πόνο, ο οποίος προξενείται εξ αιτίας τής «απώλειας» προσφιλών προσώπων. Αντίθετα, τά βοτάνια τού ουρανού, -η άκτιστη Χάρη τού Τριαδικού Θεού καί ο λόγος τού Χριστού καί τών Αγίων- μεταγγίζουν δύναμη καί ελπίδα καί έχουν τήν δυνατότητα νά γλυκάνουν τόν πόνο, νά επουλώσουν τίς πληγές, καί νά παρηγορήσουν αληθινά τόν άνθρωπο.

Τήν αλήθεια αυτή τονίζει καί ο Μέγας Βασίλειος σέ επιστολή του τήν οποία απέστειλε στήν σύζυγο τού Νεκταρίου, παράλληλα μέ τήν επιστολή πού απέστειλε στόν ίδιο, προκειμένου νά τήν παρηγορήση γιά τήν απώλεια τού νεαρού γιού της. Ο Νεκτάριος είναι πιθανότατα ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος διαδέχθηκε τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Γράφει, λοιπόν, μεταξύ τών άλλων, τά παρακάτω: «Έχασες υιό, τόν οποίο εμακάριζαν όλες οι μητέρες όσο ζούσε καί εύχονταν τέτοιοι νά είναι καί οι δικοί τους. Αλλά, όπως εδιδαχθήκαμε από τό Ευαγγέλιο, τά όσα μάς συμβαίνουν δέν είναι χωρίς καθοδήγηση τής πρόνοιας τού Θεού, διότι ούτε σπουργίτης δέν πίπτει χωρίς τό θέλημα τού Πατρός μας. Ποιός μπορεί νά αντισταθή στό θέλημα τού Θεού; Άς δεχθούμε, λοιπόν, τό συμβάν διότι μέ τήν δυσανασχέτηση ούτε αυτό πού έγινε διορθώνουμε καί επί πλέον καταστρέφουμε καί τούς εαυτούς μας. Άς μή κατηγορήσουμε τήν δικαία κρίση τού Θεού, διότι είμεθα πολύ αμαθείς, γιά νά ελέγχουμε τίς ανέκφραστες κρίσεις Του. Τώρα ο Κύριος δοκιμάζει τήν πρός Αυτόν αγάπη σου. Τώρα έχεις τήν ευκαιρία νά λάβης διά τής υπομονής τήν μερίδα τών μαρτύρων. Όταν έγινες μητέρα καί είδες τό παιδί σου καί ευχαρίστησες τόν Θεό, εγνώριζες πάντως ότι είσαι θνητή καί εγέννησες θνητόν. Τί τό παράδοξο, λοιπόν, πού ο θνητός απέθανε; Λυπήσου τόν σύζυγο νά γίνετε παραμυθία ο ένας γιά τόν άλλο μή τού κάνης πιό σκληρή τήν συμφορά μέ τό νά διαλύης τόν εαυτό σου στό πένθος.. Εύχομαι, λοιπόν, ο ίδιος ο Κύριος νά αγγίξη τήν καρδιά σου καί κατά τήν ανέκφραστη δύναμή Του νά ανάψη φώς στήν ψυχή σου διά τών αγαθών λογισμών, ώστε νά έχης από μέσα σου τίς πηγές τής παρηγοριάς».

Νά αγωνιζόμαστε νά ζούμε σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, ούτως ώστε η άκτιστη θεία Χάρη νά αγγίξη τήν καρδιά μας καί τότε, κατά τήν διάρκεια τών λυπηρών γεγονότων πού συμβαίνουν στήν ζωή μας, δέν θά έχουμε ανάγκη από εξωτερική παρηγοριά, επειδή η γνήσια καί αληθινή παρηγοριά θά αναβλύζη από μέσα μας.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ