Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Μεγαλομάρτυρες Σέργιος και Βάκχος 7 Ὀκτωβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Μεγαλομάρτυρες Σέργιος και Βάκχος  7 Οκτωβρίου

Οἱ ἅγιοι Σέργιος καὶ Βάκχος ἦσαν στρατιῶτες τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὑπηρετοῦσαν στὶς στρατιωτικὲς τάξεις τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Διακρίνονταν γιὰ τὴν σύνεση καὶ τὴν σωφροσύνη τους, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀνδρεία τους στὰ πεδία τῶν μαχῶν, γεγονὸς τὸ ὁποῖο παρακίνησε τὸν αὐτοκράτορα νὰ τοὺς ἀπονείμη μεγάλα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Ἀλλὰ ὁ θαυμασμὸς καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ τοὺς δύο νέους μετατράπηκε σὲ προβληματισμὸ στὴν ἀρχὴ καὶ σὲ μῖσος στὴν συνέχεια, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ ὀργανωθοῦν εἰδωλολατρικὲς τελετὲς καὶ θυσίες καὶ τοὺς κάλεσε νὰ παραστοῦν. Ὅταν ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν νὰ τὸ κάνουν καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ μὲ παρρησία καὶ θάρρος, τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἐξοργισμένος διέταξε νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν τὰ διάσημα τῶν ἀξιωμάτων τους καὶ νὰ τοὺς διαπομπεύσουν. Οἱ στρατιῶτες ἀφοῦ τοὺς ἐνέπαιξαν καὶ τοὺς διαπόμπευσαν, στὴν συνέχεια τοὺς ἔστειλαν σὲ ἕναν σκληρὸ Δούκα τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀντίοχο, ὁ ὁποῖος μὲ πρωτοφανῆ ἀγριότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου τὸν Βάκχο. Τὸν Σέργιο, ὅμως, τὸν μεταχειρίσθηκε μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἴσως ἐπειδὴ θυμήθηκε ὅτι κάποτε τὸν εὐεργέτησε. Κατ’ ἀρχὰς τοῦ πρότεινε νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ χαρίση τὴν ζωή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τοὺς ἀποκαλεῖ λαμπρὰ δυάδα μαρτύρων καὶ ὁπλίτας τροπαιούχους. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τριάδος τῆς Ἁγίας ὁπλῖται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν μαρτύρων, ὠράθητε ἐν ἄθλοις. Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεὺς καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητὴς διὰ τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων. Δόξα τὼ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τὼ στεφανώσαντι, δόξα τὼ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα» (Ἀπολυτίκιο).

Στὴν συνέχεια, θὰ τονισθοῦν τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. «Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς».

Οἱ μαθητὲς ὅταν ἀριστεύουν στὶς σπουδές τους, ὅπως εἶναι φυσικό, χαί- ρονται, ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς χαίρονται καὶ καμαρώνουν γιὰ τὰ παιδιά τους, ὅταν αὐτὰ προοδεύουν καὶ ἀριστεύουν. Καὶ βεβαίως αὐτὸ δὲν εἶναι κακὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κατακρίνη κανείς, ἀλλὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι ἐκεῖνο ποῦ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία εἶναι τὸ νὰ παίρνη κανεὶς ἀριστα καθημερινά, σὲ ὅλο τὸν ἐπίγειο βίο του. Ἄριστα στὸ ἦθος, ἤτοι στὸν τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς του. Ἄριστα στὴν ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ρίζα της καὶ τὴν πηγή της στὴν ἀνόθευτη πίστη, ὅπως τὴν βιώνει καὶ τὴν διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄριστα στὴν ὑπομονὴ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πειρασμῶν, τῶν θλίψεων, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν ἀντιξοοτήτων καὶ ἀποτυχιῶν τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄριστα στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος παρὰ τὸ ὅτι μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πατήθηκε καὶ καταργήθηκε, ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖ νὰ προκαλὴ ταραχὴ καὶ τρόμο σὲ ὅσους ζοὺν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐνῷ γιὰ τοὺς Ἁγίους, καθὼς καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν θέσει τὸν ἑαυτό τους στὴν προοπτικὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ταξίδι καὶ «μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

Ἑπομένως, τὸ ἀριστεῖο ποῦ ἔχει τὴν μεγαλύτερη ἀξία καὶ σπουδαιότητα γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο εἶναι τὸ ἀριστεῖο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, ἡ ὁποία γίνεται φανερὴ ἀπὸ τὸν τρόπο τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας του καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ πῶς ἀντιμετωπίζει τὰ δύσκολα καὶ σοβαρὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του καὶ ἰδιαίτερα τὸν θάνατο. Ἐπειδὴ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν μαρτυρεῖ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, δηλαδὴ τὸ πῶς ἔζησε καὶ πολιτεύθηκε ἢ ἀκόμη καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἔστω καὶ τὴν «ἑνδεκάτην», ἀφοῦ ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ κατὰ τέτοιον τρόπο τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἄνθρώπού, οὕτως ὥστε ὁ καλοπροαίρετος νὰ βρὴ τὴν ὁδὸ τὴν «ἀπάγουσαν εἰς τὴν ζωὴν» ἔστω καὶ ὀλίγον πρὸ τῆς ἐξόδου του. Ὁ μακαριστὸς Γέροντας π. Πορφύριος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε ὅτι τὸ κρεββάτι τοῦ πόνου, καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, ἔστειλε πολλοὺς ἀνθρώπους στὸν Παράδεισο. Μὲ ἄλλα λόγια πολλοὶ ἔλαβαν τὸ ἀριστεῖο ἀθλῶντας σὲ ὅλο τους τὸν βίο καὶ ἄλλοι πάλιν ἀρίστευσαν στὸ τέλος, ἀλλὰ μὲ πολλὴ προσπάθεια καὶ μεγάλο ἀγῶνα ἐνάντια στὴν πολυχρόνια συνήθεια τῆς ἁμαρτίας.

Δεύτερον. «Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής».

Ἀσφαλῶς, ὅμως, τὸ ἀριστεῖο προϋποθέτει προσπάθεια, ἄσκηση, ἀγῶνα, ὑπομονὴ καὶ πρὸ παντὸς γενναιότητα γιὰ νὰ μὴν ἀποκάμνη κανεὶς στὶς ἀποτυχίες, τὶς ἀντιξοότητες, καὶ τὶς δυσκολίες τῆς παρούσης ζωῆς. Ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ πνευματικοῦ στίβου γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι, ἔστω καὶ ἂν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ καθημερινοῦ ἀγῶνα χαθῇ κάποια «μάχη», αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τελείωσαν, ὅλα, ἐπειδὴ ὁ «πόλεμος», ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας συνεχίζεται μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου. Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀπελπίζεται, ἀλλὰ ἐκζητεὶ ταπεινὰ τὴν δύναμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα σηκώνεται καὶ συνεχίζει ἀπτόητος τὴν προσπάθεια καὶ τὸν ἀγῶνα του.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα θαυμάζει τὰ ὑπεράνθρωπα παλαίσματα τῶν Ἁγίων, παραδειγματίζεται ἀπὸ αὐτὰ καὶ προσπαθεῖ, πάντοτε στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του καὶ μὲ πνευματικὴ καθοδήγηση, νὰ τοὺς μιμηθῇ. Ἐνῷ ὁ δειλός, ὅταν μελετᾶ ἢ ἀκούη γιὰ τὰ κατορθώματα τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων καὶ γενικότερα ὅλων τῶν Ἁγίων, λόγῳ τῆς ραθυμίας καὶ τῆς ἀπροθυμίας του νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ παλαίψη γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, τὰ θεωρεῖ ὑπερβολικὰ καὶ ἀκατόρθωτα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δυστυχῶς ἀντὶ νὰ ὠφελεῖται σκανδαλίζεται καὶ βλάπτεται. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι ἐκεῖνοι ποῦ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό, καὶ ἀγωνίζονται νὰ γίνουν «τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας» καὶ θεοὶ κατὰ Χάριν, δὲν εἶναι οἱ δειλοί, ἀλλὰ οἱ γενναῖοι. Εἶναι ὅσοι τὸ λέει ἡ καρδιά τους, αὐτοὶ ποῦ ἔχουν «τσαγανὸ» κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο.

Ἡ γενναιότητα συμβάλλει τὰ μεγιστα στὴν καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του, ποῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ἀριστείου, δηλαδὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν ζῶντα Θεό.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ