Γράφτηκε στις .

Οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνιαίου κειμένου, μὲ τίτλο «Σεβασμὸς στὴν θεία Λειτουργία», ποῦ δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα romfaia.gr)

Ὅσοι ὁμιλοῦν γιὰ μετάφραση τῆς θείας Λειτουργίας ἀναφέρονται κυρίως στὴν μετάφραση τῶν εὐχῶν καὶ ὄχι τόσο τῶν ἀκροτελευτίων αἰτιολογιῶν, ποῦ ἐκφώνως ἀναφέρει ὁ Ἱερεύς. Αὐτό, ὅμως, δημιουργεῖ ἄλλο λειτουργικὸ πρόβλημα. Βέβαια, φθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτό, γιατί προηγήθηκε μιὰ ἀφελὴς ἢ ἐπιτηδευμένη-ἐσκεμμένη προσπάθεια. Δηλαδή, μερικοὶ Ἱερεῖς εἰσήγαγαν τὴν ἀνάγνωση λειτουργικῶν εὐχῶν «εἰς ἐπήκοον πάντων» καὶ στὴν συνέχεια ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν κατανοοῦνται ἀπὸ τὸν λαό, ὁπότε καὶ πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν.

Ὅμως, τὸ θέμα εἶναι ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι προσευχὲς τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ προσευχὲς τῶν Κληρικῶν πρὸς τὸν Θεό, γιὰ διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς κατηχουμένους, τοὺς φωτιζομένους, τοὺς πιστούς. Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δὴ στὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν, στὴν εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου καὶ στὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς.

Ὁ Κληρικός –Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος– λαμβάνει τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Θεό, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τελὴ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, ὡς ἄλλος Μωϋσής, ἀνέρχεται στὸ ὅρος Σινᾶ γιὰ νὰ ἔλθη «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μὲ τὸν Θεό, ἐνῷ ὁ λαὸς ἵσταται στὶς ὑπώρειες τοῦ ὅρους. Μιὰ παρουσίαση μερικῶν φράσεων ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἐκφραστικὴ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως.

Στὴν Α' Εὐχὴ τῶν Πιστῶν ὁ Ἱερεὺς προσεύχεται στὸν Θεό, ποῦ τὸν ἀξίωσε νὰ παραστῇ στὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ προσευχηθῇ γιὰ τὰ δικά του ἁμαρτήματα καὶ τοῦ λαοῦ τὰ ἀγνοήματα: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, τὼ καταξιώσαντι ἡμᾶς παραστῆναι καὶ νὺν τὼ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ καὶ προσπεσεῖν τοὶς οἰκτιρμοῖς σοῦ ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων... ποίησον ἡμᾶς ἀξίους γενέσθαι τοῦ προσφέρειν σοὶ δεήσεις καὶ ἱκεσίας καὶ θυσίας ἀναιμάκτους ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἰκάνωσον ἡμᾶς, οὕς ἔθου εἰς τὴν διακονίαν ταύτην, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματός σου τοῦ Ἁγίου...». Τὸ ἴδιο βλέπουμε καὶ στὴν Β' Εὐχὴ τῶν Πιστῶν. Ὁ Ἱερεὺς προσεγγίζει τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ προσεύχεται γιὰ τοὺς συνευχομένους μὲ αὐτόν: «Καὶ δώης ἡμῖν ἀνένοχον καὶ ἀκατάκριτον τὴν παράστασιν τοῦ ἁγίου σου θυσιαστηρίου. Χάρισαι δέ, ὁ Θεός, καὶ τοὶς συνευχομένοις ἡμῖν προκοπὴν βίου...».

Αὐτὸ τὸ συναντοῦμε καὶ στὴν εὐχὴ κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου. Γίνεται λόγος γιὰ προσέγγιση τοῦ Ἱερέως στὸ Θυσιαστήριο, γιὰ διακονία, γιὰ κάθαρση: «Καὶ ἰκάνωσόν μὲ τὴ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον τὴν τῆς ἱερατείας χάριν, παραστῆναι τὴ ἁγία σου ταύτη τραπέζη, καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντόν σου Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα». Ἡ εὐχὴ δὲ τῆς Ἀναφορᾶς εἶναι προσευχὴ τοῦ Λειτουργοῦ πρὸς τὸν Πατέρα γιὰ νὰ ἀποστείλη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ νὰ μεταβάλη τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Ὁ Ἱερεὺς εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεὰ αὐτή: «Εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἥν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας...».

Γενικά, οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας λέγονται ἀπὸ τὸν κληρικὸ στὸν Θεό, ἐνῷ ὁ ψάλτης ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ ψάλλει ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων ἀπὸ τὸν Ἱερέα, ὁ λαὸς μὲ χθαμαλὴ τὴν φωνὴ ψάλλει: «Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Δηλαδή, ὁ Ἱερεὺς τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ὁ παριστάμενος λαὸς μετέχει σὲ αὐτὴν μὲ τὸν δικό του τρόπο καὶ τὴν θέση ποῦ ἔχει μέσα στὴν Ἐκκλησία, σιγοψάλλοντας τὸν ὕμνο ποῦ παραθέσαμε πιὸ πάνω.

Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνωρίζουμε ὅτι ὁ Μωϋσῆς εἰσῆλθε στὸ μέσον τῆς νεφέλης, ὁ Ἀαρών, ὁ Ναδὰβ καὶ ὁ Ἀβιούδ, ὅπως καὶ οἱ ἑβδομήκοντα Πρεσβύτεροι προσκύνησαν τὸν Κύριον «μακρόθεν», ὁ δὲ λαὸς δὲν συνανέβηκε μαζί τους (Ἔξ. κδ', 1-18). Ὑπῆρχε διαφορὰ μεθέξεως καὶ γνώσεως τοῦ Μωϋσέως, τῶν Πρεσβυτέρων καὶ τοῦ λαοῦ, ὅπως τὸ ἑρμηνεύει θεολογικὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Τὸ ἴδιο συμβαίνει ἀναλογικὰ καὶ στὴν θεία Λειτουργία. Ὅλοι οἱ παρόντες μετέχουν στὸ μεγάλο αὐτὸ Μυστήριο, ἀλλὰ διαφοροτρόπως ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ τὴν θέση καὶ διακονία του μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προετοιμασία ποῦ ἔχει προηγηθῆ. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία γίνεται μὲ προϋποθέσεις, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν προτεσταντικὴ λατρεία, ὅπου ὅλοι εἶναι τὸ ἴδιο, ἀφοῦ οἱ Προτεστάντες Πάστορες δὲν ἔχουν Ἱερωσύνη. Δὲν μποροῦν νὰ εὑρεθοῦν ὁμοιότητες μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν ποῦ ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης καὶ τῶν Προτεσταντῶν Παστόρων ποῦ εἶναι ἁπλῶς ὑπεύθυνοι τῶν συνάξεων.

Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ παγία λειτουργικὴ ἀρχὴ στὸ συλλείτουργο, στὸ ὁποῖο συμμετέχουν πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ Πρεσβύτεροι, μόνον ὁ Πρῶτος, ὁ Προεξάρχων, τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία, αὐτὸς ἀναγινώσκει τὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς καὶ οἱ ἄλλοι συμμετέχουν καὶ ἀκούουν τὶς εὐχὲς ἀπὸ τὸν Πρῶτο. Ἐὰν καὶ αὐτοὶ οἱ συλλειτουργοὶ δὲν διαβάζουν ἀπὸ μόνοι τους καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Πρῶτο τὶς εὐχές, πολὺ περισσότερο δὲν μποροῦν νὰ ἀκούγωνται ἢ διαβάζωνται ἀπὸ τοὺς παρισταμένους Χριστιανούς. Ἡ ἄποψη ὅτι ὅλοι μετέχουμε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο στὴν θεία Λειτουργία συνιστᾶ κατάργηση τῶν διακονιῶν στὴν Ἐκκλησία, ὑποτίμηση τῆς Ἱερατικῆς Χάριτος καὶ τελικὰ καταλήγει σὲ ἕναν Προτεσταντισμό.

Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἱερατικὲς εὐχές, τότε μὲ μερικὰ σεμινάρια ποῦ θὰ γίνωνται στοὺς Ἱερεῖς εἶναι εὔκολο νὰ κατανοηθοῦν, μάλιστα σήμερα ποῦ οἱ Κληρικοὶ εἶναι περισσότερο καταρτισμένοι καὶ μορφωμένοι.