Γράφτηκε στις .

Ἡ θεολογία καὶ ἀξία ἡ τῶν Συμβόλων

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ἱεροθέου

Πολὺς λόγος γίνεται τελευταῖα γιὰ τὰ σύμβολα καὶ ἡ συζήτηση ἐπικεντρώνεται στὸ κατὰ πόσον πρέπει νὰ παραμείνουν οἱ εἰκόνες στὰ Σχολεῖα καὶ σὲ δημόσιους χώρους ἢ νὰ ἀπομακρυνθοῦν. Τὸ θέμα αὐτὸ συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ συμβόλου καὶ τὴν παρουσίαση τῆς ὀρθοδόξου εἰκόνας ὡς συμβόλου ποῦ ἔχει σχέση μὲ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Μερικὲς πτυχὲς αὐτοῦ τοῦ θέματος θὰ τονισθοῦν πιὸ κάτω.

1. Ἡ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟΥ

Ἡ λέξη σύμβολο προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα συμβάλλω ποῦ δηλώνει συνάγω, συλλέγω, ἑνώνω, κάνω συμβόλαιο κλπ. Ὁπότε, ἡ λέξη σύμβολο σημαίνει τὸ σημεῖο ποῦ ἑνώνει, ποῦ συνάγει δύο διαφορετικὰ μέρη καὶ τελικὰ εἶναι τὸ σημεῖο ἀναγνωρίσεως καὶ ἑνότητος δύο προσώπων καὶ πραγμάτων. Αὐτὸ φαίνεται, κυρίως, ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως σύμβολο, ἀφοῦ παλαιὰ σήμαινε τὸν κρίκο, τὸ δακτυλίδι ποῦ σπαζόταν σὲ δύο κομμάτια, καὶ δύο συγγενεῖς ἢ δύο φίλοι ἔπαιρναν ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ὅταν συναντιόνταν ἀργότερα, αὐτὸ τὸ κομμάτι ποῦ κατεῖχαν ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς ἀδελφότητος καὶ τῆς φιλίας μεταξὺ τῶν δύο (Olivier Clement, Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς, Ἐκδ. Ἀκρίτα, σέλ. 122).

Ἦταν ἑπόμενο ἡ λέξη σύμβολο μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια νὰ χρησιμοποιηθῇ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, στὴν κοινωνικὴ ἀναστροφή, στὴν ἐθνικὴ ζωή, καὶ βεβαίως στὴν θρησκεία. Γιὰ παράδειγμα, ἡ σημαία ἢ ὁ ἐθνικὸς ὕμνος ἑνώνει δύο ἀνθρώπους τοῦ ἰδίου Κράτους καὶ ἡ πίστη, ἡ λατρεία καὶ τὰ ἰδιαίτερα σύμβολα ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἑνότητα δύο ἀνθρώπων τῆς ἴδιας θρησκείας. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὸ σύμβολο δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ὑπενθύμιση, μιὰ ἀνάμνηση, κάτι τὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ δείχνει μιὰ ἑνότητα τῶν δύο προσώπων ἢ δύο πραγμάτων, ἀφοῦ ἑνώνονται καὶ συναπαρτίζουν τὸν κρίκο, τὸ δακτυλίδι. Ἐπὶ πλέον τὸ σύμβολο εἶναι τὸ σημεῖο ἑνότητας κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, εἶναι τὸ σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς ἑνότητας αὐτῆς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μιλῶντας γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ συμβόλου παρουσιάζει τὰ δύο εἴδη του. Πρῶτο εἶδος εἶναι τὸ σύμβολο ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν φύση τοῦ συμβολιζομένου, ὅπως εἶναι ὁ ὄρθρος, ἡ αὐγή, ποῦ εἶναι τὸ φυσικὸ σύμβολο τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἀνατείλη μετὰ ἀπὸ λίγο, καθὼς ἐπίσης εἶναι ἡ θερμότητα ποῦ εἶναι φυσικὸ σύμβολο τῆς καυστικῆς δυνάμεως τοῦ πυρός. Δεύτερο εἶδος συμβόλου εἶναι ἐκεῖνο ποῦ χρησιμοποιεῖται συμβατικὰ γιὰ νὰ συμβολίση κάτι, ὅπως εἶναι ὁ πυρσός, ποῦ ἄναβαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἔρχονται οἱ ἐχθροὶ ἢ νὰ δηλώσουν τὴν κατάληψη τῆς πόλεως. Αὐτὸ δὲν εἶναι φυσικὸ σύμβολο, ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν φύση τοῦ συμβολιζομένου, ἀλλὰ συμβατικὸ ποῦ θέλει νὰ δείξη κάτι (Γρήγ. Παλαμᾶ, ΕΠΕ, 2 σέλ. 592-594).

Τὰ ἱερὰ σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουν στὴν πρώτη κατηγορία, δηλαδὴ δὲν εἶναι ξένα πρὸς τὴν φύση τῶν συμβολιζομένων, ἀλλὰ εἶναι φυσικὰ σύμβολα διὰ τῶν ὁποίων μεταδίδεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα στὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἐκφράζεται μὲ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποῦ δείχνει τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ἑνότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ποῦ εἶναι σύμβολα-φανερώσεις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι ἡ καταγραφὴ μὲ κτιστὰ ρήματα τῆς ἀκτίστου πραγματικότητας ποῦ βιώνει ὁ Προφήτης, ὁ Ἀπόστολος καὶ ὁ Ἅγιος. Ὁ θεόπτης βλέπει τὸν Θεό, ἔρχεται σὲ κοινωνία μαζὶ Τοῦ καὶ στὴν συνέχεια αὐτὴν τὴν δόξα τὴν μεταφέρει μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα. Ἔτσι, ἔχοντας κανεὶς ὡς ὁδηγὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, μπορεῖ νὰ φθάση στὴν δόξα τῆς ἀκτίστου πραγματικότητας, τὸν Θεό. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλὸ σύμβολο, ἀλλὰ εἶναι ἐνέργεια καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προφέρη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τότε γεμίζει ἀπὸ τὴν παρουσία Τοῦ. Γι’ αὐτὸ μᾶς συνιστᾶ ὁ Θεὸς νὰ μὴ λαμβάνουμε τὸ ὄνομὰ Τοῦ στὸ στόμα μας γιὰ μάταια πράγματα.

Ἐπίσης, ἡ ἱερὴ εἰκόνα εἶναι εἰκόνισμα τῆς ἀνεικονίστου δόξης τῆς οὐράνιας πραγματικότητας. Ὅμως, ἡ ἱερὴ εἰκόνα δὲν εἰκονίζει ἁπλῶς τὸν Θεό, ἀλλὰ μεταφέρει τὴν Χάρη καὶ ἐνέργεια τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα μεταγγίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄκτιστη Χάρη, τῆς ὁποίας εἶναι σύμβολο, ὅπως ἡ αὐγὴ φωτίζει καὶ ἀναγγέλλει τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, καὶ ἀνάγει τὸν ἄνθρωπο στὸ πρῶτο κάλλος, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνας ἀνάγεται στὸ πρωτότυπο. Ἔτσι, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν συμβόλων ἀποκαλύπτει τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ καὶ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν συμβολικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης καὶ τὴν βλέπουμε στὰ βιβλία τῶν Προφητῶν καὶ στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστῆ. Γι’ αὐτὸ «ἡ βιβλικὴ αἰσθητικὴ (τῶν ἱερῶν εἰκόνων) δὲν εἶναι αἰσθητικὴ τῶν χρωμάτων, ἀλλὰ τοῦ φωτός: τὰ χρώματα εἶναι σύμβολα τοῦ φωτός! Τὸ σύμβολο εἶναι ἀχώριστο ἀπὸ τὸ κάλλος» (Olivier Clement, ἔνθ. ἀνωτ. σέλ. 123).

Γι’ αὐτό, κατὰ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας ποῦ εἶναι ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, λέγεται ὅτι «ἁγιάζεται διὰ τῶν θείων εἰκόνων τὰ ὄμματα τῶν ὁρώντων, ἀνάγεται δὲ δι’ αὐτῶν ὁ νοὺς πρὸς θεογνωσίαν, ὦσπερ καὶ διὰ τῶν θείων ναῶν, καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν καὶ τῶν ἄλλων κειμηλίων».

Ἔτσι, ἡ ἱερὰ εἰκόνα δείχνει τὴν ἑνότητα μεταξὺ φύσεως καὶ θείας Χάριτος στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ποῦ εἰκονίζει, γι’ αὐτὸ γύρω ἀπὸ τὶς κεφαλὲς τῶν εἰκονιζομένων ὑπάρχει τὸ φωτοστέφανο, ποῦ δείχνει ὅτι ὁ Ἅγιος εἶδε τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφθασε στὴν θέωση. Ἀλλὰ συγχρόνως ἔχει καὶ ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα Χάρη καὶ ἐνέργεια καὶ ἁγιάζει αὐτὸν ποῦ τὴν ἀσπάζεται, κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως. Γι’ αὐτὸ τὴν ἀσπαζόμαστε μὲ εὐλάβεια, γνωρίζοντας ὅτι ἡ τιμή μας ἀνάγεται στὸ πρωτότυπο, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως ἀνάψουμε τὸ κερί μας μπροστὰ σὲ αὐτὴν καὶ κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Καὶ αὐτὸς ὁ Τίμιος Σταυρὸς δὲν εἰκονίζει ἁπλῶς τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ αὐτὸ τὸ Τίμιο ξύλο εἶναι προσκυνητό, ἀκόμη δὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μεταδίδει Χάρη καὶ εὐλογία, συνιστᾶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ποῦ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγει: «Σταυρὸς γὰρ ἐστὶν αὐτός τε ὁ προσκυνητὸς τύπος καὶ ὁ τοῦ τύπου τούτου λόγος» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ, τόμ. 9, σέλ. 310).

Τελικά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ ἰδέα γιὰ νὰ ἀρνῆται τὰ σύμβολα καὶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο, ἀλλὰ οὔτε καὶ εἰδωλολατρεία γιὰ νὰ τὰ ἀπολυτοποιῇ. Τὰ σύμβολα εἶναι ἡ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ δι’ αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος ἀνάγεται στὴν θεογνωσία. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι, κατὰ τὴν φράση τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, «ὠκεανὸς συμβόλων», διὰ τῶν ὁποίων ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς (Olivier Clement, ἔνθ. ἀνωτ. σέλ. 122), ἀλλὰ φανερώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται καὶ ὁ ἄνθρωπος στὸν συνάνθρωπό του.

2. Ἡ ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ

Τὰ σύμβολα ὑπάρχουν πάντα σὲ ὀργανωμένες κοινωνίες, μέσα στὶς ὁποῖες ζοὺν οἱ ἄνθρωποι καὶ συνδέονται μεταξύ τους μὲ ἰσχυροὺς δεσμούς, οἰκογενειακούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς, πολιτισμικούς. Ἔτσι, ὑπάρχουν ποικίλα σύμβολα, κοινωνικά, θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικά. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἰδεατὸς καὶ ἀνυπόστατος, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ θέλει νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ τὸ κοινωνεῖν εἶναι ἀνθρώπινο, ἐνῷ τὸ ἀτομικῶς συμπεριφέρεσθαι καὶ ζὴν εἶναι ἀκοινώνητο καὶ ἀφύσικο.

Τὸ ἔθνος ἐκφράζεται μὲ τὰ ἰδιαίτερα σύμβολα ποῦ συνιστοῦν τοὺς ἀνθρώπους μὲ Πατρίδα, Θρησκεία, Παιδεία. Ἡ σημαία ἑνὸς λαοῦ εἶναι συνδεδεμένη μὲ ἀγῶνες, θυσίες, αἵματα, συγκινήσεις καὶ νοσταλγίες. Οἱ ἰδιαίτεροι πολιτισμοὶ ἔχουν τὶς παραδόσεις τους καὶ τὶς ἐκφράσεις τους, πρᾶγμα ποῦ καταλαβαίνουν καλύτερα οἱ ἀπόδημοι, ποῦ τὰ στεροῦνται καὶ τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἐνθυμοῦνται τὴν κοινὴ καὶ πολύτιμη παράδοση καὶ νὰ ζοὺν μέσα σὲ αὐτήν.

Ὅμως, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ εἰκονοκλαστική, στὴν ὁποία γκρεμίζονται οἱ εἰκόνες, ἀποβάλλονται τὰ θρησκευτικά, ἐθνικὰ καὶ παραδοσιακὰ σύμβολα καὶ ἔτσι ἀποσαρκώνονται οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ μερικοὶ τὸ χαρακτηρίζουν ὡς μοντέρνο, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀπάνθρωπο, ἀφοῦ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ ὑπαρξιακὴ μοναξιά, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν τὰ ἰδιαίτερα σύμβολα τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς ἐπικοινωνίας.

Ἡ ἀποβολὴ τῶν συμβόλων καὶ ἡ ἀπόσυρση τῶν εἰκόνων ἐκφράζει τὴν εἰκονοκλαστικὴ νοοτροπία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ πρόσωπο συνδέεται μὲ τὴν κοινωνία, ἀφοῦ δὲν νοεῖται πρόσωπο χωρὶς σχέση, ὅπως καὶ δὲν νοεῖται καὶ κοινωνία χωρὶς πρόσωπο. Ἀντίθετα, τὸ ἄτομο δηλώνει κάτι τὸ ἀνεξάρτητο, ποῦ στηρίζεται ὄχι στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, στὴν ἀτομικὴ σκέψη καὶ τὰ ἀτομικὰ συναισθήματα. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄτομο, μόνος του, θέλει νὰ καθορίζη τὴν ζωή, τὸ ἐπάγγελμά του, ἀκόμη καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἀναζητήση τὸν Θεό.

Αὐτὸς δὲ ὁ ἀτομικὸς τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς εἶναι ἀπόρροια τῆς μεταρρυθμιστικῆς προτεσταντικῆς ἐπανάστασης καὶ τῆς προσπάθειας τῶν Εὐρωπαίων Χριστιανῶν νὰ ἀποκτήσουν θρησκευτικὴ ἐλευθερία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἀναπτύχθηκαν τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα, ὡς ἀτομικὴ ἐπιλογή, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἀνεξιθρησκεία, ὡς δυνατότητα τοῦ καθενὸς νὰ στραφῆ στὸν Θεὸ ποῦ ἐπιθυμεῖ, καὶ νὰ ἀνεξαρτητοποιῆται ἀπὸ σύμβολα, εἰκόνες, κοινὴ πίστη, κοινὸ πολιτισμό.

Ἔτσι, τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα, ποῦ εἶναι ὁπωσδήποτε σεβαστά, καὶ ἡ ἀνεξιθρησκεία συνδέονται στενὰ μεταξύ τους, ὡς νοοτροπία καὶ ἰδεολογία, καὶ αὐτὸ ὁδηγεῖ στὸν ἄκρατο φιλελευθερισμὸ καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν καπιταλιστικὴ νοοτροπία, ποῦ καὶ τὰ δύο εἶναι γεννήματα τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀποστασία ἀπὸ κοινὰ πολιτισμικὰ πρότυπα καὶ κοινοὺς πολιτισμικοὺς τρόπους ζωῆς.

Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα, τὴν ἀνεξιθρησκεία καὶ τὸν κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ φιλελευθερισμό, οὔτε μὲ τὴν ἀποβολὴ τῶν συμβόλων καὶ τῶν εἰκόνων, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη. Μιὰ ἐλευθερία χωρὶς τὴν ἀγάπη εἶναι ἀναρχία. Ἀκόμη, ἡ ἐλευθερία εἶναι κάτι βαθύτερο, εἶναι νὰ σέβεται κανεὶς καὶ τὰ σύμβολα τῶν συμπολιτῶν του, ἔστω κι ἂν εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὰ δικά του. Ἐλευθερία δὲν εἶναι τὸ γκρέμισμα τῶν συμβόλων, ἀλλὰ ἡ ἀποδοχὴ μὲ ἀγάπη τῶν ποικιλωνύμων συμβόλων, ποῦ ἐπικρατοῦν στὴν κοινωνία.

Μὲ ἄλλα λόγια δὲν καῖμε τὶς σημαῖες ἑνὸς ἔθνους, ποῦ εἶναι βαμμένες μὲ κλάμα, δάκρυ, θυσίες καὶ αἷμα, ἀλλὰ τὶς σεβόμαστε, ἔστω κι ἂν εἶναι ξένες σὲ μᾶς, γιατί αὐτὲς οἱ σημαῖες μεταφέρουν τὴν ἱστορία ἑνὸς λαοῦ. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας μετανάστης ποῦ ζὴ στὴν χώρα μας αἰσθάνεται ἢ πρέπει νὰ αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν φιλοξενία ποῦ τοῦ παρέχεται καὶ σέβεται τὴν σημαία μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὰ ἄλλα σύμβολα, ὅπως καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο, ὅταν ζοῦμε σὲ ἄλλες Χῶρες, δυτικὲς ἢ ἀνατολικές, βόρειες ἢ νότιες.

Ἑπομένως, δὲν εἴμαστε εἰκονοκλάστες, δηλαδὴ δὲν ἀφαιροῦμε τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα, ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποῦ εἶναι ξένα σὲ μᾶς, οὔτε ἁπλῶς τὰ ἀνεχόμαστε, ἀλλὰ τὰ σεβόμαστε, ἀφοῦ αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο, ποῦ ἐκφράζεται διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ. Ἐλευθερία εἶναι νὰ μὴ σὲ ἐνοχλῇ ὁ ἄλλος μὲ τὰ σύμβολά του, τὶς παραδόσεις του καὶ τὴν νοοτροπία του, γιατί, ἂν ἡ ἐλευθερία δὲν ἐκφρασθῇ ὡς ἀγάπη καὶ κοινωνία, τότε θὰ ἐκφρασθῇ ὡς μηδὲν καὶ ἀναρχία.

Ἄλλωστε, ὅπως γράφεται ἀπὸ πολλούς, ἡ σύγχρονη κοινωνία ξεπέρασε τὴν κατάσταση τοῦ «δὲν ὑπάρχει Θεὸς» ἢ «ὁ Θεὸς πέθανε καὶ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ φονεῖς του», γι' αὐτὸ συνεχῶς ὁ Θεὸς ἐπανέρχεται στὶς κοινωνίες, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα εἶναι ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο, ἔστω καὶ ἐὰν ἑρμηνεύεται μέσα ἀπὸ νευρολογικὲς διαδικασίες, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἐξαλείψη, ἀκόμη καὶ μὲ πολυχρόνιο διωγμό, ὅπως ἔδειξε ἡ σύγχρονη ἱστορία στὶς Βόρειες Χῶρες. Ἀντίθετα, μάλιστα, ἡ κάθε Πολιτεία, μὲ τὴν παιδεία ποῦ προσφέρει, εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ περιφρουρῇ τὴν ἀνάγκη τοῦ λεγομένου θρησκευτικοῦ συναισθήματος, στὴν πραγματικότητα νὰ παιδεύη τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ σύμβολα τοῦ πολιτισμοῦ του, γιατί διαφορετικά, ἢ τὸν ἀφήνει ἕρμαιο στὴν βουλιμία κάθε θρησκευτικοῦ τυραννίσκου, μὲ τὶς καταστροφικὲς σέχτες, ἢ τὸν ἀφήνει ἀβοήθητο σὲ μιὰ ὑπαρξιακὴ μοναξιά, μὲ ὑπαρξιακὲς αὐτοκτονικὲς τάσεις.

Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ἡ ὁποία γκρεμίζει συνεχῶς σύμβολα καὶ εἰκόνες ἐν ὀνόματι μιᾶς κακῶς ἐννοουμένης ἐλευθερίας. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μείνη χωρὶς σύμβολα, γι’ αὐτὸ παρατηροῦμε ὅτι παράλληλα μὲ τὸ γκρέμισμα τῶν παραδεδομένων συμβόλων κατασκευάζει ἄλλα καινούρια σύμβολα, ποῦ δὲν ἔχουν τὰ ἐχέγγυα καὶ τὴν δύναμη τῆς παράδοσης, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι βίαια καὶ καταστροφικά. Εἶναι σύμβολα ποῦ καταστρέφουν τὸν κοινωνικὸ ἱστὸ καὶ συνδέονται μὲ τὴν βιαιοπραγία. Ἐκεῖ καταλήγει ἡ νοοτροπία τοῦ ἀτομικισμοῦ, ἡ κατάχρηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἡ παράχρηση τῆς ἰδέας τῆς ἀνεξιθρησκείας καὶ τοῦ ἄκρατου φιλελευθερισμοῦ.

Καὶ ὁπωσδήποτε δύο τέτοια νέα σύμβολα ποῦ κυριαρχοῦν στὴν σύγχρονη κοινωνία μας εἶναι ἡ μάσκα-κουκούλα τῆς βιαιοπραγίας καὶ ἡ μάσκα-προσωπίδα τῆς ὑποκρισίας. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα σύμβολα οἱ ἄνθρωποι κρύπτουν τὰ πρόσωπά τους καὶ περιφέρουν τὸ ἀπεχθὲς προσωπεῖο τῶν παθῶν καὶ τῆς ἀλλοτρίωσης.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ ἐντάξουμε καὶ τὴν ἀξία τῆς ὀρθόδοξης εἰκόνας, ποῦ παρουσιάζει τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς τρυφερότητας, τὸν Θεὸ τῆς ἁπλότητας καὶ τῆς στοργῆς. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δὲν προκαλεῖ, δὲν φοβίζει, δὲν τρομάζει, ἀλλὰ σκορπᾶ ἀγάπη καὶ θερμότητα, μεταδίδει μιὰ ἀνείπωτη ζεστασιά. Ἀντίθετα, τὰ σύγχρονα σύμβολα ποῦ ἐπιβάλλονται ἀπὸ ἀτομικὲς ἐπιλογὲς δημιουργοῦν φόβο, ταραχή, βία καὶ ἀγωνία.

Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι ἕνα σύμβολο θυσίας, κένωσης, προσφορᾶς, ἐσωτερικότητας, ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης καὶ εἶναι αὐτὴ ποῦ θὰ βοηθήση τὰ παιδιά μας σήμερα νὰ ζοὺν ἀγαπητικὰ σὲ ἕναν κόσμο μίσους καὶ ἀβεβαιότητας. Τὴν χρειαζόμαστε πολύ, θὰ εἶναι δὲ μεγάλη φθορά, ἂν μάθουμε τὰ παιδιὰ νὰ ζοὺν χωρὶς σύμβολα. Τότε ἢ θὰ σπάσουν τὰ ἱερὰ σύμβολα ἢ θὰ περιέλθουν σὲ μιὰ ὑπαρξιακὴ αὐτοκτονία.

Ἀκόμη ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δείχνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος, δικός μας ἢ ξένος, ὁμόδοξος ἢ ἀλλόδοξος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσή Τοῦ. Ἔτσι, ἐνῷ ἡ Πολιτεία ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ πῶς θὰ πολιτογραφήση τοὺς μετανάστες καὶ σὲ ποιούς θὰ χορηγήση τὴν ἰθαγένεια, ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὸν ἄνθρωπο πέρα ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὸ ἔθνος καὶ ἐνδιαφέται πῶς θὰ τὸν ἐκκλησιοποιήση, ἀντιμετωπίζει τὸν κάθε ξένο σὰν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ἄλλωστε καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι δὲν ἦλθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια ἀνθρώπους ποῦ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους δίκαιο, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ὑποκριτές, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς, καὶ γι' αὐτὸ ἔδειξε ἀγάπη στοὺς τελῶνες, τὶς πόρνες, τοὺς ἀλλοεθνεῖς. Ἀκόμη, σύμφωνα μὲ τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο ποῦ δόθηκε στὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, ἡ κόλαση εἶναι τὸ νὰ μὴν βλέπη κανεὶς τὸν ἄλλον πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο καθενὸς νὰ εἶναι κολλημένο στὴν πλάτη τοῦ ἄλλου. Ἔτσι, ὅταν ὁ καθένας μας δὲν βλέπη τὸν ἄλλον κατάματα, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ διάφορες ἄλλες κοσμικὲς προϋποθέσεις, δείχνει ὅτι βιώνει τὴν δική του προσωπικὴ κόλαση.

Ὡς ἄνθρωποι καὶ ὡς μέλη τῆς κοινωνίας ζοῦμε συνέχεια μὲ τὰ σύμβολα καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτά, γιατί τότε θὰ ζοῦμε μιὰ ἰδεαλιστικὴ ζωή, ποῦ εἶναι στὴν πραγματικότητα φανταστικὴ καὶ ψεύτικη. Κάθε ἄνθρωπος θὰ κατασκευάζη τὰ δικά του σύμβολα, μὲ τὰ ὁποία θὰ ἐκφράζεται καὶ θὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τοὺς ὁμοίους του. Μιὰ κοινωνία χωρὶς σύμβολα εἶναι ἀποσαρκωμένη καὶ στὴν πραγματικότητα οὐτοπική.–