Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Όμοιοι μέ τήν τροφή μας...

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Η τροφή χαρακτηρίζει τόν άνθρωπο. Μέ πιό ξεκάθαρο λόγο: «Ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει». Αυτή είναι μιά φιλοσοφική αρχή τήν οποία διατύπωσε ο Γερμανός φιλόσοφος Φόϋερμπαχ, ο οποίος ήθελε μέ αυτήν τήν απόφανση νά δείξη ότι ο άνθρωπος είναι ύλη καί μόνον ύλη. Είναι όμοιος μέ τήν τροφή πού τεμαχίζει καί αλέθει στό στόμα του καί επεξεργάζεται μέ τό πεπτικό του σύστημα, διοχετεύοντας στούς ιστούς τού σώματος τίς αναγκαίες ουσίες γιά τήν συντήρηση καί ανάπτυξή τους.

Η αρχή αυτή –«Ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει»– είναι από τίς πιό διαδεδομένες ρήσεις τού Φόϋερμπαχ, πιό γνωστή καί από τόν ίδιο, κυρίως λόγω τής πολύ συχνής χρήσης της από οικολογικές οργανώσεις καί από αυτούς πού αγωνίζονται γιά τήν υγιεινή διατροφή, πολεμώντας τά βιολογικώς τροποποιημένα τρόφιμα. Η ρήση αυτή όμως είναι πολύ γνωστή καί σέ Χριστιανούς, εξαιτίας τού σχολιασμού της από τόν π. Αλέξανδρο Σμέμαν στό βιβλίο του «Γιά νά ζήση ο κόσμος».

Θά ασχοληθούμε καί εμείς μέ τήν ρήση αυτή, μέσα στήν ατμόσφαιρα τών Χριστουγέννων, τώρα πού οι Χριστιανοί γιορτάζουμε τήν «κατάβαση» από τούς ουρανούς τού «Άρτου τής ζωής», αφού ο Χριστός είναι ο «άρτος τής ζωής», ο «άρτος τού Θεού». Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει τόν χαρακτηριστικό λόγο τού Χριστού: «Ο γάρ άρτος τού Θεού εστιν ο καταβαίνων εκ τού ουρανού καί ζωήν διδούς τώ κόσμω. Είπον ούν πρός αυτόν Κύριε, πάντοτε δός ημίν τόν άρτον τούτον. Είπε δέ αυτοίς ο Ιησούς εγώ ειμι ο άρτος τής ζωής ο ερχόμενος πρός με ου μή πεινάση, καί ο πιστεύων εις εμέ ου μή διψήση πώποτε»(Ιω. στ',33-35). Ο Χριστός γεννήθηκε εκ τής Παρθένου τέλειος Θεός καί τέλειος άνθρωπος, γιά νά μάς προσφερθή ως ο «άρτος τής ζωής», Τόν οποίον «μεταλαμβάνοντας» νά μήν πεινάσουμε καί νά μή διψάσουμε ποτέ.

Θά επανέλθουμε στό παραπάνω χωρίο τού Ευαγγελιστού Ιωάννου, αφού προηγουμένως δούμε πώς χρησιμοποιείται η ρήση τού Φόϋερμπαχ, πού προαναφέραμε, από κάποιους οικολόγους καί πώς τήν σχολιάζει ο π. Αλ. Σμέμαν.

Σέ μιά οικολογική ιστοσελίδα διαβάζουμε γιά τό πώς η φύση, μέ τήν «τροποποιητική» επέμβαση τού ανθρώπου, ψεύδεται. Γράφεται στήν ιστοσελίδα: «Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Κυκλοφορεί τό “ακάθαρτο” γονίδιο στά χωράφια τού πλανήτη καί οι τροφές μας έγιναν μιαρές: η φύση ψεύδεται. Δαγκώνω μιά φράουλα όπως τήν ήξερα από παλιά ή μήπως είναι μιά φράουλα μέ κάτι από ψάρι (γιά νά αντέχει τήν παγωνιά); Τί καλαμπόκι είναι αυτό πού τρώω; Τί αναφορές έχω λοιπόν; Χάνω σταδιακά τή σπλαχνική μου εμπιστοσύνη στή γή καί ...στό πιάτο μου: μιά κατάρα πού δέν έρχεται απ’ τόν ουρανό αλλά από τή γή... Άν ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει, τότε τί καταλήγουμε νά είμαστε;».

Αυτό πού μάς ενδιαφέρει από τό παραπάνω πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι η τελευταία φράση: «Άν ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει, τότε τί καταλήγουμε νά είμαστε;». Ο οικολόγος πού συνέταξε τό παραπάνω κείμενο έχει πάρει στά σοβαρά τό πραγματικό νόημα τής ρήσης τού Φόϋερμπαχ. Κι’ αυτό είναι κάτι πού τού προσθέτει άγχος. Αυτό δηλώνει η καταληκτική του πρόταση: «...τότε τί καταλήγουμε νά είμαστε;». Όχι τί γίνεται μέ τό σώμα μας, τί ασθένειες βάζουμε μέσα του, αλλά «τί καταλήγουμε νά είμαστε;». Προφανώς θεωρεί τόν άνθρωπο όμοιο μέ τήν τροφή πού καταναλώνει. Σύμφωνα μέ τό «δόγμα» τού Φόϋερμπαχ, ο άνθρωπος ως άθροισμα κυττάρων, κινδυνεύει νά τροποποιηθή βιολογικώς «καθ’ ομοίωσιν» τής βιολογικώς τροποποιημένης τροφής του. Ο οικολόγος πού στηρίζει τήν οικολογική του σκέψη στό δόγμα τού Φόϋερμπαχ, δέν βλέπει στόν άνθρωπο τίποτε έξω από αυτά πού εξετάζει η επιστήμη τής Βιολογίας. Δέν βλέπει στόν άνθρωπο τό «κατ’ εικόνα Θεού». Δέν αποδέχεται τήν θεολογική προοπτική πού τού ανοίγει τό «καθ’ ομοίωσιν Θεού». Έτσι, στήν πολύ σωστή παρατήρηση, ότι η φύση μέ τήν επέμβαση τού ανθρώπου ψεύδεται, δέν υπάρχει η επισήμανση τών κοσμικών διαστάσεων πού παίρνει η αμαρτία τού ανθρώπου, ο οποίος παραβαίνει διαρκώς τήν πρωταρχική εντολή τού Θεού, ο Οποίος τού έδωσε τόν Παράδεισο, αλλά καί όλον τόν κόσμο, «εργάζεσθαι αυτόν καί φυλάσσειν»(Γεν. β',15).

Η χρήση αυτή τού δόγματος τού Φόϋερμπαχ είναι, όπως ήδη σημειώσαμε, πολύ συχνή σέ «κοσμικά» οικολογικά κείμενα. Είναι ένα δόγμα πού βολεύει όσους θέλουν νά οικοδομήσουν τήν οικολογική τους σκέψη, χωρίς στηρίγματα καί αρμούς από τήν θεολογία.

Άς δούμε όμως πώς ο π. Αλ. Σμέμαν τό αντιμετωπίζει στό βιβλίο του «Γιά νά ζήση ο κόσμος», τό οποίο μετέφρασε στά ελληνικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Γράφει: «“Ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει”... Μέ τή ρήση αυτή ο Γερμανός ματεριαλιστής φιλόσοφος Feuerbach νόμισε ότι έβαλε τέλος σέ όλες τίς “ιδεαλιστικές” θεωρίες σχετικά μέ τήν ανθρώπινη φύση. Στήν πραγματικότητα διατύπωνε, δίχως νά τό ξέρη, τήν πιό θρησκευτική αντίληψη πού υπάρχει γιά τόν άνθρωπο. Γιατί πολύ πρίν από τόν Feuerbach ο ίδιος ορισμός γιά τόν άνθρωπο είχε δοθεί από τή Βίβλο. Στή βιβλική διήγηση τής Δημιουργίας ο άνθρωπος παρουσιάζεται πρώτα από όλα σάν ένα όν πού πεινάει καί όλος ο κόσμος είναι η τροφή του». Ο π. Σμέμαν, θέλοντας νά βρή «συνάφειες» μέ τίς αντιλήψεις τού Φόϋερμπαχ, δείχνει ότι παίρνει ως νόημα τής ρήσης του, τό ότι ο άνθρωπος είναι ένα όν πού τρώει καί όχι «αυτό πού τρώει», όχι δηλαδή όμοιο μέ τήν τροφή πού τρώει. Έτσι εξηγείται καί η άποψή του, ότι «πολύ πρίν από τόν Feuerbach ο ίδιος ορισμός γιά τόν άνθρωπο είχε δοθεί από τή Βίβλο». Κάνοντας μάλιστα πιό παραστατικό τόν λόγο του γράφει: «Ο άνθρωπος πρέπει νά φάη γιά νά ζήση, πρέπει νά βάλη τόν κόσμο μέσα στό κορμί του καί νά τόν μετασχηματίση σέ άνθρωπο, σέ σάρκα καί σέ αίμα. Πραγματικά ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει, καί ολόκληρος ο κόσμος παρουσιάζεται γιά τόν άνθρωπο σάν ένα τραπέζι από ένα γενικό συμπόσιο». Ο κόσμος μέσα στό κορμί τού ανθρώπου μετασχηματίζεται σέ άνθρωπο. Ο άνθρωπος όμως δέν είναι όμοιος μέ τήν υλική τροφή πού τρώει, όπως αντιλαμβάνονται –σωστά– τήν ρήση τού Φόϋερμπαχ οι υλιστές από τούς οικολόγους.

Σκοπός, βέβαια, τού π. Σμέμαν δέν είναι ο αναλυτικός σχολιασμός τού Φόϋερμπαχ. Χρησιμοποιεί τόν λόγο του ως εισαγωγή σ’ αυτό πού θέλει νά πραγματευθή στό βιβλίο του. Κι’ αυτό πού θέλει νά μελετήση είναι τό ακόλουθο βασικό ερώτημα: «Γιά ποιά ζωή μιλάμε; Ποιά ζωή κηρύχνουμε, ανακηρύχνουμε καί αναγγέλλουμε, όταν ως Χριστιανοί ομολογούμε πώς ο Χριστός θανατώθηκε γιά νά ζήση ο κόσμος;».

Ο π. Σμέμαν βλέπει τήν υλική τροφή μέσα στό πνεύμα τής ευχαριστιακής χρήσης τού κόσμου. Σημειώνει: «“Ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει”. Τί όμως τρώει καί γιατί;». Καί πιό κάτω συνεχίζει: «Στή Βίβλο τήν τροφή πού ο άνθρωπος τρώει, τόν κόσμο πού πρέπει νά τόν μοιράζεται γιά νά ζήση, τού τόν παρέχει ο Θεός καί τού παρέχεται ως κοινωνία μέ τόν Θεό». Καί στήν συνέχεια επισημαίνει: «Ο άνθρωπος είναι ένα όν πού πεινάει. Πεινάει όμως γιά τό Θεό. Πίσω από όλες τίς πείνες τής ζωής μας βρίσκεται ο Θεός. Κάθε πόθος είναι τελικά πόθος γιά Εκείνον».

Είναι ωραίος ο συναφειακός λόγος τού π. Σμέμαν, όμως, ρεαλιστικότερος –ως αληθινός– είναι ο ερμηνευτικός λόγος τού ιερού Χρυστοστόμου. Ερμηνεύοντας, λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τόν διάλογο τού Χριστού μέ τούς Ιουδαίους γιά τόν «άρτο τής ζωής», όπως τόν διασώζει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, επισημαίνει τήν απροθυμία τών Ιουδαίων νά αποκολληθούν από τήν πείνα τού υλικού άρτου. Ο Χριστός τούς μιλούσε γιά τόν «άρτο τής ζωής», δηλαδή, γιά τήν ζωοποιό θεότητά Του καί εκείνοι, ενθυμούμενοι τό υλικό μάννα, τού έλεγαν: «Κύριε, πάντοτε δός ημίν τόν άρτον τούτον». Τό αίτημά τους μοιάζει μέ τό αίτημα τής Σαμαρείτιδος, η οποία, όταν ο Χριστός τής μίλησε γιά «ύδωρ ζών», δηλαδή γιά τό Άγιο Πνεύμα, εκείνη τού είπε: «δός μοι τούτο τό ύδωρ, ίνα μή διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν»(Ιωάν. Δ',15). Ενώ όμως η Σαμαρίτισσα προχώρησε μέ τίς αναζητήσεις της στήν γνώση τού Χριστού, ως τού αναμενόμενου Μεσσία, οι Ιουδαίοι έμειναν κολλημένοι στόν Μωϋσή καί στήν πείνα γιά τόν υλικό άρτο.

Δυστυχώς, η κάθε πείνα δέν είναι πάντα πείνα γιά τόν Θεό. Γιατί η καρδιά τού ανθρώπου εύκολα πλανάται καί πεινά γιά θνητά πράγματα, πού δέν αγαπά ο Θεός, παρά τό ότι «ο Λόγος σάρξ εγένετο» καί μάς δόθηκε ως επιούσια καί υπερούσια τροφή, ως «άρτος ζωής», ώστε «πεινώντας» τήν Ζωή Του καί μεταλαμβάνοντάς Την νά γίνουμε κατά χάριν όμοιοι μέ Εκείνον.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3021