Ἀφιέρωμα στὸν π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ὁ διδάσκαλός μου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ὁ πνευματικός μου π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, τοῦ π. Στεφάνου Ἀβραμίδη
Πρωτοπρεσβύτερου π. Στέφανου Ἀβραμίδη, Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων
Μὲ τὴν ἀποψινὴ βιβλιοπαρουσίαση τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σκιαγραφήσουμε μιὰ φωτεινὴ καὶ ἐξέχουσα προσωπικότητα ποὺ σημάδεψε τὴ σύγχρονη Θεολογικὴ σκέψη. Εὐχαριστῶ τὸν Ἁγιον Ναυπάκτου γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἔκανε νὰ καταθέσω τὶς ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς σκέψεις καὶ ἀναμνήσεις μου γιὰ τὸν ἀείμνηστο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.
Ἡ γνωριμία μου μὲ τὸν π. Ἰωάννη ἀνάγεται στὸ ἔτος 1959, ὅταν ὡς τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης τὸν εἶχα γιὰ πρώτη φορὰ Καθηγητὴ στὸ Μάθημα τῆς Δογματικῆς.
Ἡ προσωπικότητά του, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας του εἶχαν τὴν δύναμη νὰ σὲ συνεπαίρνουν. Μιλοῦσε κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ κατανοητό, μάλιστα οἱ διαλέξεις του γίνονταν πότε στὴν Ἑλληνικὴ καὶ πότε στὴν Ἀγγλικὴ γλῶσσα, τῆς ὁποίας ὁ παπα Γιάννης ἦταν ἄριστος χειριστής.
Ἐπιπλέον ὁ π. Ἰωάννης ἦταν ὅπως καὶ γὼ Καραμανλῆς, Καππαδόκης στὴν καταγωγή. Ἀλλὰ ἐπίσης σὰν καὶ μένα ἦταν Ἑλληνο-ἀμερικανόπουλο, ἀφοῦ, ἂν καὶ γεννημένος στὴν Ἑλλάδα, σὲ ἡλικία μόλις 4 μηνῶν ἦρθε στὴν Ἀμερικὴ ὅπου ἔζησε, μεγάλωσε καὶ σπούδασε. Ἔτσι, ἤξερε τὴν Ἀμερικανικὴ νοοτροπία: πῶς σκεπτόμασταν ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τῶν ἑλλήνων μεταναστῶν, καὶ ποιές πενιχρὲς γνώσεις εἴχαμε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, γνώσεις ποὺ εἴχαμε ἀποκομίσει ἀπὸ τὰ διάφορα διαφωτιστικὰ φυλλάδια ποὺ κατὰ καιροὺς ἐξέδιδε ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς.
Κύριο γνώρισμα τῶν φυλλαδίων αὐτῶν ἦταν ἡ χρησιμοποίηση Ρ/Καθολικών ἐπιχειρημάτων ἐναντίον τῶν Προτεσταντῶν καὶ ἀντιστοίχως Προτεσταντικῶν ἐπιχειρημάτων ἐναντίον τῶν Ρ/Καθολικών, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουμε μιὰ σαφῆ καὶ ἑνιαία θεολογικὴ γραμμή, ἀλλὰ ὅτι βρισκόμαστε κάπου στὴ μέση τῶν δύο καὶ ὅτι ἡ θεολογία μας ρυθμίζεται ἀπὸ τὶς ἀκρότητες τῶν ἄλλων.
Πρὶν γνωρίσουμε τὸν π. Ἰωάννη εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμιὰ σχέση ἀνάμεσα σ' ὅ,τι ἔγραφαν αὐτὰ τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν διαφωτιστικὰ φυλλάδια, μὲ τὴν εὐσέβεια καὶ ἁπλοϊκὴ πνευματικότητα τῶν γονιῶν μας, μὲ τὶς συνεχεῖς καὶ αὐστηρὲς νηστεῖες τους, μὲ τὶς ἀτελείωτες προσευχὲς τοὺς καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς στέλνουν καθημερινὰ στὰ σπίτια φτωχῶν γειτόνων μὲ πιάτα φαγητοῦ. Καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ αἴσθηση ἐνισχύονταν βλέποντας τοὺς Ρ/Καθολικούς, ποὺ ἡ Λειτουργία τους διαρκοῦσε μόλις μισὴ ὥρα, ποὺ νήστευαν μόνο τὴ Παρασκευὴ καὶ ἔτρωγαν τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ κρέας. Ἀκόμη καὶ ὁ ζωμὸς κρέατος ἐπιτρεπόταν ἀρκεῖ νὰ εἶχε στραγγισθεῖ ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν ἴχνη κρέατος μέσα. Ἀντίθετα, σὲ μᾶς οἱ γονεῖς μας γιὰ τὶς 50 σχεδὸν ἡμέρες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Μ. Ἑβδομάδας οὔτε λάδι δὲν μᾶς ἔδιναν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή.
Ὁ π. Ἰωάννης ὅμως μᾶς ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ καταλάβαμε, ὅτι αὐτὸς ὁ ἀσκητικὸς τρόπος ζωῆς τῶν γονιῶν μας εἶχε σκοπὸ νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀγάπη τὴν ἀνιδιοτελῆ, τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, καὶ ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ζωῆς βοηθοῦσε στὸ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κάθαρση τῶν παθῶν. Συνεπῶς ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν ἁπλῶν μας γονιῶν ἦταν στὴν πράξη ἐφαρμοσμένη ὀρθόδοξη θεραπευτικὴ ἀγωγή.
Ὁ π. Ἰωάννης μᾶς ἔδωσε νὰ καταλάβουμε, ὅτι τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκφράζουν μὲ τὸν καλύτερο --ἀνθρωπίνως δυνατόν-- τρόπο, τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τῶν θεουμένων Πατέρων καὶ Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ δόγματα ὅμως εἶναι μόνον ὁδοδεῖκτες. Ὅταν ὁ καθένας, ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς τοῦ τὸ χαρίσει, ζήσει τὴ δική του Πεντηκοστή, ὅταν δηλ. τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν ὁδηγήσει "εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν", τότε κατανοεῖ ὅτι ἡ ἐμπειρία ὑπερέχει τοῦ δόγματος καὶ ὅτι ὁ Θεὸς οὔτε Τριάδα εἶναι, οὔτε Μονάδα, ἀλλὰ ἐπέκεινα καὶ τῆς Τριάδος καὶ τῆς Μονάδος.
Στὰ πρῶτα του μαθήματα, μᾶς συνέστησε νὰ διαβάσουμε τὴ διατριβή του: Τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα, ὡς εἰσαγωγὴ στὴν Πατερικὴ Θεολογία τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας καί -- ἅς μὴ σᾶς φανεῖ παράξενο-- μᾶς ἔβαλε νὰ μελετήσουμε ὅλα τὰ διάφορα φιλοσοφικὰ συστήματα --ἀρχαία καὶ σύγχρονα -- μὲ ἔμφαση στὰ φιλοσοφικὰ συστήματα τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Πλωτίνου. Ὁ σκοπός του ἦταν νὰ γνωρίσουμε τὸν τρόπο σκέψεως τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴ νοοτροπία ποὺ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ διατυπώθηκαν τὰ δόγματα.
Ἔτσι θὰ μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε γιατί ὁρισμένοι αἱρετικοὶ ἔπεσαν στὴν αἵρεση ἐπιχειρῶντας τὴν ἐφαρμογὴ ὁρισμένων φιλοσοφικῶν κατηγορημάτων σκέψεως στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Μετά, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε τὴ σχολαστικὴ θεολογία, ἔπρεπε νὰ γνωρίζουμε καλὰ τὴ φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀφοῦ οἱ σχολαστικοὶ ἐφάρμοσαν σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλη στὴν θεολογία τους, ταυτίζοντας τὸ Θεὸ μὲ τὸ "πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον". Οἱ συνέπειες βεβαίως μᾶς εἶναι γνωστές: ἡ διδασκαλία περὶ κτιστῆς χάριτος, ἡ ταύτιση οὐσίας καὶ ἐνεργείας κ. ἅ.
Στὴ συνέχεια μᾶς τόνιζε τὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας περὶ δικαιώσεως καὶ δικαιοσύνης καὶ ἐκείνης τῶν Σχολαστικῶν. Γιὰ τοὺς Πατέρες δικαιοσύνη = ζωοποίησις. "Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχητε καὶ περισσὸν ἔχητε", ἐνῷ γιὰ τοὺς Σχολαστικοὺς ἡ δικαιοσύνη ἦταν μιὰ ὑπόθεση δικανική: ἡ ἱκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης, τῆς ὀργῆς ἑνὸς σκλήρου καὶ ἀδέκαστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπαιτοῦσε μιὰ ἄπειρη θυσία γιὰ τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς προσβολῆς κατὰ τῆς ἄπειρης Τοῦ δικαιοσύνης.
Σ' ὅλα αὐτὰ ἔδινε ἔμφαση ὁ π. Ἰωάννης διότι ἤμασταν Ὀρθόδοξοι ποὺ στὴν Ἀμερικὴ ζούσαμε μέσα σὲ μιὰ λαοθάλασσα ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Προτεστάντες, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἐπιθετικοὶ μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς προσηλυτίσουν στὴν πλάνη τους, καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου γινόταν σχεδὸν πάντοτε ἐν ἀντιδιαστολῇ πρὸς τὰ ὅσα πίστευαν οἱ γείτονές μας Λατῖνοι καὶ Προτεστάντες.
Ἀλλ' ἐπειδὴ τὸ θέμα μοῦ δὲν εἶναι ἡ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννη, ποὺ ἄλλωστε τόσο ὄμορφα καὶ διεξοδικὰ ἀναπτύσσεται στοὺς δύο τόμους τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου, ἂν καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο, νὰ χωρίσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πιστεύει καὶ διδάσκει, θὰ συνοψίσω καὶ θὰ περιορίσω τὴν περιγραφὴ τῶν μαθημάτων του στὰ ἑξῆς:
Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ διακρίνουμε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἀπὸ τὴ νόθο, μᾶς δίδασκε τὶς ἑξῆς θεολογικὲς ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὴν Πατερική, τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία:
1ον: ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μονάχα ὁ Θεός, καὶ ἄρα μόνον ὁ Θεὸς εἶναι φύσει ἀθάνατος. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι κτιστὰ καὶ συνεπῶς φύσει θνητά. Ἀκόμα καὶ ἡ ψυχή, ποὺ εἶναι μὲν ἀθάνατη ὄχι ὅμως κατὰ φύσιν ἀλλὰ κατὰ χάριν.
2ον: τὸ ἐντελῶς διάφορον μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, κάτι ποὺ ἀποκλείει τὴν ἀγαπητὴ στοὺς δυτικοὺς θεολόγους analogia entis, καί
3ον: ἡ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας.
Ἔπειτα διδαχθήκαμε τὴν θεολογία τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τὸ πῶς ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ διδασκαλία καὶ πῶς διαμόρφωσε τὰ διάφορα θεολογικὰ ρεύματα τῆς Δύσεως
Μετὰ ἀκολούθησε ἡ διδασκαλία περὶ ἀσκητικῆς θεολογίας καὶ πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κάθαρση μέχρι τὴ θέωση, μὲ ἔμφαση τῶν ὅσων ἀναφέρουν στὰ συγγράμματα τοὺς οἱ Ἅγιοι Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἄλλά καὶ ὅσα βλέπουμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων. Τέλος μᾶς δίδασκε περὶ Συνόδων καὶ γιὰ τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας.
Ἔχοντας τὸν π. Ἰωάννη Καθηγητὴ ἐπὶ τέσσαρα συναπτὰ ἔτη - διότι ἡ φοίτηση στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Βοστώνης διαρκοῦσε ἑπτὰ χρόνια - συνδεθήκαμε στενά.
Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὸ μαθημά του. Μετὰ ἡ κοινὴ καταγωγή. Τρίτον ὁ κοινὸς πνευματικὸς Πατέρας. Ὡς γνωστόν, ὁ π. Ἰωάννης εἶχε σὰν Πνευματικὸν Πατέρα, διδάσκαλο καὶ Μέντορα τὸν π. Γεώργιο Φλορόφσκυ. Εἶχα καὶ γὼ τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία νὰ ἔχω ἐξομολόγο τὸν π. Γεώργιο, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν μόνον διακεκριμένος Θεολόγος ἀλλὰ καὶ ἕνας ἅγιος κληρικὸς μὲ πολὺ ταπείνωση, κατανόηση (κατανόηση ὄχι καταξίωση) καὶ πρὸ παντὸς μὲ πολλὴ ἀγάπη. Συχνὰ τὸν π. Γεώργιο τὸν ἐπισκεπτόμουν εἴτε στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ Βοστώνη εἴτε στὸ σπίτι του κοντὰ στὴν πλατεῖα Harvard, στὸ Cambridge.
Δυστυχῶς δὲν εὐτύχησα νὰ ἔχω τὸν π. Γεώργιο Καθηγητὴ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Βοστώνης, διότι κατὰ τὰ δύο πρῶτα ἔτη τῆς φοιτήσεώς μου, ὁ π. Γεώργιος δίδασκε στὶς ἀνώτερες τάξεις καὶ ὅταν τὸ ἔτος μου ἔφτασε σ' αὐτὲς τὶς τάξεις ὁ π. Γεώργιος εἶχε ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ Σχολή.
Παρὰ ταῦτα, ὀσάκις μοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία, μαζὶ μὲ ἄλλους συμφοιτητὲς παρακολουθούσαμε τὶς διαλέξεις του, ὅσες ἦταν ἀνοικτὲς γιὰ τὸ κοινό.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἀποκόμισα ἀπὸ τὶς διαλέξεις καὶ τὰ συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα διάβασα καὶ δύο καὶ τρεὶς καὶ ἀμέτρητες φορὲς (φυσικὰ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα), ἀκόμη περισσότερα ἀποκόμισα ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις μου στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅπου λειτουργοῦσε. Ἀλήθεια, δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ ὅταν τὸν ἔβλεπα νὰ λειτουργεῖ ἔτσι σκυφτὸς μὲ ἕνα ὁλοφώτεινο πρόσωπο, μοῦ θύμιζε τὸν Ἁγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο Ἰδίως δὲ ὅταν τὸν ἐπισκεπτόμουν στὸ σπίτι του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησή μου, τοῦ ἔθετα διάφορα ἐρωτήματα καὶ ἀπορίες, στὶς ὁποῖες ἀπαντοῦσε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Καὶ πολλὰ ἀπ' αὐτὰ ποὺ μοῦ εἶπε τότε μὲ συνοδεύουν μέχρι σήμερα καὶ προσπαθῶ νὰ τὰ ἐφαρμόσω στὴν ζωή μου. Εἶχε δὲ καὶ μιὰ σεβάσμια καὶ καλοσυνάτη πρεσβυτέρα, τὴν Μάτουσκα Ξένια, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἁγιογράφος, καὶ μάλιστα ἀρκετὰ καλὴ ἁγιογράφος. Ἁγιογραφοῦσε μὲ τὸ παραδοσιακὸ ρωσικὸ τρόπο, κρατῶντας ὕπτια τὴν εἰκόνα καὶ περνῶντας ἀλλεπάληλες λαζοῦρες. Ὅταν μάλιστα μοῦ ἔφεραν πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο σχεδὸν μιὰ φωτογραφία τῆς Ἁγίας Ματρώνας τῆς Μόσχας, ἀμέσως θυμήθηκα τὴν Μάτουσκα Ξένη. Μοῦ φάνηκε ὅτι ἡ ὁμοιότητα ἦταν καταπληκτική.
Ἀλλὰ ἐπιστρέφω στὸν πατέρα Ἰωάννη. Τέταρτο κοινὸ στοιχεῖο ἦταν ἡ σχέση μας μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τῆς Βοστώνης.
Τὸ 1958 ἦλθε στὴ Βοστώνη καὶ φιλοξενεῖτο στὴν Σχολὴ ὁ Μοναχὸς Παντελεήμων Μητρόπουλος, ὁ ὁποῖος παρ' ὅλο ποὺ ἦταν Ἀμερικανὸς εἶχε μεταβεῖ στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅπου ἐκάρη Μοναχὸς στὴ Ρωσικὴ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἀλλὰ καὶ ἀποτέλεσε μέλος τῆς συνοδείας τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ τότε Ἐπισκόπου Βοστώνης Ἀθηναγόρου καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας, ἵδρυσε κοντὰ στὴ σχολὴ Ἱερὰ Μονὴ ἐπ' ὀνόματι τῆς Θείας Μεταμορφώσεως. Τὸ Μοναστήρι ἔγινε πόλος ἕλξεως γιὰ πολλοὺς ἱεροσπουδαστές, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ἐγὼ ὁ ὑποφαινόμενος. Κάθε Πέμπτη ἀπόγευμα καὶ τὶς Κυριακὲς μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία ἐπισκεπτόμουν τὴν Μονή. Ἐκεῖ σὲ ἕνα ξεχωριστὸ κελλὶ φιλοξενεῖτο ἡ γερόντισσα Μητέρα τοῦ π. Ἰωάννου, ἡ Γιάγια-Ρωμανίδη ὅπως τὴν φωνάζαμε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ τρυφερότητα ἐμεῖς οἱ φοιτητές. Ἡ Γερόντισσα Εὐλαμπία ἦταν προβεβηκυία στὴν ἡλικία. Μόλις μὲ γνώρισε ἐρώτησε μὲ βαριὰ Καραμανλίδικη προφορά: "Παιντί μου, ἐσὺ ντὲ φαίνεσαι σὰν τοὺς ἄλλους, μήπως κατάγεσαι ἀπὸ τὰ μέρη μας;" Πράγματι τότε, καὶ μερικὲς φορὲς καὶ σήμερα ἀκόμη, ὅταν ξεχνιέμαι, μπερδεύω τὸ "σὲ" μὲ τὸ "σοῦ" καὶ τὸ "μὲ" μὲ τὸ "μοῦ". Ἀπὸ τότε γίναμε φίλοι καὶ μοῦ διηγοῦνταν πολλὰ γιὰ τὴν πατρίδα της, τὶς συνήθειες καὶ τὶς παραδόσεις. ἀλλὰ καὶ γία τὰ λίγα ποὺ ἤξερε γιὰ τὰ χωριὰ τῶν γονιῶν μου. Ἔτσι, στὸ Μοναστήρι βρίσκαμε συχνὰ καὶ τὸν π. Ἰωάννη ποὺ ἐρχόταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ μητέρα του. Σὺν τῷ χρόνῳ συνδεθήκα μὲ τὸν π. Ἰωάννη μὲ μιὰ στενὴ καὶ μακροχρόνια φιλία.
Τὸ τελευταῖο ἔτος στὴ σχολὴ ἔπρεπε νὰ πάρω ὁρισμένες ἀποφάσεις γιὰ τὸ μέλλον μου. Σκέφτηκα νὰ συνεχίσω τὶς Θεολογικὲς σπουδὲς στὸ Harvard, ὅπου ἀκόμη δίδασκε ὁ πνευματικός μου, ὁ π. Φλωρόφσκυ, καὶ μάλιστα μὲ τὴν βοήθειά του ἔλαβα πλήρη ὑποτροφία ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο αὐτὸ γιὰ νὰ συνεχίσω τὶς σπουδές μου ἐκεῖ. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως, μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τοῦ τότε σχολάρχη μας, ἀειμνήστου π. Νικόδημου Βαλλινδρά, τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρῶν, ὁ ὁποῖος πολὺ ἐνθουσιάστηκε ἀπὸ τὰ σχέδια καὶ τὴν ἁγιογραφία μου, ἔστειλα ὁρισμένα ἀπ' αὐτὰ στὸν ἀείμνηστο καὶ μετέπειτα διδάσκαλό μου κ. Φώτη Κόντογλου, ὁ ὁποῖος καὶ δέχθηκε νὰ ἔρθω καὶ νὰ σπουδάσω κοντά του. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Ἀμερικῆς ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἰάκωβος κάθε λίγο καὶ λιγάκι μοῦ ἔστελνε προξενιὲς γιὰ νὰ παντρευτῶ καὶ νὰ ἱερωθῶ, ἐνῷ ἐγὼ δὲν εἶχα ἀκόμη καταλήξει ἂν θὰ παντρευόμουν ἢ θὰ παρέμενα ἄγαμος, ἀποφάσισα νὰ φύγω ἀπὸ τὴ Βοστώνη. Ἔτσι ζήτησα ὑποτροφία ἀπὸ τὴν Ι. Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς καὶ ἦρθα στὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ δύο χρόνια σπούδασα κοντὰ στὸ κ. Φώτη καὶ τοὺς μαθητές του.
Ὅταν ἔμαθε ὁ π. Ἰωάννης ὅτι θὰ ἐρχόμουν γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα, μὲ ἐφοδίασε μὲ συστατικὸ γράμμα πρὸς τὸν κ. Φώτη καὶ κανόνισε νὰ φιλοξενηθῶ στὸ σπίτι τοῦ ἀείμνηστου ἐφοπλιστοῦ Πανάγου Πατέρα, μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ ὁποίου στενὰ συνδεόταν. Στὴν Ἑλλάδα γνώρισα τὴν πρεσβυτέρα μου, νυμφεύθηκα, χειροτονήθηκα καὶ ἐπέστρεψα στὴν Ἀμερική, ὅπου ὑπηρέτησα ὡς ἐφημέριος γιὰ δύο χρόνια. Μετά, γιὰ λόγους οἰκογενειακούς, πρὸς τὸ τέλος τοῦ 1966 γυρίσαμε στὴν Ἑλλάδα.
Ὅταν λοιπὸν τὸ 1968 ὁ π. Ἰωάννης ἐξελέγη Καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης εἶχα τὴν τιμὴ νὰ τὸν φιλοξενήσω στὸ σπίτι μου, μέχρις ὅτου ἐπικυρωθεῖ ὁ διορισμός του. Βέβαια ἐκμεταλλεύτηκα τὴν παρουσία τοῦ γιὰ νὰ τοῦ θέσω πολλὰ καὶ διάφορα ζητήματα, στὰ ὁποῖα ἀπαντοῦσε πολὺ βαθυστόχαστα. Δὲν χόρταινα νὰ συζητῶ μαζί του μέχρι ἀργά, πέρα ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀπέκτησε δικό του σπίτι στὸ Καλαμάκι καὶ πηγαινοερχόταν στὴ Θεσσαλονίκη, τὶς Κυριακὲς κατὰ κανόνα βρισκόταν στὴν Ἀθήνα καὶ σπάνια ἀπουσίαζε, τότε ἐρχόταν καὶ ἐκκλησιαζόνταν στὸν Ναὸν ὅπου ἐφημερεύω, στὸν Ἁγ. Χαράλαμπο Ἰλισίων, καὶ πάντοτε κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐνίοτε δὲ στὶς μεγάλες ἑορτὲς συλλειτουργοῦσε μαζί μας. Μετὰ τὴ Λειτουργία σχέδον πάντοτε ἔπαιρνε καφὲ μαζί μας καὶ μᾶς μίλαγε γιὰ διάφορα θέματα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ τὸν γνωρίζει καὶ νὰ τὸν ἀγαπάει ὅλη ἡ ἐνορία. Σχέδον ἀνελλιπῶς τὸν εἴχαμε κοντά μας καθε Κυριακὴ μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 2001, ὅταν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ἐπιπλέον συχνὰ μὲ ἐπισκεπτόταν στὸ Γραφεῖο μου στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, διότι ὡς Γραμματέας τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων εἴχαμε καὶ ὑπηρεσιακὴ συνεργασία, διότι ὁ π. Ἰωάννης, διετέλεσε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ὄχι μόνον Μέλος τῆς Συνοδικῆς μας Ἐπιτροπῆς ἀλλὰ καὶ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Π.Σ.Ε., στὴν Ἐπιτροπὴ "Πίστις καὶ Τάξις" τοῦ αὐτοῦ Ὀργανισμοῦ, καὶ στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους, μὲ τοὺς Ρωμαιο-καθολικοὺς (στὴν Τεχνικὴ Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ) καὶ μὲ τοὺς Λουθηρανούς.
Ὅταν τὴν 1η Νοεμβρίου τὸ 2001 ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας γιὰ νὰ πάει κοντὰ στὸν Χριστὸ ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε, σ' ὅλους ἐμᾶς ποὺ τὸν ξέραμε καὶ τὸν ἀγαπήσαμε καὶ ποὺ μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ διδασκαλία του μᾶς σημάδευσε ἀνεξίτηλα, ἄφησε ἕνα κενὸ μέσα μας, ποὺ μέχρι τώρα ὁ χρόνος δὲν μπόρεσε νὰ γιατρέψει. Ἅς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του.-
- Προβολές: 4658