Skip to main content

Η Εκκλησία στήν Τουρκοκρατία - Η Ελληνορθόδοξη Παιδεία στήν Τουρκοκρατία

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η Εκκλησία στήν Τουρκοκρατία

Μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως από τούς Οθωμανούς, άρχισε μιά νέα περίοδος στήν μέχρι τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, κατά τόν Ranciman, γνώριζε πολύ καλά τό τί προβλήματα καί δυσαρέσκειες είχε δημιουργήσει η προσπάθεια μερικών δυτικοφρόνων νά επιβληθή η ένωση τών Ορθοδόξων Χριστιανών μέ τήν Ρώμη καί γι' αυτό ανεζήτησε νά βρή τόν Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, πού είχε αποσυρθή σέ Μονή καί ο οποίος εξέφραζε τήν ομάδα τών ανθενωτικών καί τόν έπεισε νά δεχθή νά εκλεγή Πατριάρχης. Η ενθρόνισή του έγινε τόν Ιανουάριο τού 1454 καί ο Μωάμεθ τού δώρισε έναν καινούριο σταυρό, τόν περιέβαλε μέ τά εμβλήματα καί τού είπε: «Έσο Πατριάρχης μέ καλή τύχη καί νά είσαι βέβαιος γιά τήν φιλία μας, καί γιά όλα τά προνόμια πού είχαν οι Πατριάρχες πρίν από σένα». Ο Γεννάδιος Σχολάριος ανέλαβε νά σηκώση έναν μεγάλο σταυρό κατά τά επόμενα χρόνια.

Η Ελληνορθόδοξη Παιδεία στήν ΤουρκοκρατίαΟ Μωάμεθ επέβαλε στό Οθωμανικό κράτος τό σύστημα τών μιλέτ, σύμφωνα μέ τό οποίο κάθε έθνος θά ασκούσε μιά διοίκηση, όπως τό επιβάλλει η θρησκεία του. Έτσι, ο Πατριάρχης θεωρήθηκε Εθνάρχης, αρχηγός τού ρωμαίϊκου μιλιέτ. Τά Πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία σέ όλες τίς υποθέσεις πού αφορούσαν τούς Ρωμηούς, ήτοι τούς γάμους, τά διαζύγια, τίς επιτροπείες τών ανηλίκων, τίς διαθήκες καί τούς διαδόχους, εκδίκαζαν εμπορικές υποθέσεις, άν οι διάδικοι ήταν Ορθόδοξοι. Δηλαδή, «τά πατριαρχικά δικαστήρια απένεμαν δικαιοσύνη σύμφωνα μέ τόν κανονικό νόμο τών Βυζαντινών καί μέ τό αστικό καί εθιμικό βυζαντινό δίκαιο».

Ο Charles Frazee γράφει ότι η οργάνωση τών θρησκευτικών κοινοτήτων καί τών Χριστιανών μέσα στήν κοινωνική καί πολιτική διάρθρωση τού Οθωμανισμού έγινε βάσει τού ισλαμικού δικαίου καί τής ισλαμικής παράδοσης, οπότε «οι Χριστιανοί θά αποτελούσαν ένα μιλέτ, ένα "έθνος" υπό τή θρησκευτική καί πολιτική διοίκηση τών εκκλησιαστικών τους ηγετών». Μέ αυτόν τόν τρόπο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν ήταν μόνον θρησκευτικός ηγέτης όλων τών Ορθοδόξων, αλλά καί «η κεφαλή τού έθνους», δηλαδή ένας μιλέτ-μπασί, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ενώπιον τού Σουλτάνου. Ακόμη, πρέπει νά σημειωθή ότι οι Κληρικοί καί λαϊκοί πού ασκούσαν τά εκκλησιαστικά αξιώματα προέρχονταν από τήν ελληνική κοινότητα τής πρωτεύουσας πού είχε συγκεντρωθή στό Φανάρι, εξ ού καί ονομάσθηκαν Φαναριώτες. Η δύναμη τών Φαναριωτών πού άρχισε τόν 16ο αιώνα, αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο στήν συνέχεια καί απέκτησαν παντοδυναμία τόν 18ο αιώνα. Αυτό είχε σχέση καί μέ τήν «αυξανόμενη ελληνοποίηση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στά Βαλκάνια», όπως τό βλέπουμε κυρίως στίς Παραδουνάβειες Ηγεμονίες.

Ο Gerhard Podskalsky (Γκέρχαντ Ποντσκάλσκυ) στό έργο του μέ τίτλο Η ελληνική θεολογία επί Τουρκοκρατίας, γράφει ότι ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β' (Μωάμεθ ο Πορθητής) καθιέρωσε νέο νομικό καθεστώς, τό οποίο ουσιαστικά δέν άλλαξαν οι μετέπειτα Σουλτάνοι μέχρι τόν 19ο αιώνα, σύμφωνα μέ τό οποίο αντιμετώπισε τήν Εκκλησία ως διάδοχο τών βυζαντινών αυτοκρατόρων καί τής ανεγνώρισε «τήν νομική θέση θρησκευτικής κοινότητας». Βεβαίως, «πολλά μέτρα τού κράτους δέν επέτρεπαν στούς Έλληνες νά λησμονήσουν τή θέση τους ως λαού υποτελούς».

Σημαντικές πληροφορίες γιά τό πώς ζούσαν οι Ρωμηοί κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας υπό τήν πνευματική καθοδήγηση καί διοίκηση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί γενικά τής Εκκλησίας, μάς δίνει ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του μέ τίτλο Τουρκοκρατία καί υπότιτλο Οι Έλληνες στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στό βιβλίο αυτό βλέπουμε αναλυτικά τήν μεγάλη αξία τού Εκκλησιαστικού Σώματος, τών Ενοριών καί τών Ιερών Μονών στήν ζωή τών υποδούλων Ρωμηών, τήν πολιτική δράση τών Φαναριωτών, τήν ανάπτυξη τής παιδείας μέ πρωτοβουλία τής Εκκλησίας, τό πρόβλημα τού εξισλαμισμού καί τήν αντίδραση τής Εκκλησίας σέ αυτό καί γενικά τό πώς η Ρωμανία επιβίωσε μέ τήν συμπαράσταση καί τήν πνευματική βοήθεια πού προσέφερε η Εκκλησία.

Μέσα στά πλαίσια αυτά τής εθναρχίας λειτουργούσαν οι Ρωμηοί καί κέντρο τής ρωμαίϊκης κοινότητας ήταν η Εκκλησία μέ τόν Επίσκοπό της.

Άν διαβάση κανείς τούς Κανονισμούς μέ τούς οποίους διοικούνταν οι κατά τόπους Δημογεροντίες, ιδίως μετά τόν 17ο αιώνα, θά διαπιστώση τήν μεγάλη προσφορά τών Επισκόπων στήν όλη διοικητική διάρθρωση τών υποδούλων Ρωμηών. Έχω μελετήσει διεξοδικά καί έχω αναλύσει τόν Κανονισμό λειτουργίας τής Δημογεροντίας τών Βοδενών (Εδέσσης) καί διεπίστωσα τήν θέση πού κατείχε ο Μητροπολίτης στήν διοίκηση, τήν παιδεία καί τήν όλη λειτουργία της. Ο Καθηγητής Χαράλαμπος Παπαστάθης δημοσίευσε τέτοιους Κανονισμούς, στούς οποίους φαίνεται ότι κέντρο τής κοινότητας τών Ρωμηών ήταν ο Επίσκοπος καί η όλη οργανωτική δομή είχε κέντρο τήν Εκκλησία. Μάλιστα γράφει ο ίδιος συμπερασματικά:

«Κύτταρο τής συλλογικής δράσης ήταν η ενορία-κοινότητα οι κοινοτικές αρχές του αναδεικνύονταν μέ ψηφοφορία καί είχαν επικεφαλής τόν επιχώριο επίσκοπο, δημιουργώντας έτσι τή γέφυρα ανάμεσα στή βυζαντινή μας παράδοση, πού εκφραζόταν στό πολιτικό-εθνικό πεδίο μέ τή Μεγάλη Ιδέα, καί στά δημοκρατικά ιδεώδη τής δεύτερης πεντηκονταετίας τού ευρωπαϊκού 19ου αιώνα συνάμα συνιστούσαν τό ιδανικώτερο, μέ τά μέτρα πάντοτε τής εποχής, σύστημα αυτοδιοίκησης, –ανέφικτο πρότυπο ακόμη γιά τή σύγχρονή μας Ελλάδα. Η πολιτική καί θρησκευτική κεφαλή, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εκλεγόταν από μικτή συνέλευση κληρικών καί λαϊκών. Αμόλυντη από ξενικές επιρροές η Μεγάλη Εκκλησία μπόρεσε, μολονότι επιβίωνε σέ αλλόθρησκη και απολυταρχική χώρα, νά συστήσει ένα ελληνοκεντρικό κρατικό μόρφωμα μέσα στόν κορμό τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, νά εισαγάγει –έστω σέ προδρομική μορφή– τήν αρχή τής λαϊκής κυριαρχίας στήν οργάνωση τού ποιμνίου της, νά τό συντηρήσει, αναπτύξει καί ετοιμάσει γιά τή μεγάλη εκείνη ώρα τής Ανάστασης, πού ποιμένες καί ποιμαινόμενοι ονειρεύονταν νά λειτουργήσουν καί νά λειτουργηθούν στήν Αγιά-Σοφιά».

Πέρα από τήν διοίκηση τών Ρωμηών, μέ βάση τά προνόμια τά οποία δόθηκαν από τούς Οθωμανούς στόν Πατριάρχη, τά οποία άλλοτε ίσχυαν καί άλλοτε αναστέλλονταν, σημαντικό ρόλο στήν διάσωση τής αυτοσυνειδησίας τού Γένους, ήτοι τής ελληνορθόδοξης παράδοσης, διαδραμάτισε η όλη θεολογία καί ησυχαστική παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μέ τήν θεία Λειτουργία, οι Πνευματικοί Πατέρες, οι οποίοι εξέρχονταν από τό Άγιον Όρος καί περιέρχονταν όλα τά υπόδουλα μέρη καί ενίσχυαν τούς πιστούς, καθώς επίσης καί τά μαρτύρια τών Χριστιανών, αλλά καί τών Μουσουλμάνων πού εκχριστιανίσθηκαν, τών λεγομένων Νεομαρτύρων, συνετέλεσαν πάρα πολύ στήν διάδοση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί τήν αναζωπύρωση τής ελευθερίας τού Γένους.

Πραγματικά, οι περιοδείες καί οι διδασκαλίες τού αγίου Κοσμά τού Αιτωλού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν διατήρηση τής αυτοσυνειδησίας τού Γένους. Διαβάζουμε τίς σωζόμενες ομιλίες του καί βλέπουμε έναν εμπνευσμένο αγιορείτη Πατέρα, ο οποίος μέ τήν διδασκαλία του, αλλά καί τήν ίδρυση τόσων Σχολείων, υπήρξε ο πρωτεργάτης τής απελευθερώσεως τού Γένους. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ίδρυσε 10 ανώτερα καί 200 δημοτικά (κοινά) εκπαιδευτήρια – Σχολεία.

Έπειτα οι Νεομάρτυρες μέ τό μαρτύριό τους κράτησαν άσβεστη τήν δάδα τής πίστεως. Είναι σημαντικό νά λεχθή ότι η ημέρα κατά τήν οποία μαρτύρησε ένας νεομάρτυρας στήν τοπική κοινωνία ήταν όχι μόνον θρησκευτικο-εκκλησιαστική, αλλά καί μιά εθνική επέτειος. Οι Χριστιανοί συγκεντρώνονταν τήν ημέρα τού μαρτυρίου του καί μέ τόν τρόπο αυτόν παρέμεναν πιστοί στίς ελληνορθόδοξες παραδόσεις, δηλαδή αντιδρούσαν στόν εξισλαμισμό πού ήταν ένας φοβερός κίνδυνος καί έτσι αναζωπύρωναν τήν ελπίδα τής ελευθερίας.

Ακόμη βοήθησε πολύ η παιδεία τήν οποία καλλιέργησε μέ ποικίλους τρόπους η Εκκλησία μέ τούς Κληρικούς καί Μοναχούς, όπως θά αναφερθή στήν επόμενη ενότητα.

Έτσι δέν αλλοιώθηκε η ταυτότητα τής Ελληνορθόδοξης Παράδοσης καί τού Γένους μας, παρά τίς διάφορες ξενοκρατίες πού περάσαμε καί τά τραγικά αποτελέσματά τους.

Γενικά περάσαμε κατά καιρούς από τριών ειδών ξενοκρατίες, ήτοι: Τήν μεσαιωνική Φραγκοκρατία καί Ενετοκρατία, πού μάς άφησε τόν καθολικισμό μέ τήν δυτικότροπη πολιτιστική του παράδοση, τόν σχολαστικισμό καί τόν ορθολογισμό. Τήν Τουρκοκρατία μέ τήν οποία ήλθε στήν περιοχή μας ο μουσουλμανισμός μέ τόν ανθρωποκεντρικό καί μυστικιστικό χαρακτήρα του. Καί τήν Βαυαροκρατία, μέ τήν οποία εισέρρευσε στήν περιοχή μας ο Προτεσταντισμός μέ τήν επιδερμική ηθικολογία του. Στά ιδεολογικά, πολιτιστικά καί πολιτικά αυτά ρεύματα –διότι στήν πραγματικότητα μέσα από αυτά εκφράσθηκαν οι επεμβάσεις ξένων Δυνάμεων, ξένων συμφερόντων γιά τόν εξανδραπονδισμό τού λαού– αντέδρασε θετικά η Εκκλησία μέ τούς Κληρικούς της καί έτσι διατήρησε δύο στοιχεία, τήν ορθόδοξη πίστη καί τήν γλώσσα. Κανείς δέν μπορεί νά αγνοή αυτήν τήν πλευρά τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Ελληνορθόδοξη Παιδεία στήν Τουρκοκρατία

Προηγουμένως αναφέρθηκε ότι ένας από τούς ουσιαστικούς παράγοντας πού συνετέλεσε στήν διατήρηση τής ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας ήταν καί η παιδεία τήν οποία καλλιεργούσε η Εκκλησία μέ τά Σχολεία, αμέσως μετά τήν υποδούλωση τού Γένους στούς Οθωμανούς.

Βεβαίως, στά πρώτα χρόνια τής δουλείας δέν υπήρχε δυνατότητα νά λειτουργήσουν πολλά Σχολεία, επειδή οι δυσκολίες ήταν αρκετές, αλλά καί τότε πού επετράπη η λειτουργία Σχολείων, ήτοι από τόν 17ο αιώνα καί μετά, ήταν περιορισμένα.

Ο πρώτος Πατριάρχης τού Γένους, Γεννάδιος Σχολάριος, τό 1454 ίδρυσε τήν Πατριαρχική Σχολή στήν Κωνσταντινούπολη πού ονομαζόταν Μεγάλη τού Γένους Σχολή. Αργότερα η Σύνοδος πού συγκροτήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1593 επί πατριαρχείας Ιερεμία Β' τού Τρανού προέτρεψε τούς Μητροπολίτας νά ιδρύσουν κατά τόπους Σχολεία καί νά υποστηρίζουν τήν παιδεία. Συγκεκριμένα: «Ώρισεν η αγία Σύνοδος έκαστον επίσκοπον εν τή εαυτού παροικία φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιείν, ώστε τά θεία καί ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι βοηθείν δέ κατά δύναμιν τοίς εθέλουσι διδάσκειν καί τοίς μαθείν προαιρουμένοις, εάν τών επιτηδείων χρείαν έχουσιν».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης στό περισπούδαστο πολυσέλιδο δίτομο έργο του μέ τίτλο Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας, καί υπότιτλο Ελληνικά Σχολεία από τής Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, στήν μέν μακρά εισαγωγή αναφέρεται στήν παιδεία στό Βυζάντιο καί στήν Τουρκοκρατία μέχρι τής εποχής τού Καποδιστρίου, στό δέ κύριο μέρος αναγράφει λεπτομερώς τά Σχολεία τά οποία λειτούργησαν σέ διάφορες περιοχές τού υποδούλου Γένους από τήν εποχή τής Αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τήν εποχή τού Ιωάννου Καποδιστρίου (1453-1831).

Μεταξύ τών άλλων γράφει ότι η Μεγάλη τού Γένους Σχολή πού ιδρύθηκε αμέσως μετά τήν Άλωση ήταν συνέχεια τής λεγομένης Οικουμενικής Σχολής ή Οικουμενικού Φροντιστηρίου Κωνσταντινουπόλεως. Από τήν Σχολή αυτή βγήκαν μεγάλες προσωπικότητες πού κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στήν Εκκλησία καί τήν τουρκική διοίκηση καί βοήθησαν τό Γένος. Στήν συνέχεια ιδρύθηκαν καί άλλες Σχολές, όπως στήν Θεσσαλονίκη, τά Ιωάννινα, τήν Πάτμο, τήν Άρτα, τήν Χίο, τήν Δημητσάνα, τήν Βέροια, τήν Σμύρνη, τήν Κύπρο, τήν Τραπεζούντα, τήν Αδριανούπολη, τήν Κοζάνη, τήν Αθήνα, τήν Ρόδο καί αλλού.

Τά Σχολεία τά οποία λειτουργούσαν ήταν δύο ειδών, ήτοι τά κοινά καί τά ανώτερα. Τά κοινά Σχολεία λειτουργούσαν στά Μητροπολιτικά Μέγαρα τών πόλεων ή στούς Ιερούς Ναούς τών κωμοπόλεων καί τίς παρακείμενες Ιερές Μονές. Ως αναγνωστικά χρησιμοποιούσαν διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, όπως τήν Οκτώηχο, τόν Απόστολο, τό Ψαλτήριο, τό Ωρολόγιο. Τά παιδιά συνήθως κάθονταν στήν ψάθα ή στόν τάπητα τού δαπέδου, μάλιστα δέ ο διδάσκαλος τού Γένους Γ. Γεννάδιος εισήγαγε πρώτος τά θρανία στήν Βλαχία. Επίσης χρησιμοποιούσαν τήν αρίθμηση, τήν λογαριθμητική κλπ. Τά ανώτερα Σχολεία είχαν διάφορα ονόματα, όπως Ακαδημία, Λύκειον, Μουσείον, Ελληνομουσείον, Παιδαγωγείον, Φροντιστήριον, Ομακόϊον, Γυμνάσιον, Σχολείον, Σχολή. Σημαντική είναι η καταγραφή καί η περιγραφή τήν οποία κάνει ο συγγραφεύς κατά περιοχές εντός τού ελλαδικού χώρου καί γενικότερα τού βαλκανικού.

Ο Gerhard Podskalsky στό μνημονευθέν ογκώδες σύγγραμμά του, Η ελληνική θεολογία επί Τουρκοκρατίας, πού αναφέρεται στήν θεολογία κατά τήν Τουρκοκρατία, καί μάλιστα στά κεφάλαια «Τά νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα καί τυπογραφεία ως στοιχείο μετεξέλιξης», «Προσήλωση στήν παράδοση. Η ελληνική θεολογία 1455-1581», «Ο θρησκευτικός ανθρωπισμός. Προσπάθεια συνδιαλλαγής μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως 1581-1629», «Η αντιπαράθεση μέ τόν Διαφωτισμό. Η Ορθοδοξία επιστρέφει στίς δικές της πηγές 1727-1821», παρουσιάζει ανάγλυφα καί διεξοδικά ένα «πανόραμα» τής όλης πολιτιστικής καί πνευματικής ατμόσφαιρας τής Ρωμηοσύνης κατά τήν Τουρκοκρατία, στήν οποία σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε η Εκκλησία μέ τά σημαίνοντα μέλη της, Κληρικούς καί λαϊκούς. Φυσικά δέν είναι ο χώρος κατάλληλος γιά νά δοθούν μερικά παραδείγματα καί νά εκτεθούν τά βασικά συμπεράσματα τής μελέτης αυτής.

Επίσης, ο Βασίλειος Αρβανίτης στό βιβλίο του μέ τίτλο Η Εκπαίδευσις τών Ελληνοπαίδων επί Τουρκοκρατίας, μέ συνοπτικό τρόπο περιγράφει τίς έδρες τών Σχολείων, τούς διδάξαντες διδασκάλους, τήν μέθοδο διδασκαλίας τους καί τήν ύλη τών μαθημάτων σέ διάφορες περιοχές τού υπόδουλου Γένους.

Αξιόλογη είναι η προσφορά καί τού Καθηγητού π. Γεωργίου Μεταλληνού πού αναφέρεται στήν Παιδεία πού αναπτύχθηκε κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας από τόν 15ο αιώνα καί μετά καί τήν καταγραφή συγκεκριμένων διδασκάλων καί Σχολών.

Είναι σημαντικό, όπως σημειώνει ο Θεοχάρης Προβατάκης σέ σχετική μελέτη του, ότι από τόν 17ο αιώνα στούς νάρθηκες τών Ιερών Ναών ζωγραφίζονται οι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Σοφοκλής, ο Όμηρος, ο Πυθαγόρας, κλπ. οι περισσότεροι μέ φωτοστέφανο καί ανοικτό ειλητάριο, ακόμη καί ο Αριστοφάνης. Καί αυτό γίνεται όχι μόνον στούς Ναούς τού ελλαδικού χώρου, αλλά ολοκλήρου τής Βαλκανικής.

Τήν ήδη υπάρχουσα παιδεία επηρέασαν καί οι νέες ιδέες πού είχαν αναπτυχθή στήν Δύση καί μέ αργούς ρυθμούς εισέρχονταν καί στήν τουρκοκρατούμενη ελληνική περιοχή. Μεταξύ τών Κληρικών πού δίδασκαν στά Σχολεία, μπορεί νά συναντήση κανείς τρείς τάσεις. Τήν πρώτη τήν εξέφραζαν οι φιλελεύθεροι Κληρικοί, πού απεδέχθησαν πλήρως τίς διαφωτιστικές ιδέες, απορρίπτοντας τήν Ελληνορθόδοξη παράδοση. Τήν δεύτερη τήν εξέφραζαν οι συντηρητικοί, οι οποίοι απέρριπταν τίς νέες αυτές ιδέες γιά νά παραμείνουν στήν παλαιά φιλοσοφία καί κοσμοθεωρία. Καί τήν τρίτη τάση εξέφραζαν οι πατερικοί Κληρικοί, στούς οποίους συγκαταλέγονταν ο Ευγένιος Βούλγαρης καί οι φιλοκαλικοί Πατέρες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, οι οποίοι επέτυχαν τήν ισορροπία, αφού έκαναν λόγο γιά τήν διπλή γνωσιολογική μέθοδο καί αναφέρονταν στήν γνώση πού προέρχεται από τόν νού καί τήν γνώση πού προέρχεται από τήν λογική.

Όπου υπήρξαν περιπτώσεις κατά τίς οποίες έγιναν διώξεις εναντίον Κληρικών, αυτό δέν οφειλόταν απλώς στήν έλλειψη σεβασμού τής ελευθερίας τους, αλλά στό γεγονός ότι μαζί μέ τίς νέες ιδέες μετέφεραν καί τήν αθεΐα. Γιά παράδειγμα, τό 1721 αφορίσθηκε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, «γιατί κατηγορήθηκε γιά αντιτριαδικές τάσεις». Αργότερα τό Πατριαρχείο τόν αθώωσε καί τόν αποκατέστησε. Ο Θεόφιλος Καΐρης καταδικάστηκε γιά τήν θρησκεία τήν οποία δημιούργησε, τήν λεγόμενη «Θεοσέβεια», η οποία απέρριπτε τήν χριστιανική πίστη, ενώ η Εκκλησία τόν επήνεσε γιά τήν προσφορά του στό Γένος. Ακόμη, οι Εγκύκλιοι τού Πατριαρχείου εναντίον τών «καινοφανών διδασκαλιών», οφειλόταν στό ότι ο Σεΐχης τού Ισλάμ μέ φετφά, λόγω τού αραβικού φανατισμού, απέρριψε «τά βιβλία τής αστρονομίας ιστορίας καί φιλοσοφίας». Τό Πατριαρχείο ζώντας σέ αυτό τό Κράτος δέν μπορούσε νά ενεργήση διαφορετικά.

Πάντως, η Εκκλησία κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας ανέπτυξε τήν Παιδεία, άλλοτε κρυφά καί άλλοτε φανερά. Εδώ εντάσσεται καί τό λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό».

Επειδή κατά καιρούς δημιουργείται μιά αμφισβήτηση αυτού τού γεγονότος καί θεωρείται ότι τό Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος πού πρέπει νά απαλειφθή από τήν ιστορία πού διδάσκονται τά παιδιά στά Σχολεία, θά πρέπη νά γίνουν μερικές επισημάνσεις.

Κατ' αρχάς κάθε γεγονός τό οποίο είναι θρύλος, δηλαδή κάθε τί πού παραμένει στήν μνήμη τού λαού καί επιδεικνύονται οι τόποι στούς οποίους πραγματοποιήθηκε, δέν είναι μύθος, αφού όλοι οι θρύλοι παραπέμπουν σέ ένα ιστορικό γεγονός. Έπειτα, κάθε μύθος δέν είναι καί απόβλητος, αλλά είναι ένα στοιχείο τού πολιτισμού. Άλλωστε, η μυθολογία εμπεριέχεται στόν πολιτισμό τού κάθε λαού. Γιά παράδειγμα, εάν θελήσουμε νά αφαιρέσουμε από τήν διδασκαλία τής ιστορίας τούς μύθους τού Αισώπου, τά έργα τού Ομήρου, τήν Θεογονία τού Ησιόδου κλπ., τότε αποβάλλουμε ένα πολύ μεγάλο τμήμα τής παραδόσεώς μας. Άλλωστε, οι μύθοι συνήθως εκφράζουν μιά αλήθεια.

Επί πλέον, τό λεγόμενο Κρυφό Σχολειό ερμηνεύεται ως συμπληρωματική διδασκαλία πού γινόταν στήν ελεγχόμενη από τό Οθωμανικό Κράτος, κατά διαστήματα καί καιρούς, επιτρεπόμενη παιδεία. Εννοώ ότι καί σέ μέρη που επιτρεπόταν η λειτουργία τών Σχολείων, οπωσδήποτε ελεγχόταν η ύλη τήν οποία διδάσκονταν τά παιδιά. Οπότε, η επίσημη διδασκαλία συμπληρωνόταν είτε από τήν οικογένεια είτε από τούς Κληρικούς καί μοναχούς στούς οποίους προσέφευγαν τά παιδιά.

Πέρα από τούς θρύλους καί τίς παραδόσεις, αλλά καί από τό ποίημα τού Ιωάννη Πολέμη καί τόν γνωστό πίνακα τού Νικολάου Γκύζη μέ περιεχόμενο τό Κρυφό Σχολειό, πού παραπέμπουν σέ ιστορικά γεγονότα, υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες πού φανερώνουν ότι πράγματι λειτουργούσαν μερικά υποτυπώδη Σχολεία μέ διάφορες μορφές, πού άλλοτε προσέφεραν στοιχειώδη παιδεία στόν λαό, όταν δέν υπήρχαν Σχολεία, καί άλλοτε συμπλήρωναν τήν παιδεία πού δέχονταν στά επιτρεπόμενα αλλά καί ελεγχόμενα τότε Σχολεία. Δύο τέτοιες μαρτυρίες θά αναφέρω.

Η πρώτη προέρχεται από τόν Charles Tuckermann (Τάρκεμαν), πρώτο Αμερικανό Πρόξενο στήν Αθήνα, στό βιβλίο του Οι Έλληνες τής σήμερον. Ο Αμερικανός αυτός διπλωμάτης παρουσιάζει τήν προφορική παράδοση τήν οποία είχε ακούσει από συνομιλητές του στήν ελεύθερη Ελλάδα καί τήν καταγράφει. Αφού εκθέτει τό γνωστό ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου νά περπατώ / νά πηγαίνω στό σχολειό / νά μαθαίνω γράμματα / τού Θεού τά πράμματα», στήν συνέχεια γράφει:

«Τοιούτον περίπου ήτο τό άσμα, όπερ ετραγώδουν οι Ελληνόπαιδες, πορευόμενοι εν καιρώ νυκτός εις τό σχολείον επί τουρκοκρατίας. Τό άσμα τούτο είναι γνωστόν εις πάντα Έλληνα νύν ως καί πρότερον, καί οι πατέρες, δεικνύοντες εις τά τέκνα των τήν σελήνην, επαναλαμβάνουσι τούς στίχους τούτους, αφηγούμενοι αυτοίς πόσον τοίς εχρησίμευσεν αύτη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τής οθωμανικής κυριαρχίας. Μή επιθυμούντες, έστω καί κατ' ελάχιστον, νά ερεθίσωσι τούς δεσπότας αυτών δυναμένους νά παρακωλύσωσιν τάς πρός ιδίαν παίδευσιν προσπαθείας των, οι παίδες ουχί δέ σπανίως καί αυτοί οι πατέρες, εφοίτων διά νυκτός καί κρύφα εις τήν οικίαν τού διδασκάλου, όπως εξακολουθήσωσι τάς σπουδάς των».

Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από τόν Γάλλο συγγραφέα Rene Puaux (Πηώ), ο οποίος περιόδευσε τήν Ήπειρο τό 1913, αμέσως μετά τήν απελευθέρωσή της από τόν ελληνικό στρατό καί συνομίλησε μέ Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι τού διηγήθηκαν ιστορίες από τήν ζωή τους, κατά τήν διάρκεια τής τουρκικής κατοχής. Μεταξύ τών άλλων περιγράφει μιά συνάντηση σέ ένα σαλόνι μέ τόν δάσκαλο, τήν δασκάλα καί μερικούς μαθητές. Γράφει:

«Τήν ώρα πού γυρόφερνε, σύμφωνα μέ τό έθιμο, ο δίσκος μέ τά γλυκά, κουβεντιάζω μέ τούς εκπαιδευτικούς. Η περιγραφή τών προσπαθειών τους νά συντηρήσουν τήν ελληνική ιδέα κάτω από τουρκική εξουσία, προσπάθειες πού τίς περιγράφαν απλά, σάν νά ήταν γιά κάτι τελείως φυσικό, αποκάλυπταν χαρακτηριστικά αξιοθαύμαστα. Θά μπορούσε κανείς νά αφιερώσει ένα ωραίο κεφάλαιο στό σώμα τών Ελλήνων δασκάλων τής Ηπείρου πού, αντιμετωπίζοντας τόσες αντιξοότητες καί ταπεινώσεις, δέν έπαυαν γι αυτό νά προχωρούν τό πατριωτικό τους έργο. Κανένα ελληνικό βιβλίο δέν γινόταν δεκτό, άν είχε τυπωθεί στήν Αθήνα. Έπρεπε όλα νά έλθουν από τήν Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Έτσι, έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις, όπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε νά γνωρίζει τήν πατρίδα μητέρα του, τόν εθνικό του ύμνο, τά ποιήματα καί τούς ήρωές του. Οι μαθητές κρατούσαν στά χέρια τους τήν ζωή τών δασκάλων τους. Ένας λόγος αστόχαστος ή μιά καταγγελία θά ήταν μοιραία. Δέ μάς συγκινούν αυτά τά διακόσια αγοράκια καί τά διακόσια πενήντα κοριτσάκια πού αποδέχονταν τίς ώρες τής συμπληρωματικής διδασκαλίας –σέ ηλικία, όπου τά παιδιά τόσο αγαπούν τά διαλείμματα– γιά νά μιλήσουν γιά τήν Ελλάδα, κι ύστερα γύριζαν στό σπίτι τους μέ σφραγισμένα τά χείλη καί μέ τό μυστικό ενθουσιασμό στήν καρδιά τους;».

Μιά παρόμοια πληροφορία μού έδωσε ο αείμνηστος Καθηγητής μου στό Πανεπιστήμιο Ιωάννης Καλογήρου, ο οποίος μού περιέγραψε περιστατικό από τήν διδασκαλική δράση τής μητέρας του στήν τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ήπειρο, πού τούς μάθαινε τραγούδια, σύμφωνα μέ τήν μουσική τού εθνικού ύμνου τής Ελλάδος, ώστε μυστικά νά τούς δίνουν τό μήνυμα τού ερχομού τής ελευθερίας.

Επομένως, η Εκκλησία μέ τά μέλη της, Κληρικούς, Μοναχούς καί λαϊκούς, βοήθησε αποτελεσματικά στήν διατήρηση τής εθνικής αυτοσυνειδησίας τού Γένους, μέ όλη τήν παράδοσή της, τήν διοίκηση καί τήν παιδεία τήν οποία προσέφερε στόν λαό.

  • Προβολές: 3471