Γράφτηκε στις .

Ο Θρησκευτικός Διονύσιος Σολωμός (Γ')

τού Κώστα Παπαδημητρίου

(συνέχεια από τό προηγούμενο)

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ

Δέν υπάρχει ποίημα τού Διονύσιου Σολωμού πού νά μήν έχη κάποιον χριστιανικό σπινθήρα μέσα του. Ακόμα καί τά απλά τραγούδια του, τά αισθηματικά, πού τόσο τά τραγούδησε ο λαός, έχουν έντονη τήν επίδραση θρησκευτικών κειμένων καί ύμνων. Στήν χριστιανική θρησκεία δέν βρήκε μόνον θεμέλια γερά καί παρηγοριά, μά καί πηγές έμπνευσης. Μάρτυρας τά έργα του, η ποίησή του, πού δονείται από θρησκευτικό συναίσθημα καί θερμή πίστη.

Διονύσιος ΣολωμὸςΜελετούσε διαρκώς τήν Αγία Γραφή καί τούς υμνωδούς τής Εκκλησίας καί γι' αυτό η επίδραση τού χριστιανικού πνεύματος στό έργο του δέν είναι διακοσμητική χωρίων καί προσώπων, αλλά ουσιαστική. Πίστευε ορθά τήν δογματική τής Εκκλησίας καί συμβίβαζε τήν κατά κόσμον γνώση μέ τήν πλούσια ενόραση μέ τήν οποία έβλεπε τά πέραν τού παροδικού κόσμου, τά αιώνια. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιους συσχετισμούς στίχων του μέ ύμνους τής Εκκλησίας ή χωρία τής Αγίας Γραφής.

Στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους" οι στίχοι του "Φώς πού πατεί χαρούμενα τόν Άδη καί τό Χάρο" (Σχεδ. Β', 44) μάς μεταφέρει στό αναστάσιμο τροπάριο "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας..." ή καί στό "Ευφραινέσθω τά ουράνια...".

Στό ποίημά του "Λάμπρος" (Τά δυό αδέλφια) βάζει τά δύο αδέλφια νά φωνάζουν: "Χαίρε νεοφώτιστο θαύμα!" είναι σάν νά ακούμε τά λόγια τού Μεγάλου Εσπερινού τών Χριστουγέννων: "Μέγα καί παράδοξον νέον

υπό τόν ήλιον θαύμα τετέλεσται σήμερον!". Οι φράσεις τού Ακαθίστου Ύμνου (Α'Στάση) "Χαίρε τών θαυμάτων τού Χριστού προοίμιον" καί "Χαίρε τό τών Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα".

Στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους" πάλι (Σχεδ. Β, 910) οι στίχοι του:

"Όλες (οι γυναίκες) στή γή τά γόνατα εχτύπησαν εμπρός του

κι εβάστασαν όλες κατ' αυτόν τή χούφτα σηκωμένη

καί μέ πικρό χαμόγελο τήν όχη τή φθαρμένη

σάν νάθελαν εύσπλαχνα ο Θεός νά βρέξει ψωμί σ' εκείνες..."

Δέν μπορεί τό ψωμί πού ζητούσαν από τόν Θεό οι Μεσολογγίτισσες νά αφορούσε μόνον τό υλικό ψωμί σέ εκείνες τίς έσχατες ώρες, αλλά καί τόν "άρτον τής ζωής". Τόν πνευματικό δηλαδή άρτο γιά ν' αποφύγουν τόν δεύτερο θάνατο. "Καί ο άρτος όν εγώ δώσω, η σάρξ μου εστίν, ήν εγώ δώσω υπέρ τής τού κόσμου ζωής..." Τό "κι εβάστασαν όλες κατ' αυτόν τή χούφτα σηκωμένη" μάς θυμίζει τό νόημα τού 140ού ψαλμού: "Πρόσχες τή φωνή τής δεήσεώς μου... έπαρσις τών χειρών μου θυσία εσπερινή... εισάκουσόν μου, Κύριε..." ακόμα καί στό ποίημά του "Η γυναίκα τής Ζάκυνθος" διαβάζουμε τόν στίχο "Καί ύψωσα τά μάτια καί τά χέρια κατά τόν ουρανό γιά νά κάμω δέηση μέ όλη τή θερμότητα τής ψυχής".

Στήν Καταβασία τών Χριστουγέννων "Ράβδος εκ τής ρίζης Ιεσσαί καί άνθος εξ αυτής, Χριστέ, εκ Παρθένου ανεβλάστησας", ο Σολωμός αντιπαραβάλλει τόν στίχο: "Έτσι ξεπετάχθηκε από τή Ράβδο τό θεϊκό λουλούδι".

Στούς Αίνους τής Μ. Πέμπτης τό τρίτο τροπάριο αναφέρεται στήν Σταύρωση τού Κυρίου: "Σταυρωθέντος Σου, Χριστέ, πάσα η κτίσις βλέπουσα έτρεμε τά θεμέλια τής γής διεδονήθησαν φόβω τού κράτους Σου... τά μνημεία ηνεώχθησαν καί νεκροί εκ τάφων εξανέστησαν". Αντίστοιχα ο Σολωμός γράφει: "ότε έβγαλε τό ύστατο παράπονο ο Ιησούς, σείστηκε όλη η πλάση από τό σπαραγμό κι οι πεθαμένοι τότες, όχι βάρυπνοι παρά μέ μάτι τρομαγμένο τινάχθηκαν ορθοί" ("Η Σταύρωση τού Κυρίου").

Καταπληκτικές είναι καί οι νοηματικές καί λεκτικές ομοιότητες στίχων τού Σολωμού μέ τούς ύμνους τής Εκκλησίας μας πρός τήν Παναγία. Στό έργο του "Η Σύλληψη τής Υπεραγίας Θεοτόκου" ο Σολωμός γράφει: "Υψώθηκε στόν ουρανό ξάφνου μιά αρμονία πού υμνολογούσε τ' όμορφο κρίνο τό παρθενικό, απ' όπου θά γεννιότανε ο Γιός τού Θεού κι αγκάλιαζε τόν Πλάστη η μελωδία".

Αντίστοιχα στούς "Χαιρετισμούς τής Θεοτόκου" διαβάζουμε: "Χαίρε ότι τά ουράνια συναγάλλεται τή γή Χαίρε ότι τά επίγεια συγχορεύει ουρανοίς Χαίρε δι' ής η χαρά εκλάμψει...". Ο Σολωμός εξυμνεί τό όνομα τής Μεγαλόχαρης καί καταλήγει: "Αγκαλιάσματα γέλια καί φιλιά παντού όπου κι άν κοιτάξεις θαρρείς ξεχύνεται διπλή η ευφροσύνη τής Παράδεισος". Στόν Μικρό Παρακλητικό Κανόνα διαβάζουμε: "Χαράς μου τήν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, η τής χαράς δεξαμένη τό πλήρωμα".

Στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους" ο Σολωμός (Σχεδ. 1 καί 2) γράφει:

"Στού τέκνου σύρριζα τού νού, Θεού τής μάνας μάτι

λόγω, έργω, νόημα καί

λογισμός κι έργα κι όνειρα, τί χάρη έχουν τά μάτια,

Έργα καί λόγια στοχασμοί στέκομαι καί κοιτάζω..."

Πέρα από τήν θεοκεντρικότητα πού εκφράζουν οι στίχοι αυτοί, πού αναφέρονται στό μάτι τής μάνας τού Χριστού καί μέ τόν λόγο, τό έργο, τό νόημα καί μέ όλη της τήν ύπαρξη βρίσκεται σύρριζα στό νού τού Υιού της καί Θεού, τίς λέξεις "λόγω, έργω, νόημα" φαίνεται τίς δανείσθηκε ο ποιητής από τήν ευχή τού ιερέα στήν νεκρώσιμη ακολουθία: "Ο Θεός τών πνευμάτων καί πάσης σαρκός...καί πάν αμάρτημα τό παρ' αυτού πραχθέν εν λόγω ή έργω ή διανοία ως αγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός συγχώρησον".

Αμέτρητες είναι οι εκφράσεις, αυτούσιες ή παραλλαγμένες, τού Σολωμού παρμένες από τήν Αγία Γραφή.

ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΥΜΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ

Από μικρό παιδί ο Σολωμός έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στό φυσικό περιβάλλον. "Όταν απαντούσε φύσιν ωραίαν εγίνετο παρευθύς σκεπτικός καί σιωπηλός" γράφει ένας παλιός συμμαθητής του, ο Ζήλος (Λόγος επιτάφιος εις τόν θάνατον τού Δ. Σολωμού σελ. 6). Καί σέ έναν σχετικό στοχασμό του ο ίδιος ο Σολωμός λέγει: "Εφάρμοσε εις τήν πνευματικήν μορφή (όποιας ανθρώπινης πνευματικής εργασίας) τήν ιστορίαν τού φυτού, τό οποίον αρχινάει από τόν σπόρο καί γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τίς φυτικές μορφές, δηλ. τήν ρίζα, τόν κορμόν, τά φύλλα, τά άνθη καί τούς καρπούς". Η φύση δέν είναι άσχετη μέ τήν ψυχολογία τών ανθρώπων. Τότε, στό Μεσολόγγι, έβαλε τούς Πολιορκημένους σέ πειρασμό νά θέλουν κι εκείνοι νά ζήσουν μαζί της καί νά χαρούν τίς καλλονές της μέχρι τό σημείο νά φοβούνται μήπως αυτή τους η επιθυμία χαλαρώση τήν ένταση τού πάθους τους γιά τόν Αγώνα.

Στό ποίημά του "Κρητικός" η φύση, λέει ο ήρωας:

"Μ' άδραχνεν όλη τήν ψυχή καί νά' μπει δέν ημπόρει.

Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κ' η ψυχή μου".

Καί στόν "Πόρφυρα": "Φύση χαμόγελ' άστραψες κι εγίνηκες δική του'

ελπίδα τού έδεσες τό νού μ' όλα τά μάγια πού' χεις'

νιός κόσμος όμορφος παντού χαράς καί καλωσύνης"'

"Τή φύση από τσ' όμορφες καί δυνατές αγκάλες,

οπού τόν εγλυκόσφιγγε καί τού γλυκομιλούσε".

Νιώθει ο ποιητής πώς μιά υπερούσια χαρά πνευματοποιημένη πλημμυρίζει τήν ψυχή του στό αντίκρυσμα μιάς φυσικής εδεμικής, πλούσιας, ποικίλης πού τόν οδηγεί όχι στήν πεζή καθημερινότητα, αλλά στόν έσω χώρο, στό άγιο βήμα τής ψυχής πού είναι χώρος κρυφός, ανεξήγητος στά συνηθισμένα μυαλά. Έτσι η φύση είναι ένα δώρο στόν άνθρωπο, όχι μόνον γιά τήν συντήρησή του ή καί νά ικανοποιή τίς καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, αλλά καί γιά νά βλέπη μέσα σ' αυτήν τό μυστήριο εκείνα πού δέν φαίνονται. Τόν βοηθάει, δηλαδή, στήν πνευματική θέαση τών όντων καί τ' ουρανού. Ζή ο άνθρωπος μέσα στήν όμορφη φύση καί νιώθει πώς όλα τά όντα γύρω του, έμψυχα καί άψυχα, συνομιλούν μέ τόν Δημιουργό καί πρός Αυτόν ακατάπαυστα κινούνται. Σέ τέτοιες στιγμές θαυμασμού τής φύσης τίποτε τό γήϊνο δέν εισδύει μέσα του. "Από γάρ τού μεγέθους καί τής καλλονής τών κτισμάτων αναλόγως καί ο γενεσιουργός θεωρείται", θά πή ο Σοφός Σολομών (13,5). Καί ο Σολωμός θά συνεχίση στό ποίημά του "Ψαλμός":

"Όλα μιλούν γιά τό Θεό. Μιλεί η γελαστή εμφάνιση

τού φεγγαριού καί τών άστρων

μιλεί τό δυνατό μούγκρισμα τών καταιγίδων

μιλεί τής θάλασσας τό βαθειό ανατρίχιασμα.

Όταν ο ήλιος ξυπνά όλον τόν κόσμο,

μιλούν οι αμέτρητες φωνές του

καί γιά τό Θεό λένε τόσα ωραία πράγματα

όσα δέν μπορεί θνητό γόνιμο αχείλι.

Όλη η δημιουργία τό Θεό παρακαλεί καί αισθάνεται

από τού χορταριού τό φυλλαράκι έως τό ουράνιο ζαφείρι.

Μόνο τού ανθρώπου άφωνος μένει ο νούς"

(Κ. Καιροφύλα: Σολωμού Ανέκδοτα έργα, σελ. 123)

ΩΔΗ ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ

Τίποτε άλλο άν δέν είχε γράψει ο Σολωμός, γράφει ένας κριτικός του, θά αρκούσε μόνον αυτό τό περίφημο υμνολόγημά του "Εις Μοναχήν", γιά νά τού χαρίση τόν τίτλο τού αληθινού ποιητή τής θρησκείας. Σ' αυτό τό ποίημα εκδηλώνεται μέχρι μυστικισμού η θρησκευτικότητα τού ποιητή Είναι τό πιό εκκλησιαστικό του ποίημα. Αναφέρεται σέ μιά νέα, τήν Άννα Μαρία Αναστασία Γουράτο Γεωργομήλα, όταν ντύθηκε τό αγγελικό σχήμα τής Μοναχής στό μοναστήρι τών Αγίων Θεοδώρου καί Γεωργίου στήν Κέρκυρα, στίς 18 Απριλίου 1829.

Αυτή η κόρη ντύνεται τό μοναχικό σχήμα καί αφιερώνεται στήν λατρεία τού Θεού, μόλις πέθαναν οι γονείς της κι έμεινε μόνη στήν ζωή. Νιώθει τήν πίκρα τής ορφάνιας καί γυρεύει τήν γαλήνη στήν μόνωση καί τήν περισυλλογή, μιά ζωή ερημίτη. Αποφασίζει νά εγκαταλείψη τήν πικρή ανεμοζάλη τής ζωής καί νά ζήση εκεί πού δέν φθάνει η τρικυμία τής αμαρτίας παρά μόνον ο αντίλαλος τής ζωής. Εκεί πού τά ανθρώπινα πάθη κείτονται γαληνεμένα καί θά μελετά τά κάλλη τού Παραδείσου. Καί ύστερα από τόν θάνατό της θά πεταχθή ολόχαρη καί θά παρουσιασθή στόν Μεγάλο Κριτή.

Τήν ώρα τού μυστηρίου καί οι ουρανοί αγάλλονται. Οι άγγελοι κατεβαίνουν από τόν ουρανό καί παρακολουθούν κρυμμένοι στά σύννεφα τού λιβανωτού ως μάρτυρες καί θαυμαστές καταγράφουν τήν Ομολογία πού δίνει η Μοναχή μπροστά στόν Επίσκοπο. Πανηγυρίζουν τό χαρμόσυνο γεγονός, ψάλλουν τά κάλλη τής νέας της ζωής καί εκείνη τού Παραδείσου κοντά στόν Χριστό. Μέσα από τό μεσόφωτο τού μοναστηριού θά ζή τήν ομορφιά ενός άλλου κόσμου, θά στρέφη τά μάτια της στόν ουρανό καί θά προγεύεται τής αιώνιας χαράς τού άλλου κόσμου.

Σέ λίγες στροφές ο Σολωμός κλείνει όλον τόν γύρο τής συνειδητής θρησκευτικής ζωής, όπως ταιριάζει σέ έναν πιστό Χριστιανό καί μάλιστα σέ έναν Μοναχό ή Μοναχή. Καί καταφέρνει σέ αυτό τό ποίημά του, πού μπορεί νά χαρακτηρισθή ύμνος τής μοναχικής ζωής, μέ στίχους πού λαμποκοπούν από ομορφιά καί ζωντανεύει αυτόν τόν κύκλο τής ζωής επειδή καί ο ίδιος είχε ιδιαίτερη ευαισθησία πρός τό μοναχικό σχήμα. Εμπνέεται άμεσα στίς εικόνες του από διάφορα χωρία τής Αγίας Γραφής καί ακολουθεί τήν ακολουθία τού Μικρού καί Μεγάλου Σχήματος πού διαβάζεται κατά τήν κουρά τών Μοναχών.

Σημαντικό τό γεγονός πού ντύνεται η κόρη τό μοναχικό σχήμα. Γίνεται νύφη τού Χριστού. Τήν υποδέχονται οι άγγελοι μέ τό "Χριστός Ανέστη". Συγχαίρουν καί συμβουλεύουν τήν νέα κόρη:

Αγιογραφικά κείμενα από τήν κουρά Μοναχού:

"Βλέπε, τέκνον, οίας συνθήκας δίδως τώ Δεσπότη Χριστώ. Άγγελοι γάρ πάρεισιν αοράτως, απογραφόμενοι τήν ομολογίαν σου ταύτην, ήν μέλλεις απαιτείσθαι εν τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού"

Στίχοι Σολωμού:

"Από τό θρόνο τού Άπλαστου

οι Άγγελοι κατεβήκαν

καί μές στού μοσχολίβανου

τό σύγνεφο εμπήκαν

νά ιδούν πού τό κοράσιο

κινάει στήν εκκλησιά".

Οι άγγελοι υποδέχονται τήν νέα στό μοναστήρι καί είναι ημέρα τής Ανάστασης. Ψάλλουν τό "Χριστός Ανέστη" καί βεβαιώνουν τήν κόρη πώς η όψη της ταιριάζει γιά νύμφη τού Χριστού:

"Χριστός ανέστη, εψάλανε

μέ τά γλυκά τους χείλη

Χριστός ανέστη, εκάνανε

κι αστράφτανε σάν ήλιοι".

..............

"Χαίρε, αδελφή! Μ' αρέσουνε

τής όψης σου οι χλωμάδες

τής Νύμφης τού Χριστού".

"Χαίρε, ότι πολύς ο μισθός σου εν τοίς ουρανοίς υπάρχει. Χαίρε ούν χαίρε, καί αγαλλιάσει αγαλλιώ, ότι σήμερον εξελέξατό σε, καί διεχώρισεν Κύριος ο Θεός από τής εν κόσμω ζωής καί έθετο, ως εν προσώπω αυτού, εν τή παρατάξει τής Μοναχικής ζωής, εν τή στρατεία τής αγγελοειδούς ζωής, εν τώ ύψει τής ουρανομιμήτου πολιτείας". (Εδώ τά αντίστοιχα λόγια λέει ο ίδιος ο Μοναχός ή η Μοναχή, όταν ντύνεται τήν μοναχική στολή).

"Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τώ Κυρίω. Ενέδυσέ με γάρ ιμάτιον σωτηρίου καί χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με ως νυμφίω, περιέθηκέ με μίτραν καί ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμον".

Στήν συνέχεια οι Άγγελοι αναλύουν τίς σκέψεις καί τούς πόθους τής νέας. Πώς νιώθει τήν πίκρα τής ορφάνιας, πώς συγκρίνει τήν νέα της ζωή μέ τήν προηγούμενη.

"Μή ούν προτιμήσης τι τού Θεού μή αγαπήσης μήτε πατέρα, μήτε μητέρα, μήτε αδελφούς, μήτέ τινα τών ιδίων, μήτε σεαυτόν αγαπήσης υπέρ τόν Θεόν"

"Αποτάσση γάρ... συνήθεσι, τοίς εν τώ κόσμω, θορύβοις, φροντίσι, κτήνεσιν, υπάρξεσιν, τή κενή καί ματαία ηδονή τε καί δόξη".

"Ζάλη αμαρτημάτων περιέχει με, Σωτήρ, καί μηκέτι φέρων τόν κλύδωνα, σοί προσπίπτω τώ μόνω Κυβερνήτη..."

"Ο καί τόν σόν πόθον ειδώς...επιλάβοιτο καί επαγκαλίσαιτο, καί υπερασπίσαι σου καί γένοιτό σοι τείχος ισχυρόν από προσώπου εχθρού...συγκοιταζόμενος καί συνανιστάμενος, γλυκαίνων καί ευφραίνων σου τήν καρδίαν..."

"Αφού τόν θάνατο έκλαψες

τής δόλιας σου μητέρας

καί τού πατρός σου απόμεινε

Μόνος αυτός πατέρας

πάντα περνάει τά σπλάχνα του

τό δάκρυ τού ορφανού.

Γλυκό είναι τής Παράδεισος

νά μελετάς τά κάλλη

πικρή' ναι η φοβερότατη

τού κόσμου ανεμοζάλη.

Μόν' εδώ φτάνει ο αντίλαλος, δέ φτάνει η τρικυμιά.

Εδώ ο Χριστός στά ονείρατα

σ' εσένα κατεβαίνει

Εδώ ευτυχία καί θρίαμβος,

εκεί 'ναι συμφορά!".

Ο ποιητής εκφράζει καί άλλους θρησκευτικούς στοχασμούς γιά τήν ζωή τής Μοναχής στό μοναστήρι ώσπου νά φτάση τό τέλος τής επίγειας ζωής:

"Ώς που ο Καιρός ο γέροντας

νά χάσει τά φτερά του.

Φριχτή 'ναι η ώρα πού άνθρωπος

βαριά ψυχομαχά."

"...Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ τού θανάτου εις τήν ζωήν" (Ιωάν. Α, 3, 14). Όμως "Όντως φοβερώτατον τό τού θανάτου μυστήριον! Πώς ψυχή εκ τού σώματος χωρίζεται εκ τής αρμονίας καί τής συμφυΐας, ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται".

Καί έρχεται αμέσως η παρηγοριά τής θρησκείας:

"Ο πανοικτίρμων ούν Θεός καί πολυέλεος... γένοιτό σοι πέτρα υπομονής, παρακλήσεως αφορμή, ευτονίας χορηγός... γλυκαίνων καί ευφραίνων σού τήν καρδίαν τή παρακλήσει τού Αγίου Πνεύματος".

"Μή φοβηθής νά 'σ' έρημη

τότε από κάθε μάτι

ιδού, ο Χριστός, πού γέρνοντας

στού πόνου τό κρεβάτι

σού σιάζει τό προσκέφαλο

καί σέ παρηγορά".

Εκείνη τή στιγμή τού θανάτου διακόπτεται (αναστέλλεται) προσωρινά ο αρραβώνας τής Μοναχής μέ τόν Χριστό πού συντελέστηκε μέ τήν ένδυσή της τού μοναχικού σχήματος. Αλλά:

"Ευτυχισμένο λείψανο

θέλει σού δώσει πάλι

τόν αρραβώνα ο ίδιος

όπου σού πήρε αγάλι

τήν ώρα πού απομείνανε

τά στήθια σου νεκρά".

Ο Σολωμός πίστευε ακράδαντα στήν Ανάσταση τών νεκρών. Έτσι η συνείδηση ότι η ζωή έχει συνέχεια, τού επιτρέπει νά πιστεύη πώς μεταθανάτια, μέ τήν Ανάσταση τών νεκρών, θά επέλθη καί η δικαίωσή τους καί επομένως καί η Μοναχή θά ξαναλάβη τόν αρραβώνα.

Καί ύστερα από κάποια χρονική προσμονή τής Μοναχής καί τών άλλων νεκρών στόν τάφο καρτερώντας τήν Κρίση, ακούεται τό σάλπισμα τής Δευτέρας Παρουσίας:

"Σαλπίσει γάρ καί οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι" (Α'Κορ. 15, 52)

"Ξύπνα, αδελφή, τή Σάλπιγγα τήν ύστερη αγροικώ"

"Τά μάτια της αστράψανε

τού τάφου από τήν κλίνη'

Κοίτα! πετιέται ολόχαρη

καί μές στό λάκκο αφήνει

τούς μόσχους τού Μαϊάπριλου

πού δέν υπάρχει πλιά"

Έτσι ζωγραφίζει ζωντανά ο Σολωμός τήν εικόνα τής Αναστάσεως τών νεκρών. Τό γεγονός αυτό τό αισθητοποιεί μέ τήν Ανάσταση τής Μοναχής καί τό ντύνει μέ χαρά, "κοίτα πετιέται ολόχαρη". Συμφωνεί καί μέ τήν εκκλησιαστική παράδοση πώς σέ σώματα αγίων ανθρώπων μετά τό θάνατό τους τά σκηνώματα καί οι τάφοι τους μοσχοβολούν μιά ουράνια καί ευχάριστη ευωδία. Αυτήν τήν έννοια έχει ο στίχος "τούς μόσχους τού Μαϊάπριλου".

Μέ τούτο τό ποίημα ο Σολωμός δείχνει έναν ιδιαίτερο θρησκευτικό τρόπο ζωής πού εμπνέει τόν αγώνα πού πρέπει ελεύθερα νά κάνη ο άνθρωπος κατά τής φθοράς καί τού θανάτου. Περισσότερο συγκινεί σ' αυτό ο μέσα πλούτος, αυτός ο όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος τής Μοναχής. Αλλά καί σέ όλη τήν ποίησή του τό θρησκευτικό συναίσθημα παρουσιάζεται τόσο βαθύ καί η ενοραματική του δύναμη μέ τέτοια λυρική τέχνη, πού δίκαια φέρνει στόν νού μας τήν ποίηση τών μεγάλων υμνογράφων τής Ανατολικής Εκκλησίας, Γρηγορίου τού Θεολόγου, Ρωμανού τού Μελωδού κ.ά. "Γι' αυτό θά περάσουν τά χρόνια καί οι καιροί καί η Μούσα θά κτίση στήν Ελλάδα ναούς καί λειτουργούς θά' βρει αγνότερους καί πιό άξιους, πιό ξακουστούς κι ακόμα ο Σολωμός θά στέκεται στήν κορφή...", όπως είπε ο Κ. Παλαμάς. Αλλά καί ο Νομπελίστας μας ποιητής Οδ. Ελύτης δέν έχει άδικο πού μάς προτείνει:

"Όπου καί νά σάς βρίσκει τό κακό, αδελφοί,

όπου καί νά θολώνει ο νούς σας,

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό

καί μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Η λαλιά πού δέν ξέρει από ψέμα

θ' αναπαύσει τό πρόσωπο τού μαρτυρίου

μέ τό λίγο βάμμα τού γλαυκού στά χείλη"

(Οδ. Ελύτη "Άξιον εστί" Δ'έκδ. σ. 54). –