Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μέχρι καὶ ὁ κοσμικὸς Στὶβ Τζὸμπς τὸ κατάλαβε...
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁ Στὶβ Τζὸμπς εἶναι μιὰ χαρακτηριστικὴ περίπτωση αὐτοδημιούργητου ἐπιχειρηματία καὶ ἑνὸς πρωτοποριακοῦ σχεδιαστῆ στὸν τομέα τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας, χωρὶς ὅμως κάποιο πτυχίο ἀπὸ ἀνάλογο πανεπιστημιακὸ ἵδρυμα. Σήμερα εἶναι πενῆντα ἕξι ἐτῶν καὶ «εἶναι γνωστὸς ὡς ἡ ψυχὴ τῆς Apple, τῆς ἑταιρείας-πρότυπο ποῦ πρωταγωνιστεῖ ἐκκωφαντικὰ στὸ χῶρο τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας συνδυάζοντας τεχνολογικὴ καινοτομία, ὑψηλὴ αἰσθητικὴ καὶ φιλικότητα πρὸς τὸν χρήστη «τὸ iPod, τὸ Mac, τὸ iPhone καὶ τὸ iPad, ὅλα δικά της εἶναι», ὅπως σημειώνεται στὸ περιοδικὸ Κ τῆς Καθημερινῆς (11.9.2011), ὅπου δημοσιεύθηκε μιὰ πολὺ σημαντικὴ «ἐξομολογητικὴ» ὁμιλία τοῦ πρὸς τοὺς ἀποφοίτους τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Στάνφορντ, τοῦ ἔτους 2005.
Ἡ «πνευματικότητα» τοῦ Τζὸμπς δὲν φαίνεται νὰ ἔχη κάποια στενὴ σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ δέχθηκε ἐπιρροὲς ἀπὸ «ἀνατολικὲς παραδόσεις», χωρὶς ὅμως νὰ ἐνταχθῇ σ’ αὐτές. Κάποιος ὑπαινιγμὸς γι’ αὐτὸ ὑπάρχει στὴν ὁμιλία του, στὸ σημεῖο ποῦ περιγράφει τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση στὴν ὁποία περιῆλθε, ὅταν ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του στὸ Κολέγιο. Θεώρησε, τότε (καὶ μᾶλλον δὲν τὸ μετάνοιωσε ποτέ), ὅτι τὰ ἀκριβὰ δίδακτρα ποῦ πλήρωναν οἱ ἐργάτες γονεῖς του, ἦταν μιὰ ἐπένδυση χωρὶς ἀξία. Δὲν εὕρισκε ἐνδιαφέρον στὰ ὑποχρεωτικὰ μαθήματα τοῦ Κολεγίου. Ἔτσι, σταμάτησε νὰ τὰ παρακαλουθή, συνέχισε ὅμως τὴν «ἄτυπη» παρακολούθηση κάποιων ἄλλων μαθημάτων ποῦ τὸν ἐνδιέφεραν. Σὲ αὐτὴν τὴν ἰδιότυπη σπουδαστικὴ κατάσταση δὲν εἶχε τὰ πλεονεκτήματα τοῦ κανονικοῦ φοιτητῆ, οὔτε, ὅπως φαίνεται, τὶς παροχὲς τῶν γονέων του. Δὲν εἶχε δωμάτιο στοὺς φοιτητικοὺς κοιτῶνες, οὔτε «ἕτοιμα» χρήματα γιὰ φαγητό. Ἔτσι, γιὰ τὸν ὕπνο εὕρισκε κατάλυμα σὲ δωμάτια φίλων του, ξαπλώνοντας στὸ πάτωμα, καὶ γιὰ τὴν ἀγορὰ φαγητοῦ ἔκανε ἐπιστροφὲς μπουκαλιῶν κόκα-κόλα («πέντε σὲντς ἕκαστον»), «ἐνῷ», ὅπως λέει, «κάθε Κυριακὴ βράδυ περπατοῦσα ἑπτὰ μίλια, ὡς τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης, γιὰ νὰ φάω ἕνα γεῦμα τῆς προκοπῆς στὸ ναὸ τῶν Χάρε Κρίσνα. Πολὺ μοῦ ἄρεσε».
Ἀναφέρθηκαν αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ δειχθῇ ὁ ὑπαινιγμὸς γιὰ πιθανὲς ἐπιρροὲς ἀπὸ «ἀνατολικὲς θρησκεῖες», ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ φανὴ μέσα στὸ κλίμα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς πτωχείας, τὸ πῶς ὁ Στὶβ Τζὸμπς ἐπέλεξε (ἀπὸ ἀγάπη) σπουδὲς μὲ φτώχεια, τὴν ὁποία ἀντιμετώπισε μὲ τρόπο ποῦ «πολὺ τοῦ ἄρεσε».
Ὁ Τζὸμπς δὲν εἶναι πιθανῶς πρότυπο Χριστιανοῦ, διαθέτει ὅμως μιὰ πολὺ σημαντικὴ ἀνθρώπινη πεῖρα, ποῦ θεωροῦμε ὅτι εἶναι χρήσιμη ?θὰ λέγαμε ζηλευτή? γιὰ πολλοὺς Χριστιανούς. Δὲν εἶναι κακὸ ἄλλωστε νὰ ἐκμεταλλεύεται ἕνας Χριστιανὸς τὴν ἀνθρώπινη πεῖρα κάποιου ποῦ δὲν ἀνήκει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ μᾶς τὸ δίδαξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο τοῦ Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον ἀναφέρεται συχνὰ σὲ ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, τοῦ ὁποίου προτείνει τὸν ἀσκητικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς διαιροῦσε τὴν νύχτα του. Ἄλλωστε, στὴν γενεά τους, «οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» ἀποδεικνύονται μερικὲς φορὲς «φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς»(Λουκά ἰς',8).
Δυὸ σημεῖα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Στὶβ Τζὸμπς θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἄξια ἰδιαίτερης προσοχῆς. Τὸ ἕνα μποροῦμε νὰ τὸ χαρακτηρίσουμε «ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία» καὶ τὸ ἄλλο «ἀπελευθερωτικὴ ἐνέργεια τῆς ἀναμονῆς τοῦ θανάτου». Καὶ τὰ δύο συνδέονται μὲ φάσεις τῆς ζωῆς του.
Ὁ Στὶβ Τζὸμπς ξεκίνησε τὴν Apple μαζὶ μὲ τὸν συνεργάτη τοῦ Στὶβ Οὐόζνιακ στὸ γκαρὰζ τῶν γονιῶν του, ὅταν ἦταν εἴκοσι ἐτῶν. Σὲ μιὰ δεκαετία ἡ ἑταιρεία εἶχε πάνω ἀπὸ τέσσερεις χιλιάδες ὑπαλλήλους. Καθὼς μεγάλωνε ἡ ἑταιρεία ἀναγκάσθηκε ὁ Τζὸμπς νὰ προσλάβη ἕναν, ποῦ θεωροῦσε ταλαντοῦχο, γιὰ νὰ διοικήσουν μαζὶ τὴν ἑταιρεία. Ἕνα χρόνο μετὰ ἀφ' ὅτου ἔβγαλαν στὴν ἀγορὰ τὸ μεγαλύτερο δημιούργημά τους «τὸ Macintoch» τὰ «ὁράματά [τους] γιὰ τὸ μέλλον ἄρχισαν νὰ ἀποκλίνουν καὶ τελικὰ ἦρθα[ν] σὲ ρήξη». Τὸ συμβούλιο τῆς ἑταιρείας δὲν πῆρε τὸ μέρος τοῦ Τζόμπς, ὁπότε αὐτὸς σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὴν ἑταιρεία του!
Στὴν ἀρχὴ αἰσθάνθηκε ὅτι ἀπογοήτευσε ὅλη τὴν προηγούμενη γενιὰ ἐπιχειρηματιῶν, «ὅτι μοῦ εἶχε πέσει», ὅπως εἶπε, «ἡ σκυτάλη τὴν στιγμὴ ποῦ μοῦ τὴν ἔδιναν». Γρήγορα ὅμως διαπίστωσε ὅτι ἀγαποῦσε ἀκόμη τὴν ἐργασία ποῦ ἔκανε. «Μὲ εἶχαν ἀπορρίψει, ἀλλὰ ἤμουν ἀκόμη ἐρωτευμένος», εἶπε. «Ὁπότε ἀποφάσισα νὰ ξεκινήσω ἀπὸ τὴν ἀρχή». Ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὴν ἐργασία ποῦ ἔκανε. Δὲν ἦταν ναρκισσιστικὰ ἐρωτευμένος μὲ τὸ ἔργο ποῦ ἤδη εἶχε κάνει. Ἀπὸ αὐτὸ ποῦ ἤδη εἶχε κάνει μποροῦσε νὰ ἀποξενωθῇ καὶ νὰ τὸ ἀφήση στὰ χέρια ἄλλων. Αὐτὸς ὁ δημιουργικὸς ἔρωτας γιὰ ἐπιχειρηματικὴ δράση καὶ ἐργασία, μὲ ταυτόχρονη ἀπεξάρτηση ἀπὸ τοὺς καρπούς τους, εἶναι κάτι πολὺ σημαντικό, δυσεύρετο ἀκόμη καὶ σὲ «πνευματικοὺς» ἀνθρώπους μέσα στὸν περίβολο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι πολλοί, δυστυχῶς, αἰσθάνονται ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔργα ἔχουν ἄνθρωπο ἰδιοκτήτη (καὶ μάλιστα μόνιμο) ἤ, τὸ πιὸ ἀντιπνευματικό, ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦν νὰ ἐπιβληθοῦν «ἐπιχειρήσεις» ἰδιόρρυθμου ἰδιωτικοῦ δικαίου, ποῦ ἀγνοοῦν τὴν χαρισματικὴ καὶ ἱεραρχικὴ διάρθρωσή της. Εἶναι πολὺ συχνὸς ὁ ἔρωτας τοῦ ἔργου καὶ ὄχι τῆς ἐργασίας. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀρκετοὶ «ἐκκλησιαστικοὶ» ἀπέχουμε μᾶλλον πολὺ ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ὡριμότητα τοῦ Στὶβ Τζόμπς. Ἀλλὰ ἅς ἔλθουμε σ’ ἕνα καταπληκτικότερο βιωμένο λόγο του.
«Δὲν τὸ ἔβλεπα τότε, ἀλλὰ ἀποδείχθηκε πῶς ἡ ἀπόλυσή μου ἀπὸ τὴν Apple ἦταν τὸ καλύτερο πρᾶγμα ποῦ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μοῦ συμβῇ. Τὸ βάρος τοῦ "εἶμαι πετυχημένος" ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ἐλαφρότητα τοῦ "εἶμαι καὶ πάλι ἀρχάριος καὶ λιγότερο σίγουρος γιὰ καθετί". Μὲ ἀπελευθέρωσε, εἰσάγοντάς με σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ δημιουργικὲς περιόδους τῆς ζωῆς μου». Ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸ βάρος ποῦ ἀσκοῦσε πάνω του ἡ ἐπιτυχία. Λίγο ὀδυνηρὰ στὴν ἀρχή, κατόπιν ὅμως μὲ μεγάλη δημιουργικὴ δύναμη, βίωσε τὴν ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὸν ἐθισμὸ σ’ αὐτήν. Βίωσε, ὁ ἔμπειρος ἐπιχειρηματίας καὶ σχεδιαστὴς στὸν τομέα τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας, τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀρχάριου, αὐτοῦ ποῦ (παρὰ τὴν πολύπλευρη πεῖρα του) βάζει διαρκῶς ἀρχὴ στὶς δραστηριότητές του μὲ τὴν ἀνάλαφρη διάθεση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ πρωτόπειρου.
Οἱ σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ μᾶς ἐπισημαίνουν σὲ πολλὲς γραμμές τους τὸ πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ βάζη κανεὶς διαρκῶς ἀρχὴ στὴν πνευματική του ἐργασία, ἀλλὰ καὶ πόσο ἀσφαλὲς καὶ προωθητικὸ στὴν πνευματικὴ πορεία εἶναι τὸ νὰ αἰσθάνεται κανεὶς διαρκῶς ἀρχάριος.
Παρόμοια ἀπελευθερωτικὴ ἐνέργεια διαπίστωσε ὁ Στὶβ Τζὸμπς στὴν ἀναμονὴ τοῦ θανάτου, ὅταν τοῦ βρῆκαν ὄγκο στὸ πάγκρεας καὶ ὁ γιατρὸς τὸν συμβούλεψε νὰ πάη στὸ σπίτι του καὶ νὰ «τακτοποιήση τὶς ὑποθέσεις του», πρᾶγμα ποῦ γι’ αὐτὸν σήμαινε: «ἑτοιμάσου νὰ πεθάνης». Χαρακτηριστικὰ εἶπε στὴν ὁμιλία του: «Τὸ νὰ θυμᾶμαι πῶς σύντομα θὰ πεθάνω, εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ ἐργαλεῖο ποῦ ἔχω βρεὶ γιὰ νὰ μὲ βοηθάει στὶς μεγάλες ἐπιλογὲς τῆς ζωῆς. Διότι σχεδὸν τὰ πάντα ?οἱ ἐξωτερικὲς προσδοκίες, ἡ περηφάνια, ὁ φόβος τῆς ἀμηχανίας ἢ τῆς ἀποτυχίας, ὅλα αὐτὰ ἁπλῶς καταρρέουν μπροστὰ στὸ θάνατο, ἀφήνοντας τελικὰ πίσω τους μόνο ὅ,τι εἶναι πραγματικὰ σημαντικό. Τὸ νὰ θυμᾶσαι πῶς θὰ πεθάνης εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος ποῦ ξέρω γιὰ νὰ ἀποφύγεις τὴν παγίδα τοῦ "κι ἂν τελικὰ χάσω;". Μὰ εἶσαι ἤδη "ξεγυμνωμένος"! Δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ μὴν ἀκούσεις τὴν καρδιά σου».
Ἡ καρδιὰ τοῦ Στὶβ Τζὸμπς εἶναι μὲ ἔρωτα προσανατολισμένη σὲ μιὰ διαρκὴ δημιουργικότητα. Δὲν εἶναι διακεχυμένη καὶ παραλελυμένη. Ὁ Χριστιανός, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, δὲν ἀκούει ἀσύνετα τὴν καρδιά του. Ἡ νηφάλια καρδιὰ ποῦ ἀκούει εἶναι αὐτὴ ποῦ μὲ τὴν καθαρότητά της αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν τὴν καθαρότητα πραγματοποιεῖ στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ ἡ ὑγιὴς μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία ἀπελευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν κοσμικὸ φόβο τοῦ «κι ἂν τελικὰ χάσω;». Ὅ,τι κατατρώγεται ἀπὸ τὸν θάνατο θὰ τὸ χάσουμε ὁπωσδήποτε. «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον». Ὁπότε, «τί μάτην ταραττόμεθα;».
Αὐτὰ ποῦ ἀντέχουν στὴν δοκιμασία τοῦ θανάτου εἶναι αὐτὰ ποῦ πράγματι ἀξίζουν. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι, προφανῶς, οἱ προεδρίες σὲ ἐπιχειρήσεις, οὔτε «οἱ ἐξωτερικὲς προσδοκίες» καὶ «ἡ περηφάνια» γιὰ ἔργα ποῦ «σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει».
Μέχρι καὶ ὁ κοσμικὸς Στὶβ Τζὸμπς τὸ κατάλαβε αὐτὸ πολὺ καλά.
- Προβολές: 3266