Γράφτηκε στις .

Κύριο θέμα: Στὴν ἀκριτική Καστοριά - Ὁ Χρόνος στὴν ζωὴ μας

Ἄπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἕνα κεντρικὸ σημεῖο τῆς τελετῆς τῆς Βασιλόπιττας εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸν χρόνο, ἀκριβῶς γιατί συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ εὐλογήση τὴν νέα χρονιά. Ἡ εὐχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν φράση: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδία ἐξουσία θέμενος καὶ τὴν ζωὴν ἡμῶν εἰς χεῖρας σου διακρατῶν, ἐπάκουσον ἡμῶν δεομένων σοῦ ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρα ταύτη, ἐπὶ τὴ εἰσόδῳ ἡμῶν εἰς τὸν νέον ἐνιαυτὸν τῆς χρηστότητός σου...» καὶ τελειώνει μὲ τὴν φράση: «εὐλόγησον τὰς εἰσόδους καὶ ἐξόδους ἡμῶν, πλήθυνον ἐν ἀγαθοῖς τὴν ζωὴν ἡμῶν καὶ κατεύθυνον τὰ διαβήματα ἡμῶν πρὸς ἐργασίαν τῶν θείων σου ἐντολῶν, ὅτι οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ χρόνου, κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία Του βρίσκεται ὁ χρόνος, Αὐτὸς κρατᾶ στὰ χέρια Τοῦ τὴν ζωή μας καὶ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ εὐλογήση καὶ τὴν εἴσοδο καὶ τὸ ἔξοδο ἀπὸ τὸν χρόνο αὐτό.

Ἕνα μεγάλο ἐρώτημα τὸ ὁποῖο ἀπησχόλησε φιλοσόφους, θεολόγους καὶ ἐπιστήμονες εἶναι τὸ θέμα τοῦ χρόνου, τί τελικὰ εἶναι ὁ χρόνος. Καθένας ἔδινε διαφορετικὲς ἀπαντήσεις. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ἀριθμὸς κινήσεων, δηλαδὴ οἱ κινήσεις τῶν ἀστέρων. Στὴν περίπτωσή μας ἡ κίνηση τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, δημιουργεῖ τὴν ἡμέρα καὶ τὴν νύκτα καὶ κατ' ἐπέκταση τὶς ἑβδομάδες, τοὺς μῆνες καὶ τὰ ἔτη. Αὐτὴ ἡ θεωρία σήμερα ἀπὸ πλευρᾶς ἐπιστημονικῆς εἶναι ξεπερασμένη, ἀφοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὸν χωρόχρονο ὅτι ὁ χῶρος συνδέεται στενὰ μὲ τὸν χρόνο.

Εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. δηλαδὴ πρὶν 17 αἰῶνες, ἔδωσε ἕναν ὁρισμὸ περὶ τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ συντονίζεται μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστημονικὴ ἄποψη περὶ τοῦ χρόνου. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «χρόνος δὲ ἐστι τὸ συμπαρεκτεινόμενον τὴ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα ὧ πᾶσα παραμετρεῖται κίνησις, εἴτε ἀστέρων, εἴτε ζώων, εἴτε οὐτινοσοὺν τῶν κινουμένων», δηλαδὴ ὁ χρόνος εἶναι τὸ διάστημα ποὺ συμπαρεκτείνεται στοὺς αἰῶνες μαζὶ μὲ τὴν σύσταση τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, ὅταν δημιούργησε τὸν κόσμο, συγχρόνως δημιούργησε καὶ τὸν χρόνο, δηλαδὴ ὁ χρόνος συνδέεται πάρα πολὺ στενὰ μὲ τὸν κόσμο καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἀριθμὸς τῶν κινήσεων.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει ἀσχοληθῇ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι ὁ χρόνος βρίσκεται καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πολυχρονικὸ ὃν καὶ ὑπάρχουν διάφορα εἴδη χρόνου μέσα στὸν βιολογικό του ὀργανισμό. Κατ' ἀρχὰς μέσα στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει τὸ λεγόμενο βιολογικὸ ρολόϊ καὶ μάλιστα ἔχουν ἀνακαλυφθῇ δώδεκα γονίδια –ρολόγια– τὰ ὁποία παίζουν ρόλο στὴν ρύθμιση τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ ρολογιοῦ. Στοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει ἕνα βιολογικὸ ρολόϊ, ἀλλὰ ἐπί μέρους χρονόμετρα, τὰ ὁποία εἶναι διάσπαρτα σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ σώματος, ἀκόμη καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν κυττάρων, τὰ ὁποία χρονόμετρα συντονίζονται ἀπὸ ἕνα κύριο ρολόϊ ποὺ βρίσκεται στὸν ὑποθάλαμο τοῦ ἐγκεφάλου.

Τὸ βιολογικὸ ρολόϊ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθορίζει τὸν ρυθμὸ τοῦ ὕπνου καὶ τῆς ἐγρηγόρσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν θερμοκρασία τοῦ σώματος. Μέσα στὸν ὀργανισμό μας ὑπάρχουν πολλὰ χρονόμετρα, τὰ ὁποία ἔχουν τὸν δικό τους ρυθμό. Γιὰ παράδειγμα ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῆς λειτουργίας τῆς καρδιᾶς, ἄλλος ὁ χρόνος τῆς λειτουργίας τῆς ἀναπνοῆς, ἀλλος εἶναι ὁ χρόνος τῶν διαφόρων ὀργάνων τοῦ σώματος καὶ ὅλα αὐτὰ συντονίζονται ἀπὸ τὸ βιολογικὸ ρολόϊ. Ἐπίσης, ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἄλλος τῆς ἐφηβικῆς καὶ τῆς ὥριμης ἡλικίας. Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ὁ χρόνος τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅταν εἴμαστε χαρούμενοι ὁ χρόνος συστέλλεται, δηλαδὴ περνᾶ πολὺ σύντομα, καὶ ὅταν εἴμαστε λυπημένοι ὁ χρόνος διαστάλλεται, δηλαδὴ περνᾶ πολὺ ἀργά. Ἐπίσης, ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῆς προσμονῆς ἑνὸς γεγονότος, ποὺ δὲν περνᾶνε οἱ ὧρες, καὶ ἄλλος ὁ χρόνος μιᾶς ἐμπειρίας ποὺ πέρασε καὶ ἄφησε βαριὰ τὴν πίεσή της στὸν σωματικό μας ὀργανισμό. «Γιὰ ὅσους ἀνυπομονοῦν καὶ βιάζονται ὁ χρόνος εἶναι μακρύς. Γιὰ ὅσους ἀγωνιοῦν καὶ ὑποφέρουν ὁ χρόνος ὄχι μόνον εἶναι μακρύς, ἀλλὰ καὶ ἐπώδυνος. Γιὰ ὅσους ἀγαποῦν καὶ δημιουργοῦν ὁ χρόνος εἶναι ταχύς».

Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πολυχρονικὸ ὃν καὶ ἐπειδὴ προσπαθεῖ νὰ ρυθμίση καὶ νὰ συντονίση ὅλες αὐτὲς τὶς μορφὲς τοῦ χρόνου καὶ πολλὲς φορὲς δὲν τὰ καταφέρνει, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχη πολλὰ πράγματα μέσα στὰ στενὰ ὅρια τοῦ βιολογικοῦ καὶ νυχθήμερου χρόνου, γιὰ αὐτὸ καὶ βασανίζεται. Αἰσθάνεται τὸν χρόνο σὰν κάποιον βασανιστὴ ποὺ τὸν τυραννεῖ. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζευγμένος στὸν διπλὸ ζυγὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Μελετῶντας τὸ θέμα τοῦ χρόνου μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο καὶ γιὰ τὴν ρύπανση τοῦ χρόνου, ὅπως ὑπάρχει ἡ ρύπανση τοῦ χώρου. Ἔτσι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν μολύνει μόνον τὸν χῶρο, ἀλλὰ καὶ τὸν χρόνο. Ὁ Γάλλος κοινωνιολόγος Γρασσὲ ἔγραψε: «θόρυβοι, εἰκόνες ἀλεπάλληλλες, βία ἀτελείωτη, ἀχαλίνωτος ἐρωτισμός, μὲ τέτοια ταΐζεται κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος... μιὰ ἀφηνιασμένη προπαγάνδα κατάλληλη γιὰ πλύση ἐγκεφάλου ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ταλαίπωρο Δυτικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸ τελευταῖο λεπτὸ περισυλλογῆς».

Ὁ μεγάλος λογοτέχνης καὶ ἁγιογράφος Φώτης Κόντογλου ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀξιοποίησε τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καὶ ἄφησε ἕνα ὑπέροχο ἔργο. Ὁ λογοτέχνης Νῖκος Καζαντζάκης ἔγραψε πολὺ κολακευτικὰ γιὰ αὐτόν:

«Ψηλὰ στὸν τρισχαριτωμένο ναὸ τῆς Περιβλέπτου, ἀνάμεσα ἀπὸ ἀβέβαιες ἐπικίνδυνες σκαλωσιές, ἀνάερα κρεμασμένος σὰν πολυέλαιος τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ τὴν ἄσπρη ἐργατικὴ μπλούζα του, μὲ τὴν παλέτα καὶ τὸ πινέλο στὰ χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι ἐκστατικός, πρόβαλε καλοωσορίζοντάς με ὁ Κόντογλου. Ποτὲ δὲν εἶδα αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ σκιρτήσει ἡ καρδιά μου. Στὸ δρόμο περνῶντας, βλέπεις χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ λές: νεκροταφεῖο κινούμενο εἶναι ὁ δρόμος. Ὅλοι τοῦτοι πέθαναν ἢ θὰ πεθάνουν. Σὰν τὰ πρόβατα, σὰν τὶς ὄρνιθες, καταχτυποῦν μιὰ στιγμὴ τὶς σκόνες καὶ τὰ πεζοδρόμια κι ὕστερα θὰ χαθοῦν, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ τους. Καὶ ξάφνου βλέπεις ἕναν καὶ τινάζεσαι χαρούμενος. Λές: τοῦτος δὲν θὰ πεθάνει. Τοῦτος ἔχει ψυχή, πιάνει τὴν ὕλη καὶ τὴν κάνει πνεῦμα, τοῦ δόθηκε μιὰ στάλα ἐφήμερη ζωὴ καὶ τὴν κάνει ἀθανασία... τὰ μάτια του λάμπουν κι εἶναι τὰ χέρια του γεμᾶτα ἀνυπομονησία καὶ δύναμη. Κι ὅταν τὸν παρασφίξει ἡ πίκρα, ἀρχινάει καὶ ψέλνει ἕνα τροπάρι: «Τὴ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια...» ἢ «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία...». Κι ἡ πίκρα ξορκίζεται κι ἡ γῆς μετατοπίζεται κι ὁ Κόντογλου, μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά του, μὲ τὰ μεγάλα του μάτια μπαίνει ὁλάκερος στὸν παράδεισο».

Ἀξίζει νὰ δοῦμε τί ἔγραψε ὁ Φώτης Κόντογλου γιὰ τὸν χρόνο. Στὴν ἀρχὴ ἀναφέρεται στὴν δύναμη τοῦ χρόνου ποὺ τὴν αἰσθανόμαστε πάνω μας μὲ τὶς ἀρρώστιες καὶ τὰ γηρατειά.

«Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἅς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιον τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει ἀπάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοή του ὅλα τ’ ἀλλάζει».

Στὴν συνέχεια, προσωποποιεῖ τὸν χρόνο, ἀναφέρεται στὴν διπλῆ του δράση, ἀφοῦ ὁ χρόνος μᾶς προσφέρει τὴν χαρὰ καὶ τὴν πίκρα, μὲ τὸ ἕνα χέρι μᾶς δίνει τὸ ποτήρι γεμᾶτο γλυκὸ κρασὶ καὶ μὲ τὸ ἄλλο χέρι μᾶς δίνει τὸ ποτήρι γεμᾶτο φαρμάκι. Γράφει:

«Ἂν λείψει ὁ Χρόνος, θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, τὰ ἐξαφανίζει. Γιὰ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴν Μυθολογία τους πῶς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῷ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητον ἄρχοντά μας, αὐτὸν ποὺ εἶναι φίλος κ’ ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ ποὺ μᾶς χαροποιοῦνε κι ὅλα ποὺ μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴν γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ ποὺ μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, ποὺ κοπιάσαμε νὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι ποὺ μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.

Ὧ! Ποιός θὰ πιάση αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμῶνα-καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φὼς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ θάλασσα, σὲ κάθε τρῦπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!

Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κ’ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μπαίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τό ‘νὰ χέρι του καὶ ποὺ ‘ναι γεμᾶτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο τὸ ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι ποὺ παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνῆ, μήτε τίποτα ἀπ' ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ ποὺ τὸ παίζει δίχως μήτε νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος ποὺ ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;».

Δυστυχῶς, αὐτὸν τὸν κλέφτη, τὸν ἀκαταμάχητο γίγαντα, αὐτὸ τὸ τέρας ποὺ παίζει μαζί μας, αὐτὴν τὴν μυλόπετρα ποὺ ὅλα τὰ ἀλέθει, τὸν γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά. Γράφει ὁ Κόντογλου:

«Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ' αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: "Χαῖρε ὧ Καῖσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε"! Ἔτσι, κι ἐμεῖς χαιρετᾶμε τὸν καινούργιο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα τοῦ γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε».

Βέβαια, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ χρόνου καὶ Αὐτὸς μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν κυριαρχία του. Γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου.

«Μόνο μιὰ ἐλπίδα ὑπάρχει γιὰ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: "ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κὰν ἀποθάνη, ζήσεται. Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος ὁ ζών, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τὶς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα"!».

Στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Καστορίας

Στήν ἀκριτική Καστοριά

Τὸ ὡς ἄνω κείμενο ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου μᾶς κ. Ἱεροθέου στὴν Καστοριά, τὴν ὁποία ἐπισκέφθηκε τὴν Κυριακὴ 15 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. προσκεκλημένος ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Ἱεράρχη κ. Σεραφείμ, προκειμένου νὰ συμμετάσχη σὲ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Καστορίας.

Κατ' ἀρχὰς ἑορτάστηκε ἡ μνήμη τοῦ τοπικοῦ ἁγίου Γερασίμου τοῦ Παλλαδᾶ, Μητροπολίτου Καστορίας καὶ μετέπειτα Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Στὸ ἀρχιερατικὸ Συλλείτουργο στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Καστοριὰς προεξῆρχε ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος, ὁ ὁποῖος στὸ κήρυγμά του ἀνέλυσε τὸ χωρίο ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα: «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κόλ. γ', 4).

Στὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ὁ κ. Ἰερόθεος ἀνέγνωσε ἐπισήμως τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη Ἁγιοκατατάξεως τῆς νέας ὁσίας Σοφίας τῆς ἐν Κλεισούρᾳ ἀσκησάσης. Πρόκειται γιὰ μιὰ τοπικὴ ἁγία, ποὺ ἔζησε τὸν 20ὸ αἰῶνα μὲ ἄκρα πτωχεία, κακοπάθεια καὶ ταπείνωση ὡς διὰ Χριστὸν σαλή, κατετάγη πρόσφατα στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ θὰ ἑορτάζεται στὶς 6 Μαΐου.

Μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας ἔξω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἔναρξη τῶν ἑορτασμῶν τῆς συμπλήρωσης ἑκατὸ ἐτῶν ἀπὸ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καστοριᾶς.

Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας πραγματοποιήθηκε ἡ ἐτήσια σύναξη τῶν Φιλοπτώχων Ταμείων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, μὲ τὴν συμμετοχὴ χιλίων περίπου ἀτόμων, ποὺ περιελάμβανε εὐχαριστήρια ὁμιλία τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, κοπὴ τῆς Βασιλόπιττας, τοπικοὺς παραδοσιακοὺς χοροὺς καὶ τραγούδια, βράβευση συνταξιούχουν Ἱερέων καὶ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου μὲ θέμα τὸ νόημα τῆς Βασιλόπιττας καὶ ὁ χρόνος, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας δημοσιεύθηκε ἀνωτέρω.

Οἱ ἐκδηλώσεις ἦταν προετοιμασμένες μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ εὐαισθησία ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Καστοριᾶς κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος εἶναι, μεταξὺ ἄλλων, φιλακόλουθος, φιλάγιος καὶ φιλόξενος, καὶ ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του.

Α.Κ.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ