Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Ἰωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος καὶ Ὀρθοδοξία (Β')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Ὁ Ἰωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος πίστευε πῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση στὴν θρησκευτικὴ τέχνη εἶναι ἡ στενὴ σχέση τοῦ τεχνίτη μὲ τὸ ἀντικείμενο. Δὲν μπορεῖς νὰ εἰκονίσης ἕνα ἐπεισόδιο τοῦ Εὐαγγελίου δίχως δίψα γιὰ πνευματικὴ ἀνάταση. Δὲν ἀρκεῖ μόνη ἡ ὁποιαδήποτε τεχνοτροπία γιὰ τὴν ὅποια ἐπιτυχία. Σ' αὐτὸ ζήλευε τὸν ἐπιστήθιο φίλο του Φώτη Κόντογλου καὶ συχνὰ ἔλεγε: "Ὁ ἁγιογράφος Φώτης εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους καὶ τοὺς πιὸ γνήσιους Ἕλληνες ἁγιογράφους. Τέτοιοι βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι κράτησαν ἀκηλίδωτα ἀρχέτυπα τῆς παράδοσης γιατί τοὺς συνόδευε πάντα ἡ κατανυκτικὴ εὐλάβεια, ἡ θερμή τους πίστη. Γέμιζαν τὸ ἔργο τους μὲ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς τους"

"Στὴν μεγάλη ἐκκλησία τῶν Καρυών, τὸ Πρωτάτο, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁ ἁγιογράφος Πανσέληνος κυριαρχεῖ. Κατάφερε νὰ ἀνανεώσει τὴν εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας χωρὶς νὰ προδώσει τὸ Βυζάντιο. Τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο συνυπάρχουν. Κι αὐτὸ γιατί εἰκονογραφεῖ τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση μὲ ἀσάλευτη πίστη. Ὁ "ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ" Χριστὸς εἶναι τὸ θαυμαστὸ ἔργο τοῦ Πρωτάτου, ἕνα πρόσωπο ποῦ κυμαίνεται "ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ γῆς", μιὰ μορφὴ ἀφθαρσίας, ἔξω ἀπὸ τὰ σαφῆ σύνορα τοῦ κόσμου τούτου..." (ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ σ. 54).

Ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο καταφυγὴ καὶ παρηγοριὰ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ πραγματικὴ πηγὴ ζεστασιᾶς. Γράφει ὁ ἴδιος: "Θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω τὴν ὀδυνηρὴ θρησκευτικότητα ποῦ μὲ γέμισε, ὅταν προσπάθησα καὶ μέσα μου καὶ ἔξω ἀπὸ μένα νὰ βρὼ ἀφορμὲς ποῦ νὰ μὲ φέρνουν σὲ ἐπίπεδο ψηλότερο ἀπ' τὰ χαμηλὰ καὶ στενόχωρα ἐγκόσμια. Ἡ ζωή μου τριχοτομήθηκε ἀνάμεσα στὸ σπίτι, στὸ σχολεῖο καὶ στὴν ἐκκλησία" ("ΩΡΑ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ" σ. 147).

Σκέπτεται τακτικὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὑπάρχει φοβερὸ διάστημα ἀνάμεσά τους ποῦ τοὺς χωρίζει. Παραστατικὰ ζωντανεύει τούτη τὴν ἀλήθεια:

Θὰ πρέπει νὰ στερηθῶ τὰ μάτια μου
γιὰ νὰ μπορῶ νὰ σὲ κοιτάζω καλύτερα.
Θὰ πρέπει νὰ στερηθῶ τὰ χέρια μου,
γιὰ νὰ μπορῶ νὰ σ' ἀγγίζω.
Θὰ πρέπει νὰ στερηθῶ τὰ πόδια μου,
γιὰ νὰ ὑποτάξω στὸ χαλινάρι τοῦ ἀριθμοῦ
τὸ διάστημα ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο.
Ἂν ἁπλώσω τὸ χέρι, μπορῶ νὰ σ' ἀγγίξω.
Κι ὡστόσο, μήτε σὺ δὲν ὑπάρχεις...
(Ἅς μὴ μιλοῦμε γι' ἀγάπη).
Ναί, ἅς μὴ μιλοῦμε γι' ἀγάπη!

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Σ. 184)

Δὲν μποροῦμε νὰ στηριζόμαστε μόνο στὸν ἑαυτό μας, γράφει: "Νὰ σωθοῦμε στοὺς ἄλλους, ναί, ἀδελφοί μου νὰ σωθοῦμε στοὺς ἄλλους. Οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι ἡ κόλαση. Εἶναι ἡ πύλη τῆς σωτηρίας μας! Μὰ πῶς νὰ τὴ διαβοῦμε αὐτὴ τὴ σωτήρια πύλη, ποῦ εἶναι ὅλο ἀγκάθια στρωμένη καὶ μεὶς γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι καὶ ξυπόλητοι" (ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ σ. 257).

Ὕστερα ὑπάρχουν καὶ οἱ κακοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι λύκοι, ποῦ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ θυμίζη ἀνθρώπους. Ἐκεῖνοι ποῦ σὲ ἀναγκάζουν νὰ σκεφτῇς τὴν ζούγκλα. "Σκέφτομαι κάποτε τὴ γῆ χωρὶς ἀνθρώπους. Ἴσως νὰ ἦταν ἀγγελικότερη ἡ κοινωνία τῶν ζώων. Καὶ πάντα θὰ ἦταν εἰλικρινέστερη. Γιατί ὁ νόμος τῆς ζούγκλας δὲν ξέρει φιλοσοφία δὲ σοῦ διδάσκει τὴ μεταφυσικὴ τοῦ Σπινόζα προτοῦ σὲ κατασπαράξει..." (ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΣ Ὁ ΙΕΡΟΣ Σ. 120)

"Κάποτε πάσκισα νὰ μιλήσω γλυκὰ στοὺς ἀνθρώπους.
Μὰ δὲν εἶδα παρὰ τὴ ράχη τους νὰ σημαδεύει τὸ μάκρος.
Κάποτε θέλησα νὰ κοιτάξω τοὺς ἀνθρώπους στὰ μάτια.
Μὰ δὲν εἴχανε μάτια.
Κάποτε νόμισα, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ μοῦ μιλήσουν οἱ ἄνθρωποι.
Μὰ σὰ νά' νιωσα τότες, πῶς τὰ χείλη τους λείπανε,
καὶ τὸ στόμα τους ἔβγαζε τὴν πίσσα,
τὴν κόλαση ἀπὸ τὰ φθαρμένα τους σπλάχνα.
Ἐδῶ πέρα δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος πιά...

(ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ σ.. 23).

Προχωρεῖ καὶ στὴν διαπίστωση: "Οἱ ἄνθρωποι ποῦ πιστεύουν ὁριστικὰ καὶ ἀμετακίνητα εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι. Καὶ κεῖνοι ποῦ δὲν πιστεύουν, ὁριστικὰ καὶ ἀμετακίνητα, ἐπίσης. Οἱ δραματικοὶ τύποι εἶναι ὅσοι παραδέρνουν ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία, τὴ βεβαιότητα καὶ τὸ δισταγμό, αὐτοὶ οἱ φοβεροὶ σκεπτικιστές, ποῦ γκρεμίζουν καὶ ξαναπλάθουν ὁλοένα τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν κόσμο μέσα τους" (ΠΡΟΣΩΠΑ σ.166)

Πιὸ ἀνθρώπινος παρουσιάζεται στὴν συνέχεια, ὅταν νιώθη τὴν ἀνάγκη νὰ ρίξη κάποια γέφυρα νὰ πλησιαστοὺν οἱ ἄνθρωποι, γιατί ὑπάρχει κάτι κοινὸ ποῦ μπορεῖ νὰ τοὺς ἐνώση. Εἶναι ὁ ἀνθρώπινος πόνος. Θὰ πή: "Εἴμαστε ὅλοι ἕνας στεναγμός, καὶ τοῦτος ὁ στεναγμὸς μᾶς ἀδερφώνει...Είμαστε δυὸ πονεμένοι ποῦ συναντήθηκαν μέσα στὴ νύχτα, ποῦ συναντήθηκαν μέσα στὴν ἀστροφεγγιὰ καὶ ποῦ μπόρεσαν νὰ κλάψουν μαζί. Ἄνθρωπε τῆς ἀγαπημένης τούτης τῆς γῆς, ἀπόψε θὰ περάσουμε τούτη τὴ νύχτα μαζί. Ἔλα νὰ διηγηθεῖς τὶς νύχτες ποῦ πέρασες. Ἡ παρουσία σου μὲ φιλιώνει μὲ τὴ διάρκεια. Θέλω μονάχα ν' ἀκούσω τὸ φτεροκόπημα τῆς καρδιᾶς σου, νὰ νιώσω τὴ ζεστή σου φλέβα κοντά μου" (ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, σ.115).

Καὶ μὴν ξεχνᾶς: "Μέσα στὴ φλέβα μου περπατοῦμε μαζί
ἕνα μικρὸ ποτάμι αἷμα
κόκκινο, κίτρινο, μαῦρο, ἀνθρώπινο"

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ σ. 330)

Καὶ συνεχίζει μὲ τὴν προσευχή:

"Δός μου τὸ χέρι σου ἀδερφέ,
Κύριε, γλυκὲ Πατέρα,
τῶν φαραγγιῶν ποῦ ἀπ' τὶς στριγγές
τῶν ζώων φωνὲς φρικιάζουν
τῶν ἀπλησίαστων βουνῶν
καὶ τῶν πλατειῶν κοιλάδων
δός μου τὸ χέρι σου ἀδερφέ,
Κύριε γλυκέ, καὶ στάσου ἐδῶ
στὸ σπίτι αὐτὸ ποῦ ὡς ρόδο
ἀπ' τὴν ὀδύνη μου εὐωδιάζει".

Αὐτὴ ἡ ἀπομόνωση τῶν ἀνθρώπων συνεπάγεται τὴν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης καὶ χωρὶς ἀγάπη δὲν ζεσταίνεται ἡ καρδιὰ καὶ γεννιέται ἡ ἁμαρτία. Εἶναι μὲ τὸν ἄγγελο ὁ ἄνθρωπος καὶ σκέπτεται τὸν δαίμονα. Εἶναι μὲ τὸν δαίμονα καὶ σκέπτεται τὸν ἄγγελο.

Θὰ πὴ ὁ ἴδιος:

"Οἱ περπατάρηδες ἄγγελοι ξενυχτοῦνε στ' ἀσβεστωμένα καμπαναριὰ καὶ οἱ δαιμόνοι στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων"

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ σ. 178)

Ἐξομολογεῖται καὶ ὁ ἴδιος πῶς αἰσθάνεται γυμνὸς μπροστὰ στὴν ἀρετή:
"Ἤμουν γυμνὸς ἀντίκρυ της, γιατί δὲν εἶχα ἄλλο χιτῶνα
ἔξω ἀπὸ τὸν κόκκινο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας"

(ὅ.π. σ.162).

Εὐτυχῶς ποῦ τὴν ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ἡ τύψη καὶ ἡ μεταμέλεια. Αὐτὴ ἡ τύψη ἔρχεται ἔντονα καὶ στήνει τὴν σκηνή της μέσα μας. Ἡ πάλη μὲ τὴν τύψη καὶ τὴν μεταμέλεια γίνεται κυρίως στὸ ἁλώνι τῆς μνήμης, ὅπου οἱ πειρασμοὶ σὰν ἀγριοπερίστερα ἔρχονται καὶ ἀναστατώνουν τοὺς λογισμούς μας. Ὁ ποιητὴς θυμᾶται τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου καὶ γράφει:

"...Εὐδοκία Κυρίου! Μακρινὰ τολμήματα καὶ περάσματα,
χίμαιρες ταξιδεμένες στὰ φτερὰ τῶν ἀνέμων,
ἀνομήματα καὶ μεταρσιώσεις κι ἐξιλασμοί,
πορεῖες χωρὶς ἴχνη καὶ μεταγνωμοὶ δίχως πρόφαση.

Καὶ συλλογιέμαι τὴν ὥρα τοῦ Κυρίου.
Πονηρὸς δοῦλος, τὸ τάλαντο προσφερμένο δαπάνησα
στὴν ἄγονη πεῖρα, στὴ στεγνὴ σοφία καὶ σὲ τούτη δώ
τὴν ἀκατανόητη συγκομιδὴ τῆς θερμῆς καμπύλης.
Κύριε τῶν οἰκτιρμῶν, ἐπίβλεψε τὴν ἀσωτία μου!"

Ἡ συνειδησιακή του κατάσταση δὲν εἶναι σταθερή. Θὰ πῆ:

"Ὁλοένα μέσα μου ἕνας χαλαστὴς κι ἕνας χτίστης, αὐτὸ τὸ καταλυτικὸ καὶ χαρούμενο δαιμόνιο γκρεμίζει καὶ ξαναχτίζει ὅ,τι ἀγωνίζομαι νὰ οἰκοδομήσω".

Καὶ φοβᾶται. Ἰδιαίτερα φοβᾶται τὸν θάνατο. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποῦ νὰ μὴν τὸν σημαδεύη ὁ θάνατος. Μὲ τὰ ἀκοίμητα μάτια βλέπει τὴν Νύχτα ποῦ ἔρχεται καὶ θέλει νὰ τὴν ξορκίση.

"Θεέ μου! ὁλοένα τὴ νιώθω τούτη τὴ Νύχτα ποῦ ἔρχεται, τοῦτος ὁ θάνατος.
Τώρα μὲ πήρανε οἱ καιροὶ καταπόδι,
ὁμοιώθηκαν μὲ λυσσασμένα σκυλιὰ οἱ καιροί
καὶ τὴ γαυγίζουν τὴν ἀνημπόρια μου...
Ὁ τόπος στενεύει, ὁ χρόνος καλπάζει..."

(ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ)

"Ἅς ἀνάψουμε τὰ φῶτα, ἅς ἀγρυπνήσουμε ἀντίκρυ στὸ θάνατο, ἀντίκρυ στὸ Τίποτα, ἀντίκρυ στὸ Χάος"

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ σ. 262-263).

Καὶ προσπαθεῖ νὰ ξεχωρίση τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μέσα στὴν Νύχτα. Δὲν ξέρει ἂν εἶναι ἡ παρουσία ἢ ἡ ἀπουσία Του. Στέκεται τότε ἡ καρδιά του στὴν θέση της, ἠρεμεῖ.

".....Αἰσθάνομαι τὴν παρουσία σου γύρω μου.
Ὁ λόγος σου γίνεται στεναγμός μου,
ὁ θρῆνος σου γίνεται τύψη μου
καὶ δὲ μπορῶ νὰ ξεχωρίσω τὴν τιμωρία σου
ἀπὸ τὴ θλίψη ποῦ ἐπιβάλλω στὸν ἑαυτό μου.
Εἶσαι τὸ πρόσωπο ποῦ γεμίζει τὴ νύχτα μου,
ἕνας ἴσκιος μακρὺς καὶ βαθύς, ἕνα πρόσωπο ποῦ δὲν τό' χῷ γνωρίσει,
ἀνερμήνευτε Κύριε!

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ σ. 202-203).

Ὧρες ὧρες ὁ ποιητὴς κλείνεται στὸν ἑαυτό του καὶ ἡ ψυχή του κατεβαίνει στὰ βάθη της. Εἶναι οἱ πολύτιμες ὧρες τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Θὰ πὴ ὁ ἴδιος:

"Βυθοσκοποῦμε τὴν ἐσωτερική μας ὕπαρξη αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη καὶ καθάρια οὐσία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποῦ περιχαρακώνεται στὴν περιοχὴ τῆς καὶ ξεφεύγει κάθε ἐπίδραση τῆς καθημερινῆς τριβῆς καὶ πείρας, καὶ βλέπει μονάχα τὴν ὀλόϊσια καὶ τὴν ἀκέρια πράξη καὶ σκέψη, καὶ τιμωρεῖ μὲ τὴν καλοσύνη της ποῦ γίνεται τύψη, καὶ μὲ τὴν ἀθωότητά της ποῦ γίνεται νοσταλγία καὶ ἀδημονία καὶ σπαραγμὸς" (ΧΜ, 124). Αὐτὴ ἡ ματιὰ πρὸς τὰ βάθη μας, ὅπου, κατὰ τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Κυρίου, βρίσκεται "ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν" (Λούκ. ἰζ' 21), εἶν' ἕνα δίχτυ ποῦ μπορεῖ νὰ ψαρέψει ὅ,τι ἔχει ἡ μέσα θάλασσα τοῦ καθενός: μπορεῖ τὸ Θεό, μπορεῖ καὶ τὸν ἐπαίσχυντον ἑαυτό μας. Ὡστόσο, ἂν δὲν σκύψουμε πολὺ καὶ δὲ σκάψουμε βαθιὰ μέσα μας τίποτε καλὸ δὲ γίνεται"

Καὶ κεῖ στὸ βάθος τοῦ ἐγώ του βασανίζεται ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὴν δίψα καὶ τὴν ἴδια πεῖνα, ὑποφώσκει μέσα του θρησκευτικὴ δίψα καὶ ἀνησυχία, ἀναφωνεῖ "ἐδίψησέ σὲ ἡ ψυχή μου, Κύριε" καὶ ψιθυρίζει τὴν προσευχή του:

"Κύριε καὶ Θεέ μου,
...μονάχα γιὰ σένα θὰ πρέπει νὰ λεηλατήσω τὴ σιωπή μου,
γιατί ἐσὺ μονάχα δὲν ἀποκρίνεσαι,
γιατί ἐσὺ μονάχα τὸ ξέρεις, πῶς δὲν ὑπάρχει ἀπόκριση....
...μέθυσα μὲ τὴν παρουσία σου, ἀκατανόητε Κύριε
ποῦ ταξιδεύεις στὸν ἀκατανόητο κόσμο σου,
ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
Κύριε καὶ Θεέ μου,
μονάχα σὲ σένα θὰ πρέπει νὰ πώ,
πῶς ἤμουν μιὰ αἴσθηση καὶ τὴ σύντριψες,
ἐσὺ ποῦ μίσησες τὶς αἰσθήσεις
κι ἅς τὶς ἔπλασες μόνος σου...
Οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν μὲ τὸ στόμα σου, Κύριε!
Κι ἐσὺ ἀκόμα δὲν ἔχεις ἀποκριθεῖ,
δὲν τὴν ἔχεις λεηλατήσει τὴ σιωπή σου" .

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)

(συνεχίζεται)

  • Προβολές: 2685