Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ σκουριασμένες μηχανές...

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Στὸ προηγούμενο φύλλο τῆς Παρέμβασης ἀναφερθήκαμε στὴν ἄποψη τοῦ Στέλιου Ράμφου, (ἀδιανόητη γιὰ ἕναν ποὺ γνωρίζει στοιχειωδῶς τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας), ὅτι γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ κρίση ποὺ μαστίζει τὴν χώρα μας φταίει ἡ μύηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας στὸ πνεῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας, στὴν βίωση, δηλαδή, τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τῶν ἑορτῶν καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας. Τὴν ἄποψη αὐτὴ τὴν βρήκαμε διατυπωμένη σὲ ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ πρωτοχρονιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας Τὸ Βῆμα.

Διαπιστώσαμε ὅμως (ἀπὸ σχετικὴ ἀρθρογραφία τῆς ἐφημερίδας Καθημερινή, 19.2.2012), ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι πρωτότυπη γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ διανόηση. Εἶναι μιὰ προσαρμογὴ στὰ ὀρθόδοξα ἑλληνικὰ δεδομένα ἀπόψεων, ποὺ γέννησε ἡ θεωρία τοῦ Μὰξ Βέμπερ γιὰ τὴν σχέση τοῦ πνεύματος τοῦ Καπιταλισμοῦ μὲ τὴν ἠθικὴ τοῦ καλβινιστικοῦ Προτεσταντισμοῦ. Σὲ αὐτὴν τὴν προσαρμογή, βέβαια, παίζουν καθοριστικὸ ρόλο οἱ θεολογικὲς καὶ οἰκονομολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχει αὐτὸς ποὺ τὴν ἐπιχειρεῖ. Πάντως, μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς τὸν Μὰξ Βέμπερ, πολλοὶ μιλοῦν πλέον στὴν Δύση γιὰ τὴν αἰτιώδη σχέση θρησκείας καὶ οἰκονομίας, εἴτε συμφωνοῦν μαζί του, εἴτε διαφοροποιοῦνται ἀπὸ αὐτόν.

Ὁ εὐρωπαϊκὸς Νότος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Παπισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς δίνει ἀφορμὲς γιὰ «θεολογικὲς» ἑρμηνεῖες τῆς οἰκονομικῆς κατάστασης, στὴν ὁποία ἔχουν περιέλθει οἱ μεσογειακὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη, ὡς κάτι λογικὸ καὶ αὐτονόητο, τὴν ἀπληστία τῶν διεθνῶν τοκογλύφων, ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὴν ἀνεπάρκεια ἢ τὴν ἰδιοτέλεια τῶν ἡγετῶν τῶν χωρῶν αὐτῶν. Φτάνουν μάλιστα ὁρισμένοι στὸ συμπέρασμα ὅτι γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση τῶν χωρῶν αὐτῶν «εὐθύνεται ἡ μᾶλλον "χαλαρὴ" προσέγγιση τοῦ καθολικοῦ καὶ τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία», κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει στὸν Προτεσταντισμό, στὸν ὁποῖο «ποτὲ δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι σίγουρος, οὔτε ὑπάρχει τρόπος νὰ διασφαλίσεις τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σου» (Economist). Γιὰ τὴν μὴ προτεσταντικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας θυμίζουν μάλιστα τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ λέει: «φιλότιμος γὰρ ὧν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης». Παρουσιάζουν, ἔτσι, τοὺς Προτεστάντες ὡς ἄσχετους μὲ τὸ πνεῦμα τῆς «φιλοτιμίας τοῦ Δεσπότου», ποὺ καταργεῖ τὴν σχέση τῶν ὡρῶν ἐργασίας μὲ τὸ ὕψος τοῦ μισθοῦ. Δείχνουν, ὅμως, νὰ μὴ καταλαβαίνουν σὲ ποιά ἐργασία ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ δὲν γνωρίζουν, ἐπίσης, καὶ τὸ πραγματικὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο τῆς «προτεσταντικῆς νοικοκυροσύνης», ποὺ δημιουργεῖ ἰσχυρὲς οἰκονομίες. Προφανῶς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν ὑποθάλπει τὴν ραθυμία, γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθῇ ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μὲ τὴν οἰκονομικὴ ὑστέρηση. Βέβαια, ἡ θεολογία καὶ ἡ ἠθικὴ τοῦ Προτεσταντισμοῦ εὐνοεῖ τὴν δημιουργία πλούτου. Ὁ Προτεστάντης πρέπει συνεχῶς νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ἀνήκει στοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τοὺς προορισμένους ἀπὸ καταβολῆς κόσμου γιὰ τὴν σωτηρία. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ ἐξωθεῖ τοὺς Προτεστάντες στὴν ἱεροποίηση τῆς ἐργασίας καὶ στὴν συλλογὴ πλούτου, ὁ ὁποῖος θεωρούμενος ὡς εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση τῆς σωτηρίας. Ὁ ἀρθρογράφος, μάλιστα, Kevin Myers, σὲ ἰρλανδικὴ ἐφημερίδα, γράφει: «Στὴν προτεσταντικὴ ἠθική, ἂν δὲν δουλέψεις, σοῦ ἀξίζει νὰ πεινάσεις». Γι’ αὐτὸ συμπεραίνει ὅτι γιὰ τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία τῆς Ἰρλανδίας: «Φταίει ποὺ δὲν εἴμαστε προτεστάντες».

Μέσα στὸν πυρετὸ τῆς κρίσεως ποὺ βρισκόμαστε αὐτὴ ἡ φράση τοῦ Kevin Myers μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς μιὰ προκλητικὴ προτεσταντικὴ προπαγάνδα, καὶ ἐφόσον ἀναπαράγεται σὲ Ἑλληνικὸ ἔντυπο, ὡς μιὰ φοβερὴ διαβολὴ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Ἐκκλησία. Ὅπως ἤδη σημειώσαμε, εἶναι μᾶλλον γεγονὸς ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Καπιταλισμοῦ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν ἰδιότυπη ἀσκητικὴ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. (Σὲ ὅσους θέλουν νὰ ἐνημερωθοῦν γι’ αὐτὴν τὴν ἄποψη τοὺς παραπέμπουμε στὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου μας: Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοὶ καὶ στὸ κεφάλαιο: Ὁ Καπιταλισμὸς ὡς γέννημα τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς, κατὰ τὸν Max Weber). Γιὰ νὰ θεωρήση, ὅμως, κανεὶς ὅτι τὰ παραπάνω εἶναι πρὸς ἔπαινο τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πρέπει νὰ ἔχη πειστῇ ὅτι ὁ Καπιταλισμός, ποὺ ἐν ἁμαρτίαις καταρρέει, εἶναι τὸ δικαιότερο καὶ «ἁγιώτερο» οἰκονομικὸ σύστημα. Ἡ «διεθνὴς τοκογλυφία» ὅμως δὲν βοηθᾶ σὲ μιὰ τέτοια θεώρηση.

Στὸ ἄρθρο τῆς Καθημερινῆς ποὺ ἀναφερόμαστε, τὸ ὁποῖο ἔχει τίτλο: Θρησκεία καὶ οἰκονομία καὶ χαρακτηριστικὸ ὑπότιτλο: Ἔγιναν πλούσιοι διαβάζοντας τὴν Βίβλο... (τὰ ἀποσιωπητικὰ δείχνουν τὴν εἰρωνεία τοῦ ἀρθρογράφου), καταγράφονται καὶ οἱ ἀντιρρήσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθῇ γιὰ τὴν σχέση τοῦ Προτεσταντισμοῦ μὲ τὴν ἀνάπτυξη ἢ γενικότερα τὴν σχέση τῆς θρησκείας μὲ τὴν οἰκονομία. Παρὰ ταῦτα στὴν συνέχεια θὰ παραθέσουμε τρία χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ὅπως τὸν κατέγραψε ὁ Γέροντας Παΐσιος, καὶ θὰ δείξουμε τὴν Ὀρθόδοξη ὀπτικὴ τῶν πραγμάτων. Τὸ πῶς, δηλαδή, στὴν ζωὴ καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγίων ἡ ἐπιείκεια συνυπάρχει μὲ τὴν αὐστηρότητα, καὶ τὸ πῶς ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἄσκηση εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν ραθυμία, ποὺ δημιουργεῖ τὴν οἰκονομικὴ ὑστέρηση, τὴν ἀνέχεια, χωρὶς ὅμως νὰ εἰδωλοποιῆται ὁ πλοῦτος.

Πρῶτα νὰ δοῦμε ἕνα ἰδιότυπο «τραπεζικὸ σύστημα» ἢ «φιλόπτωχο ταμεῖο», τὸ ὁποῖο φυσικὰ εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὶς κοινωνίες ποὺ δὲν τὶς συνδέει ἡ ζωντανὴ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Γράφει ὁ Γέροντας Παΐσιος: «Στὴν Ἐκκλησία [τῶν Φαράσων, ὅπου ἱερουργοῦσε ὁ ὅσιος Ἀρσένιος] ἦταν μιὰ καμάρα, στὴν ὁποία ἄφηναν μερικοὶ προαιρετικῶς χρήματα γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ οἱ φτωχοὶ μόνοι τοὺς πήγαιναν καὶ ἔπαιρναν ὅσα εἶχαν ἀνάγκη. Περισσότερα φοβόνταν νὰ πάρουν, γιὰ νὰ μὴν τοὺς τιμωρήση ὁ Θεός». Δὲν ὑπῆρχαν κεφάλαια ποὺ τοκίζονταν, οὔτε δάνεια μὲ δυσβάστακτους τόκους. Στὴν ἀναρχία αὐτοῦ τοῦ «φιλόπτωχου τραπεζικοῦ συστήματος» ἔβαζε τάξη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.

Βέβαια, ἡ μέριμνα γιὰ τοὺς φτωχοὺς δὲν ἀμνήστευε τὴν ραθυμία καὶ τὴν ἄσωτη ζωή. Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν αὐστηρὸς στοὺς τεμπέληδες. Γράφεται στὸν βίο του:

«Ὅλοι οἱ Φαρασιῶτες, καὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ ἀκόμη, τὸν Χατζεφεντὴ (τὸν ὅσιο Ἀρσένιο) τὸν λάτρευαν, ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς μέθυσους καὶ τεμπέληδες, διότι δὲν ἤθελε νὰ βλέπη ὑγιῆ νὰ κάθεται».

Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ἀκόλουθο γεγονός, ὅπως ἔχει καταγραφῆ ἀπὸ τὸν Γέροντα Παΐσιο:

«Τὰ πρόσφορα τῆς Ἐκκλησίας τὰ ἔστελνε (ὁ ὅσιος Ἀρσένιος) κρυφὰ τὴν νύχτα σὲ δυστυχισμένες οἰκογένειες μὲ τὸν ψάλτη τοῦ Πρόδρομο. Σὲ τεμπέλη ποτὲ δὲν ἔδινε. Μία ἡμέρα πῆγε ἕνας τεμπέλης καὶ μέθυσος στὸν Πατέρα Ἀρσένιο καὶ τοῦ ζήτησε πρόσφορα. Ὁ Πατὴρ ἦταν στὸ κελλὶ τοῦ καὶ τοῦ δίνει ἕνα πέτουρο κριθαρένιο καὶ τοῦ λέγει:
Ἐγὼ ἀπὸ αὐτὰ τρώγω.
Ὁ τεμπέλης δὲν τὸ δέχθηκε, ἀλλὰ ἐπέμενε γιὰ πρόσφορο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Πατὴρ αὐστηρά:
Δὲν τρέπεσαι, σαράντα πέντε ἐτῶν παλληκάρι κατάγερο, νὰ κάθεσαι ὅλη μέρα καὶ νὰ σκέφτεσαι διαβολιὲς καὶ νὰ μεθᾶς καὶ νὰ ζητιανεύης;
Εἶπε μετὰ στὸν ψάλτη Πρόδρομο:
Πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, πάρε τρία-τέσσερα πρόσφορα καὶ πήγαινε στὸ ποτάμι, καὶ ἐὰν ἔρθη ἐκεῖ ὁ τεμπέλης, τότε νὰ τοῦ τὰ δώσης.
Εἶπε καὶ στὸν τεμπέλη, γιὰ νὰ βάλη μπρὸς τὴν σκουριασμένη μηχανή του:
Πήγαινε στὸ ποτάμι, νὰ τὰ πάρης ἐκεῖ καὶ νὰ πιάσης καὶ ψάρια ποὺ ἔχει ἄφθονα.
Δυστυχῶς ὁ τεμπέλης βαρέθηκε νὰ πάη...».

Τὸ πολὺ ἁπλὸ αὐτὸ περιστατικὸ ἐπιδέχεται πολλαπλῆ ἀνάλυση. Θὰ ἐπισημάνουμε τηλεγραφικὰ τρία σημεῖα μὲ πνευματικὸ καὶ οἰκονομικὸ ἐνδιαφέρον. Πρῶτον, ἡ δυστυχία δὲν εἶναι πάντοτε ἀποτέλεσμα τεμπελιᾶς. Γι’ αὐτὸ ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ἔστελνε πρόσφορα «σὲ δυστυχισμένες οἰκογένειες... Σὲ τεμπέλη, [ὅμως] ποτὲ δὲν ἔδινε». Δεύτερον, ἡ ὑγεία πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀπαραίτητη ἐργασία, ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος «σκουριάζει» καὶ φτάνει στὸ νὰ σκέφτεται «διαβολιές», νὰ μεθᾶ καὶ τελικὰ νὰ ζητιανεύη. Καὶ τρίτον, ὁ ὑγιὴς πνευματικὰ ἄνθρωπος ξέρει νὰ λαμβάνη μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀπὸ τὴν κτίση ὅλα τὰ ὑλικὰ δῶρα ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεός. Αὐτὸ ἤθελε νὰ ὑποδείξη ὁ ὅσιος Ἀρσένιος στὸν τεμπέλη, ὅταν τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στὸ ποτάμι, νὰ τὰ πάρης ἐκεῖ [τὰ πρόσφορα] καὶ νὰ πιάσης καὶ ψάρια ποὺ ἔχει ἄφθονα».

Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ ἀπαιτοῦν ἐργασία γιὰ νὰ τὰ λάβουμε. Καὶ ἐπειδὴ τὸ φιλόπονο πνεῦμα διαποτίζει ὅλη τὴν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὴν αὐθεντικότητά της εἶναι ἀσκητική, οἱ αἰτίες τῶν οἰκονομικῶν μας προβλημάτων πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν ἀλλοῦ: στὴν ἄκαμπτη προτεσταντικὴ ἠθικὴ τῆς διεθνοῦς κεφαλαιοκρατίας καὶ στὶς «σκουριασμένες μηχανὲς» ἡγετῶν καὶ τῆς κρατικῆς μας διοίκησης.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ