Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὀλίγα περὶ ἱερῶν Μνημοσύνων

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἀπαγκιστρώνοντας τὴν σκέψη μας ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὴν πολιτικὴ ρευστότητα ποῦ ἐπικρατεῖ στὴν χώρα μας θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ἕνα θέμα ποῦ ἀφορᾶ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας, συγκεκριμένα μὲ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως μνημοσύνων ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου μέχρι καὶ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Μπορεῖ γιὰ τοὺς πολλοὺς αὐτὸ νὰ εἶναι ἕνα θέμα ἐκτὸς ἐποχῆς (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ποιός ἀσχολεῖται τώρα μὲ τυπικὲς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐδῶ ὁ κόσμος καίγεται...»), ὅμως μόλις διήλθαμε τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα καὶ σὲ κάποιους μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμη νωπὲς οἱ μνῆμες ἀπὸ τριβὲς μεταξὺ ἐνίων ποιμένων καὶ ἐνίων μελῶν τοῦ ποιμνίου τους μὲ ἀφορμὴ αὐτὴν τὴν διάταξη, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ἄλλες παρόμοιες τυπικὲς διατάξεις, ποῦ ἀφοροῦν κυρίως τὴν τέλεση μνημοσύνων ἢ γάμων, δημιουργοῦν πολλὲς φορὲς περιττὲς τριβές, καὶ κάποιες φορὲς ἀναιτιολόγητες παραβιάσεις τοῦ τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν συνέχεια θὰ περιορισθοῦμε μόνο στὶς διατάξεις ποῦ ἀφοροῦν τὰ Μνημόσυνα.

Πρὶν ἀναφερθοῦμε στὶς τυπικὲς διατάξεις, πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ μεγαλύτερο ἴσως μέρος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μνημοσύνου ἀφορᾶ τοὺς ζῶντες, καὶ ὄχι τοὺς κεκοιμημένους. Οἱ στίχοι γιὰ παράδειγμα ἀπὸ τὸν 118ο Ψαλμὸ (τὸν Ἄμωμον) ποῦ συνηθίζεται νὰ ψάλλονται στὴν θέση τοῦ κοινωνικοῦ, ὅταν τὸ μνημόσυνο δὲν τελεῖται τὴν Κυριακή, καθὼς καὶ τὰ πέντε ἀπὸ τὰ ἕξι νεκρώσιμα Εὐλογητάρια, ἀφοροῦν κυρίως τοὺς ζῶντες ποῦ προσῆλθαν νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τὸν κεκοιμημένο. Γιὰ παράδειγμα οἱ ψαλμικοὶ στίχοι: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας...», «Κλῖνον τὴν καρδίαν μοῦ εἰς τὰ μαρτύριά σου καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν», «συνέτισόν μὲ καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου» ἢ οἱ στίχοι τῶν Εὐλογηταρίων «τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγὼ εἰμι ἀνακάλεσαί με, Σωτὴρ καὶ σῶσὸν μὲ» καὶ «οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσμα Δέσποτα καὶ καθάρισον σὴ εὐσπλαχνία», ἀφοροῦν τοὺς ζῶντες, εἰδάλλως θὰ ὑπονοοῦσαν μετὰ θάνατον ἐνέργειες παθῶν (ἀκηδίας, πλεονεξίας), καθὼς καὶ δυνατότητα μετάνοιας, ἡ ὁποία ὅμως «ἐν τὼ Ἅδῃ οὐκ ἔστι», σύμφωνα μὲ τὸ ψαλμικὸ «ἐν δὲ τὼ ἅδη τὶς ἐξομολογήσεταί σοι;».

Βέβαια, πολλοὶ θεωροῦν ὅτι αὐτὰ τὰ ψάλλουν οἱ ζῶντες ἐν ὀνόματι τῶν κεκοιμημένων, γι’ αὐτὸ μάλιστα ἀλλάζουν ἀκόμη καὶ στοὺς ψαλικοὺς στίχους τὰ γένη, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν εἶναι ἄνδρας ἢ γυναῖκα ὁ κεκοιμημένος, ὅπως στὸ «Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλὸς ζήτησον τὸν δοῦλον σου», τὸ ὁποῖο, ὅταν εἶναι γυναῖκα, γίνεται ἀπὸ ὁρισμένους «ζήτησον τὴν δούλην σου». Ὅμως ἡ Ἐκκλησία στὶς νεκρώσιμες ἀκολουθίες τῆς δὲν ἐνδιαφέρεται μόνον γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ζῶντες, τοὺς ὁποίους προσπαθεῖ μὲ τοὺς ψαλμοὺς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς νὰ τοὺς ὀδηγήση σὲ κατάνυξη, σὲ αὐτογνωσία καὶ μετάνοια, ὥστε ἡ προσευχή τους γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κεκοιμημένο, νὰ εἶναι σύμμεικτη μὲ πνευματικὸ πόνο, πόνο ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς διαβρωτικῆς δύναμης ποῦ ἔχει ἡ ἁμαρτία, ὥστε βγαίνοντας μέσα ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ δικοῦ τους πνευματικοῦ θανάτου, νὰ εἶναι προσευχὴ μὲ δύναμη παρακλητική, ποῦ βοηθᾶ τὴν ἀπελθοῦσα ψυχὴ στὴν πορεία της πρὸς τὸν Θεό.

Θεωρῶντας πολλοὶ πῶς ὅ,τι λέγεται στὴν τελετὴ τοῦ Μνημοσύνου ἀφορᾶ μόνον τοὺς κεκοιμημένους δυσανασχετοῦν ὅταν ἡ Ἐκκλησία «ἀπαγορεύη» τὴν τέλεσή τους. Ἀλλάζοντας ὅμως ἡ Ἐκκλησία τὸ τελετουργικό της δὲν «ἀπαγορεύει» τὴν προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Προβάλλει ἁπλῶς ἐντονότερα τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα τὸ Πάθος καὶ τὴν ἀνάστασή Τοῦ, τὸ πρόσωπο καὶ τὰ γεγονότα, δηλαδή, ποῦ μεταποιοῦν τὸν πόνο τῶν πενθούντων σὲ προσμονὴ μελλοντικῆς συναντήσεως μὲ τοὺς ἀπελθόντες δικούς τους στὴν ἀσάλευτη καὶ ἀδιάδοχη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἅς ἔλθουμε ὅμως στὶς τυπικὲς διατάξεις ποὺ ἀπογορεύουν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων. Ἀντιγράφω ἀπὸ ἱστοσελίδα Ἱερᾶς Μητροπόλεως τὰ ἀκόλουθα:

«Μνημόσυνα δὲν τελοῦνται: (1) Ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου μέχρι τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. (2) Κατὰ τὶς Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς Ἑορτές... (3) Τὴν ἡμέρα ποὺ πανηγυρίζει ὁ Ναός».

Στὰ παραπάνω πρέπει νὰ ἐπισημειώσουμε ὅτι στὰ παλαιὰ τυπικὰ ἀπαγορευόταν ρητῶς ἡ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ ἑορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ δημιουργήθηκαν κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα ταραχὲς στὸ Ἅγιον Ὅρος, ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸ λεγόμενο «κολλυβαδικὸ κίνημα».

Διαρκὴς μαρτυρία γιὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ ὄχι τῆς Κυριακῆς, ἀποτελεῖ τὸ συναξάριο τοῦ πρώτου ψυχοσαββάτου, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ ἐν χρήσει βιβλίο τοῦ Τριωδίου, στὸ ὁποῖο γράφει: «Ἐν Σαββάτῳ δὲ ἀεὶ τὴν τῶν ψυχῶν μνείαν ποιούμεθα, ὅτι τὸ Σάββατον κατάπαυσιν σημαίνει Ἐβραϊστί». Αὐτὴν τὴν φράση τοῦ συναξαρίου σχολιάζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος στὸ ἔργο τοῦ «Περὶ ἀθανασίας ψυχῆς καὶ Ἱερῶν Μνημοσύνων» λέγοντας, ὅτι γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ἡμέρα καταπαύσεως εἶναι ἡ Κυριακὴ καὶ ὄχι τὸ Σάββατο. Τὸ Σάββατο ὡς κατάπαυση «ἱστορικὴν ἁπλῶς παρ’ ἡμῖν ἔχει σημασίαν, οὐχὶ δὲ δογματικήν». Τὸ Σάββατο γιὰ ἐμᾶς εἶναι ἡ ἡμέρα ποῦ γνώρισε ὁ ἄνθρωπος τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν αὐτὴν τὴν ἡμέρα νὰ τελοῦνται τὰ Μνημόσυνα καὶ ὄχι κατὰ τὴν «καταπαύσιμον τῆς Κυριακῆς ἡμέραν». Ὅπως χρακτηριστικὰ γράφει: τὸ Σάββατο «ἡ Ἑβδόμη ἡμέρα τῆς δημιουργίας εἶδε τὸν θάνατον τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἐξακολουθεῖ, καὶ ἐν ἢ πάντες ἀποθνήσκομεν», γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες «τὸ Σάββατον, ἤτοι τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου ἐθέσπισαν γίγνεσθαι τὰ Μνημόσυνα καὶ οὐχὶ τὴν Κυριακὴν τὴν τῆς Ἀναστάσεως ἡμέραν, ἥτις σύμβολον εἶναι τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν καὶ εἰκῶν τοῦ προσδοκωμένου αἰῶνος».

Σχετικὰ μὲ τὰ παραπάνω ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος στὸ ἔργο του: «Δήλωσις τῆς ἐν τὼ Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας», σημειώνει: «ἐξ ἀρχαίας Παραδόσεως, ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε νὰ ψάλλη μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων, πᾶσαν ἄλλην ἡμέραν, πλὴν τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν καὶ κατ’ ἐξαίρετον πλὴν τῆς Κυριακῆς». Αὐτὴν τὴν πληροφορία παίρνει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἀπὸ τὸ «τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀμφισβητοῦσαν τὸ «τυπικὸ τοῦ Μαλαξοῦ» στὸ ὁποῖο ἀναφερόταν, ἐκεῖνος ἀντέτεινε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν τοῦ Μαλαξοῦ, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μαλαξὸς ἁπλῶς τὸ ἐξέδωσε. Γιὰ νὰ πείση μάλιστα τοὺς ἀναγνῶστες του παραπέμπει στὸ τί βρῆκε «ἐν τυπικῷ ἀρχαιοτάτω τοῦ περιωνύμου ναοῦ τοῦ Πρωτάτου», τὸ ὁποῖο ὁρίζει τὸ πότε γίνεται τὸ «σαρανταλείτουργο» γιὰ μοναχὸ ποῦ κοιμήθηκε μέσα στὴν Μ. Ἑβδομάδα ἢ τὴν Διακαινήσιμο. Σ’ αὐτὸ ὁρίζεται ὅτι οἱ Λειτουργίες αὐτὲς ποῦ συνδέονται μὲ Μνημόσυνο μετὰ κολλύβων ἀρχίζουν «ἀπὸ τῆς Δευτέρας τοῦ Θωμᾶ μέχρι συμπληρώσεως τῆς τεσσαρακοστῆς (Λειτουργίας), ἐν μόναις ταὶς Κυριακαῖς καὶ λοιπαῖς ἑορτασίμοις ἡμέραις, ἤγουν τὴ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστής, τὴ Τετάρτη τὴ πρὸ τῆς Ἀναλήψεως, τὴ Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως, καὶ τὴ Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούτου μὴ γινομένου». Δηλαδή, δὲν ὑπολογίζονταν μέσα στὸ σαρανταλείτουργο γιὰ τὸν κεκοιμημένο οἱ Κυριακὲς καὶ οἱ Δεσποτικὲς ἑορτὲς ἀπὸ τῆς Δευτέρας τοῦ Θωμᾶ ἕως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὶς μέρες μας πλέον τελοῦνται Μνημόσυνα καὶ τὶς Κυριακές, μετὰ ἀπὸ ἀπάντηση σὲ σχετικὴ ἐρώτηση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου τοῦ Β' (1722), ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ διαγνώμη εἶπε «ὅτι οἱ ποιοῦντες τὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων ἐν Σαββάτῳ καλῶς ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐν Κυριακῇ ποιοῦντες οὐχ ἁμαρτάνουσιν...». Αὐτὴ ἡ θέση τοῦ Πατριαρχείου ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε, γιὰ νὰ λήξουν οἱ σχετικὲς διαμάχες, ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε', μὲ συνοδικὸ γράμμα, κατὰ τὸ 1819. Σήμερα μνημόσυνα δὲν τελοῦνται μόνον κατὰ τὶς Δεσποτικὲς ἑορτὲς καὶ ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ἕως καὶ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ.

Βέβαια ἡ Ἐκκλησία δὲν παύει ποτὲ τὴν προσευχὴ τῆς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ στὴν Λειτουργία ποῦ τελεῖται τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μνημονεύονται στὴν Προσκομιδὴ ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι. Ἀλλάζει μόνον κάποιες μέρες τὸ τελετουργικό της, προκειμένου, ὅπως σημειώσαμε, νὰ προβάλη μόνον τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δίνει νόημα στὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωντανὴ ἐλπίδα γιὰ τὴν ὁριστικὴ κατάργηση τοῦ θανάτου.

Ὅσοι δυσανασχετοῦν γιατί δὲν μποροῦν νὰ τελέσουν τὰ «τριήμερα», τὰ «ἐννιάμερα» ἢ τὰ «σαράντα» τῶν προσφιλῶν τους νεκρῶν στὸν ἀκριβῆ χρόνο τους, ἀγνοοῦν ὅτι ἡ προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τὴν τελετή, καθὼς καὶ ὅτι ἡ ἰσχυρότερη προσευχὴ γι’ αὐτοὺς εἶναι μυστικὴ μνημόνευσή τους στὴν Θεία Λειτουργία. Ἀκόμη αὐτὴ ἡ ἀντίληψή τους, ποὺ γεμίζει ὁρισμένους μὲ ἄγχος, δηλώνει ὅτι ἔχουν εἰδωλοποιήσει τὸν χρόνο, δηλαδὴ τὸν παρόντα αἰῶνα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ