Γράφτηκε στις .

Κώστα Παπαδημητρίου: Μακρυγιάννης (Β')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Φιλικός

Ἄνοιξη τοῦ 1820. Ὁ Μακρυγιάννης βρίσκεται στὴ Ἄρτα. Ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐμπόριο. Ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποῦ συνδέεται εἶναι καὶ ἕνας ἱερέας. "Μ' εἶχε καλύτερα ἀπ' τὰ παιδιά του καὶ νύχτα ἡμέρα δὲν ἔλειπα ἀπὸ τὸ σπίτι του", θὰ πῆ ὁ ἴδιος. Αὐτὸς τὸν ὅρκισε καὶ μέλος τῆς Φιλικῆς Ἐταιρίας.

Γράφει: "Κατεβάζει τῆς εἰκόνες καὶ μ' ὁρκίζει καὶ ἀρχινάγει νὰ μὲ βάλη εἰς τὸ μυστήριον". Καὶ ἐνῷ ὁρκίστηκε νὰ φυλάξη τὸ μυστικό, ζήτησε προθεσμία νὰ σκεφθῇ ἂν πρέπη νὰ ἀναλάβη τὶς εὐθύνες του. Πέρασε μιὰ ἑβδομάδα.

"Πῆγα στοχάστηκα καὶ τάβαλα ὅλα ὀμπρὸς καὶ σκοτωμὸν καὶ κιντύνους καὶ ἀγῶνες -θὰ τὰ πάθω διὰ τὴν λευτερίαν τῆς πατρίδος μου καὶ τῆς θρησκείας μου. Πῆγα καὶ τοῦ εἶπα' "Εἶμαι ἄξιος". Τοῦ φίλησα τὸ χέρι, ὁρκίστηκα....Καί ἡ εὐχὴ τοῦ παπᾶ τοῦ εὐλογημένου καὶ τῆς πατρίδος μου καὶ τῆς θρησκείας μου, ὡς τὴν σήμερον δὲν μ' ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ ντροπιαστῶ. Τράβηξα δεινά, πληγὲς καὶ κιντύνους, ὅμως εἶμαι καλὰ σὰν θέλει ὁ Θεός...." (ὅ.π. σελ. 19)

Θὰ εἰπῶ γυμνὴ τὴν ἀλήθεια

Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀγράμματος. Δὲν μπῆκε ποτὲ σὲ πόρτα σχολειοῦ. Τὰ παιδικά του τὰ πέρασε στὴ φτώχεια καὶ στὴν ὀρφάνεια. Ἐκεῖ στὴν Ἄρτα ἀργότερα σὰν βγῆκε στὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ λιανεμπόριο, ἀναγκάστηκε μόνος του νὰ μάθη λίγα γράμματα, γράμματα νὰ τά' κανε ὁ Θεός. Θὰ τὰ καλυτερέψη ἀργότερα ἐκεῖ στὸ Ἄργος.

Θὰ πῆ ὁ ἴδιος: "Περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλο μου καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ' ἔμαθαν κάτι περισσότερον. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὁποὺ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία....Δέν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τιμίους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς τῆς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὶς πολύτιμες στιγμὲς σ'αυτά....Αφού ὅμως κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος ἔλαβα αὐτήνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποὺ θὰ σᾶς δώσω...."

Τὸν τυραννοῦσε ἡ ἔγνοια πὼς θὰ βρίσκονταν ἄνθρωποι νὰ παραποιήσουν τὴν ἀλήθεια γύρω ἀπὸ τὸ Εἰκοσιένα καὶ τὸν τράνταζε ἡ εὐθύνη, γιατί ἐκεῖνος τὰ ἔζησε. Καθόταν συλλογισμένος καὶ σκεφτόταν πόσο αἷμα χύθηκε, πόσα παλληκάρια χάθηκαν γι' αὐτὴν τὴν πολυπόθητη λευτεριά. Πόσα δυστυχήματα σὲ βάρος τῆς πατρίδας καὶ τῆς θρησκείας ἀπὸ τὴν ἀνοησία καὶ τὴν ἰδιοτέλειά μας..

"Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή", γράφει. Καὶ συνεχίζει: "Οὔτε θὰ τὴν κρύψω ἐγὼ καὶ νὰ μείνει κρυμμένη, ὅτι ἡ πατρὶς ἐζημιώθη, διατιμήθη (ἀτιμάσθηκε) καὶ ὅλα σ' αὐτὸ κατανταίνει....Διά ὅλα αὐτὰ γράφω ἐδῶ. Ὡς ἄνθρωπος μπορῶ νὰ πεθάνω καὶ ἢ τὰ παιδιά μου, ἢ ἄλλος τὰ ἀντιγράψη, γιὰ νὰ τὰ βγάλη εἰς φώς, πρῶτο τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ γράφω μ' ἀγανάχτησιν ἀναντίον τους, νὰ βάνη τῆς πράξες τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ τ' ὄνομά του μὲ καλὸν τρόπον, ὄχι μὲ βρισιές, διὰ νὰ χρησιμεύουν αὐτὰ ὅλα εἰς τοὺς μεταγενεστέρους καὶ νὰ μάθουν νὰ θυσιάζουν διὰ τὴν πατρίδα τους καὶ θρησκίεα τοὺς περισσότερη ἀρετή, νὰ ζήσουν ὡς ἀνθρῶποι σ' αὐτὴν τὴν πατρίδα καὶ μ' αὐτὴν τὴν θρησκείαν. Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τους ἔθνη δὲν ὑπάρχουν. Καὶ προσοχὴ νὰ μὴν τοὺς ἀπατάγη ἡ 'διοτέλεια. Καὶ ἂν σκοντάψουν, τότε εἰς τὸν κρεμνὸν θὰ πηγαίνουν, καθὼς τὸ πάθαμεν ἐμεῖς. Ὅλο εἰς τὸν κρεμνὸν κυλάμεν κάθε 'μέρα. Ὅταν λοιπὸν βγὴ αὐτὸ τὸ χειρόγραφον εἰς φώς, διαβάζοντάς το ὅλο οἱ τίμιοι ἀναγνῶστες, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότε ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ κάμη ὁ καθείς των τὴν κρίση του εἴτε ὑπέρ, εἴτε κατά".

Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἀραδιάζη πάνω στὸ χαρτὶ ὄχι ἄψυχα μαῦρα σημάδια, μὰ πλάσματα ζωντανὰ καὶ ἔβρισκε ταυτόχρονα ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς τέχνης. Τὰ ἔβρισκε γιατί ἦταν πραγματικὸς καλλιτέχνης. Γιὰ τὸν Μακρυγιάννη δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον ἡ ἀλήθεια καὶ μέσα στὴν ἀλήθεια κρύβεται ἡ ὀμορφιά. Φύση σπάνια, ἁγνή, ἀπὸ κεῖνες ποῦ δύσκολα μπορεῖς νὰ βρὴς καὶ στὶς πιὸ πλούσιες λογοτεχνίες, ὁ Μακρυγιάννης.  "Θὰ ἦταν σωστό, θὰ γράψη ὁ Σεφέρης, "νὰ θεωρεῖται σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πεζογράφους μας τῶν τελευταίων ἑκατὸ χρόνων" ("Δοκιμές", σελ. 215). Καὶ ὁ Παλαμᾶς θὰ ἰδῇ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη " ἀτόφιο, ἀξεθύμαστο κρασὶ ποῦ ὅλο καλύτερο γίνεται μὲ τὸν καιρό. Εἶναι ἕνα ἔργο ποῦ πρέπει νὰ ξεχωριστεῖ καὶ μὲ ξάφνισμα καὶ νὰ βαλθεῖ ἀπάνου ἀπ' τ' ἄλλα". ("Ἠρωϊκὰ πρόσωπα καὶ κείμενα" (Νέα Ἑστία 1, Ἀπρίλης 1953, σελ. 438)

Ἡ δύναμη τῆς πίστεως

Ἄνθρωπος τῆς πίστεως ἦταν ὁ Μακρυγιάννης. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία παρουσίαζε ἰδιαίτερη θρησκευτικότητα. Τὴν ἀπόκτησε ἀπὸ τότε ποῦ ἑνὸς χρονοῦ ἀκόμα ἡ μάνα του πρὶν κοιμηθῇ, ἄλλοτε νηστικὸς καὶ ἄλλοτε μὲ μιὰ ξερὴ μπομπότα στὸ στομάχι, τὸ συνήθιζε νὰ γονατίζη καὶ νὰ προσεύχεται. Καὶ ὅταν μεγάλωσε ἡ προσευχή του ἔγινε καθημερινὴ ἀνάγκη καὶ ἐκτελοῦσε πιστὰ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα καὶ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ἀπαρασάλευτη ἦταν ἡ πίστη του πῶς ὁ Θεὸς βοηθάει τὸ Ἔθνος καὶ τὸν ἴδιο, προκειμένου νὰ ἐλευθερωθῇ καὶ νὰ προκόψη ὡς κράτος Ὀρθόδοξο, δίκαιο καὶ ἠθικό. Τὰ διάφορα ὄνειρά του τὰ ἀπέδιδε σὲ θεία προέλευση ὡς μέσα ἀποκαλυπτικὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς πάντα συμπαραστεκόταν στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους.

".....Ὁ Μακρυγιάννης, γιὰ νὰ ἐχθρεύση περισσότερον τοὺς μαχητάς του, εἰς τὴν μάχην τοῦ φρουρίου τῆς Ἄρτης, τοὺς εἶπεν: "Τὸ γλέπετε μωρὲς παιδιά μου, ἐτοῦτο τὸ κάστρο καὶ κιοτεύετε πῶς θὰ τὸ κυριέψουμε; Δὲν εἶναι τίποτες σᾶς λέω. Ἄνθρωποι τό' καμαν, ἐνῷ τὰ κάστρα τῶν ψυχῶνε μας τὰ 'καμεν ὁ μεγαλοδύναμος Θεὸς κι εἶναι πολλὲς φορὲς δυνατότερα ἀπὸ τοῦτα ἐδῶ τὰ κάστρα. Εἶναι ἀνίκητα σᾶς λέγω. Κι ὅπως ὁ Χριστὸς μᾶς δὲ νικιέται ποτές, ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν νικιώμαστε ποτές. Μὴ κιοτεύετε. Ὁ Χριστὸς νικᾶ. Καὶ ἐμεῖς ποῦ 'μαστε παιδιὰ Τοῦ θὰ νικήσουμε. Μὲ τὴ δικιά Του Δύναμη. Ἐμπρός, τὸ λοιπόν, στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Μὴ κιοτεύετε. Ἐμπρός. Θὰ τὸ πάρουμε τὸ κάστρο...".

Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δυσκολότερες μάχες τοῦ ἀγῶνα ποῦ "ὅλη ἡ στεριὰ ἦταν κλεισμένη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, πεζούρα, καβαλλαρία καὶ κανόνια, κι ἀπὸ τὸ πέλαγο μόνον τὸ καράβι τοῦ Γκόρντον, μοῦ εἶπε ὁ Γκόρντον νὰ 'μπῶ κι ἐγὼ μέσα στὸ καράβι νὰ γλιτώσω....Τού λέγω (τοῦ ἀπαντάει εἰρωνικά): "Κόπιασε ἡ γενναιότη σου καὶ σ' αὐτείνη τὴ μπατάγια τὴν σημερινὴ θὰ γένη ὁ Θεὸς ἀρχηγός. Καὶ μὲ τὴν δύναμή του -θὰ λυπηθῇ ἐμᾶς καὶ τὴν πατρίδα μας. Κι ὅ,τι μπορῶ κι ἐγὼ θ' ἀγωνισθῶ σήμερα μ' ὅλον ὀποῦμαι ἀστενής. Νὰ χαθοῦνε τόσοι ἀγωνισταὶ καὶ νὰ μείνω ἐγώ, ξίκι νὰ γένη καὶ σ' ἐμένα ἡ ζωή! -Τί θὰ κάμης, μοῦ λέγει, σὲ τόσο πλῆθος Τούρκων; -Εἶναι ὁ Θεός, τοῦ λέγω, καὶ κάνει ὁ ἴδιος! Πάγει στὸ καράβι.... Κι ἄρχισε ὁ πόλεμος. Καὶ τοὺς Τούρκους τοὺς στράβωσε ἡ ἁμαρτία...ριχνόμαστε ἀπάνου εἰς τοὺς Τούρκους....καί τοὺς δίνομεν ἕνα σκοτωμὸν καλόν....καί τοὺς πήγαμεν κυνηγῶντας ὡς τῆς Ἀθήνας τὴ στράτα...κ' ἔβλεπες ἀπὸ αὐτοὺς στρῶμα σκοτωμένους καὶ πληγωμένους".

Στοὺς Μύλους πάλι. Σὲ λίγο θὰ ἄναβε ἡ μάχη ἀνάμεσα στοὺς ἀραπάδες τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ στοὺς ἄντρες τοῦ Μακρυγιάννη. Τέσσερις Γάλλοι ἀξιωματικοὶ ποῦ παρευρίσκονταν ἐκεῖ κοντὰ πλησιάζουν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τοῦ λένε:

"Εἶστε πολλὰ ὀλίγοι κι αὐτῆνοι πολλοί, οἱ Τοῦρκοι καὶ τακτικοὶ καὶ αὐτήνη ἡ θέση εἶναι ἀδύνατη. Ἔχει καὶ κανόνια ὁ Ἰμπραήμης καὶ δὲ θὰ βαστάξετε". Τοὺς λέγω: "Ὅταν σηκώσαμε τὴν σημαία ἀναντίον τῆς τυραγνίας ξέραμε ὄτ' εἶναι πολλοὶ αὐτῆνοι καὶ μαθηματικοὶ κ' ἔχουν καὶ κανόνια κι ὅλα τὰ μέσα. Ἐμεῖς ἀπ' οὔλα τὰ μέσα εἴμαστε ἀδύνατοι' ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους, κι ἂν πεθάνουμε πεθαίνουμε διὰ τὴν πατρίδα μας, διὰ τὴν θρησκεία μας καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμεν ἀναντίον τῆς τυραγνίας, κι ὁ Θεὸς βοηθός...Έδωσεν ὁ Θεὸς καὶ δὲν βδοκίμησε ὁ Μπραΐμης..."

Δεῖγμα τῆς θερμῆς πίστης τοῦ Μακρυγιάννη στὸν Θεὸ ἀποτελεῖ καὶ ὁ πρῶτος πολεμικὸς πίνακας ποὺ μὲ ὑπόδειξή του φιλοτέχνησε ὁ Παναγιώτης Ζωγράφος. "Εἰς τὸ πρῶτο κάδρο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτορας καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀλυσωμένη' καὶ τὴν κυττάζει ὁ Παντοκράτορας καὶ τῆς λέγει: Ἑλλάς, Ἑλλάς! Διὰ τὰ αἵματα καὶ τὶς θυσίες τῶν Ἑλλήνων καὶ Φιλελλήνων σὲ ἐσπλαχνίζομαι καὶ φωτίζω καὶ τὰ τρία δυνατὰ ἔθνη νὰ σοῦ τιναχτοῦν οἱ ἅλυσοι ὀποῦχες τόσους αἰῶνες εἰς τὰ ποδάρια σου".

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)