Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Τὸ πιθηκίζειν καὶ παπαγαλίζειν στὴν θεολογία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580-662) εἶναι ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀκολουθῶντας τοὺς προγενεστέρους Πατέρες, ἀντιμετώπισε, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Θεόπνευστα εἶναι τὰ κείμενά του «περὶ ἀγάπης», οἱ σχολιασμοὶ τοῦ στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, οἱ ἀπαντήσεις σὲ διάφορες ἀπορίες, τὰ «200 κεφάλαια περὶ θεολογίας», ἡ ἑρμηνεία στὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἡ «Μυσταγωγία», οἱ ἐπιστολές του, τὰ δογματικὰ καὶ τὰ ἀντιρρητικά του ἔργα κλπ. Εἶναι ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος μὲ εὐσύνοπτο λόγο, ὁ ὁποῖος ἀπαντοῦσε στὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τῆς ἐποχῆς του, μὲ θαυμάσιο τρόπο.

Τὸ βασικό του γνώρισμα εἶναι ὅτι συνδέει στενὰ τὴν ἡσυχία μὲ τὴν ὁμολογία, δηλαδὴ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μὲ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Τὸ κεντρικό του σχῆμα εἶναι: πρακτικὴ φιλοσοφία ἢ κάθαρση, φυσικὴ θεωρία ἢ φωτισμὸς καὶ μυστικὴ θεολογία ἢ θέωση. Ὅποιος ἀγνοεῖ αὐτὴν τὴν διδασκαλία του ἀγνοεῖ τὴν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας του.

Μερικοὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς μας ἀνακάλυψαν τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὴν χρησιμοποιοῦν ἐπιλεκτικὰ γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν δική τους θεολογικὴ σκέψη, τὴν ἀναλύουν κατὰ τρόπον στοχαστικό, ἀλλὰ ἀγνοοῦν τὸ βάθος της.

Μὲ τὶς σκέψεις ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ παρουσιασθῇ συνοπτικῶς ἡ διδασκαλία τοῦ γιὰ τὴν θεολογία καὶ τὸν ἀληθινὸ θεολόγο, καὶ νομίζω στὸ σημεῖο αὐτὸ κρύβεται ἡ οὐσία τῆς θεολογίας τοῦ καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς θεολογίας τῶν δαιμόνων ἢ τῆς δαιμονικῆς θεολογίας.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ μιὰ ἐπιστολή του ἀσχολεῖται μὲ τὸ θέμα τί εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ θεολογία. Στὴν ἀρχὴ γράφει μὲ μεγάλη ταπείνωση ὅτι, ἐπειδὴ φοβᾶται νὰ μὴν κατακριθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς λόγους του, ποὺ ἔχουν νεκρωθῇ ἀπὸ τὴν ἀπραξία τῶν ἀγαθῶν ἔργων καὶ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ προσφέρουν τὴν ζωὴ σὲ ὅσους τοὺς ἀκοῦνε, γι’ αὐτὸ σκέφθηκε νὰ προσλάβη «τὴν σιωπὴν σύνοικον», δηλαδὴ προτιμοῦσε νὰ σιωπᾶ καὶ νὰ μὴ ὁμιλῇ. Ὅμως, στὴν παροῦσα περίπτωση καὶ ἀπαντῶντας στὴν παράκληση τοῦ ἐπιστολογράφου του, τοῦ μοναχοῦ Μαρίνου, θὰ ὑπερβῇ τὴν σιωπὴ καὶ θὰ ὀμιλήση.

Ἀρχίζει τὴν ἐπιστολὴ τοῦ μὲ τὸ χωρίο τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοὶς ποιοῦσιν αὐτὴν» (Ψάλ. ρί', 10). Μὲ τὸν στίχο αὐτὸν τοῦ ψαλμοῦ θέλει νὰ ὑποδείξη «τὴν ἀληθῶς γνωστικὴν ὁδὸν τῶν θείων ἀρετῶν» καὶ νὰ ἀνοίξη «τὴν ἔμπρακτον τῆς γνώσεως θύραν» σὲ αὐτοὺς ποὺ προτίθενται νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ προτιμοῦν «πάντων τῶν ἐπὶ γῆς τὴν ἔνθεον σωτηρίαν». Εἶναι βασικὸ ἔργο νὰ ἀποκτᾶ κανεὶς τὴν ἔμπρακτη καὶ ὄχι τὴν θεωρητικὴ γνώση. Ἔτσι, ὑποδεικνύει σὲ ὅσους θέλουν τὴν «ἔνθεον σωτηρίαν» νὰ ἀποκτήσουν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγαθὴ σύνεση.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τοὺς μολυσμοὺς μὲ τὴν προσδοκία τῶν αἰωνίων κολάσεων, ἡ δὲ ἀγαθὴ σύνεση εἶναι ἀναγκαία γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε ὅλα τὰ θεῖα θελήματα καὶ νὰ διακρίνουμε τὰ πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ αἰώνια, καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀληθινὴ γνώση. Ὅπως ὁ φόβος γίνεται ἀναιρέτης τῶν ἀκαθάρτων παθῶν, ἔτσι καὶ ἡ σύνεση τῶν πραγματικὰ συνετῶν γίνεται δημιουργὸς τῶν ἀρετῶν.

Ὁ φόβος δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται στὰ ἐξωτερικὰ ἤθη μὲ τὴν κατήφεια, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ταπείνωση τῆς καρδίας, ἡ ὁποία κατασφαλίζεται μὲ τοὺς πυκνοὺς στεναγμοὺς στὸ βάθος τῆς καρδίας, καὶ μὲ τὸ μαστίγιο τῆς μνήμης τῶν προαμαρτημένων ποὺ τὴν κτυπᾶ ἀφανῶς κατὰ τὴν συνείδηση. Ὅμως, ὅποιος ὑποκρίνεται ὅτι ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μόνον ἐξωτερικὰ στοὺς τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν πίθηκο ποὺ μιμεῖται τὰ ἤθη καὶ τὰ σχήματα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ζῶο, μεταξὺ τῶν τετραπόδων, ποὺ διακρίνεται πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὡς πρὸς τὴν φύση, ὁμοιάζει μὲ αὐτοὺς μὲ τὴν μίμηση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ ἐκεῖνον ποὺ μιμεῖται ἐξωτερικὰ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται πραγματικὰ τὸν Κύριο, εἶναι δηλαδὴ σὰν τὸν Σαδδουκαῖο ἢ τὸν Γραμματέα ποὺ σώζει τὸ σχῆμα τῆς εὐλάβειας μὲ ἐξωτερικὴ εὐπρέπεια, «παντελῶς δὲ τοῦ πράγματος διὰ τὴν ἀκάθαρτον ἐν τὼ βάθει ποὺ κειμένην τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ πάθος φιλίαν ἀπολειπόμενος», δηλαδὴ στερεῖται παντελῶς τῆς ἀλήθειας, γιατί μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἔχει κρυμμένη τὴν φιλία πρὸς τὸ πάθος.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος θέλει ἐδῶ νὰ πὴ ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια φαίνεται στὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀκαθαρσία ποὺ βρίσκεται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, γιατί σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μὲ τὸν πίθηκο, ποὺ ὑποκρίνεται τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ εἶναι ζῶο. Ἑπομένως, ὅποιος θέλει νὰ σωθῇ καὶ νὰ θεολογὴ ἀληθινὰ πρέπει νὰ ἔχη φόβο Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν νὰ καθαρίζη τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ χρησιμοποιῇ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ δὲν πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουμε τὴν θεία γνώση διατυπώνοντας «μόνη προφορὰ λόγων πρὸς κάλλος ἀπεξεσμένων», δηλαδὴ νὰ προφέρουμε λόγους φτιαγμένους μὲ καλλιέπεια, οὔτε νὰ ὁρίζουμε τὴν ἀγαθὴ σύνεση μὲ τὸ νὰ μιλᾶμε μόνον χωρὶς νὰ ἐφαρμόζουμε αὐτὰ ποὺ λέμε, ἀλλὰ θὰ πρέπει ἡ σύνεση νὰ εἶναι ἐμποτισμένη μὲ τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν πράξη τῶν ἀρετῶν! Ὁπότε, ἡ σύνεση πρέπει μὲ τὴν πράξη νὰ λαμπρύνη τὸ φέγγος τῆς γνώσεως, καὶ μὲ τὴν γνώση νὰ φαιδρύνη τὴν ἔνταση τῆς πράξεως, καὶ ἔτσι ὁ φόβος πρέπει νὰ συμβαδίζη μὲ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπέχει ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ σύνεση τελειοποιεῖται στὴν πράξη-ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν.

Ὅποιος συνδέει τὴν σύνεση μόνο μὲ τὴν ἁπλὴ προφορὰ τῶν θείων λόγων ὁμοιάζει μὲ τὸν παπαγάλο (ψιττακὸ) ποὺ μιμεῖται τὰ ἀνθρώπινα λόγια, χωρὶς νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ παπαγάλος, ἐνῷ δὲν ἔχει τίποτα τὸ ἀνθρώπινο στὴν φύση του, ἐν τούτοις ἀπὸ ὅλα τὰ πουλιὰ διδάσκεται καὶ ὑποκρίνεται τὰ ἀνθρώπινα λόγια. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μιμεῖται ἐξωτερικὰ τὰ λόγια τῶν ἀληθινῶν συνετῶν –τῶν ἀληθινῶν ἁγίων– μὲ μιὰ ἁπλὴ ἐκφώνηση γιὰ νὰ καταπλήξη αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκοῦνε, «τὴν δὲ τῆς γνώσεως ἕξιν οὐκ ἔχων τὴ πράξει τῶν ἀρετῶν πεποιωμένην», δηλαδὴ δὲν ἔχει τὴν ἕξη τῆς γνώσεως ἐμποτισμένη μὲ τὴν πράξη τῶν ἀρετῶν.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἕνας Φαρισαῖος ἢ ψεκτὸς ἱερεὺς ποὺ ὑποκρίνεται, ἐνῷ στερεῖται τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχει στὰ ἔργα, καὶ μὲ τὴν μεγάλη ἰδέα τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς οἰήσεως ποὺ τρέφει τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ του, ὀρθώνεται ἐναντίον τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας, ἀγνοῶντας «ὅτι δαιμόνων θεολογία προδήλως ἡ τῶν ἐπ’ αὐτῇ διὰ φιλοδοξίαν μέγα φυσιώντων καθέστηκε δίχα πράξεως γνῶσις». Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι δαιμονικὴ θεολογία αὐτὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δὲν ἔχει ἀποκτήσει τὴν γνώση μέσα ἀπὸ τὴν πράξη, δηλαδὴ θεολογεῖ χωρὶς τὴν κάθαρση τῆς καρδίας.

Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἅγιος Μάξιμος θέλει νὰ τονίση ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητας, διαφορετικὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσπαθεῖ νὰ θεολογὴ ὁμοιάζει μὲ ἕναν παπαγάλο, ποὺ παριστάνει τὸν θεολόγο, παπαγαλίζοντας, ἐνῷ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη. Μιὰ τέτοια θεολογία εἶναι δαιμονική, δηλαδὴ ὑπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς δαίμονας ποὺ ἐνεργοῦν μὲ τὰ πάθη.

Στὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς του ὁ ἅγιος Μάξιμος καταλήγει ὅτι πρέπει νὰ ἀπαλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ κάθε ρύπο τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ πνεύματος, νὰ μὴ ἐπιτρέπουμε νὰ ἐπαναστατῇ ὁ νόμος τῆς σάρκας ἐναντίον τοῦ νόμου τοῦ πνεύματος καὶ νὰ μὴ περιορίζουμε τὴν ἔκφραση τοῦ φόβου στὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά, ἀλλὰ νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν καταστολὴ «τῆς ἐντὸς κατὰ ψυχὴν καλῆς διαθέσεως», ὥστε νὰ ἀποφύγουμε «τὴν μέλλουσαν τοῦ πυρὸς ἀπειλήν». Ἔτσι, δὲν πρέπει νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν κόλαση καὶ σὲ τί ἀκριβῶς συνίσταται, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν μέλλουσα ἀπειλὴ τοῦ πυρὸς τῆς κολάσεως, μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Συγχρόνως, θὰ πρέπει νὰ κατακοσμήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν ἀγαθὴ σύνεση κατὰ τὴν πράξη τῶν ἐντολῶν καὶ «ἐμπράκτους τοὺς θείους λόγους ποιήσωμεν», δηλαδὴ νὰ κάνουμε τοὺς λόγους μας ἔμπρακτους, νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν βίωση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἤτοι τὴν χρηστότητα, τὴν πραότητα, τὴν μακροθυμία, τὴν ἀνοχὴ σὲ ὅλα, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐχαρίστηση σὲ ὅσα συμβαίνουν, νὰ δεχόμαστε τὶς θεῖες παραχωρήσεις τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ὁποῖες διευθύνει τὴν ζωὴ μᾶς πρὸς τὸ συμφέρον.

Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ θεολογοῦν χωρὶς προϋποθέσεις, χωρὶς τὴν κάθαρση τῆς καρδίας, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, ἀλλὰ μὲ μόνο ἐφόδιο τὶς διανοητικὲς ἱκανότητες, τὴν ἀπομνημόνευση τῶν χωρίων καὶ τὸν στοχασμό, καὶ ἔτσι ὁμοιάζουν μὲ τὸν πίθηκο καὶ τὸν παπαγάλο, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, δηλαδὴ θεολογῶντας πιθηκίζουν καὶ παπαγαλίζουν, ὅταν τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ τὰ πάθη. Ἀλλὰ μία τέτοια θεολογία ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας, ποὺ πιθηκίζει καὶ παπαγαλίζει, ὅσο κι ἂν φαίνεται ὡραῖα, ἔξυπνη καὶ στοχαστική, δὲν ὠφελεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀληθινὴ θεολογία καὶ ἡ ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας γίνεται μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ τὴν ἀγαθὴ σύνεση ποὺ κοσμεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀρετές.

Πάντως, μιὰ θεολογία ποὺ ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «δαιμόνων θεολογία», ἀφοῦ ὁ στοχασμὸς καὶ ἡ φαντασία εἶναι καλὸς ἀγωγὸς σατανικῆς ἐνέργειας.–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ