Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία (Β')

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο: Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία (Α'))

3. Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς

Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι πότε πρέπει νὰ ἑορτάζεται ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας.

Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία

Ὁ Καθηγητὴς Θεοχάρης Δετοράκης παρατηρεῖ ὅτι ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἐτιμᾶτο τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἑορτάζεται ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ναὸς εἶναι προσανατολισμένος Νοτιοανατολικὰ σὲ γωνία 33,7 μοιρῶν, γιατί ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέτειλε ὁ ἥλιος «στὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο». Ἐπίσης, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὰ ἐγκαίνια καὶ θυρανοίξια τοῦ Ναοῦ ἑορτάζονταν γύρω ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα. Τὰ πρῶτα ἐγκαίνια ἔγιναν στὶς 27 Δεκεμβρίου 537 καὶ τὰ δεύτερα ἐγκαίνια μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ τρούλου ἔγιναν στὶς 24 Δεκεμβρίου 563.

Ὑπῆρχε ἀρχαιοτάτη συνήθεια νὰ ἐορτάζη ὁ Ἱερὸς Ναὸς κάθε ἔτος τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων του. Ἔτσι, ἀπὸ τὸ Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ὅτι τὴν 23η Δεκεμβρίου ἑορτάζονται τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. «Τῇ αὐτῇ ἡμέρα (κγ' Δεκεμβρίου) ἑορτάζομεν τὰ ἐγκαίνια τῆς τοῦ Χριστοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας ἤτοι τῆς ἁγίας Σοφίας». «Ἐγκαινίοις καλοῖς σὲ τοῖς ἐγκωμίοις, τιμᾶ καλῶν κάλλιστα γῆς ναῶν ὅλον».

Ὁ Καθηγητὴς Βυζαντινῆς ἀρχαιολογίας Κωνσταντῖνος Καλοκύρης ἔγραψε μελέτη ἐμπεριστατωμένη μὲ τίτλο «Οἱ Ναοὶ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας καὶ ἡ καθιέρωση τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ των» καὶ ὑπότιτλο «Ὁ Χριστός, ἡ Σοφία», πρᾶγμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ.

Ἡ μελέτη αὐτὴ γράφηκε μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τῆς Θεσσαλονίκης τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἐνῷ ἀπὸ τὴν «παρακολούθηση τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας τῶν ἑορτῶν» καὶ τῶν σχετικῶν κειμένων μὲ τὴν «τοῦ Θεοῦ Σοφίαν» καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ μνημεῖα σχημάτισε τὴν γνώμη ὅτι «ἡ ἑορτὴ αὐτὴ (καὶ ἑπομένως καὶ οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ ποὺ συνδέονται μαζί της) πρέπει νὰ ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος πιστεύεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς "ἡ Σοφία καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ", καὶ ὄχι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἢ τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σύνδεση δὲ μὲ αὐτὲς τὶς ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ βρίσκουμε στὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς λεγομένης "Μεσοπεντηκοστῆς", ὁπότε νομίζουμε ὅτι τότε θὰ πρέπει νὰ ἑορτάζουν οἱ Ναοὶ "τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας"».

Ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει ὅτι μετὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀρειανισμοῦ, προκειμένου νὰ ἐξαρθῆ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς «ὁμοούσιος τὼ Πατρὶ» καὶ ὡς «ἡ δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων Θεοῦ Σοφία καὶ Δύναμις», κτίσθηκαν πολλοὶ Ναοί, κυρίως ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 4ου αἰῶνος, ποὺ ἀφιερώθηκαν στὸν Χριστὸ «ὡς τὴν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ Σοφίαν». Μνημονεύει τοὺς Ναούς: στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἔδεσσα Μεσοποταμίας (Ὀσρόη), στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Κρήτη (Πάνορμος), στὴν Σόφια Βουλγαρίας, στὴν Ἀχρίδα, στὸ Κίεβο, στὴν Τραπεζοῦντα, στὸν Μυστρᾶ καὶ ἀλλοῦ. Μάλιστα, μνημονεύει μιὰ ἐπιγραφὴ στὸν ὁμώνυμο Ναὸ (τῆς Ἁγίας Σοφίας) στὸν Μυστρᾶ, ποὺ ἀνέφερε ὅτι εἶναι ἀφιερωμένη «τῷ παντοποιῶ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς Λόγῳ».

Ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, Κωνσταντινούπολη

Δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση στὸ ψηφιδωτὸ τοῦ 9ου αἰῶνος στὸν νάρθηκα τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ποὺ δίνει τὸν τύπο τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται ἔνθρονος ὡς Σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ μπροστά του «βρίσκεται πρηνὴς ἕνας αὐτοκράτορας». Πιστεύεται ὅτι εἶναι ὁ Λέων ὁ ΣΤ' ποὺ ὀνομάσθηκε Σοφός, ὁ ὁποῖος ζητᾶ νὰ τοῦ δοθῇ ἡ «ἐξουσία ἀπὸ τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴν ἄνωθεν σοφία».

Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ ἐνθρόνου Χριστοῦ, «σὲ δυὸ μετάλλια» «εἰκονίζονται ἡ Θεοτόκος καὶ ἕνας σκηπτροῦχος ἀρχάγγελος». Κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ καθηγητῆ Κωνσταντίνου Καλοκύρη, οἱ δύο αὐτὲς μορφές –τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ἀγγέλου– δὲν θυμίζουν τὸν Εὐαγγελισμό, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθῇ ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ τὸν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν Χριστό, καὶ τὴν Παρθένο Θεοτόκο, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός, δηλαδὴ «ἀπὸ τὴν ὁποία "ἡ Σοφία-Χριστὸς ὠκοδόμησε ἑαυτὴ οἶκον"». Ἔτσι, αὐτὲς οἱ δύο μορφὲς ἑκατέρωθεν τοῦ ἐνθρόνου Χριστοῦ «συμπληρώνουν καὶ ἐπεξηγοῦν τὴν παράσταση, τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας». Ὑπενθυμίζει δὲ ὅτι κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη συνδέθηκε μὲ τὸν ὕμνο «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ...». Ἐπίσης, στὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρονται διάφοροι εἰκονογραφικοὶ τύποι τοῦ Χριστοῦ ὡς «Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου» καὶ ὡς «Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ».

Βεβαίως, ὁ Καθηγητὴς Καλοκύρης ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Ναοὶ ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν «τοῦ Θεοῦ Σοφίαν» πρέπει νὰ ἑορτάζωνται τὴν Μεσοπεντηκοστή, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς. Μάλιστα, ὁ ἴδιος συνέταξε Ἀπολυτίκιο, Κοντάκιο, Μεγαλυνάριο καὶ Εἱρμὸ γιὰ τὴν σύνδεση τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ τὸν ἑορτασμὸ τῶν Ναῶν ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν τοῦ Θεοῦ Σοφίαν καὶ καταλήγει τὸ κείμενο αὐτὸ μὲ τὴν πρόταση: «Ἐπαφίεται, στὸ σεπτὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ μελετήσει σοβαρῶς τὸ πρᾶγμα καὶ νὰ τολμήσει ὅ,τι μέχρι σήμερα διατελεῖ σὲ ἐκκρεμότητα, δηλαδὴ τὴν καθιέρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν ναῶν τῆς "τοῦ Θεοῦ Σοφίας" κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή».

Ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζω ἡ πρόταση αὐτὴ δὲν εὐοδώθηκε, ἀλλὰ ἀνέλαβε νὰ τὴν ὑλοποιήση θαρραλέως ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ δικό μου βιβλίο Δεσποτικὲς ἑορτές, ποὺ γίνεται λόγος γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως μὲ βεβαίωσε ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος. Ἔτσι, ἡ κατὰ πάντα ἀξιόλογη αὐτὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ πρωτοβουλία εἶναι σημαντικὴ καὶ ἄξια παντὸς ἐπαίνου.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη καὶ ἡ πληροφορία τοῦ Καθηγητοῦ Ἰωάννη Φουντούλη ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν «ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Γράφει:

«Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκλησιάζονται κατ’ αὐτήν –τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς– καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ὑποπτεύονται κάν, ὅτι τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Καὶ ὅμως κάποτε ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξη τὴν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Στ' τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωΐ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτιο γιὰ νὰ μεταβῇ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν πατριάρχη, καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο παρεκάθητο καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτιο.

Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς τῆς λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλοῦς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασί της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους».

Πρέπει νὰ δοῦμε λίγο τὴν μεγάλη σημασία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, καὶ γιατί τότε πρέπει νὰ ἑορτάζεται ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας.

Ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, Θεσσαλονίκη

Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς βρίσκεται στὸ μέσον μεταξὺ δύο μεγάλων ἑορτῶν, τοῦ Πάσχα ποὺ ἑορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ ἑορτάζουμε τὴν κάθοδο τοῦ Παναγίου Πνεύματος στοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους, τοὺς ὁποίους κατέστησε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἔχουμε καὶ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς συμπίπτει μὲ τὴν Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας ποὺ ἦταν ἡ τρίτη μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἑορτάζουν τὸ Πάσχα σὲ ἀνάμνηση τῆς διάβασής τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, καὶ τὴν πορεία τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Ἐπίσης, ἑόρταζαν τὴν Πεντηκοστή, κατὰ τὴν ὁποία παρέλαβαν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ὅταν ὁ Μωϋσὴς ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ ὅρος Σινᾶ, μέσα στὸν γνόφο, καὶ ἦλθε σὲ ἐπικοινωνία, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, μὲ τὸν Θεό. Ἐπίσης, ἑόρταζαν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ὡς ἀνάμνηση τῆς ζωῆς τους στὴν ἔρημο μέσα σὲ σκηνές. Καὶ οἱ τρεὶς αὐτὲς ἑορτὲς (Πάσχα, Σκηνοπηγία, Πεντηκοστὴ) συνδέονται μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου καὶ τὴν πορεία τους μέσα στὴν ἔρημο πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἑορτές, ἔτσι καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας καθορίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μωϋσή, κατὰ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑορταζόταν γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡμέρες. Γράφεται στὸ Λευϊτικό: «Καὶ ἐλάλησεν Κύριος πρὸς Μωϋσὴν λέγων λάλησον τοὶς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων τὴ πεντεκαιδεκάτη τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου τούτου ἑορτὴ σκηνῶν ἑπτὰ ἡμέρας τὼ Κυρίω. Καὶ ἡ ἡμέρα ἡ πρώτη κλητὴ ἁγία πὰν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε. ἑπτὰ ἡμέρας προσάξετε ὁλοκαυτώματα τὼ Κυρίω, καὶ ἡ ἡμέρα ἡ ὀγδόη κλητὴ ἁγία ἔσται ὑμῖν, καὶ προσάξετε ὁλοκαυτώματα τὼ Κυρίω ἐξόδιόν ἐστι, πὰν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε» (Λεϋιτ. κγ', 33-36). Ἔτσι, τὸ τυπικὸ προέβλεπε θυσίες καὶ διάφορες ἐκδηλώσεις καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀνέβαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ ἑορτάσουν αὐτὸ τὸ γεγονός. Τὴν περίοδο αὐτὴ τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν ἔστηναν σκηνὲς ὅπου μποροῦσαν, στὶς πλατεῖες, τὶς αὐλὲς καὶ στὰ δώματα τῶν σπιτιῶν τους καὶ ἔμεναν μέσα σὲ αὐτὲς σὲ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς τους στὴν ἔρημο.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας γίνονταν δύο συμβολικὰ γεγονότα. Τὸ ἕνα ἦταν ὅτι κάθε πρωΐ ἔκαναν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἔφεραν νερὸ ἀπὸ τὴν Κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, τὸ ἀναμείγνυαν μὲ οἶνον καὶ τὸ ἔχυναν πάνω στὸ θυσιαστήριο ὅπου εἶχαν γίνει οἱ θυσίες. Αὐτὸ ὑπενθύμιζε τὸ νερὸ ποὺ ἔπιναν οἱ πατέρες τους κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πορείας τους στὴν ἔρημο μὲ τὴν θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Μωϋσέως. Νὰ θυμηθοῦμε τὴν πέτρα ποὺ κτύπησε μὲ τὴν ράβδο του ὁ Μωϋσὴς καὶ ἔτρεξε πολὺ νερό, καὶ τὴν μετατροπὴ τῶν πικρῶν ὑδάτων τῆς Μερρὰ σὲ γλυκύτατα προκειμένου νὰ γίνη πόσιμο νερό. Τὸ δεύτερο γεγονὸς ἦταν ὅτι τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ ἑορτασμοῦ ἄναπταν τὶς λυχνίες στὴν αὐλὴ τῶν γυναικῶν, στὸν Ναό, μὲ τὴν ἑσπερινὴ θυσία καὶ φαίνονταν σὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη, ἀφοῦ εἶχε ὕψος 50 πήχεις. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἀνάμνηση τῆς φωτεινῆς νεφέλης ποὺ φώτιζε τοὺς Ἰσραηλῖτες, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας.

Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη στὰ ζ' καὶ ἡ' κεφάλαια περιγράφει ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ ἐορτάση τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε» (Ἰω' ζ', 14). Ἐδίδασκε ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός. «καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες πῶς οὗτος γράμματα οἵδε μὴ μεμαθηκῶς;». Καὶ ὁ Χριστὸς φανέρωσε τὴν θεότητά Τοῦ: «ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός μὲ ἐὰν τὶς θέλη τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ ἐμαυτοῦ λαλῶ» (Ἰω. ζ', 15-17). Ἐδῶ σαφέστατα δηλώνεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν σοφία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ πολλὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς τονίζεται ὁ Χριστὸς ὡς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ παράδειγμα: «ἐν τὼ Ἱερῶ ἐπέστης ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μεσούσης τῆς ἑορτῆς» (ἰδιόμελο Ἑσπερινοῦ) «ἀγνοοῦντες (οἱ Ἰουδαῖοι) ὅτι σὺ εἴ ἡ σοφία ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμον» (δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ) «ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑορτῆς μεσούσης, καθὼς γέγραπται, τὼ Ἱερῶ ἐπέστη καὶ ἐδίδασκεν ὅτι ὄντως αὐτὸς ἥν ὁ Μεσσίας Χριστός, δι’ οὗ ἡ σωτηρία (ὠδὴ ἡ' κανόνος) «ἡ σοφία καὶ δύναμις, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, Λόγος ὁ ἄΐδιος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐν Ἱερῷ παρεγένετο σαρκὶ καὶ ἐδίδασκεν...» (τροπάρια Αἴνων) κλπ. Ἐπίσης, χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὸ τρίτο ἀνάγνωσμα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς εἶναι εἰλημμένο ἀπὸ τὶς Παροιμίες Σολομῶντος ποὺ ἀναφέρεται στὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ.

Στὸ ὅλο κείμενο τῶν δύο αὐτῶν κεφαλαίων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου παρουσιάζεται ἡ σφοδρὴ σύγκρουση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Γραμματεῖς, Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Οἱ ἀντιδράσεις ἦταν ποικίλες. Ἄλλοι ἔλεγαν: «Οὗτὸς ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης», «οὗτὸς ἐστιν ὁ Χριστὸς» (Ἰω. ζ', 40-41), «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. ζ', 46) καὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι Σαμαρείτης καὶ ἔχει δαιμόνιο (Ἰω. ἡ', 48). Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι «σχίσμα οὔν ἐν τὼ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτὸν» (Ἰω. ζῆ', 43). Μάλιστα δὲ ἐπιχείρησαν νὰ Τὸν συλλάβουν καὶ νὰ Τὸν σκοτώσουν.

Ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, Κύπρος

Τὸ σημαντικὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ δύο συμβολικὰ γεγονότα ποὺ ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας γιὰ νὰ τονίση δύο μεγάλες ἀλήθειες. Ἀπὸ τὴν μεταφορὰ νεροῦ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ τὴν ἔκχυση στὸ θυσιαστήριο ὁ Χριστὸς δίδαξε ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν ποὺ ξεδιψᾶ τὸν ἄνθρωπο. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἐν δὲ τὴ ἐσχάτη ἡμέρα τὴ μεγάλη τῆς ἑορτῆς (τῆς Σκηνοπηγίας) εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων ἐὰν τὶς διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος».

Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης βεβαιώνει ὅτι αὐτὸ τὸ εἶπε

«περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν» (Ἰω. ζ', 37-39). Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ἄναβαν φωτιὰ γιὰ νὰ φαίνεται σὲ ὅλη τὴν πόλη ὁ Χριστὸς διακήρυξε ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Κατὰ τὸν ὄρθρο τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ Χριστὸς ἦλθε πάλιν στὸ Ἱερό, ἀφοῦ εἶχε διανυκτερεύσει στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ διακήρυξε: «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήση ἐν τῇ σκοτία ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. ἡ', 12).

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁμολογία φαίνεται σαφέστατα ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ βοηθοῦσε τοὺς Ἰσραηλῖτες κατὰ τὴν πορεία τους ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου στὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἀφοῦ ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ἀποκαλύψεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἑρμηνεία τὴν ὁποία δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: «Οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπὸ τὴν νεφέλην ἦσαν, καὶ πάντες διὰ τῆς θαλάσσης διῆλθον, καὶ πάντες εἰς τὸν Μωϋσὴν ἐβαπτίσαντο ἐν τῇ νεφέλη καὶ ἐν τῇ θαλάσση, καὶ πάντες τὸ αὐτὸ βρῶμα πνευματικὸν ἔφαγον, καὶ πάντες τὸ αὐτὸ πόμα πνευματικὸν ἔπιον ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἥν ὁ Χριστὸς» (Ἂ’ Κόρ. ἰ', 1-4). Ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρική.

Καὶ ἡ λατρεία συντονίζεται σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ ἡγῆται τοῦ νέου λαοῦ τῆς Χάριτος, τοῦ νέου Ἰσραὴλ καὶ νὰ τὸν καθοδηγῇ πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Μεσούσης τῆς Ἑορτῆς διψῶσάν μου τὴν ψυχὴν εὐσεβείας πότισον νάματα ὅτι πᾶσι, Σωτὴρ ἐβόησας ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοι». Ὁ ἄνθρωπος διψᾶ γιὰ ἀγάπη, δικαιοσύνη, γιὰ Θεό, καὶ ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ὄχι ἁπλῶς τὸ ὕδωρ τὸ ζών, ἀλλὰ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ ξεδιψάση τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.

Καὶ στὸ ἐξαποστειλάριο ψάλλουμε: «Ὁ τὸν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δὸς μοὶ ἀρύσαθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὅτι συνέχομαι δίψη, εὔσπλαχνε μόνε οἰκτῖρμον». Ἐδῶ λέγεται ὅτι συνεχόμαστε ἀπὸ δίψα πνευματική. Καὶ αὐτὴν τὴν δίψα μόνον ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ ἰκανοποιήση, ποὺ ἔχει τὸν κρατῆρα τῶν ἀκενώτων δωρεῶν. Ὅταν, ὅμως, κάνουμε λόγο γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν διαχωρίσουμε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁπότε, μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος θὰ βρὴ ἀνάπαυση καὶ θὰ ξεδιψάση ἀπὸ τὴν ἀφόρητη πεῖνα καὶ δίψα ποὺ τὸν διακατέχει.

Ἑπομένως, κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ποὺ ὑμνεῖται ὁ Χριστὸς ὡς τὸ ὕδωρ τὸ ζὼν καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἑορτάζεται καὶ ἡ Ἁγία Σοφία, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Ἱερὸς Ναὸς γιὰ νὰ δείχνη τὴν προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας στοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς νὰ εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι τὸ ὕδωρ καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, καὶ ποὺ γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν σοφία Τοῦ καὶ τὴν δύναμή Τοῦ. Ἔτσι, οἱ Χριστιανοί, ποὺ θὰ ἑορτάζουν αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ ἀναζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ φῶς καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ζών, θὰ ζητοῦν νὰ τοὺς γεμίση ἀπὸ τὴν δικὴ Τοῦ σοφία.

4. Ἡ πορεία ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση στὴν Πεντηκοστή

Εἶναι σημαντικὴ ἡ περίοδος στὴν ὁποία βρισκόμαστε. Εἴμαστε ἀκριβῶς στὸ μέσον μεταξὺ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐξ οὗ καὶ Μεσοπεντηκοστή. Καὶ αὐτὸ ἔχει τὴν δική του σημασία.

Τὰ γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἑνοποιημένα, ἀλλὰ ἑορτολογικὰ τὰ ἑορτάζουμε διαφορετικὰ γιὰ νὰ ἐμβαθύνουμε σὲ αὐτὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὸ πνευματικό τους νόημα. Ὅλο τὸ ἔτος εἶναι διαρθρωμένο στοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας, καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μᾶς ἑτοιμάζει πάντοτε μὲ νηστεία, προσευχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς λατρευτικές της συνάξεις γιὰ νὰ συμμετάσχουμε σὲ αὐτά.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει γράψει:

«Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζὼ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζὴ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. β', 20). Ὁ Χριστιανὸς ζὴ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ὅταν σταυρώνεται ὡς πρὸς τὰ πάθη καὶ στὴν συνέχεια βιώνη τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του ἀναφέρεται στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὡς συμμετοχῆς στὸν σταυρό, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ: «ἵνα ὦσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρώμ. στ', 4).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ βιώσουν ὅλους τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας. «Διὰ πασῶν ὅδευσον ἀμέμπτως τῶν ἡλικιῶν Χριστοῦ καὶ δυνάμεων, ὡς Χριστοῦ μαθητής». Καὶ στὴν συνέχεια προτρέπει: «Καθαρίσου, κάμε περιτομή, ἀφαίρεσε τὸ κάλυμμα ποὺ ἔχεις ἀπὸ τὴν δημιουργία. Ὕστερα δίδαξε στὸ ἱερό, διῶξε ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς ἐμπορευομένους τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἄφησε νὰ σὲ λιθοβολήσουν, ἂν θὰ πρέπει νὰ τὸ πάθης. Γνωρίζω καλὰ ὅτι θὰ ξεφύγης ἀνάμεσα ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι σὲ λιθοβολοῦν, ὡς Θεός. Διότι ὁ Λόγος δὲν λιθοβολεῖται. Ἂν σὲ ὁδηγήσουν μπροστὰ στὸν Ἡρώδη, μὴν τοῦ δώσης ἀπάντηση στὰ περισσότερα. Θὰ σεβασθῇ τὴν σιωπή σου περισσότερο ἀπὸ ὅσον θὰ σεβασθῇ τοὺς πολλοὺς λόγους τῶν ἄλλων. Ἂν σὲ μαστιγώσουν ζήτησε νὰ ἐκτελέσουν ὁλόκληρη τὴν ποινή. Φρόντισε νὰ γευθῇς χολή, πιὲς τὸ ξύδι, ζήτησε ἐμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα καὶ ὕβρεις, στεφανώσου μὲ τὰ ἀγκάθια τοῦ δυσκόλου δρόμου τοῦ Θεοῦ, ἐνδύσου τὸ κόκκινο ἔνδυμα, δέξου τὸ καλάμι, ἄφησε νὰ σὲ προσκυνήσουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἰρωνεύονται τὴν ἀλήθεια». Καὶ συνεχίζει: «Τέλος συσταυρώθητι, συννεκρώθητι, συντάφηθι προθύμως, ἵνα καὶ συναναστὴς καὶ συνδοξασθὴς καὶ συμβασιλεύσης, Θεὸν ὁρῶν ὅσον ἐστί, καὶ ὁρώμενος, τὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενόν τε καὶ δοξαζόμενον, ὃν καὶ νὺν τρανοῦσθαι ἡμῖν εὐχόμεθα, ὅσον ἐφικτὸν τοὶς δεσμίοις τῆς σαρκός, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τὼ Κυρίω ἡμῶν».

Αὐτὴ ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν εἶναι ἐξωτερική, ἀλλὰ μυστική, διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀσκήσεως. Καὶ δὲν σταματᾶ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ συνεχίζει καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὴν τὴν περίοδο εἴμαστε στὸ μέσον τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ ἀφοῦ πανηγυρίσαμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁδεύουμε πρὸς τὴν Πεντηκοστή. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑποδηλώνει τὴν ἀνάστασή μας ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος μέσα στὴν ὕπαρξή μας. Σὲ ἕνα τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς γράφει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος: «Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων Ἐγέρσεως, Πεντηκοστὴ δὲ τὴ θεία σφραγιζομένων».

Καὶ τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα –Πάσχα καὶ Πεντηκοστή– ὑποδεικνύουν τὰ δύο βασικὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα. Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ εἶναι εἰσαγωγικὸ Μυστήριο, μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθαρίζεται τὸ κατ’ εἰκόνα, ὁ Χριστιανὸς βιώνει τὴν πνευματικὴ ἀνάσταση ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, καὶ μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος λαμβάνει τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐσιαστικὰ ὁ Χριστιανὸς ζὴ τὴν δική του Πεντηκοστή. Ἐπειδή, ὅμως, βαπτιζόμαστε σὲ βρεφικὴ ἡλικία καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τότε τὶς ἐπιδράσεις που ἔχουν τὰ Μυστήρια αὐτὰ στὸν πνευματικό μας ὀργανισμό, γι’ αὐτὸ μὲ τὸν προσωπικό μας ἀγῶνα μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ αἰσθανόμαστε τὴν ἀνανέωση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος.

Ἔτσι, ἡ περίοδος ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὴν Πεντηκοστὴ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν πορεία μᾶς πρὸς τὴν βίωση τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ εἶναι θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰσραηλικὸς λαὸς ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου καὶ διὰ τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης πέρασε στὴν ἔρημο, ὥστε νὰ καταλήξη στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Πρόκειται γιὰ μιὰ πορεία ἐλευθερωτική, ὀδυνηρή, ἀλλὰ καὶ εὐλογημένη, ἀφοῦ οἱ Ἰσραηλῖτες ἔλαβαν πολλὲς εὐλογίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε ὡς ἡγέτη τὸν Μωϋσή, ἀλλὰ καὶ τὴν συνεχῆ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδινε τὰ πάντα. Αὐτὴ ἡ πορεία ὑπενθυμίζει καὶ τὴν δική μας πορεία ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πρὸς τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ εἶναι πνευματικὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δηλαδὴ ἡ θέωση, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε καὶ ἐμεῖς τὸν δικό μας Μωϋσή, ποὺ εἶναι οἱ πνευματικοί μας Πατέρες, οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ στέκονται καὶ ἀγρυπνοῦν πάνω στὸν δικό τους χῶρο ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.

Ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, ὅπως τὸ βλέπουμε καὶ στὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, λένε ὅτι σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νὰ λάβουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φαντασθῆτε τὸ σῶμα σᾶς ὡς ἕνα ζωντανὸ ναό, ποὺ στὸ κέντρο ἔχει τὸ ἱερὸ Βῆμα, καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα, τὴν καρδιά, ὅπου ὑπάρχει ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε ἀδιάλειπτη λατρεία καὶ δοξολογία στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς βρισκόμαστε σὲ μιὰ διαρκὴ πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό.

Στὸ δοξαστικὸ τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ψάλλουμε: «Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τὴ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ φθάσαντες τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς γνησίως φυλάξωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καὶ τὴν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι, καὶ τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι Σοφία τοῦ Θεοῦ λέγεται τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ πρὸς δόξαν Τοῦ ἀνηγέρθη ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη –ποὺ εἶναι πλημμυρισμένος μέσα στὸ φῶς– καὶ ἔγινε τὸ πρότυπο καὶ ἄλλων Ἱερῶν Ναῶν ποὺ κτίσθηκαν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας πρέπει νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι ὅλο τὸ περιεχόμενο τῶν τροπαρίων τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναφέρεται στὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Θεὸ σοφία μὲ τὴν σύνδεσή του μὲ τὸν Χριστὸ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ὅταν φθάση μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν θεοπτία, βιώνει τὴν Πεντηκοστή, ποὺ εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμὸς τῆς θεωρίας-θέας τοῦ Θεοῦ.

Τελειώνοντας αὐτὴν τὴν ὁμιλία θὰ ἤθελα νὰ ἐπαινέσω τὴν πρωτοβουλία γιὰ τὴν καθιέρωση αὐτοῦ τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἱεροῦ Ναοῦ στὸ ὄνομα τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας καὶ γιὰ τὸν καθορισμὸ νὰ ἐορτάζη κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, αὐτὴν τὴν εὐλογημένη περίοδο. Αὐτὸ δηλώνει ὅτι ἡ θεολογία εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας καί, βέβαια, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι Αὐτὸς ποὺ φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. α', 9).

Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ στὸν Χριστὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο γεγονὸς στὴν ζωή μας. Καὶ μάλιστα ὅταν ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὑπάρχουν πολλοὶ ἀντίχριστοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ στὴν θέση τους ἔχουν τοποθετήσει ἄλλες θεότητες, ἀνθρώπους ποὺ τοὺς θεοποιοῦν καὶ στὴν πραγματικότητα καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀντίχριστο. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Ἀρνίον τῆς Ἀποκαλύψεως, ποὺ φαίνεται μὲν ἀνίσχυρο, ἀλλὰ νίκησε τὸν θάνατο, καὶ νικᾶ τὸ θηρίον τῆς Ἀποκαλύψεως. Αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο μήνυμα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, ὅτι, δηλαδή, πρέπει νὰ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀρνίου τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι τοῦ θηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως, πρέπει νὰ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι τῶν ἀνοήτων ψευδοπροφητῶν.

Αὐτὸς ὁ Ναὸς θὰ δείχνη τὴν εὐλάβεια ὅλων τῶν Κυπρίων στὸν Χριστό, τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅτι θέλουν νὰ φωτίζωνται ἀπὸ τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀνεβοῦν στὸ ὕψος τῆς Ἀγια-Σοφιάς, ποὺ εἶναι τὸ φῶς ποὺ τὴν περιβάλλει, ἐννοῶ τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, φανερώνει ὅτι ὁ Χριστὸς «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήση» (Ἀπ. στ', 2). Αὐτὴν τὴν νίκη στὴν προσωπικὴ καὶ τὴν ἐθνικὴ ζωὴ εὔχομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀγαπητούς μου Κυπρίους, τοὺς Ρωμηοὺς ποὺ κατοικοῦν στὸν εὐλογημένο αὐτὸν χῶρο.–