Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη»

Ὅταν ἀναφέρομαι στὴν Ρωμηοσύνη, δὲν τὴν ἐννοῶ ἀπὸ ἐθνοφυλετικῆς καὶ ἐθνικιστικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ ὡς τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ζωῆς σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο, τὴν Ἐκκλησία, τὴν λατρεία καὶ γενικότερα τὴν κοινωνία. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτιστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖται ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις, ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς.

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου λογοτέχνη Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ μποροῦμε νὰ τὸ προσδιορίσουμε ὡς ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ φιλοκαλικὴς παράδοσης, ποὺ εἶναι γνώρισμα τῆς ρωμηοσύνης. Ἔτσι, ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως φαίνεται στὰ ἔργα του –εἶναι γνωστὸ τὸ διήγημά τοῦ Πάσχα ρωμέϊκο– ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του ἦταν ἕνας Ρωμηός, μὲ ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς λέξεως αὐτῆς. Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε σὲ μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποία θὰ ἀκολουθήσουν.

1. Τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σὲ μιὰ περίοδο πολὺ κρίσιμη γιὰ τὸν ἑλληνισμό, ἤτοι τὸ 1851, καὶ βέβαια μεγάλωσε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία γινόταν ἐπίσημες διεργασίες γιὰ τὸν πολιτιστικὸ ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ταυτιζόταν μὲ τὸν ἐξευρωπαϊσμό, καὶ αὐτὸς ὁ πολιτιστικὸς ἐκσυγχρονισμὸς ταυτόχρονα ἦταν καὶ προδοσία ἔναντι ὅλου τοῦ πολιτιστικοῦ πλούτου τοῦ Γένους.

Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη

Ὑπάρχουν δύο σημαντικὰ κείμενα ποὺ προσδιορίζουν αὐτὸ τὸ θέμα, ἤτοι τὸ βιβλίο τῆς Ἕλλης Σκοπετέα μὲ τίτλο Τὸ "Πρότυπο Βασίλειο" καὶ ἡ Μεγάλη Ἰδέα (1830-1880), ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ ἐγκυρότερα ἐπιστημονικὰ βιβλία πάνω στὸ θέμα αὐτό, καὶ ἕνα κείμενο τῆς Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη μὲ τίτλο Οἱ Καλλιτεχνικοὶ Σύλλογοι καὶ οἱ στόχοι τοὺς (1880-1910). Καὶ τὰ δύο αὐτὰ κείμενα, χωρὶς νὰ ἀναφέρονται στὸν Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τὰ πλαίσια μέσα στὰ ὁποία ἔζησε καὶ μεγάλωσε, ἀλλὰ καὶ κοιμήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ νομίζω δείχνουν τὴν μεγαλωσύνη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα στὸ βιβλίο της ἐκθέτει διεξοδικὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 παρατηρεῖται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μιὰ προσπάθεια ἀπογαλακτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν ἕως τότε παράδοσή της καὶ τὴν προσάρτησή της στὴν Εὐρώπη. Ὁπότε, μὲ ὅλες τὶς διεργασίες ποὺ ἔγιναν προσπάθησαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ ἀναπτύξουν μιὰ καινούρια ἰδεολογία καὶ μιὰ νέα συνείδηση στοὺς Ἕλληνες πολῖτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Ἡ διεξοδικὴ ἀνάπτυξη τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἐλλαδιτῶν, ἡ προσπάθεια ὁρισμοῦ τῶν συνόρων τοῦ νέου Κράτους, οἱ διαμάχες μεταξὺ τῶν αὐτοχθόνων καὶ τῶν ἑτεροχθόνων καὶ ἡ τελικὴ νίκη τῶν αὐτοχθόνων, ἡ διάκριση μεταξὺ «τῶν μέσα καὶ ἔξω Ἑλλήνων» καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ἑπτανησίων καὶ Φαναριωτῶν δείχνει τὴν διπολικότητα τῶν κατοίκων ποὺ ζοῦσαν στὸ Ἑλληνικὸ Βασίλειο. Παρατηρεῖται μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποκτήσουν οἱ Ἕλληνες εὐρωπαϊκὴ ταυτότητα μέσα ἀπὸ τὴν γλῶσσα, τὴν θρησκεία καὶ τὴν Παιδεία. Μὲ πολλὲς προσπάθειες κατασκευαζόταν ἕνα «πρότυπο Βασίλειο», τὸ ἑλληνικὸ Κράτος, τὸ ὁποῖο ταυτιζόταν μὲ τὸ ἐθνικὸ Κράτος, καὶ τὸ ὁποῖο «ἄρχιζε στὴν οὐσία ἀπὸ τὸ σημεῖο μηδέν». Τὸ κενὸ ποὺ ἄφηνε ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Τούρκου κατακτητῆ ἔπρεπε νὰ καλυφθῇ. «Ἐπεῖγε ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοτελοῦς πλέον ἐπεξεργασίας μιᾶς νέας συνείδησης, στὸ νέο πλαίσιο ἀναφορᾶς ποὺ ἦταν τὸ ἐθνικὸ κράτος». Μάλιστα ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ὡς ἑξῆς καταγράφει τὸν διπλὸ χαρακτηρισμὸ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821: «ἐπανάστασις καὶ ἀποστασία». Καὶ βέβαια «ἡ κατεύθυνση τὴν ὁποία ἀκολούθησε τὸ Βασίλειο ἦταν δεδομένη: ἐξομοίωση μὲ τὴν Εὐρώπη» καὶ μάλιστα τὴν Εὐρώπη τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ σαφῶς ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο φωτισμό.

Ἐνῷ ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ πολιτικὸς καὶ πολιτιστικὸς σχεδιασμός, ἐν τούτοις ταυτοχρόνως ἐκφραζόταν καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ Γένους, τὸ ὁποῖο Γένος ζοῦσε μὲ τὶς παραδόσεις τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ ἀποστρεφόταν τὰ ἰδεολογικὰ καὶ τὰ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς Δύσεως καὶ εἶχε ἀναφορὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι «τὸ 1834 ὁ Κωλέττης προτείνει νὰ μὴν ἀποκτήσει ἡ Ἑλλάδα ἐπίσημη πρωτεύουσα, ἀφοῦ ἡ πραγματικὴ πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη. Στὸν πρῶτο ἑορτασμὸ τῆς 25ης Μαρτίου, τὸ 1836, κυριαρχεῖ τὸ σύνθημα: "στὴν Πόλη"».

Ἡ Εὐθυμία Μαυρομιχάλη στὸ κείμενό της μὲ τίτλο Οἱ Καλλιτεχνικοὶ Σύλλογοι καὶ οἱ στόχοι τοὺς (1880-1910) ἐκθέτει τὴν κινητικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδος μετὰ τὸ 1870, ἡ ὁποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ὡς «συλλογομανία». Κατ' ἀρχὰς ἱδρύεται ὁ καλλιτεχνικὸς Σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Σύλλογος τῶν ὡραίων τεχνῶν» καὶ στὴν συνέχεια «ἐμφανίζονται τρεὶς διαφορετικὲς συσσωματώσεις φιλοτέχνων μὲ τὸ ὄνομα "Ἑταιρεία τῶν Φιλότεχνων"». Ἔπειτα ἐμφανίζεται καὶ ἕνας σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἕνωση Καλλιτεχνῶν» ποὺ τὰ μέλη του εἶναι κατ' ἐξοχὴν καλλιτέχνες.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὰ μέλη τῶν συλλόγων αὐτῶν εἶναι ἐπίλεκτα μέλη τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τὸ ἔργο τῶν συλλόγων αὐτῶν ὡς «ἐθνοφελές». Εἶναι παρατηρημένο ὅτι αὐτὴ ἡ μεγάλη ἄνθηση τῆς νεώτερης τέχνης καὶ τῆς μεταδόσεώς της μὲ ἐκθέσεις, διὰ τῶν συλλόγων καὶ τῶν ἑνώσεων αὐτῶν ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια προσδιορισμοῦ τῆς νέας ἰδεολογίας τοῦ ἀρτιγέννητου ἑλληνικοῦ Κράτους. Οἱ περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι καὶ γλύπτες, ἔχουν σπουδάσει στὴν Εὐρώπη καὶ μεταφέρουν μὲ τὴν τέχνη τους τὸ νέο αὐτὸ πνεῦμα διαμορφώνοντας τὴν καινούρια αὐτὴ συνείδηση.

Η Ρωμηοσύνη τού ΠαπαδιαμάντηὉ Παπαδιαμάντης, παρὰ τὴν ἔντονη αὐτὴν κινητικότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ γεννήθηκε καὶ ἐργάσθηκε, παρὰ τὴν νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητὴς ταπεινὸς τῆς παραδόσεως ποὺ γνώρισε στὴν Σκιάθο, τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ αὐτὴν τὴν παράδοση ἐκφράζει. Παραμένει σταθερὰ προσηλωμένος καὶ ἀντίθετος μὲ τὴν νέα αὐτὴν νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα. Δὲν ἐπηρεάσθηκε καθόλου ἀπὸ αὐτὴν τὴν νοοτροπία. Ὅμως τὸν δικαίωσε ἡ ἱστορία, γιατί ἀπέδειξε ὅτι ἡ παράδοση τὴν ὁποία ἐκπροσωποῦσε εἶχε διαχρονικὴ ἀξία, ἐνῷ ἡ νέα εὐρωπαϊκὴ παράδοση, ποὺ διαπνεόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ ἦταν ἐκφράσεις ἑνὸς μέρους τοῦ χρόνου τῆς ἱστορίας. Τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴν βλέπω σὲ αὐτὴν τὴν ἀντίστασή του πρὸς τὴν νέα ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ ἐκαλλιεργεῖτο καὶ ἐπιβαλλόταν στὴν ἐποχή του.

2. Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη

Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων καὶ ἰδιαιτέρως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων μὲ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὰ μὲ τὴν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ τοῦ Ἄνσελμου Καντερβουρίας.

Ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη εἶναι ἕνας θεὸς ἀπρόσιτος, σκληρός, ποὺ ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξής του. Στὴν Σούμα Θεολογική, ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, μετὰ τὰ ἐπιχειρήματά περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, φθάνει σὲ ἀναγκαστικὲς δεσμεύσεις: «Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ παραδεχθῶμεν πρώτην τινα ποιητικὴν αἰτίαν, ἥν πάντες ὀνομάζουσι Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Συνεπῶς πρέπει νὰ ὑπάρχη ὃν νοοῦν, ὑφ οὗ πάντα τὰ φυσικὰ ὄντα κυβερνῶνται καὶ κατευθύνονται πρὸς τὸν ἑαυτῶν σκοπὸν τὸ δ ὃν τοῦτο ὀνομάζομεν Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Δὲν δυνάμεθα νὰ διακριβώσωμεν πῶς ὁ Θεὸς εἶνε, ἀλλὰ μᾶλλον πῶς δὲν εἶνε».

Ὁ Θεός, ἀκόμη, τοῦ Ἄνσελμου Καντερβουρίας εἶναι ἕνας θεὸς φεουδάρχης ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τρεὶς ἀρχές, ἤτοι ὅτι εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, ἡ ὑψίστη τιμὴ καὶ ὅτι εἶναι θεὸς τάξεως, ἀφοῦ ἔβαλε σὲ ὅλη τὴν κτίση τὴν τάξη. Ὁπότε, κάθε ἁμαρτία εἶναι προσβολὴ τῆς τιμῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ παράβαση τῆς τάξεως ποὺ ὑπάρχει σὲ ὅλη τὴν δημιουργία. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ τιμωρηθῇ, ἢ πρέπει νὰ ἐξιλεώση τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκαταστήση τὴν τρωθεῖσα τιμὴ Τοῦ.

Ὁ Νῖκος Καζαντζάκης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν δυτικὴ θεολογικὴ προβληματική, εἶχε ὑπ ὄψη του ἕναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σὲ μιὰ ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε μὲ κάποιον ἑλληνοαμερικανὸ Ἱερέα Ἐμμανουὴλ Παπαστεφάνου φαίνεται αὐτὸς ὁ ἐπηρεασμός του. Γράφει κάπου:

«Ὁ θεός μου εἶναι ὅλο λάσπη, αἵματα, ἐπιθυμίες κι ὁράματα. Δὲν εἶναι ὁ ἁγνός, ἄσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δὲν εἶναι φῶς. Μὲ ἀγῶνα, μὲ κάματο μετουσιώνει τὴ νύχτα μέσα στὰ σωθικά του καὶ τὴν κάνει φῶς. Ἀνηφορίζει ἀγκομαχῶντας τὸν ἀνήφορο τῆς ἀρετῆς. Φωνάζει βοήθεια. Δὲ μᾶς σώζει. Ἐμεῖς τόνε σώζομε. Salvatores Dei! Τί θὰ πεὶ τόνε σώζομε; Σώζομε μέσα ἀπ τὴν ἐφήμερη πήλινη ὕπαρξή μας τὴν πνοὴ τὴν αἰώνια, μετουσιώνουμε τὴ σάρκα, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὰ κάνομε πνέμα. Μέσα ἀπὸ τὴν ὕλη, στὸ ἐργαστήρι τοῦτο τοῦ κορμιοῦ μας, κατασκευάζομε πνέμα, ἐλεφτερόνομε τὸ Θεό. Ἄλλο σκοπὸ δὲν ἔχει ἡ ζωή μας».

Καὶ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιστολὲς τοῦ (25-4-54) γράφει:

«Τρία τὰ μεγάλα θεολογικὰ στάδια ποὺ πέρασα:
Θεέ μου, ἐσὺ θὰ μὲ σώσης
Θεέ μου, ἐγὼ θὰ σὲ σώσω
Μαζὶ θὰ συνεργαστοῦμε μαζὶ θὰ σωθοῦμε, Θεέ μου».

Η Ρωμηοσύνη τού Παπαδιαμάντη

Ὁ Θεός, ὅμως, τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Ὁ Παπαδιαμάντης γνώρισε τὸν Θεὸ ἀπὸ νηπτικοὺς πατέρας, ποὺ ὀνομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅσο καὶ στὴν Σκιάθο. Εἶναι Θεὸς ἀγάπης, ποὺ συμπονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, ποὺ ἀγαπᾶ πιὸ πολὺ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους φτώχεια. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ ἔργο του. Ὁ Θεός, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Σιλουανός, εἶναι ταπείνωση καὶ πραότητα ποὺ συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Γράφοντας ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ καθαρτήριο πὺρ τῆς «Παπικῆς Ρώμης» σχολιάζει:

«Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τὼ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήση δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι εἶναι δεινοὶ εἰς τὸ νὰ περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια. Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἡμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ».

Ἀκόμη, σὲ ὅλα τὰ ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτὴ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν Χριστίνα, τὴν δασκάλα, ποὺ ζοῦσε χωρὶς στεφάνι, τὴν βλέπει μὲ συμπάθεια, γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ διηγήματός του γράφει γι αὐτήν: «Ἀλλ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη "ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων", ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ ληστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώση χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Τοῦ τὴν αἰωνίαν». Τὸν «μπαρμπα-Γιαννιὸ τὸν Ἔρωντα», ποὺ πέθανε μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Πολυλογοὺς ποὺ ἀγαποῦσε, καὶ σκεπάστηκε ἀπὸ τὸ χιόνι, τὸν ἀφήνει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωὴ τοῦ καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου». Τὴν Φραγκογιαννοῦ, ποὺ καταδιωκόμενη ἀπὸ δύο ἄνδρες γιὰ τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔκανε καὶ στὴν προσπάθειά της νὰ ἀνεβῇ τὸν βράχο τοῦ ἁγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Ἡ γραῖα Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».

3. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη

Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν καλβινιστικὸ πουριτανισμό, δὲν διακρίνεται ἀπὸ κάποια πουριτανικὴ ἠθική, ἀλλὰ εἶναι ἡ εὐσέβεια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Προτεστάντες καὶ κυρίως οἱ Καλβινιστές, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο προορισμό, ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάνουν λόγο γιὰ σεσωσμένους καὶ μή, ἀπὸ καθαρὰ ρατσιστικὰ κριτήρια καί, βέβαια, ἡ σωτηρία ἐκδηλώνεται καὶ ἐξωτερικά, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἔχουν ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς σωτηρίας. Τὰ πέντε σημεῖα, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς Καλβινιστὰς στὴν συνάντηση τοῦ Dort τῆς Ὁλλανδίας τὸ 1618, ἤτοι «ἡ τέλεια ἀδυναμία ἢ ἡ τέλεια διαφθορά», «ἡ ἐκλογὴ τῶν σεσωσμένων ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς ὅρους», «ἡ εἰδικὴ ἀπολύτρωση ἢ ἡ περιορισμένη ἐξιλέωση», ποὺ γίνεται μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, «ἡ ἀκατανίκητη χάρη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἐκλεγμένο ἀναπόφευκτα στὴν σωτηρία, «ἡ ἐμμονὴ τῶν ἁγίων», ἀφοῦ οἱ ἐκλεγμένοι εἶναι αἰώνια σεσωσμένοι καὶ δὲν ἔχουν δυνατότητα ἐπιλογῆς, δημιούργησαν ἕναν πουριτανικὸ Χριστιανισμὸ ποὺ βασίζεται σὲ μιὰ ἰδιότυπη ρατσιστικὴ νοοτροπία. Οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σὲ σεσωσμένους ἢ μή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐξωτερικὰ κριτήρια, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία στὸν κόσμο, τὴν κυριαρχία στὴν κοινωνία, καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ τὴν προτεσταντικὴ ἠθική, ποὺ χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἁγίους, σὲ ἠθικοὺς καὶ ἀνήθικους, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, μὲ βάση ἐξωτερικὰ κριτήρια. Σὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἔπεσε καὶ ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο τοῦ Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται χωρίζει τοὺς Κληρικοὺς στὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες, ἀφοῦ ὁ παπα-Φώτης εἶναι ἅγιος, ἐνῷ ὁ παπα-Γρηγόρης εἶναι ὁ φαταούλας, ὁ ἐκμεταλλευτής, καὶ ὅσο ἐξυψώνει ὑπερβολικὰ τὸν πρῶτο, τόσο ταπεινώνει ὑπερβολικὰ τὸν δεύτερο. Δὲν μπορεῖ νὰ βρὴ καὶ ἄλλα στοιχεῖα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιγράφει.

Ἀντίθετα, ὁ Παπαδιαμάντης διακρίνεται ἀπὸ μιὰ εὐαισθησία, σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἔχουν οἱ ἐρημῖτες μοναχοί. Ποιός δὲν ἔχει πλησιάσει τέτοιους ἐρημῖτες καὶ δὲν ἔχει αἰσθανθῇ τὴν ἀρχοντική τους ἀγάπη, ποὺ σὲ θερμαίνουν μὲ τὴν θαλπωρή, μὲ τὸν ἱλαρὸ λόγο; Ἀλλὰ καὶ ὅταν χρησιμοποιοῦν «σκληρὸ» λόγο, αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι θεραπευτικός, ἀφοῦ προέρχεται ἀπὸ μιὰ εὐαίσθητη καρδιά. Ὁ ἀσκητὴς εἶναι «ἀνίκανος» νὰ κάνη κακὸ στοὺς ἄλλους.

Ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει αἴσθηση τῆς ἀναξιότητός του, τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, παρὰ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἀρχοντιά του. Στὸ τέλος τοῦ ἔργου τοῦ Ἁμαρτίας φαντάσματα γράφει: «Τ ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου». Προφανῶς πρόκειται γιὰ σημειώσεις τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν εἶναι δείχνει τὴν ἴδια νοοτροπία ποὺ τὸν διακατεῖχε.

Συνεχίζει:

«Ὧ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλη. Ἠισθάνθην βαθεῖαν συντριβὴν τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. "Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε..."».

Δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλους βλέπει ὅτι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος, παρὰ τὴν πτώση του, διασώζει τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας, παραμένει μέσα τοῦ τὸ κατ εἰκόνα ἔστω καὶ ἀμαυρωμένο, μαζὶ μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνας τῆς πτώσεως. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ ἔχη εὐαισθησία καρδιακὴ γιὰ νὰ βλέπη τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ δόξα μέσα στὴν κατὰ κόσμον ἀδοξία.

Στὴν Ἐξοχικὴ λαμπρὴ σκιαγραφεῖ ἀνάγλυφα τὸ πάθος τοῦ παπα-Κυριάκου, ποὺ ἀναδύθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ παπα-Θοδωρῆ, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ παπα-Κυριάκος μετανοεῖ.

Ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα ἦταν ἀστεφάνωτη, ἀλλὰ εἶχε φθάσει σὲ βίωση μεγάλης αὐτομεμψίας, ἀφοῦ ἀκόμη «καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγη κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» καὶ ὅταν πήγαινε καθόταν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Μόνον στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης «κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν ἀκούση τὸ "Ἀναστάσεως ἡμέρα" μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες». Ἡ θρησκευτικὴ κοινότητα τὴν ἔχει ἀπορρίψει, ἀλλὰ αὐτὴ ὅμως δὲν τὴν ἀπέρριψε. Νοσταλγοῦσε τὴν συμμετοχὴ τῆς σὲ λατρευτικὲς συνάξεις καὶ συμμετεῖχε νοερὰ καὶ ἐξ ἀποστάσεως, διακριτικά.

Περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Παπαδιαμάντης ὅλη τὴν αὐτομεμψία ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν ψυχή της. Ἐν τούτοις αὐτὴ ἡ ἴδια μεγάλωνε τὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανε ὁ ἄντρας της μὲ τὶς «ἐρωμένες» του. «Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε». Καὶ ὅταν τὰ παιδιὰ τρία ἢ τέσσερα πέθαναν ἕως ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα πονοῦσε πολύ. «Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρὸς τῆς ὡς νὰ ἦσαν γνήσια δικά της». Καὶ ὅταν ὁ ἄνδρας της δὲν ἔλεγε νὰ τὴν στεφανωθῇ, «αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ», παρὰ τὴν κατακραυγὴ τῆς κοινωνίας.

Αὐτὸ τὸ ἴδιο περιστατικὸ τὸ βλέπουμε στὸν γάμο τοῦ Καραχμέτη.

4. Ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της.

Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά. Σ ἕνα κείμενό του γράφει:

«Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τοὐναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης».

Στὴν ἐποχή του ὁ Μακρακισμὸς ἀλλοίωνε τὴν ταυτότητα καὶ τὴν φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ἄρθρο γιὰ νὰ καυτηριάση τὴν στάση τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε δύο ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμισαν στὸν κόσμο ὅτι εἶναι μὲν ἐλεύθεροι νὰ ἀκούσουν τὸν Μακράκη, ἀλλὰ νὰ ξεύρουν ὅτι «ἔχει ἀποκηρυχθῇ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής». Καὶ στὴν συνέχεια γράφει:

«Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ.... Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμη καὶ ἐν τῇ φρενί.... καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς.... Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὕς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναταί ποτε ν ἀναγνωρίση τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὗτος δὲν προσέλθη ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέση εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπη τὸ ἥμαρτον, ν ἀποπτύση τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπη ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾶ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήση ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξη! Οἷον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἷος κρημνός!».

Καὶ ὅταν οἱ Μακρακισταὶ ἀντέδρασαν ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἀφοπλιστικὸς στὰ ἐπιχειρήματά του, ποὺ δὲν εἶναι στοχαστικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικά:

«Τί μὲ προκαλεῖτε εἰς συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν εἶσθε αἱρετικοὶ ἢ ὄχι; Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἀπεκήρυξεν. Ἐπὶ δεδικασμένου συζήτησις δὲν δύναται νὰ γίνη».

5. Τὸ φιλοκαλικὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη

Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνωδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴν ζωή.

Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποία μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε στὰ σπίτια ποὺ ἔμπαινε ὥστε ἡ Μαρία τῆς Ρηνούλας νὰ πῆ:

«–Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε κύριε.
Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ γλυκὰ τραγουδάκια».
Καὶ αὐτὰ τὰ τραγουδάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».

Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου τοῦ Μπούκη τοῦ εἶπε:

«Ἐσὺ μπὰρμπ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ».

Ἡ Ἀγγελικούλα, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς "Τραγούδια τοῦ Θεοῦ", εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δύο ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῇ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα».

Ἡ μικρὴ Ἀγγελικούλα ἕνδεκα ἐτῶν ἦταν ἄρρωστη βαρειά. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε:

«Ἅ, μπὰρμπ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πὴς πάλι τὰ θεῖα ... τραγούδια;
–Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνη ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθης, νὰ σοῦ τὰ πώ.
–Νὰ μοῦ τὰ πής. Μὰ θὰ τ ἀκούσω;
Ἅμα προσέχης, θὰ τ ἀκούσης...
Ὤχ!

Ἔστέναξέν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῇ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὕς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ ἐψιθύρισε:

–Μοσχοβολᾶ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά».

Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμωδία ἀκόμη καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:

«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ἠυδόκησε νὰ φανερωθῇ κ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὅρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.

Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελωδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός. "Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς καὶ ἐκεῖ Κύριος"».

Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:

«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερᾶς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ἄδων ἐκίνει τὰς αἴγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούση τῶν πόλεων, ὅπου ζῆ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέη καὶ νὰ παρηγορῇ τοὺς θιασώτας αὐτῇς, ἐν τὼ ἀνθρωπίνῳ βίῳ».

6. Ἡ βιβλικὴ καὶ λειτουργικὴ γλῶσσα τοῦ Παπαδιαμάντη

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀγαποῦσε τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, συμμετεῖχε ἐνεργῶς σὲ αὐτὴν ψάλλοντας, ἀγρυπνοῦσε πολλὲς φορὲς στὸν ἅγιο Ἐλισσαῖο καὶ ἦταν ἑπόμενο νὰ ἐπηρεασθῇ ἡ γλῶσσα του ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῆς λατρείας καὶ νὰ περάσουν στὰ κείμενά του διάφορες βιβλικὲς καὶ λατρευτικὲς ἐκφράσεις. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχει ἀνέκδοτη διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Ἀποστόλου Ζορμπᾶ μὲ τίτλο Χωρία καὶ λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφὴς καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.

Στὸν πρόλογο τῆς μελέτης ἐπισημαίνεται ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ ἀποκτᾶ ἐνδιαφέρον «πρῶτα ἐξ αἰτίας τῆς θελκτικῆς, κατὰ γενικὴ σχεδὸν ἀποδοχή, γλώσσας τοῦ Παπαδιαμάντη, ὕστερα τῆς ποιητικότητας τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας καί, τέλος, ἐξ αἰτίας τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ λογοτεχνικὴ παραγωγὴ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ οἱ γλωσσικὲς ἐπιλογές του πραγματοποιοῦνται σὲ ἐποχὴ γλωσσικῶν συζητήσεων, ποὺ ὁ ἀπόηχός του κάποτε φθάνει ὡς τὶς ἡμέρες μας».

Στὴν εἰσαγωγή, μεταξὺ τῶν ἄλλων, παρατίθενται οἱ ἀπόψεις διαφόρων μελετητῶν τοῦ ἔργου τοῦ Παπαδιαμάντη, κυρίως λογοτεχνῶν, γιὰ τὴν γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ἀπὸ τοὺς πενῆντα τέσσερεις «ἀνθολογούμενους μελετητές», οἱ δώδεκα κάνουν λόγο «γιὰ ἐκκλησιαστικὴ καθαρεύουσα», «βυζαντινὴ» ἢ «βυζαντινίζουσα» γλῶσσα τοῦ Παπαδιαμάντη, «παπαδιαμαντικὴ» ἢ κάνουν λόγο «γιὰ ἐπίδραση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα». Ἀπὸ αὐτοὺς «τρεὶς μιλοῦν γιὰ τὸν βιβλικὸ ἢ ἱερατικὸ χαρακτῆρα της. Ἄλλοι μιλοῦν γιὰ τὸ κρᾶμα τῆς γλώσσας τοῦ ὅπου ὑπάρχουν καὶ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα». Ὁ κ. Ζορμπᾶς, ὕστερα ἀπὸ διεξοδικὴ καὶ ἐξαντλητικὴ ἔρευνα στὰ τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐντόπισε πάμπολλες ἄμεσες ἢ ἔμμεσες γλωσσικὲς ἐπιδράσεις στὰ κείμενά του, ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Ὑμνογραφία, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ διάφορες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν Ἐκκλησία.

Ἐπίσης, στὴν εἰσαγωγὴ ἐπισημαίνονται οἱ λόγοι τῆς ἐπίδρασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας στὸν Παπαδιαμάντη, κυρίως ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν ἀπὸ μικρὸς συνδεδεμένος μὲ τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Στὰ δὲ συμπεράσματα τεκμηριώνεται ἡ ἄποψη τοῦ συγγραφέως ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης «γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Γραφὴ καὶ τὴν Ὑμνογραφία», καθὼς καὶ τὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας.

Πάντως, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἱερατικὸ περιβάλλον, ἀναπτύχθηκε γλωσσικὰ στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ζοῦσε μέσα σὲ αὐτὲς καὶ ἀντλοῦσε ἀνεπιτήδευτα καὶ φυσικὰ φράσεις καὶ εἰκόνες ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς λειτουργικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἂν πολλοὶ Νεοέλληνες ἔχουν ἐπηρεασθῇ γλωσσικὰ ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, πολὺ περισσότερο αὐτὸ ἔγινε μὲ τὸν Παπαδιαμάντη ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη εὐφυΐα, θαυμαστὴ παρατηρητικότητα καὶ γλωσσικὴ εὐαισθησία. Πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ ἐπίδραση αὐτὴ δείχνει τὴν στενὴ σχέση του μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅτι λειτουργοῦσε ὡς ταπεινὸ τέκνο της, ποὺ μιλοῦσε τὴν «μητρική» του ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα.

Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη ἐκφραζόταν ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζουμε Ρωμηοσύνη, αἰσθανόταν τὸν Θεὸ ὡς ἀγάπη, ὁ ἴδιος ἀγαποῦσε τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ὁποίους σκέπαζε μὲ τὴν φιλανθρωπία του, ζοῦσε ταπεινὰ καὶ ἁπλὰ μὲ ἀπόλυτη πτωχεία. Ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἕνα κερὶ ποὺ λυώνει, σὰν ἕνα λιβάνι ἁγιορείτικο ποὺ μοσχοβολᾶ τὸν κόσμο, σὰν τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ ποὺ καίγεται καὶ ἀφήνει μιὰ εὐωδιά. Εἶχε μιὰ γλύκα στὰ μάτια: «κι' ἀπὸ τὰ μάτια του ἔσταζε μιὰ γλύκα». Ἔτσι καὶ ἔκλεισε τὴν ζωή του, ψάλλοντας «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου», προσευχόμενος στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τὸν πρόδρομο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοσχοβολημένη ἀπὸ ἁγιορείτικο λιβάνι ὕπαρξή του, μοσχοβόλησε τὰ γραπτά του. Πέρασε στὰ κείμενά του, χωρὶς καμμιὰ ἰδιαίτερη προσπάθεια, ὅλο τὸν κόσμο τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Ὁμολογῶ ὅτι κάθε φορὰ ποὺ διαβάζω Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη λιβανίζομαι ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο θυμίαμα, μυρίζω τὸ ἁγιορείτικο ἁγιοκέρι καὶ χύνω δάκρυα προσευχῆς καὶ ἱκεσίας γιὰ τὸν μπαρμπα-Ἀλέξανδρο ποὺ τώρα τραγουδάει «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» μαζὶ μὲ τὴν Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου τοῦ τοῦ Νικόλα Μπούκη, ποὺ ἔγινε ἀγγελούδι τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ τὰ τραγουδάει μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς νηφαλίου μέθης, αὐτὸς ὁ μεθύων ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο κρασὶ τῆς ἀγάπης τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.–