Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὡς μετανάστης

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ μακαριστὸς π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στὸ σημαντικὸ βιβλίο του γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, μὲ τίτλο «Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός», γράφει:

«Ἔβλεπε ὁ ὅσιος ὅτι ἀναχωροῦσε γιὰ τὴν ἀληθινή του πατρίδα, στὴν ὁποία εἶχε "τὸ πολίτευμα" ἀπὸ τὴν καθαρὴ νεότητά του ὡς "συμπολίτης τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ". Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπέρασε τὸν πνευματέμφορο βίο τοῦ σὰν μετανάστης, σὰν ξένος στὸν κόσμο αὐτό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἀλλότριος, μὴ φίλος τοῦ κόσμου, μὴ φίλος τῶν φιλούντων τὸν κόσμο ποῦ "κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ". Γι’ αὐτό, καὶ ὅσοι ἦσαν τοῦ κόσμου τούτου τὸν ἐπολέμησαν, τὸν κατεδίωξαν, τὸν ἐσυκοφάντησαν. Γιατί τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴν γῆ ἦταν πέρασμα Ἁγίου καὶ "αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἦσαν ἐξηλλαγμέναι", ὁδοὶ ξένου καὶ παροικοῦντος».

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔζησε ὡς μετανάστης μὲ δύο ἔννοιες. Πρῶτον, ἔζησε καὶ πέθανε μακριὰ ἀπὸ τὴν γενέτειρά του καί, δεύτερον, αἰσθανόταν ὡς ξένος καὶ πάροικος, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πατρίδα του, τὸν οὐρανό. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στὴν Συληβρία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, κατέβηκε στὴν Χίο, μετέβη στὴν Ἀθήνα, ταξίδευσε καὶ παρέμεινε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀνέβηκε στὴν Ἀθήνα γιὰ θεολογικὲς σπουδὲς καὶ πάλι ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, τελικὰ ἐπανῆλθε στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ διακονήση στὴν Χαλκίδα, τὴν Φθιώτιδα καὶ τὴν Φωκίδα, τὴν Ριζάρειο Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ τέλος στὴν Αἴγινα. Δὲν γεννήθηκε στὸ τότε ἐλεύθερο Κράτος τῆς Ἑλλάδας, πέρασε πολλὲς πόλεις καὶ ζοῦσε ὡς ξένος καὶ πάροικος.

Ὁ ἴδιος στὴν διαθήκη του, τὴν ὁποία συνέταξε στὴν Αἴγινα, γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ὁ ὑποφαινόμενος Ἀρχιερεὺς Νεκτάριος Δήμου Κεφαλάς, Μητροπολίτης Πενταπόλεως, παρεπιδημῶν ἐν Ἑλλάδι καὶ διαμένων, ἰδιωτεύων ἐν Αἰγίνῃ ἐν τῇ ἰδιοκτησία κειμένη ἐν τῇ θέση Ξάντος, σώας ἔχων τὰς φρένας καὶ ὑγιὰ τὸν νούν, γράφω σήμερον ἐν Αἰγίνῃ τὴν δευτέραν τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου 1920...». Ἀπὸ τὴν περικοπὴ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐπισημανθῇ ἡ φράση «παρεπιδημῶν ἐν Ἑλλάδι καὶ διαμένων». Τὸ παρεπιδημῶν σημαίνει «παραμένων πρόσκαιρα σὲ ξένο τόπο». Ἡ Ἑλλάδα φιλοξένησε τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ὕστερα ἀπὸ τὶς περιπέτειες ποῦ εἶχε στὴν ζωή του, καὶ ὁ Ἅγιος δόξασε τὸν τόπο τῆς φιλοξενίας καὶ τὸν ἔκανε παγκόσμιο, ἀφοῦ πολλοὶ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἔρχονται στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ ζητήσουν τὴν βοήθειά του, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἀνοικοδομοῦν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη Ναοὺς ἐπ’ ὀνόματί του.

Ὡς «μετανάστης», λοιπόν, ἦλθε ὁ ἅγιος Νεκτάριος στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔζησε ὡς ξένος καὶ πάροικος, γιατί ἡ ἀληθινή του Πατρίδα ἦταν ὁ οὐρανός. Οἱ ἅγιοι ζοὺν ὡς «ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἐβρ. ἰα', 13). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος προέτρεπε τοὺς Χριστιανούς: «Ἀγαπητοί, παρακαλῶ ὡς παροίκους καὶ παρεπιδήμους...» (Α' Πέτρ. β', 11). Ἔτσι ἔβλεπε καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὄχι μόνον τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελευταίας του δοκιμασίας, δηλαδὴ τῆς ἀσθένειας, παρὰ τὸ ὅτι ἦταν Ἀρχιερεύς, ἔζησε ὡς ξένος, ὡς ἄσημος. Γράφει ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης: «Ἔτσι, λοιπόν, ὁ θεοφόρος ἀσκητὴς καὶ ἀρχιερέας, "ὁ πτωχὸς καὶ πολλοὺς πλουτίζων", παρέμεινε σὰν ἄσημος στὸ νοσοκομεῖο, περιμένοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ πελάγη εὐδαιμονίας» (σέλ.148). Αὐτὸς ὁ «παρεπιδημῶν ἐν Ἑλλάδι», ὁ «μετανάστης» καὶ «ξένος στὸν κόσμο αὐτό», ὁ «ἄσημος ἐν μέσῳ ἀσήμων» ἔγινε παγκόσμιος, οἰκουμενικός, θαυματουργὸς Ἅγιος ποῦ πλουτίζει αὐτοὺς ποῦ προστρέχουν σὲ αὐτὸν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Καὶ ἐπειδὴ τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται λόγος γιὰ τοὺς μετανάστες καὶ τοὺς ξένους, γιὰ τὸν ρατσισμό, θὰ πρέπει νὰ προβληματιζόμαστε βλέποντας τὸν «μετανάστην» ἅγιο Νεκτάριο. Βέβαια, κανεὶς δὲν παραβλέπει τὰ προβλήματα ποῦ ἀνακύπτουν γιὰ τὸ Κράτος, κυρίως ἀπὸ τὴν λαθρομετανάστευση, τὰ ὁποία πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθοῦν μὲ διάκριση, εὐαισθησία, σεβασμὸ στὶς πολιτιστικὲς παραδόσεις τοῦ τόπου καὶ δικαιοσύνη. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Κράτους, ἀλλὰ ἡ περίπτωση τοῦ «μετανάστη» καὶ «παρεπιδημοῦντος ἐν Ἑλλάδι» καὶ φιλοξενουμένου στὴν Ἑλλάδα ἁγίου Νεκταρίου πρέπει νὰ μᾶς κάνη προσεκτικούς. Σὲ κάθε μετανάστη πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν πόνο, τὶς πληγές, τὰ βάσανα, τὶς δοκιμασίες ποῦ συσσωρεύουν οἱ κακίες καὶ τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἔχουμε τὴν εὐαισθησία νὰ προσφέρουμε ἀναψυχή. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Τελικά, ὅμως, ὅλοι πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε ξένοι στὸν κόσμο αὐτόν, ἀλλοῦ εἶναι ἡ Πατρίδα μας, «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. γ', 20). Ὅταν ὡς Χριστιανοὶ ζοῦμε αὐτὴν τὴν ξενιτεία, τὴν ἀνεστιότητα, τότε θὰ καταλαβαίνουμε κάθε ξένο, κάθε παρεπιδημοῦντα, κάθε μετανάστη.–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3880