Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Στὴν νότια πύλη τοῦ Ἱεροῦ

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Οἱ σχολιασμοὶ ποῦ ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπροσδόκητα γεννήματα μιᾶς τυχαίας συνάντησης. Ὡς περιεκτικὸ νόημα , μπορεῖ νὰ πὴ κανεὶς ὅτι ἦλθαν στὴν ὕπαρξη ἀστραπιαία, ἀλλὰ ἡ διατύπωσή τους χρειάζεται κάποιες διευκρινίσεις καὶ ἐπισημάνσεις. Χρειάζεται τὴν ἀναφορὰ σὲ κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποία ἀφοροῦν λαϊκοὺς καὶ μοναχούς, ἀγωνιζόμενους στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ ἀρνητὲς τοῦ κόσμου, ποῦ ἐντάχθηκαν σὲ μοναστικὴ κοινότητα ἢ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν ἔρημο. Εἶναι στοιχεῖα ποῦ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦ καὶ τὸν λογισμό. Τὸν τόπο στὸν ὁποῖο κάποιοι «κοσμικοὶ» ζοὺν τὸν αὐθεντικὸ εὐαγγελικὸ ἡσυχασμὸ (τὸν «ἐσωτερικευμένο μοναχισμὸ») καὶ κάποιοι μοναχοὶ ζοὺν τὴν πιὸ βαθιὰ ἐκκοσμίκευση. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ χρειάζονται γιατί ἡ ἐξήγηση τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας ποῦ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση μιᾶς «νεανικῆς» τσιγγάνικης ἐπαιτείας στὴ νότια πύλη τοῦ Ἱεροῦ, δὲν εἶναι κάτι ποῦ χωρᾶ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς τυπικῆς λογικῆς. Χρειάζεται ἐξωλογικοὺς μετασχηματισμοὺς καὶ ἀναγωγές.

Ὁ ὑγιὴς πνευματικὰ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἰσχυρὸς μετασχηματιστὴς ὅλων τῶν ἐρεθισμάτων ποῦ δέχεται ἀπὸ τὸ περιβάλλον, τὰ ὁποία μετατρέπει σὲ ἀφορμὲς πλουτισμοῦ τῆς ἐμπειρίας του, διευρύνσεως τοῦ διανοητικοῦ ὀπτικοῦ πεδίου του, «πλατυσμοῦ τῆς καρδίας» του.

Ὁ Γέροντας Παΐσιος προέτρεπε μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ γίνουν ἐργοστάσια καλῶν λογισμῶν. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἔχη καταστήσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του ἐργοστάσιο τέτοιας «μεταμορφωτικῆς ἀνακύκλωσης». Νὰ παίρνη σκουπίδια καὶ νὰ φτιάχνη χρήσιμα πράγματα. Νὰ βλέπη τὸ κακὸ καὶ νὰ παγιώνεται στὸ καλό. Ν’ ἀκούη συκοφαντίες καὶ νὰ παράγη ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ εὐλογίες. Νὰ θλίβεται γιὰ τοὺς συκοφάντες καὶ ν’ ἀγαπᾶ καὶ νὰ σέβεται βαθιὰ τοὺς συκοφαντουμένους. Δυστυχῶς, οἱ πολλοὶ λειτουργοῦν ἀντίστροφα. Στὸ καλὸ βλέπουν τὸ κακό. Στὶς ἀνιδιοτελεῖς ἐνέργειες βλέπουν σκοπιμότητες. Τὸ φῶς τὸ αἰσθάνονται σκότος. Στοὺς σύνθετους λογισμούς τους τὰ πιὸ πολλὰ γεγονότα τοὺς βυθίζουν στὸν ἅδη τῶν πιὸ σκοτεινῶν παθῶν. Εἶναι δυσκίνητοι σὲ ἀναγωγὲς ἀπὸ τὶς εἰκόνες τοῦ κόσμου σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ νοήματα.

Παρὰ ταῦτα ὅμως, ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήση, περιστασιακὰ καὶ μᾶλλον ἀκουσίως, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση διαφόρων συνθηκῶν καὶ περιστάσεων, ὡς ἕνα τέτοιο ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν καὶ ἀναγωγῶν σὲ ὑψηλὰ νοήματα. Αὐτὸ συνηθέστερα γίνεται ὡς ψυχολογικὴ ἀνάγκη διαφυγῆς ἀπὸ δυσάρεστα γεγονότα καὶ ἀπὸ πιεστικὰ ἢ καὶ ἀδιέξοδα προβλήματα καὶ σπανιότερα ὡς ἑκούσια πνευματικὴ ἄσκηση.

Κάθε γεγονὸς ἐπεξεργασμένο ἀπὸ τὸν νοῦ μας μπορεῖ νὰ λειτουργήση ὡς ἐφαλτήριο ποῦ μᾶς ἀνεβάζει σὲ κάποιο ὑψηλὸ νόημα, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμη καὶ τελείως ἄσχετο μὲ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Μπορεῖ, ἐπίσης, ἕνα τυχαῖο συμβὰν στὸν δρόμο νὰ τὸ προσλάβη κανεὶς σὰν ἕνα δυνατὸ κήρυγμα ἢ σὰν μιὰ ἐπιβεβαίωση καὶ στήριξη ἑνὸς ὀρθοῦ νοήματος ποῦ προϋπῆρχε μέσα του, τὸ ὁποῖο ὅμως ταλαντευόταν ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ βίου ἢ ἀπὸ τὶς λανθάνουσες ἐπιφορὲς τῆς δυσθεράπευτης ἀσθένειας τῆς λήθης, ἡ ὁποία ρίχνει στὴν ὁμίχλη τῆς ἀδιαφορίας συνήθως ὅσα πράγματα ἔχουν πραγματικὴ ἀξία, ἐνῷ ὅσα ἔχουν μάταιες λάμψεις τὰ ἀφήνει ἀνέγγιχτα.

Αὐτὰ λέγονται μὲ ἀφορμὴ τὴν συγκεκριμένη συνάντηση, ποὺ θὰ σχολιασθῇ παρακάτω.

Τακτοποιῶντας κάποια πράγματα μέσα στὸ Ἱερό, πρωϊνὴ ὥρα, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Σαρανταλείτουργου, στὴν ἀνοιχτὴ νότια πύλη τοῦ Ἱεροῦ ἐμφανίστηκαν τρία τσιγγανόπουλα. Ἕνα κορίτσι, ἴσως μικρότερο τῶν δέκα χρόνων, μαζὶ μὲ δύο μικρότερα ἀδέλφια του. Τὸ μικρότερο, ποὺ δὲν θὰ ἦταν δύο χρόνων, τὸ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ ἄλλο, προνήπιο, στεκόταν δίπλα του.

Αὐτὴ ἡ μεταλειτουργικὴ συνάντηση, ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο ἔγινε, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ὁ λόγος της καὶ ὁ «ἐπιστημονικὰ» ἱκετευτικὸς τρόπος τῶν μικρῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Ναοῦ, γέννησαν τὴν ἐπιθυμία τῆς περιγραφῆς καὶ τοῦ σχολιασμοῦ της. Ἦταν μιὰ πολὺ συνηθισμένη συνάντηση, μὲ προφανῆ λόγο. Τί θὰ ἦταν δυνατὸν ἄραγε νὰ ζητοῦν τρία τσιγγανάκια στὴν πύλη μιᾶς Ἐκκλησίας; Ὅμως, ἡ συνάντηση μαζί τους ἐξελίχθηκε σ’ ἕνα δυνατὸ ποιμαντικὸ κήρυγμα μὲ σαφῆ θεολογικὴ ἀναφορά. Φυσικὰ τὰ τσιγγανάκια δὲν εἶχαν καμμιὰ διάθεση νὰ κάνουν κήρυγμα, οὔτε γνώριζαν τίποτε γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ποιμαντικὴ δραστηριότητα.

Ἡ ἀναπαραγωγὴ τῆς συνάντησης μέσῳ τῆς μνήμης τὴν συνέδεσε μὲ κάποια «ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα», ὡς ὑπομνηματισμός τους ἢ μᾶλλον ὡς ἑτερογενὴς αἰσθητοποίηση τοῦ νοήματός τους. Πρῶτα, ὅμως, πρέπει νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ εἰκόνα τῆς συνάντησης.

Καὶ τὰ τρία παιδιὰ εἶχαν μιὰ ἀσυνήθιστη ζωντάνια στὶς κινήσεις τους, ποῦ δήλωνε κέφι γιὰ ζωή. Βγῆκαν γιὰ ζητιανιά, ἀλλὰ ἡ διάθεσή τους δὲν ἔδειχνε καμμία κακομοιριά. Ἔκαναν, ὅπως ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, τὴν δουλειά τους. Τὸ ἕνα ἦταν ξυπόλυτο. Τὸ ὕφος καὶ τὰ μάτια τους ἔδειχναν ἀποφασιστικότητα καὶ ἐξυπνάδα. Εἶχαν ἐπιμονὴ στὸν στόχο τους. Δὲν κάμπτονταν καὶ δὲν ἔχαναν τὴν καλὴ διάθεσή τους ἀπὸ τὶς ἀρνήσεις τοῦ «αἰτουμένου ἐλέους». Τὸ περίπου δεκάχρονο κορίτσι ἄρχισε πρῶτο τὶς ἱκεσίες, δίνοντας εὐχές, ἐπικαλούμενο τὴν Παναγία καὶ προτείνοντας τὸ δεξί του χέρι γιὰ τὴν λήψη χρηματικῆς προσφορᾶς, ἐνῷ μὲ τὸ ἀριστερὸ τοῦ κρατοῦσε ἀγκαλιὰ τὸν μικρὸ ἀδελφό του. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἀρνήσεις, ποῦ τὶς ἀκολουθοῦσαν νέες ἱκεσίες, μὲ ἐπικλήσεις τῆς Παναγίας καὶ ἐξευμενισμοὺς τοῦ τύπου, «ἀφοῦ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος...», «διὰ γὲ τὸ παρέχειν κόπον», ἔλαβε στὴν παλάμη της κάποιο νόμισμα. Ὅμως, ἅμα τὴ λήψει, προτάθηκε μὲ τὸν ἴδιο τύπο ἱκεσίας τὸ χέρι τοῦ ἐκ δεξιῶν τῆς νηπίου ἀδελφοῦ της, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε συμπρεσβεύουσα στὴν αἴτησή του. Τελικὰ καὶ αὐτός, «διὰ τὸ παρέχειν κόπον», ἔλαβε ἕνα μικρότερο νόμισμα. Καὶ τότε συνέβη ἡ ἔκπληξη, ποῦ παρουσίασε ἀνάγλυφα τὴν δύναμη ποῦ ἔχει ἡ παράδοση, ὅταν διδάσκεται μὲ «ἀσκητική», ἡ ὁποία συνδέεται μὲ ἐμπειρία.

Ὁ μικρότερος ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ἴσως πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ νὰ εἶχε σταματήσει τὸν θηλασμό, ἅπλωσε κι’ αὐτὸς τὸ χέρι του γιὰ νὰ εἰσπράξη τὴν δική του προσφορά. Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου του δὲν ἦταν «βρεφική». Στὸ ὕφος του ὑπῆρχε σύμμεικτη ἡ ἱκεσία μὲ τὴν ἀπαίτηση. Δὲν μποροῦσε νὰ μιλήση, γι’ αὐτὸ τὸ ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τὸ συνέδεσε μὲ μιὰ κραυγή, ἡ ὁποία εἶχε σαφέστατο νόημα: Δῶσε καὶ σὲ μένα. Ἀπὸ «σπαργάνων» μπῆκε μέσα στὸ νόημα τοῦ ἐπαγγέλματος, ἐντάχθηκε ἐμπειρικὰ στὴν παράδοση τῶν πατέρων του.

Ὁ ἀγκαλοφορούμενος μικρότερος ἀδελφὸς ἀποπέμφθηκε χωρὶς νὰ λάβη κανένα νόμισμα, ἡ κίνησή του ὅμως μετέδωσε, μαζὶ μὲ τὸν τρόπο τῶν μεγαλύτερων ἀδελφῶν του, ἕνα μεστό, ἂν καὶ στιγμιαῖο, μήνυμα περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἀποτελεσματικῆς ἱκεσίας καὶ τῆς δύναμης ποὺ ἔχει ἡ βιωμένη παράδοση.

Κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὴν παραπάνω περιγραφὴ χρειάζονται ὑπογράμμιση.

1. Τὸ ὅλο περιστατικὸ θύμιζε τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν «κριτὴ τῆς ἀδικίας» (Λουκᾶ, 18,6). Ἡ ἐπιμονὴ στὴν «αἴτηση ἐλέους», τὸ «μὴ ἐκκακεὶν» κατὰ τὴν αἴτηση (τὸ νὰ μὴ χάνουν, δηλαδή, τὸ θάρρος τους καὶ ἀποκάμνουν) ἔφερνε ἀποτελέσματα. Γιατί ὁ καθένας ποὺ δὲν εἶχε διάθεση νὰ βοηθήση (ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση), ὅμως «διὰ γὲ τὸ παρέχειν [αὐτῶ] κόπον» ὑπέκυπτε στὴν αἴτηση.

2. Αὐτὸν ποῦ προσέγγιζαν τὸν ἔλουζαν μὲ καλὰ λόγια, παινέματα καὶ εὐχές. Ἤθελαν νὰ ξυπνήσουν μέσα του τὴν καλοσύνη ἢ ἤθελαν νὰ νιώθουν ἀπέναντί τους «καλοὺς ἀνθρώπους» καὶ ὄχι φοβεροὺς καὶ αὐστηρούς. Ὁ τρόπος τους ἀπέρριπτε τὴν νοοτροπία τοῦ «πονηροῦ δούλου», ὁ ὁποῖος ἔκρυψε τὴν μνᾶ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν κύριό του μὲ τὴν δικαιολογία «ἐφοβούμην γὰρ σέ, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἴ αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας» (Λουκᾶ 19,21). Τὸ ἀνάγνωσμα αὐτὸ εἶχε διαβασθῇ τὸ πρωΐ τῆς ἡμέρας ἐκείνης στὴν Θεία Λειτουργία. Τὰ τσιγγανόπουλα εἶχαν τρόπο ποῦ προσιδίαζε στὸν τρόπο αὐτῶν ποὺ «αἰτοῦνται καὶ λαμβάνουν», ἐπειδὴ εἶναι θεμελιωμένοι στὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς «ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος ὑπάρχει».

3. Τὸ πιὸ ἠχηρὸ κήρυγμά τους ἦταν γιὰ τὴν μετάδοση τῆς βιωμένης παράδοσης. Ὁ μικρότερος ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν πεῖρα του ἔμαθε ὅτι ἁπλώνοντας τὸ χέρι, μὲ τὸ ἰδιαίτερο ὕφος ποῦ ἔπαιρνε τὸ πρόσωπο τῆς ἀδελφῆς του, οἱ ἄλλοι, ποῦ ὀνομάζονταν «καλοὶ ἄνθρωποι», ἔβαζαν στὴν παλάμη του κάποια πράγματα (νομίσματα), τὰ ὁποία οἱ μεγάλοι θεωροῦσαν πολὺ σημαντικά. Προσέλαβε, ἔτσι, τὴν παράδοση τῆς ζητιανιᾶς γευόμενος νηπιόθεν τοὺς καρπούς της.

Οἱ ἀναγωγὲς στὴν καθ’ ἡμᾶς βιωματικὴ πρόσληψη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, στὴν καρδιὰ τῆς ὁποίας βρίσκεται ἡ προσευχὴ εἶναι προφανεῖς.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2980