Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ τελευταία σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μου ἔδωσε τήν ἀφορμή νά καταλήξω σέ διάφορες σκέψεις, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες παρουσιάζω στήν συνέχεια, μέσα ἀπό τήν προοπτική ὅτι ὁ κάθε Ἐπίσκοπος εἶναι Ἐπίσκοπός της ὅλης Ἐκκλησίας, καί σύμφωνα μέ τό λόγιο “δίδου σοφῶ ἀφορμήν καί σοφότερος ἐσται”.

* * *

Ἡ Σύνοδος τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί κάθε Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ σημαντική πράξη γιά τήν συγκεκριμένη, ἀλλά καί τήν καθόλου Ἐκκλησία. Ἡ σύναξη τῶν Μητροπολιτῶν ἐν Συνόδω, ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς συγκλήσεως αὐτῆς, καθώς καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον οἱ Ἐπίσκοποι διαβουλεύονται γιά τά σοβαρά ἐκκλησιαστικά προβλήματα, φανερώνουν ὅλη τήν ὑπάρχουσα κατάσταση μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἀσθένεια ἤ τήν ὑγεία, τήν ἐκκοσμίκευση ἤ τήν αὐθεντία.

Σίγουρα ἡ σύναξη τῶν Ἐπισκόπων πού ἀποτελοῦν τήν Τοπική Ἐκκλησία εἶναι ἔκφραση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ συνοδικότητα δέν ἐξαντλεῖται ἁπλῶς στήν παρουσία τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά καί στό κατά πόσον οἱ συμμετέχοντες στήν Σύνοδο διακρίνονται ἀπό τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Ἑπομένως, ἡ συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τήν ἀληθινή ἐκκλησιολογική συνείδηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν. Ἄλλωστε, ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας δέν συνδέεται ἁπλῶς μέ ἕναν θεσμό, ἀλλά μέ τήν παρουσία Πνευματικῶν Πατέρων. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ ξστ' (ὀε') Κανόνας τῆς Καρθαγένης Συνόδου: “μετά ταῦτα ψηλαφηθέντων καί κατανοηθέντων πάντων των ἐν τῇ ἐκκλησιαστική χρησιμότητι συντρέχειν δοκούντων, ἐπινεύσαντος καί ἐνηχήσαντος τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ἐπελεξάμεθα ἠπίως καί εἰρηνικώς διαπράξασθαι μετά τῶν μνημονευθέντων ἀνθρώπων, ...”. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀπαιτεῖται ψηλάφηση καί κατανόηση ὅλων των ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τήν συνέργεια τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία συνέργεια ἐκδηλώνεται μέ τήν ἠπιότητα καί τήν εἰρηνική ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων. Γι’ αὐτό καί ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ αὐθεντία δέν εἶναι ἕνας κατεστημένος θεσμός, οὔτε μία στατική κατάσταση, ἀλλά μιά δυναμική παρουσία καί πορεία.

* * *

Τό πρώτιστο ἔργο τῶν ἐκκλησιαστικῶν συνάξεων γιά νά καθορίζουν ὀρθοδόξως τόν συνοδικό θεσμό, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τά πάντα πρέπει νά ἀποβλέπουν σέ αὐτήν, καί αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ μοναδική προσδοκία τῶν Ἐπισκόπων. Μέσα ἀπό τό πρίσμα αὐτό πρέπει νά ἐξετάζωνται ὅλα τα ζητήματα. Ἡ προσπάθεια βελτίωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, πού γίνεται ὅμως μέ τήν καταστρατήγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, δέν εὐοδώνεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μέ ἄλλα λόγια, τέλεια προγράμματα, θαυμάσιες ἐπιδιώξεις γιά τήν ἀντιμετώπιση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, ὅταν δέν προϋποθέτουν καί δέν συντελοῦν στήν ἑνότητα, εἶναι καταδικασμένα σέ ἀποτυχία. Γιά ἐκείνους πού συντελοῦν στήν διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἰσχύει τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμίν; εἰ τίς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός” (Ἅ' Κορ. γ', 16-17). Ἄν ἐντάξει κανείς τό χωρίο αὐτό μέσα στήν ὅλη προοπτική του, τότε θά διαπιστώση ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀναφέρεται στό σῶμα κάθε πιστοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει μία ἠθικολογική ἑρμηνεία, ἀλλά στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Στήν διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἀποβλέπουν ὅλοι οἱ “ἐχθροί” τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξη χώρα στήν ὁποία ξένες καί ἀλλότριες δυνάμεις δέν προκαλοῦν σχίσματα καί διαιρέσεις. Τήν διακύβευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τήν βλέπω μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτή. Γι’ αὐτό καί ὅλα τα προβλήματα πού ἀπησχόλησαν τήν Ἐκκλησία κατά τήν τελευταία ὀκταετία καί σήμερα, ἐκφράζουν αὐτήν τήν διάθεση ἄλλων δυνάμεων νά διασαλεύσουν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Οἱ δέ ὑπεύθυνοι ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες πρέπει νά θυσιάζουν τό ἀτομικό συμφέρον τους, καί νά σταυρώνουν τίς ἐπιδιώξεις τούς χάριν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.

Τά οἰκονομικά ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τόν τελευταῖο καιρό τήν Ἐκκλησία εἶναι σοβαρά. Πράγματι, τό χρῆμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἱερό, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι βοηθᾶ στό ὅλο ἔργο πού ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καί πρέπει νά τιμωροῦνται ὅσοι ἐκμεταλλεύονται τήν προσφορά τῶν πιστῶν. Ἀλλ’ ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν τα οἰκονομικά νά τίθενται στό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, οὔτε χάριν αὐτῶν νά θυσιάζωνται καί νά καταστρέφωνται τά πρόσωπα, ἤ νά καταστρατηγῆται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

* * *

Τό βαθύτερο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ βασικός σκοπός τῆς ὑπάρξεώς της δέν εἶναι τά οἰκονομικά, ἀλλά εἶναι ἡ μέθεξη τῆς θείας Οἰκονομίας. Μέ κανένα λόγο δέν πρέπει αὐτό νά τίθεται στό περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί νά εἰσάγωνται ἄλλοι καί ἀλλότριοι, “κοσμικοί” στόχοι καί σκοποί.

Δυστυχῶς, παρατηροῦμε τόν τελευταῖο καιρό ὅτι ἀνατρέπονται τά ἐκκλησιαστικά θέσμια, ἀφοῦ ἀποπροσανατολίζονται οἱ Χριστιανοί ἀπό τόν βαθύτερο σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιοῦνται κοσμικοί τρόποι καί νοοτροπίες, σπιλώνονται πρόσωπα μέ οὐσιαστική προσφορά μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή, καί ὅλα αὐτά δημιουργοῦν πολλούς προβληματισμούς στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Βεβαίως, πρέπει νά λυθῆ τό οἰκονομικό πρόβλημα, μέ πνεῦμα συνέσεως, διακρίσεως, ἠρεμίας, ψυχραιμίας, δικαιοσύνης καί ἀντικειμενικότητος. Ὅμως, πρέπει νά κατανοηθῆ ἀπό ὅλους μας ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά σταματήση ἡ ζημιά πού ἔγινε στό ποίμνιο ἀπό ὅλες τίς ἄστοχες ἐνέργειες πού προηγήθηκαν καί τίς ἀποκαλύψεις πού ἀκολούθησαν.

* * *

Θά ἤθελα, ἀκόμη, νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑφίσταται καμμιά τραγωδία, ἀλλά τά ἄρρωστα πρόσωπα εἶναι ἐκεῖνα πού ζοῦν τήν τραγωδία στήν ζωή τους καί προξενοῦν προβλήματα στά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τά προβλήματα πού ἀναφύονται στήν ἐκκλησιαστική ζωή, προέρχονται ἀπό ἀνθρώπους πού δέν ἀγγίζουν τήν οὐσία καί τό βαθύτερο νόημα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ θεολογία. Ἐκεῖ ἀκριβῶς βρίσκεται τό μεγάλο πρόβλημα. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά λύωνται τά ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά ζητήματα μέσα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη θεολογία. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ἔλλειμμα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Ἡ θεολογία δέν εἶναι γιά τά σπουδαστήρια καί τά κηρύγματα, ἀλλά εἶναι τρόπος ζωῆς καί πολιτείας. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι καίτοι οἱ ἱστορικές, νομικές καί φιλοσοφικές γνώσεις βοηθοῦν, ἐκεῖνο πού ἔχει μεγάλη ἀξία γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ὁ θεολογικός λόγος. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά συνέρχεται ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προσφέρη οὐσιαστικό θεολογικό λόγο πάνω στά διάφορα κοινωνικά ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τούς σύγχρονους ἀνθρώπους, καί ἰδίως τούς νέους μας, τά ὁποῖα θά ἀντιμετωπίζονται μέσα ἀπό τήν προοπτική της Ὀρθοδόξου θεολογίας.

Δημοσιεύθηκε στήν “Κυριακάτικη Καθημερινή” στίς 14-9-97

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ